“Το μπαλκόνι” του Ζαν Ζενέ | Θίασος Έλσας Βεργή (1962) – κριτική Γερ. Σταύρου

“Το μπαλκόνι” του Ζαν Ζενέ | Θίασος Έλσας Βεργή (1962) – κριτική Γερ. Σταύρου

Μοιράσου το!

Χρειάζεται να καταβληθεί εξαντλητική προσπάθεια για να παρακολουθήσει ώς το τέλος, όχι μόνον ο απροετοίμαστος θεατής, “Το μπαλκόνι” του Ζαν Ζενέ. Μετά όμως απ’ τη δοκιμασία τούτη, ανακεφαλαιώνοντας τα όσα είδε κι άκουσε με αδιάσπαστη ένταση επί τρίωρον – το έργο κρατάει περισσότερο αν παιχτεί χωρίς περικοπές – θα φτάσει στο συμπέρασμα πως μέσα από μια επιδεικτικά πολύπλοκη παράθεση εννοιών, εικόνων, καταστάσεων, ξεχωρίζουν αρκετά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής μας, δοσμένα η αλήθεια, με τρόπο εκρηκτικό.

Ο Ζαν Ζενέ προωθεί τις αρνητικές του θέσεις ώς τα έσχατα όρια γιατί σίγουρα είναι απ’ τις πιο ισχυρές ποιητικές φυσιογνωμίες, ανάμεσα στους λεγόμενους “πρωτοποριακούς” συγγραφείς. Τελικά, ωστόσο, δεν ξεφεύγει κι αυτός απ’ την ισοπέδωση όλων των πραγμάτων. Ας κινείται στον χώρο του υπερβατικού, τα πάντα παραμένουν μονοδιάστατα. Συχνά αναρωτιέσαι γιατί να δίνεται ο τόνος κι η μορφή περισπούδαστης αποκάλυψης σ’ ένα σωρό καταστάσεις που η ανθρώπινη εμπειρία – κι η τέχνη φυσικά – έχει εισδύσει στη σημασία τους.

Κάθε απόπειρα ν’ αφηγηθεί κανείς τον “μύθο” ή ακόμα τα περιστατικά του έργου, θα αλλοίωνε, στην καλύτερη περίπτωση, τις προθέσεις του Γάλλου συγγραφέα. Εδώ άλλωστε κυριαρχούν οι συμβολισμοί. Συμβαίνει μάλιστα και το εξής περίεργο: Ενώ η επιλογή κι η έντονη προβολή στοιχείων της πραγματικότητας αποκτούν για τον θεατή στις επιμέρους σκηνές μιαν αυτοδυναμία, για τον Ζαν Ζενέ χρησιμοποιούνται σαν “μέσο” για να “επαληθευθεί” η αρνητική του θέση.

Στον οίκο ανοχής ή οίκο φαντασίας της μαντάμ Ίρμας – όπως αναφέρεται – οι διάφοροι “πελάτες” βρίσκουν τον τρόπο να δραπετεύσουν απ’ την πραγματικότητα και να υποδυθούν τα πρόσωπα που ονειρεύονται για τον εαυτό τους – εξέχοντες ρόλους της εν διαλύσει κοινωνίας, τα στηρίγματά της. Ας σημειωθεί πως σ’ όλη τη διάρκεια του έργου ακούγονται ριπές μιας επανάστασης που περισφίγγει απειλητικά τα τελευταία φρούρια και τ’ ανάκτορα.

Έτσι, στα διάφορα σαλόνια του οίκου της μαντάμ Ίρμας, θα παραταχθούν οι χαρακτηριστικές φιγούρες του δικαστή, του επίσκοπου, του στρατηγού, σε γελοιογραφικές διαστάσεις. Στα κομμάτια τούτα ο χλευασμός του πρωτοποριακού συγγραφέα είναι καταλυτικός. Ακολουθεί κι η εισβολή του διευθυντή της αστυνομίας, του μόνου μη φανταστικού προσώπου, αυτός δεσπόζει πάντα στον “οίκο φαντασίας” και διεκδικεί την “αθανασία”. Δε λείπει βέβαια κι η φιγούρα του ζητιάνου που αποδέχεται την μοίρα του στην εξαθλίωση.

Μεταφερόμαστε για λίγο, σαν είδος ιντερμέδιου, στο αρχηγείο των επαναστατών. Εκεί, μονομιάς, σαν να χάνεται ο οίστρος που διαποτίζει το έργο κι η γλώσσα του καταφεύγει στις πιο φτηνές “αναφορές”. Ολόκληρο το περιστατικό περιορίζεται στη συναλλαγή μεταξύ του Ροζέ και του Μαρκ, “μέλους της Κεντρικής Επιτροπής”. Αντικείμενό τους η Σαντάλ, πρώην τρόφιμος οίκου ανοχής. Τώρα όμως η Σαντάλ είναι το ίνδαλμα των επαναστατών και θεωρείται σκόπιμο να προωθηθεί στις πρώτες γραμμές για να εμπνεύσει τους αγωνιστές. Ο Ροζέ την αγαπάει και θα υποχρεωθεί να την ανταλλάξει με όσες άλλες γυναίκες θέλει…

Είναι τούτο το πιο σχηματικό σημείο του έργου και φαίνεται καθαρά πως μπήκε για να υπηρετήσει τη θεωρία του “αδιεξόδου, χωρίς καμιά ποιητική προέκταση. Το έργο ξανακερδίζει την ισορροπία του επανερχόμενο στον οίκο της μαντάμ Ίρμας. Η “επανάσταση” θα καταλύσει το “καθεστώς” για να το υποκαταστήσει μ’ ένα ανάλογο. Βασίλισσα στέφεται η ίδια η Ίρμα, ο διευθυντής της αστυνομίας ηρωοποιείται και μπαίνει – με το έτσι θέλω – σ’ ένα μαυσωλείο, τη θέση του που κανείς απ’ τους “πελάτες” δεν είχε ονειρευτεί ποτέ, την παίρνει ο Ροζέ, ο πρώην “επαναστάτης” κι οι άλλοι επανέρχονται στον ασήμαντο εαυτό τους, χωρίς να κατέχουν πια ούτε με τη φαντασία τους καμιά εξουσία, σα να πείστηκαν πως η ζωή που ζούνε είναι πιο συμβατική και ψεύτικη από τον οίκο φαντασίας της μαντάμ Ίρμας…

Όσο ψηλά και να σκοπεύει ο Ζαν Ζενέ προσπαθώντας να δώσει όχι απλώς μιαν εφήμερη εικόνα του σημερινού κόσμου, οι γενικεύσεις του αγνοούν πόσο πολύπλοκη και σύνθετη είναι η πραγματικότητα και τον σπρώχνουν στο χάος του υποκειμενισμού. Δεν ξεχωρίζει πουθενά ποιοτικές αλλαγές, ό,τι ακριβώς κάνει την ανθρωπότητα να επιβιώνει και να κατακτά το μέλλον της. Η θέα του κόσμου απ’ το “Μπαλκόνι” περιορίζεται σε μια στατική εικόνα μ’ όλο που επιχειρούνται οι οξύτερες διεισδύσεις. Ίσως θα μπορούσαμε να πάρουμε τούτο το έργο σαν απελπισμένη προειδοποίηση για ορισμένους άμεσους ή έμμεσους κινδύνους. Αλλά το ιδεαλιστικό του υπόβαθρο αφήνει να πέσει στο κενό μια τέτοια προειδοποίηση…

Υπάρχουν όμως κομμάτια δοσμένα μ’ έναν λόγο πυρακτωμένο από γλώσσα δαιμονική που θαρρείς και τινάζουν στον αέρα προαιώνιους θεσμούς. Βέβαια ο συγγραφέας έχει άλλες προθέσεις, μα δικαίωμα του θεατή παραμένει να δέχεται ό,τι του είναι χειροπιαστό και χρήσιμο.

Η υφή του έργου υπαγορεύει ειδικές απαιτήσεις στην ερμηνεία. Κι οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε πως ο Μίνως Βολανάκης βοήθησε και τους ηθοποιούς να προσαρμοστούν δημιουργικά και να παρουσιάσουν ένα ενιαίο σύνολο και το έργο να στηθεί άνετα στη μικρή σκηνή του θεάτρου Βεργή. Κυρίως πέτυχε οι σατιρικές εκρήξεις του συγγραφέα να μην διασπούν ούτε στιγμή τη δραματική ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό συμβάλλουν και τα σκηνικά του Γιάννη Γαΐτη που έχουν την απαραίτητη8 αφαίρεση, χωρίς να παύουν να χαρακτηρίζουν εύγλωττα το περιβάλλον και τα πρόσωπα. Η Έλσα Βεργή (Ίρμα), η Ξένια Καλογεροπούλου (Κάρμεν), ο Νίκος Βασταρδής (Ροζέ), ο Λιάκος Χριστογιαννόπουλος (στρατηγός), ο Φοίβος Ταξιάρχης (διευθυντής αστυνομίας), ο Νίκος Δενδρινός (Επίσκοπος) κι ο Τάσος Παπαδάκης και στις δυο του εμφανίσεις) κράτησαν το βάρος των ρόλων τους με μεγάλη κατανόηση. Δεν είναι λίγο. Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν ο Ορφέας Ζάχος (ξαφνιάζει με την εκφραστικότητα που αποδίδει τον αυλικό) κι η Άννα Βενέτη που αξιοποίησε όσες δυνατότητες της προσφέρει ο σχηματικός ρόλος της Σαντάλ.

Για τους φίλους του θεάτρου που θέλουν να ενημερώνονται για τις τάσεις της σύγχρονης δραματικής τέχνης, νομίζουμε πως το ¨Μπαλκόνι” του Ζαν Ζενέ δε θα πρέπει να τους αφήνει αδιάφορους. Αλλά είπαμε: Φτάνει να διαθέτουν την απαραίτητη αντοχή.

_______________________

Η ΑΥΓΗ, 30 Οκτωβρίου 1962


Μοιράσου το!
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΡΙΤΙΚΗ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ