Ο Οστρόφσκι και η “Μπόρα”
- Άγγελος Τερζάκης
ΤΟΥ ΟΣΤΡΟΦΣΚΙ έργο είχε ανεβάσει για πρώτη φορά το Εθνικό Θέατρο στα 1932, το “Γλέντι, κρασί, αγάπη”. Ήταν ο αλλαγμένος στα ελληνικά τίτλος ενός δράματος που έχει στο πρωτότυπο την παροιμιακή φράση “Μη ζεις όπως σ’ αρέσει αλλά όπως μπορείς” για τίτλο του. Η τάση αυτή προς τις παροιμιακές εκφράσεις είναι χαρακτηριστική του συγγραφέα της “Μπόρας” σε ορισμένη περίοδο της σταδιοδρομίας του. Καλύτερα ίσως από κάθε τι άλλο φανερώνει, αν και έμμεσα, κάποιες προσωπικές του κλίσεις.
Γεννήθηκε το 1823 στη Μόσχα. Ο πατέρας του ανήκε στην αριστοκρατική τάξη και ήταν μέλος του “πολιτικού δικαστηρίου”. Σε ηλικία εννιά χρονών ο Αλέξανδρος Οστρόφσκι, που είχε άλλα πέντε αδέρφια, χάνει τη μητέρα του· τότε ο πατέρας του εμπιστεύεται την μόρφωση των παιδιών του σ’ ένα σπουδαστή ιερατικής σχολής πρώτα, σ’ έναν προγυμναστή μικρο-Ρώσο ύστερα. Δεν φαίνεται να είχαν ιδιαίτερα λαμπρή επίδραση στην πνευματική καλλιέργεια των παιδιών ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Ο Αλέξανδρος ανατράφηκε ουσιαστικά σ’ απόλυτη ελευθερία, στο δρόμο, όπου συνήθιζε να βγαίνει να παίζει με τ’ άλλα γειτονόπουλα. Μόνο στα πέντε χρόνια του Γυμνασίου φαίνεται ν’ ακολουθεί κάπως πειθαρχημένες σπουδές. Γράφεται ύστερα στη Νομική Σχολή του Παανεπιστημίου της Μόσχας αλλά, τον πρώτο κιόλας χρόνο, τσακώνεται μ’ ένα καθηγητή και παρατάει τις σπουδές του.
Πνεύμα ανεπίδεκτο υποβολής σ’ εξωτερική πειθαρχία, ο Αλέξανδρος Οστρόφσκι είναι ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που θα επιδοθεί αποκλειστικά, ολοκληρωτικά, στο θέατρο. Ενώ οι πρεσβύτεροί του Γκριμπογιέντοφ, Γκόγκολ, Τουργκιένιεφ, καλλιεργούν το δραματικό είδος κατ’ εξαίρεση ή και παράλληλα με το αφηγηματικό, ο Οστρόφσκι αφιερώνεται στο θέατρο ψυχή τε και σώματι, σ’ όλη τη ζωή του. Είχε ζήσει την πιο εύπλαστη ηλικία του ανάμεσα σε μια κοινωνική τάξη με ύφος ζωής πολύ ιδιότυπο τον καιρό εκείνο: τους εμπόρους. Αυτοί θ’ αποτελέσουν το πλαίσιο και το κύριο υλικό των έργων του όταν θ’ αρχίσει να γράφει για το θέατρο. Οι Ρώσοι έμποροι ήταν ένας κόσμος ακόμα τότε μισο-πατριαρχικός, μισο-βάρβαρος: Οικογενειάρχες τυραννικοί, γυναίκες σκλάβες, κερδοσκόποι σκοτεινοί κι αδυσώπητοι, γριές-παραμάνες αφοσιωμένες ώς την αυτοθυσία. Πάνω απ’ όλα, πρόληψη κι αμορφωσιά. Μόνον οι νέες κοπέλες έχουν μια θέση απροσδόκητα προνομιακή, ώς τη στιγμή που θα παντρευτούν: Είναι ελεύθερες, μπορούν να χαίρονται τη ζωή τους.
Το θέατρο που θα γράψει ο Οστρόφσκι είναι κατά βάση ρεαλιστικό, συντονισμένο με τη δεσπόζουσα τότε στην Ευρώπη ροπή. Ο Φρειδερίκος Χέμπελ, στη Γερμανία, έχει δώσει πρότυπα στέρεα της σχολής αυτής, με κάποιες μάλιστα σημαντικές προεκτάσεις στο κοινωνικό πεδίο, ενώ ο Αιμίλιος Ζολά στη Γαλλία, αν και στο περιθώριο του θεάτρου αυτός, επηρεάζει με τις νατουραλιστικές διακηρύξεις του και προκηρύξεις εκείνους που αναζητούν μια νέα, αδιάλλακτη αλήθεια στη σκηνή. Του Οστρόφσκι τα πρώτα έργα θα έχουν αμφίβολη τύχη: Μια μερίδα του κοινού τα χειροκροτεί με πάθος, ενώ η άλλη τ’ αποδοκιμάζει έντονα. Είναι οι δυο παρατάξεις που διχάζουν εκείνο τον καιρό τη ρωσική κοινή γνώμη: οι σλαβόφιλοι και οι φιλελεύθεροι. Συντηρητικοί οι πρώτοι, εχθροί των ιδεών και των μεταρρυθμίσεων που έρχοντα από τη Δύση, αντιστέκονται στο ρεύμα που είχε εγκαινιασθεί επί Πέτρου του Μεγάλου. Οι άλλοι πάλι θεωρούν τον Οστρόφσκι φερέφωνο του σκοταδισμού, επειδή αναπαριστάνει στα έργα του με στοργή τα παλαιά ήθη.
Μια απροσδόκητη και πολύ έγκυρη υποστήριξη προβάλλει ξαφνικά για τον νέο συγγραφέα. Είναι ο Ντομπρολιούμποφ (1836-1861) ποιητής και κριτικός με θέση εξέχουσα στη Ρωσία εκείνου του καιρού. Γράφει μια μελέτη για τον Οστρόφσκι με τίτλο “Το βασίλειο του ζόφου”. Έτσι αποκαλεί τον κόσμο που απεικονίζει ο Οστρόφσκι στα έργα του. Λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του ο Ντομπρολιούμποφ θα γράψει άλλη μια μελέτη, με τίτλο “Μια αχτίδα μέσα στο σκοτάδι”, για τη μορφή της Κατερίνας ειδικά, της νεαρής ηρωίδας της “Μπόρας”, που τον είχε ενθουσιάσει.
***
Το δράμα τούτο θεωρείται γενικά το αριστούργημα του Οστρόφσκι και του ρωσικού ηθογραφικού θεάτρου. Ο συγγραφέας του το συνέθεσε δεκατρία χρόνια μετά το ξεκίνημα του, μοιάζει λοιπόν να συνοψίζει όλες τις παρατηρήσεις, όλες τις εμπειρίες που είχε αποθησαυρίσει εκείνος ώς τότε από την μελέτη των ανθρώπων και των κοινωνικών συνθηκών. Πέρα από το κεντρικό θέμα και τα κεντρικά πρόσωπα, ο Οστρόφσκι απλώνει τη ματιά του σ’ έναν περίγυρο που συνθέτει έναν πίνακα ζωής. Γι’ αυτό και ξεκόβονται στη “Μπόρα” μορφές δευτερεύουσες για τη δράση ή επεισοδιακές, που πλουτίζουν όμως σε χρώμα κι ενάργεια το σύνολο. Πρέπει να παρατηρηθεί άλλωστε πως ο Οστρόφσκι, όπως λίγο-πολύ όλοι οι θεατρικοί συγγραφείς της χώρας του, δεν θα προσκολληθεί στην αυστηρά συμπυκνωμένη, λογικά διαρθρωμένη δομή του δράματος που είχε υψώσει σε πρότυπο η Δυτική Ευρώπη. Η τεχνική του έχει μιαν άνεση και μια ρευστότητα που επιτρέπει τις χρονοτριβές ή τις κάποιες παρεκβάσεις, φτάνει να εξυπηρετείται έτσι η εσωτερική πρόθεση του έργου, που είναι η διοχέτευση ενός θερμού ρεύματος ζωής.
Τα πρόσωπα στη “Μπόρα” είναι σχεδιασμένα με μοναδική στερεότητα, από στιβαρό χέρι. Το καθένα τους έχει κάτι το προσωπικό και το αναντικατάστατο. Η σκληρή μορφή της Μάρφας Καμπανόβα αντιζυγιάζεται από την τρυφερή, παθιασμένη της Κατερίνας, της νύφης της, που θεωρήθηκε ανέκαθεν ένα από τα ποιητικότερα πλάσματα του ρωσικού θεάτρου. Η πρώτη, αλύγιστα σατραπική, είναι προσκολλημένη σ’ έθιμα και αντιλήψεις του παλαιού καιρού, που γι’ αυτήν μοιάζουν να συγκρατούν την τάξη του σύμπαντος. Θρησκόληπτη, τρέφει μιαν έχθρα οργανική σχεδόν για κάθε τι νέο, είτε άνθρωπος είναι είτε ιδέες. Από την πρώτη στιγμή τη βλέπουμε να έχει τη στάση της αντίζηλης απέναντι στη νύφη της: “Από τότε που παντρεύτηκες, λέει στο γιο της, τον άβουλο Τύχων, δε μ’ αγαπάς πια σαν πρώτα”. “Η μάνα όσα δε βλέπει με τα μάτια τα νιώθει με την καρδιά: Τώρα η γυναίκα σου σε τραβάει από μένα, αυτό πια το ξέρω”. Και σε λίγο πάλι: “Μπορεί να την αγάπαγες τη μάνα σου όσο ήσουνα ανύπαντρος. Εμένα θα κοιτάς τώρα; τώρα που έχεις γυναίκα νέα κι όμορφη;” Η ψυχολογία αυτή της Καμπανόβα φαίνεται να έχει αγνοηθεί από όλους εκείνους που σταματάνε στην ηθογραφική επιφάνεια της “Μπόρας”. Ας προσθέσουμε εδώ και τούτο το μικρό απόσπασμα σκηνής:
ΚΑΜΠΑΝΟΒΑ: – Πάει να πει θα προτιμούσες τη μάνα σου απ’ τη γυναίκα σου; Δεν το πολυπιστεύω αυτό.
ΤΥΧΩΝ: – Μα γιατί να κάνω προτιμήσεις; Σας αγαπώ και τις δυο.
ΚΑΜΠΑΝΟΒΑ: – Ε βέβαια, βέβαια, έτσι είναι, τώρα τα ’κανες θάλασσα! Αμ δεν το βλέπω θαρρείς πως είμαι εμπόδιο στο δρόμο σας;
Τίποτα το παράδοξο στο αδιέξοδο που θα δημιουργηθεί για την Κατερίνα. Αυτή, είναι πλασμένη από τρυφερότητα, μυστικοπάθεια, ευαισθησία, αίμα καυτό, ανήσυχο, ένα οξύτατο, σύνθετο αίσθημα της αμαρτίας και της χαράς της ζωής – μια γνήσια Ρωσίδα. Τα εξωτερικά ελατήρια ολοκληρώνουν το δράμα της: Σύζυγος πλαδαρός αν και άκακος, ικανός περισσότερο να τη συχωρέσει αμαρτωλή παρά να την αγαπήσει αθώα, πεθερά αυταρχική, αδυσώπητη, ζωή φυλακισμένη, μια κουνιάδα που της σηκώνει τα μυαλά, ένα προαίσθημα θανάτου και καταστροφής μέσα της από την αρχή κιόλας. Η μισο-πραγματική μισο-μεταφυσική εμφάνιση της Ηλικιωμένης Κυρίας με τους δυο λακέδες παίρνει έτσι μια σημασία μυστικής προτροπής. Και όλη αυτή η θαυμαστή προετοιμασία θα καταλήξει –για να ξεσπάσει, ύστερα από το αμάρτημα– στη μπόρα, που σε συνδυασμό με την εσωτερική θύελλα, παίρνει για την Κατερίνα διαστάσεις Δεύτερης Παρουσίας, γίνεται ώρα κρίσεως. Η σκηνή με τη δημόσια εξομολόγηση, κορύφωμα του έργου, φέρνει στο νου ανάλογες ένδοξες σκηνές της ρωσικής λογοτεχνίας: την εξομολόγηση του Ρασκόλνικοφ στο “Έγκλημα και Τιμωρία”, του Νικήτα στο “Κράτος του Ζόφου”.
Αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα στη “Μπόρα” είναι σχεδιασμένα με οίστρο, χρώμα, αδρότητα, συχνά και με χιούμορ – παράδειγμα ο Κουλίγιν, ο αυτοδίδακτος ρολογάς, που ψάχνει να βρει το αεικίνητο, ένα είδος λαϊκού ηθολόγου, με τη χαριτωμένη εμβρίθεια της απλοϊκής ψυχής αλλά και με τη σεμνότητά της.
Την “Μπόρα” ο Οστρόφσκι την έγραψε μέσα σε τρεις μήνες, φαίνεται όμως ότι την είχε εμπνευσθεί πολύ πριν. Το έργο πρωτοπαίχτηκε στη Μόσχα το 1859. Ο Γκοντσάροφ, ο διάσημος συγγραφέας του “Ομπλόμοφ” έγραψε τότε στο μόνιμο Γραμματέα της Ακαδημίας Επιστημών ότι, τέτοιο δράμα έλειπε ακόμα από τη ρωσική λογοτεχνία κι ότι οι κλασικές του αρετές θα του εξασφαλίζουν για καιρό, ανάμεσα στα έργα της, την πρώτη θέση.
_____________________________________
- Το κείμενο αντλήθηκε από το πρόγραμμα της παράστασης “Η μπόρα” (1966). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Μετάφραση: Αθηνά Σαραντίδη, σκηνοθεσία: Τάκης Μουζενίδης, σκηνογραφίες: Κλ. Κλώνης, ενδυμασίες: Αντ. Φωκάς. Μουσική επιμέλεια: Έλλη Νικολαϊδου, βοηθός σκηνοθέτη: Στέλιος Παπαδάκης. Ηθοποιοί: Θεόδωρος Μορίδης, Νίκος Τζόγιας, Χριστίνα Καλογερίκου, Θάνος Κωτσόπουλος, Βάσω Μανωλίδου, Αλέκα Κατσέλη. Λυκούργος Καλλέργης, Δημήτρης Μαλαβέτας, Κώστας Κοκκάκης, Άννα Ραυτοπούλου, Ζέττα Κονδύλη, Αθανασία Μουστάκα, Γιάννης Μαυρογένης, Κώστας Σκαρλής, Νίκος Βόκας, Μαρία Σκούντζου, Τζένη Μιχαηλίδου, Ελένη Μαρίνου.
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024