Η έναρξη της χειμωνιάτικης περιόδου του 1957
- ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ
Εθνικό Θέατρο: Σαίξπηρ, “Κυμβελίνος”, ρομαντικό δράμα σε τρεις πράξεις – Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν: Άρθουρ Μίλερ, “Από Δευτέρα σε Δευτέρα” – “Ψηλά από τη γέφυρα” – Θέατρο Κεντρικό, θίασος Λαμπέτη-Χορν: Γ. Ντε Χάρτογκ: “Το νυφικό κρεβάτι”, κομεντί σε τρεις πράξεις, έξι εικόνες – Θέατρο Μπουρνέλη, θίασος Μ. Φωτόπουλου-Άννας Κυριακού: Γ. Χάσεκ, διασκευή Σωτ. Πατατζή: “Ο καλός στρατιώτης Σβέικ”, κωμωδία σε τρεις πράξεις, εννέα εικόνες.
Το Εθνικό Θέατρο, που πρωτοάνοιξε φέτος την αυλαία της χειμωνιάτικης θεατρικής περιόδου, την εγκαινίασε, όπως κι άλλες χρονιές, με έργα του Σαίξπηρ. Αυτή η καταφυγή στον ίδιο πάντα ξένο συγγραφέα, που επειδή σημειώνει ελάχιστες εξαιρέσεις, πάει να γίνει παράδοση, έχει θεωρητικά κάτι το άτοπο. Δεν φαίνεται σωστό ένα εθνικό θέατρο να δείχνεται σαν παράρτημα ενός εθνικού θεάτρου μιας άλλης χώρας, να το υποκαθιστά στην αποστολή του. Όμως, όπως συχνά συμβαίνει, η θεωρία δεν ταυτίζεται με την πράξη.
Το Εθνικό Θέατρο σαν επίσημος οργανισμός οφείλει να κάνει επίσημη έναρξη των παραστάσεών του, να παρουσιάσει δηλαδή ένα από κείνα τα έργα που ορθά χαρακτηρίζονται μεγάλα, που έχουν όγκο και βάρος, πλατύ εκτόπισμα και που δίνουν την ευκαιρία να εμφανισθούν συγκεντρωμένες, αν όχι όλες, τουλάχιστον οι πλείστες από τις δυνάμεις του. Τέτοια όμως “μεγάλα” έργα δεν υπάρχουν πολλά, και προπάντων δεν επιζούν πολλά. Αν αναλογισθούμε ότι το κλασικό, και επίσης και το ρομαντικό, γαλλικό θέατρο, με μόνη εξαίρεση τον Μολιέρο, είναι συνυφασμένο με τη γλώσσα του και έτσι δυσκολομετάφραστο, ή κι αμετάφραστο, ότι η Ελλάδα σ’ όλη την περίοδο που γράφονταν τα “μεγάλα” έργα ήταν σκλαβωμένη, και, έξω από την Κρήτη, σιωπούσε, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως ό,τι προσφέρεται είναι σχεδόν μόνο το ισπανικό, μαζί με το αγγλικό, και πάλι, ελισαβετιανό θέατρο. Αλλ’ από όλους τους συγγραφείς που έχουν ανάλογη μαζί του τεχνοτροπία ο Σαίξπηρ υπερέχει· προβαδίζει, αφήνοντας τους άλλους μακριά πίσω του.
Πώς η αναζήτηση για το σχηματισμό του ρεπερτορίου να μη στραφεί και να μην σταθεί τελικά συχνά σ’ αυτόν; Κι αφού η παράδοση που διαρκεί πια χρόνια έφερε στη σκηνή του κρατικού θεάτρου – μα και των άλλων θεάτρων – όλα τα κύρια έργα του, πώς να μη προβληθούν και κείνα που θεωρούνται και είναι δευτερεύοντα, αλλά που έχουν ένα εντελώς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί φανερώνουν εναργέστερα από τα πρώτα τη μαγική ιδιότητα του δημιουργού τους; Στα πρώτα είναι και το υλικό άριστο. Τα δεύτερα, μέσα στα οποία συγκαταλέγεται κι ο “Κυμβελίνος”, που χαρακτηρίζεται “ρομαντικό δράμα”, αλλά που θα προτιμούσα να έχει για υπότιτλο έναν ορισμό απλούστερο κι ακριβέστερο: “παραμυθόδραμα”, μου προξενούν πάντα την εντύπωση ότι ο Σαίξπηρ επέτυχε εκείνο που μάταια επεδίωξαν οι σύγχρονοί του αλχημισταί: να μετατρέψει την φθηνή ύλη σε χρυσάφι.
Καθώς παρακολουθούσα τον ¨Κυμβελίνο”, όπου συσσωρεύονται χωρίς πάντα να συγχωνεύονται ποικίλα κι ετερόκλητα θέματα, μοτίβα γνωστά κι από άλλα σαιξπηρικά δράματα ή κωμωδίες, μοτίβα παραμυθιών ή του Βοκάκιου (και του δικού μας δημοτικού τραγουδιού: “ο Μαυριανός και η αδερφή του”), στοιχεία ιστορικά, αναπολήσεις της αρχαιότητας αυθαίρετα μεταφυτευμένες στο κλίμα της Αναγέννησης, αναχρονισμοί, έρωτες, ίντριγκες, φόνοι, περιπέτειες, μάχες, ζήλιες, πρόσωπα εξαφανισμένα, απότομες αναγνωρίσεις κτλ. κτλ., συλλογιζόμουνα τι εξάμβλωμα θα ήταν τούτο το παραμύθι αν ήταν το έργο ενός κακού, ή και μέτριου, συγγραφέα, κι όχι μιας μεγαλοφυΐας.
Αλλά, να, περνά ο λόγος του Σαίξπηρ, η φαντασία του, η ποίηση που κοχλάζει μέσα του, κι αναπηδά, χωρίς ποτέ να αισθανθούμε, να υποπτευθούμε, ούτε ίχνος προσπάθειας, άφθονη, γάργαρη και κρυστάλλινη και γίνεται το θαύμα· όλα, κι όσα αν τα είχε χειρισθεί κάθε άλλος συγγραφέας θα φαίνονταν απίθανα και θα ήσαν απαράδεχτα, αποχτούν στιλπνότητα, εξασκούν γοητεία· και τα πιο ασύνδετα συνταιριάζονται για να μεταδοθεί το ουσιαστικό νόημα· τούτο είναι στον “Κυμβελίνο” που ανήκει στην τελευταία περίοδο του Σαίξπηρ, όταν ύστερα από τρικυμισμένες διαμαρτυρίες επεκράτησε στην ψυχή του η γαλήνη, η έστω και πικρή, η εγκαρτέρηση, ένα μήνυμα συγγνώμης για τις ανθρώπινες ελαττωματικότητες, ανοχής, συγκατάβασης, συμφιλίωσης με ό,τι είναι αθεράπευτο.
Η μαγεία θα είχε επενεργήσει, νομίζω, ακόμα πολύ ζωηρότερα αν ο κ. Σολομός είχε σκηνοθετήσει τον “Κυμβελίνο” με τον ίδιο οίστρο που είχε φανερώσει άμα ανέβασε πριν από μερικά χρόνια το “Όπως σας αρέσει”. Αυτή τη φορά μου φάνηκε ότι εργάστηκε κάπως ανόρεχτα, άκεφα· ελπίζω να πρόκειται για παροδική κούραση. Περιορίσθηκε να ξαναχρησιμοποιήσει ρουτινιέρικα – πώς αλλιώς να το πούμε; – ό,τι έχει πια κάνει χτήμα του, αντί να ζητήσει να δημιουργήσει. Έτσι η παράσταση ήταν φροντισμένη, ευπρόσωπη, αλλά της έλειψε το κάτι παραπάνω που είναι εκείνο που καταχτά το θεατή και του αποσπά την πλήρη του μέθεξη. Δεν την περιέβαλε, τουλάχιστον όσο θα έπρεπε, η ιριδισμένη ατμόσφαιρα του παραμυθιού που είναι το κλίμα του “Κυμβελίνου”.
Το σύνολο ήταν άτονο, πολύ προσγειωμένο, ενώ για τις λεπτομέρειες που αφορούν τους εξαίρετους παράγοντες που έλαβαν μέρος στην παράσταση δεν μπορεί να εκφρασθεί σχεδόν καμιά επιφύλαξη. Πώς να σταθώ στη συμβολή του καθενός από τους άφθονους ηθοποιούς που έπαιξαν στον “Κυμβελίνο” και που ήσαν όλοι άριστοι στο ρόλο που ανέλαβαν; Θα περιορισθώ ν’ αναφέρω σύντομα την κ. Μανωλίδου που έστω κι αν δεν ανανέωσε τον εαυτό της ήταν, “όπως πάντα”, σωστή στην κάθε σκηνή, και θελκτικότατη· τον κ. Γ. Παππά που με χαρά ύστερα από την αρρώστια του τον ξαναείδαμε να είναι πάλι σε τέλεια φόρμα, και που σ’ ένα μέρος “μικρού Ιάγου” τον οποίο ερμήνευσε με απαράμιλλη άνεση, ελαφριά χάρη κι αριστοκρατικότητα, χωρίς άτοπους υπερτονισμούς της ύπουλης μακιαβελικότητας, σαν έναν αμοραλιστή που ενεργεί αυτόματα, κι όχι παρακινημένος από συνειδητές σατανικότητες, μας φανέρωσε ότι ένας από τους ρόλους που το περισσότερο προορίζονται γι’ αυτόν είναι πιθανόν ο ρόλος του “μεγάλου Ιάγου”, τον οποίο θ’ αποδώσει μ’ έναν εντελώς προσωπικό τρόπο· τον κ. Τ. Γαλανό ο οποίος μας απεκάλυψε ότι πίσω από το μπριλάντικό του παίξιμο κρύβει μέσα του και νότες βαθιάς δραματικής συγκίνησης, και έφερε στο εντελώς πρώτο πλάνο ένα ρόλο κάπως επεισοδιακό· τον κ. Β. Διαμαντόπουλο που έστω κι αν παρασύρθηκε σε κάποιον άτοπο και αψυχολόγητο υπερτονισμό του μπουφόνικου, γκροτέσκου, στοιχείου έδειξε και πάλι ότι είναι προικισμένος με το πολυτιμότερο απ’ όλα δώρο: την προσωπικότητα· τον κ. Γληνό που είχε άπειρη ευγένεια κι επιβολή σε κάθε του κίνηση και σε κάθε χρωματισμό του λόγου· την κ. Έλσα Βεργή που διέπλασε έναν από τους καλύτερούς της ρόλους και που ελπίζω να μη μετανοήσει πικρά για την απόφαση που πήρε, παρακινημένη από δεν ξέρω ποιες παράλογες φαντασιώσεις, να αποχωρήσει από το μόνο θέατρο όπου μπορεί ν’ αναδειχθεί όσο της το επιτρέπουν οι όχι ευρύτατες δυνατότητές της· τον κ. Θ. Κωτσόπουλο· τον κ. Ι Αποστολίδη· τον κ. Π. Ζερβό· τον κ. Μ. Μπούχλη· τον κ. Α. Δεληγιάννη· τον κ. Δ. Παπαμιχαήλ που επικύρωσε την εντύπωση που σχηματίσαμε πέρσι ότι είναι ένας από τους νέους ηθοποιούς που ανατέλλουν.
Εντελώς ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει ακόμα και για τα ευφάνταστα ευλύγιστα, ελαφριά και ποαραστατικά σκηνικά και για τα εύθυμα με τα στιλπνά τους χρώματα κοστούμια του κ. Βακαλό που πολύ εύστοχα τοποθέτησε το έργο όχι στην αρχαϊκή εποχή των γεγονότων που διαδραματίζονται σ’ αυτό, αλλά στην εποχή της Αναγέννησης με την οποία πνευματικά συνδέεται.
Με πολλή συγκίνηση ξανακούσαμε τη φωνή του Καρθαίου μες από μια μετάφραση που όπως όλες οι άλλες ανάλογες εργασίες του είναι αριστοτεχνική.
Ο κ. Κουν εγκαινίασε τις παραστάσεις του με δυο μονόπραχτα του Αρ. Μίλερ που δεν νομίζω να αποτελούν προσθήκες στα έργα του συγγραφέα αυτού που παρακολουθήσαμε κιόλας στις σκηνές των θεάτρων μας. Το ένα, το “Ψηλά από τη Γέφυρα” είναι ένα δράμα ερωτικού πάθους που θα ανήκε κατηγορηματικά στο νατουραλιστικό θέατρο, και μαζί και στο αρκετά παλαιωμένο θέατρο που παρουσίαζε πρωταρχικά εντυπωσιακά γεγονότα χωρίς να πολυενδιαφέρεται να προσδώσει σ’ αυτά υπόστρωμα και προεκτάσεις, αν ο Μίλερ δεν είχε κάπως νεωτερίσει στον τομέα της τεχνοτροπίας. Το μονόπραχτο κατά κανόνα προβάλλει μια δράση συγκεντρωμένη σε χρόνο και σε τόπο. Ο Μίλερ μας παρουσιάζει μια δράση που ξετυλίγεται σ’ ένα αρκετά μακρύ διάστημα, αλλά τη συγκεντρώνει σ’ ένα μονόπραχτο καταργώντας τα διαλείμματα· τα κενά τα συμπληρώνει κάποιος που παίζει τον ρόλο αφηγητή.
Ουσιαστικά δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για ένα τέχνασμα εξωτερικό, για μια επιφανειακή ιδιομορφία, που ενώ δεν εμπλουτίζει το έργο εμποδίζει καθώς πάρα πολλά πρέπει να συμβούν στη σύντομη διάρκεια ενός μονόπραχτου, έστω και κάπως μεγάλου, να ενορχηστρωθούν με το κύριο θέμα κι άλλα μοτίβα. Έτσι η υπόθεση παρουσιάζεται εντελώς γυμνή· καταλήγει να είναι μόνον ένα επεισόδιο, ένα fait divers. Δεν υπάρχει καιρός ούτε για ανάλυση των προσώπων, ούτε για ανάπτυξη των χαραχτήρων. Τα πρόσωπα μόνο σκιαγραφούνται μ’ έναν τρόπο απλούστατο· μερικά δεν πλάθονται και καθόλου. Η γυναίκα π.χ. που βλέπει τον άντρα της να ωθείται από το πάθος στην παραφροσύνη και στο έγκλημα δεν δείχνει ούτε ζήλια ούτε και καμιάν άλλη αντίδραση· παραμένει εντελώς απαθής. Το ίδιο κι ο εραστής δεν μας γίνεται καθόλου γνώριμος· είναι μόνο χαραχτηριστικό ότι ο Μίλερ, όπως κι ο Τ. Ουίλιαμς, για να συνθέσει ένα έργο πάθους έδωσε στους ήρωές του ιταλική, μεσημβρινή ιδιοσυγκρασία, κι όχι αμερικάνικη. Σε μια σκηνή ξεπετιέται απότομα κι απροσδόκητα και η ομοφυλοφιλία· έτσι όπως τοποθετήθηκε είχα ζωηρότατα την εντύπωση ότι ο συγγραφέας την παρουσίασε κύρια για να κάνει επίδειξη τολμηρότητας…
Το άλλο μονόπραχτο “Από Δευτέρα σε Δευτέρα” έχει περισσότερη ποιότητα, αν κι αυτό προκαλεί τόσο με την ουσία του όσο και με τη μορφή του πολλές αντιρρήσεις. Είναι ένα δράμα ατμόσφαιρας. Ο συγγραφέας θέλει να δείξει την κατάθλιψη που καταλαμβάνει όσους είναι υποχρεωμένοι να κάνουν κάθε μέρα; την ίδια δουλειά. Δεν μπόρεσα να μη σκεφθώ : μα οι πλείστοι άνθρωποι δεν κάνουν ανέκαθεν κάθε μέρα την ίδια δουλειά; Αισθάνονται γι’ αυτό ανικανοποίητοι, δυστυχισμένοι ; Δεν το νομίζω. Εκείνοι μέσα στους οποίους εμφωλεύει ο δημιουργικός οίστρος και η ανησυχία είναι οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες, είναι η μειοψηφία. Στους άλλους αρκεί να εκτελούν το καθημερινό τους χρέος, και να έχουν τις Κυριακές και τις γιορτές και στις διακοπές μερικές μικρές διασκεδάσεις.
Το ψυχικό δράμα, το συναίσθημα frustation του αμερικανικού λαού, το οποίο έστω κι αν το μεγαλοποιεί η λογοτεχνία, δεν μπορεί να μην υπάρχει, μια που απασχολεί έμμονα τους αμερικανούς συγγραφείς, έχει για την αντίληψή μου, εντελώς άλλη αιτία. Το αποδίνω κύρια στις υπέρογκες και χαοτικές διαστάσεις των αμερικανικών πολιτειών που καθώς δεν ήσαν υποχρεωμένες να κάνουν οικονομία γης απλώθηκαν απάνθρωπα· οι πελώριες αποστάσεις απορροφούν τον άνθρωπο, τον κατακουράζουν και τον εξαντλούν, και προπάντων δεν του επιτρέπουν την επικοινωνία με τους συνανθρώπους, την περισυλλογή, τη ρέμβη, τον μηχανοποιούν. Τούτη είναι όμως μια άποψη που η συζήτησή της δεν έχει τη θέση της σ’ αυτό το άρθρο, και για την οποία άλλωστε έχω κάνει λόγο αλλού.
Οι σοβαρότερες αντιρρήσεις μου προέρχονται από τη μορφή. Όσο κι αν παραδεχτούμε ότι οι τεχνοτροπίες μπορεί και πρέπει ν’ ανανεώνονται, δεν νομίζω ότι είναι δυνατό να θεωρηθεί θεατρική η σχεδόν ομοιόμορφη επανάληψη “από Δευτέρα σε Δευτέρα” (και τα δυο μονόπραχτα έχουν την ίδια τεχνοτροπία, χειρίζονται με τον ίδιο τρόπο τον χρόνο) των ίδιων κινήσεων, των ίδιων φράσεων όλα τα πρόσωπα είναι διαμορφωμένα, τελειωμένα, αμέσως από την αρχή κι όλο ξαναλένε, με ελάχιστες παραλλαγές κι αυξομειώσεις, το ίδιο τροπάριο.
Ίσως παρατηρηθεί : κι ο Τσέχωφ δεν υφαίνει τα έργα του, τα εξαίσιά του έργα, με λεπτομέρειες φαινομενικά ασήμαντες ; Ναι, αλλ’ ο Τσέχωφ πρώτα δεν ποδοπατεί επί τόπου, ολοένα προσθέτει νέες νότες που εμπλουτίζουν κι οξύνουν το θέμα του, και δεύτερο και κύριο είναι ποιητής. Σε τελευταία ανάλυση ίσως ό,τι προπάντων λείπει από τα μονόπραχτα του Μίλερ είναι η ποίηση.
Οι αντιρρήσεις μου όμως γι’ αυτά δεν σημαίνουν ότι και δεν εγκρίνω το παρουσίασμά τους. Είναι πάντα ενδιαφέρον να γνωρίζομε όλες τις πλευρές, ακόμα και τις αδύνατες, ενός συγγραφέα που με άλλα έργα του –“Ήσαν όλοι τους παιδιά μου”, Ἡ Δοκιμασία”, “Ο θάνατος του Εμποράκου” που μου άρεσε πολύ λιγότερο– έχει δικαιολογημένα τοποθετηθεί ανάμεσα στους πιο αξιόλογους σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς, είναι πάντα ενδιαφέρον να γνωρίζομε από το αμερικανικό θέατρο που τώρα μας καταπλήσσει με την απότομη ανάπτυξή του και είναι σήμερα το πιο ζωντανό σύγχρονο θέατρο, την προετοιμαστική περίοδο, όταν ανακάλυπτε την πορεία και τις καταχτήσεις του ευρωπαϊκού θεάτρου και της ευρωπαϊκής σκέψης και τις προσελάμβανε σαν ένα παιδί που βιάζεται να φθάσει και να προσπεράσει τους μεγάλους, και είναι ακόμα απλοϊκό κι αφελές κι ανέτοιμο ν’ αφομοιώσει ό,τι του προσφέρνεται.
Η εκλογή των μονόπραχτων του Μίλερ ήταν ακόμα και προπάντων ενδεδειγμένη γιατί η καταθλιπτική τους ατμόσφαιρα δεν είναι το κλίμα του κ. Κουν, το κλίμα όπου κύρια –αν όχι κι αποκλειστικά– διαπρέπει. Η παράσταση ήταν συνεπακόλουθα άρτια, όπως πάντα όταν ο κ. Κουν δεν επιχειρεί να δοκιμάσει τον εαυτό του σε τόνους και σε ύφη που του είναι ξένα. Η βαριά διάθεση μεταδόθηκε διεισδυτικά. Οι ηθοποιοί πειθάρχησαν στις οδηγίες του και οι περισσότεροι τις απέδωσαν και δημιουργικά. Εντελώς ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει για τις επιτεύξεις του κ. Δ. Χατζημάρκου, του κ. Γ. Λαζάνη και των κυριών Β. Ζαβιτσιάνου, Τ. Σαββοπούλου και Α. Πανταζοπούλου. Πολύ υποβλητικά και μαζί παραστατικά ήσαν και τα απλά και καλαίσθητα σκηνικά του κ. Γ. Στεφανέλλη. Διατηρώ όμως τη βασική μου επιφύλαξη : ενόσω το κυκλικό ή ημικυκλικό θέατρο δεν ανακαλύπτει έναν τρόπο ανεβάσματος των έργων εντελώς διαφορετικό από κείνο των κλειστών κουτιών και η μόνη του ιδιομορφία είναι ότι μας υποχρεώνει να ενοχλούμαστε από τη θέα πίσω απ’ τους ηθοποιούς κι ανάμεσά τους των ποδιών και των κεφαλιών άλλων θεατών, δεν θα μας πείσει ότι είναι κάτι άλλο, κάτι περισσότερο, από μια λύση ανάγκης, ότι έχει αισθητική δικαίωση.
Κι ακόμα μια παρατήρηση :η άρθρωση ήταν περισσότερο καθαρή από άλλες φορές, ο τόνος της φωνής κάπως υψωμένος, αλλά και όχι αρκετά. Όταν οι ηθοποιοί στρέφανε τα νώτα, γιατί αυτό απαιτεί το σχήμα του θεάτρου, σ’ ένα μέρος των θεατών, οι θεαταί αυτοί όσο κι αν τέντωναν τ’ αυτιά τους, δεν άκουαν. Σε κάθε έργο, αλλά προπάντων σε έργα ατμόσφαιρας, είναι απαράδεχτο η κάθε φράση, η κάθε λέξη, η κάθε συλλαβή να μην ακούεται κρυστάλλινη. Ας το προσέξει ο κ. Κουν.
Έλλη Λαμπέτη και Δημήτρης Χορν στο «Νυφικό κρεβάτι», στο θέατρο «Κεντρικόν» (1957)
“Το νυφικό κρεβάτι”, η κομεντί που παρουσίασε ο θίασος Λαμπέτη-Χορν, είναι από πολλές απόψεις ένας άθλος, όχι μεγάλος, αλλ’ οπωσδήποτε αξιόλογος. Δεν παίζουν παρά μόνο δυο πρόσωπα που είναι διαρκώς επάνω στη σκηνή. Δεν εμφανίζεται ούτε η σκιά ενός άλλου βοηθητικού προσώπου. Και η υπόθεση πολύ ισχνή. Παρακολουθούμε τη ζωή ενός ευτυχισμένου ανδρόγυνου σε διάφορες ηλικίες, από την πρώτη νύχτα του γάμου, έως ότου γεράσει μέσα στην κρεβατοκάμαρά του. Δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτε. Μερικοί οικογενειακοί μικροκαβγάδες μόλις ταράζουν εντελώς παρωδικά την αιθρία σαν τα πρωτοβρόχια που αφού συννεφιάσουν ανάλαφρα μια στιγμή τον ουρανό και ρίξουν λίγες σταγόνες αμέσως διαλύονται. Είναι τόση η θέληση του συγγραφέα να συγκεντρώσει αποκλειστικά τον φακό του στην εικόνα της ευδαιμονίας ενός αρμονικού ζευγαριού ώστε ενώ μερικές σκηνές ξετυλίγονται στα ταραγμένα χρόνια του πρώτου πολέμου δεν φθάνει ίσαμε την κρεβατοκάμαρα ούτε ο μακρινός αντίλαλος της συμφοράς. Με αυτά τα δεδομένα οι προϋποθέσεις ήσαν ότι το έργο θα ήταν ανιαρό, και επιπλέον ρηχό κι ανούσιο, ότι στην ευνοϊκότερη περίπτωση ο συγγραφέας θα υποχρεωνότανε για να το αλατίσει να αντλήσει πολλούς θολούς υπαινιγμούς από την παρουσία του νυφικού κρεβατιού, όλες όμως οι απαισιόδοξες προβλέψεις διαψεύδονται.
Τίποτε το ύποπτο δεν ξεμυτά, έστω και φευγαλέα, και είναι τόση η παρατηρητικότητα, αλλά και η ευαισθησία, η στοργή, η αγάπη με τις οποίες αντίκρισε ο συγγραφέας τα πρόσωπά του,τόσο διορατικές και μαζί τόσο εξαίσιες οι μικρές ανακαλύψεις του μέσα στον ψυχικό τους κόσμο, ώστε το “Νυφικό Κρεβάτι” συγκρατεί όλη την ώρα που ξετυλίγεται καθηλωμένη την προσοχή μας προπάντων και γοητεία. Δεν έχει καμιά μονοτονία όπως δικαιολογημένα μπορούσαμε να το φοβηθούμε. Τα διασκεδαστικά επινοήματα όλο εναλλάζονται κ’ εναρμονίζονται χωρίς καμιά διάσπαση της ενότητας του τόνου με τη συγκίνηση που υπολανθάνει και στις πιο εύθυμες φαινομενικά σκηνές. Είναι τόση η γοητεία που αναδίνεται από την κωμωδία του Χάρτογκ ώστε δεν μπορούμε, έστω και διαβατικά, να μη σκεφθούμε : “Μήπως υπάρχει και πολλή μόδα στον ισχυρισμό ότι δεν μας ενδιαφέρει πια σήμερα παρά το περιλάλητο άγχος της εποχής ; Μήπως αντίθετα επιθυμούμε κάποτε-κάποτε να διαφύγομε απ’ αυτό, και προπάντων να μας γίνεται η υπόμνηση ότι δεν μας τυραννεί όλους αδιάλειπτα, ότι υπάρχουν πάντα άνθρωποι που ζουν την κανονική τους ζωή, τι μικρές τους έννοιες, και βρίσκουν ευδαιμονία στις μικρές χαρές;”
Αλλά βέβαια για να μεταδοθεί η γοητεία πρέπει οι δυο μοναδικοί ρόλοι να παιχθούν άριστα. Τούτο το επέτυχαν στο ακέραιο ο κ. Χορν και η κ. Λαμπέτη. Δεν έκαναν απλή επίδειξη δεξιοτεχνίας· ενσωματώθηκαν μέσα στους ρόλους τους κι απέδωσαν την κάθε απόχρωση, τον κάθε κυματισμό με δημιουργικό παλμό. Όλη η ερμηνεία τους ήταν ένα τραγούδι, ένα χάρμα. Εύγε τους ! Σημαντικός συντελεστής της επιτυχίας υπήρξε, νομίζω, κι ο αμερικανός σκηνοθέτης κ. Σίλμπερτ που και σκηνογράφησε το έργο και το έντυσε με έξοχα κοστούμια της μόδας της κάθε εποχής που δεν πρόσθεταν μόνο γραφικές νότες αλλά και βοηθούσαν την κάθε σκηνή να τοποθετηθεί μέσα στην ατμόσφαιρά της. Είχα δει το “Νυφικό Κρεβάτι” πριν από μερικά χρόνια στο Παρίσι. Και εκεί καθώς παιζότανε άριστα από κορυφαίους ηθοποιούς –όχι όμως τελειότερα, από τον κ. Χορν και την κ. Λαμπέτη– το είχα πολύ εκτιμήσει, αλλ’ ο τόνος, όσο θυμάμαι, ήταν βαρύτερος απ’ εδώ. Ο κ. Σίλμπερτ χρωμάτισε ζωηρά, χωρίς όμως και να παρασυρθεί σε καμιά άτοπη υπογράμμιση και γελοιογράφηση τα εύθυμα επεισόδια, πρόσθεσε και στα ενδιάμεσα μερικά έξυπνα επινοήματα· όλη η συμβολή του προσέδωσε στην παράσταση και ποικιλία και χάρη και φωσφόρισμα.
Η παράσταση του “Νυφικού Κρεβατιού” έδειξε ότι το αθηναϊκό θέατρο, αν όχι πάντα, τουλάχιστον αρκετά συχνά, δεν είναι πια ένας φτωχός συγγενής του ξένου θεάτρου· πολλές φορές προβαδίζει.
***
Ο θίασος Φωτοπούλου ξανάρχισε τις παραστάσεις του με μια περσινή του επιτυχία, τον “Καλό στρατιώτη Σβέικ”, η οποία μοιάζει να ξεκίνησε και φέτος για μακριά σταδιοδρομία. Επειδή την επιτυχία αυτή ούτε την είχα υποπτευθεί όταν παρακολούθησα το έργο στην πρώτη του παράσταση από ευσυνειδησία πήγα να το ξαναδώ. Δεν άλλαξα γνώμη ούτε για το έργο ούτε για την ερμηνεία του. Ξαναθαύμασα βέβαια το δημιουργικό παίξιμο του κ, Φωτόπουλου όπως και της κ. Κυριακού που είναι για το θίασο ένας σημαντικότατος παράγοντας, αλλά συνολικά η ερμηνεία είναι, όπως και το έργο, ένα απροσάρμοστο μωσαϊκό. Ερωτοτροπεί με το δράμα, με την κωμωδία, με τη φάρσα ακόμα και με την επιθεώρηση. Η επιτυχία δεν μπορεί να οφείλεται παρά στα δημοκοπικά στοιχεία που εμπεριέχει ο Σβέικ. Κι άλλο ένα συμπέρασμα : υπάρχει πια στας Αθήνας ένα θεατρόφιλο κοινό τόσο άφθονο όσο και ποικίλο, με μεγάλη διαφορά γούστων. Τούτο είναι από μια άποψη ευχάριστο.
____________________________
- Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Έτος ΛΑ΄, τόμος 62ος, τεύχος 728, 1 Νοεμβρίου 1957
- Κεντρική φωτογραφία: Τάκης Γαλανός (Πιζάνιος), Γιάννης Αποστολίδης (Κυμβελίνος), Έλσα Βεργή (Βασίλισσα), Βασίλης Διαμαντόπουλος (Κλότεν). Κυμβελίνος (1958). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 10/10/1957 – 03/11/1957
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024