Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ

Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ

Μοιράσου το!

  • Στις 7 Φεβρουαρίου 1945 ο Θίασος Μανωλίδου-Αρώνη-Χορν ανέβασε στο Θέατρο Πάνθεον τη “Δωδέκατη Νύχτα” του Σαίξπηρ. Για να πλαισιωθεί το ανέβασμα τούτο, και για να γνωρίσει το Αθηναϊκό κοινό καλύτερα το έργο και τον ποιητή του, ο Θίασος οργάνωσε και μιαν “Εβδομάδα του Σαίξπηρ”, όπου παρακλήθηκαν να μιλήσουν διάφοροι Άγγλοι, Έλληνες και ένας Αμερικανός ομιλητής για θέματα σχετικά με την παράσταση. Στο τομίδιο που εκδόθηκε, δημοσιεύτηκαν τέσσερις από τις διαλέξεις αυτές μεταφρασμένες ελληνικά, γιατί όλες είχαν δοθεί αγγλικά.

Διάλεξη του Συνταγματάρχη K.R.JOHNSTONE

Καθώς είμαι ο πρώτος Βρετανός ομιλητής σ’ αυτή τη σειρά διαλέξεων, επιθυμώ να αρχίσω εκφράζοντας τις ευχαριστίες μου ς’ εκείνους που είχαν την ιδέα να τις οργανώσουν, και που μας τίμησαν με την πρόσκληση να μιλήσομε σε Αθηναϊκό κοινό. Εκτιμούμε βαθιά τη φιλική κατανόηση που οδήγησε τον κ. Κρίτα και το θίασο του “Πανθέου” να εκφράσουν την ώρα τούτη τα φιλικά τους αισθήματα για τη χώρα μας, χαρίζοντάς μας την παράσταση ενός έργου του Σαίξπηρ. Τους θαυμάζουμε και τους ευχαριστούμε για την απόφασή τους, και για την αφοσίωση που έχουν στην τέχνη τους σε τόσο δύσκολες στιγμές. Περιμένομε με χαρά τις παραστάσεις, και τους ευχόμαστε όλη την επιτυχία που αξίζει η ικανότητα και η προσπάθειά τους.

Όσοι από μας τους Άγγλους αγαπάμε και μελετάμε το θέατρο, ξέρουμε πως στην Ελλάδα η από σκηνής ερμηνεία του Σαίξπηρ στέκει ψηλά. Μερικοί είχαμε την τύχη να δούμε τις παραστάσεις τού “Άμλετ” που έδωσε το Ελληνικό Βασιλικό Θέατρο στο Λονδίνο κι αλλού λίγο πριν απ’ τον πόλεμο. Ελπίζομε πως θα ξανάρθει μια μέρα,που θα μπορέσουν και πάλι να γίνονται τέτοιες ανταλλαγές ανάμεσα σε αγγλικά και ελληνικά θέατρα. Είναι οι ζωντανότεροι ερμηνευτές των λαών. Στο αναμεταξύ οι Άγγλοι που βρισκόμαστε τώρα στην Αθήνα, και που –με τον πόλεμο χρόνια ξενιτεμένοι– στερηθήκαμε τη ζωντανή θεατρική παράσταση του Σαίξπηρ, νιώθουμε αληθινή ευγνωμοσύνη για τους Έλληνες φίλους, που μας τον ξαναχαρίζουν στην εκφραστική τους γλώσσα. Πολλοί από μας παρακολουθώντας την παράσταση θα βρεθούν στη θέση του Κάσκα στον “Ιούλιο Καίσαρα”, όταν μιλούσε ο Κικέρωνας : “Όσοι τον καταλάβαιναν χαμογελούσαν ανάμεσά τους και κουνούσαν τα κεφάλια, μα για μένα ήταν ελληνικά…i” Ωστόσο η γλώσσα δεν είναι το παν, έχομε και τις αναμνήσεις μας, από το έργο, και το καλό παίξιμο έχει χίλιους εκφραστικούς τρόπους έξω από τον προφορικό λόγο.

Η ερμηνεία σας θα είναι για μας κάτι καινούργιο, Θα μας δώσει μια νέα προοπτική το έργο αυτό, που στέκει ολοζώντανο μέσα στη μνήμη και την καρδιά μας. Χάρη στη φύση κυρίως της μεγαλοφυΐας του Σαίξπηρ, μα ίσως εν μέρει και χάρη στην αταξία της αγγλικής σκέψης, κανένα από τα σαιξπηρικά έργα ή πρόσωπα δεν έχει τυποποιηθεί στην ερμηνεία του. Στέκουν σαν ένα βουνό που μπορείς να το σιμώσεις απ’ όλες τις μεριές, και που από παντού φαντάζει αλλιώτικο. Η κάθε παράσταση του κάθε έργου είναι και μια καινούργια προσέγγιση, με τις δικές της δυνατότητες και τις δικές της αποκαλύψεις. Προσμένουμε ανυπόμονα, πώς θα προσεγγίσουμε την Ιλλυρία από την Αθήνα.

Και τώρα έρχομαι στο ίδιο το έργο. Ένας από τους νεότερους μελετητές του αγγλικού θεάτρου το ονόμασε: “το τελειότερο έργο” του Σαίξπηρ. Τον ευγνωμονώ για τον ορισμό, γιατί τουλάχιστον μου καθαρίζει το δρόμο από ένα εμπόδιο. Το τέλειο μιλάει από μόνο του· κάθε σχόλιο περιττεύει, κάθε ερμηνεία του είναι αυθάδεια. Πόσες φορές στις γερμανικές Άλπεις η θαυμάσια θέα δε χάλασε από μια μεγάλη πινακίδα, που σου δηλώνει πως πρόκειται να τη δεις. Πόσοι δε χάλασαν την πρώτη επίσκεψή τους στον Παρθενώνα από την ευσυνείδητη χρήση ενός έντυπου οδηγού. Το κύριο χρέος του ανθρώπου είναι να θαυμάζει και να απολαμβάνει.

Ίσως λιγότερο να ξεστρατίσω, αν λίγα λεπτά σταθώ γερά πάνω σε αγγλικό έδαφος και προσπαθήσω να τοποθετήσω ξανά τη “Δωδέκατη Νύχτα” στα αγγλικά της πλαίσια. Όπως όλοι οι μεγάλοι και ο Σαίξπηρ είναι βαθιά εθνικός όσο και παγκόσμιος, τόσο Άγγλος όσο και ο Τολστόι ήταν Ρώσος και ο Πλάτωνας Έλληνας· και μ’ όλο που δεν είναι ανάγκη για να νιώσουμε το μεγαλείο του Σαίξπηρ να γνωρίζουμε την Αγγλία ή ακόμα και αγγλικά, λίγες σχετικές πληροφορίες θα μας βοηθούσαν να εξηγήσουμε μερικές του πλευρές, που αλλιώς δύσκολα θα τις καταλαβαίναμε.

Και πρώτα ας ξαναδέσουμε ιστορικά το έργο με το σύνολο της δημιουργίας του ποιητή. Η “Δωδέκατη Νύχτα” γράφτηκε πιθανότατα στα 1599 με 1600, σαν ήταν ο Σαίξπηρ 35 περίπου χρόνων. Είχε κιόλας ολοκληρώσει το μεγάλο του πολύχρωμο δραματικό κύκλο της μεσαιωνικής αγγλικής ιστορίας, που έπιανε από το βασιλέα Ιωάννη ίσαμε το βασιλέα Ριχάρδο Γ΄. Είχε γράψει το “Ρωμαίο και Ιουλιέτα” και τρεις νεανικές κωμωδίες, το “Όνειρο Καλοκαιριάτικης Νύχτας”, τον “Έμπορο της Βενετίας” και το “Πολύ κακό για τίποτα”, δίπλα σε ασήμαντα παιχνίδια όπως “Η Κωμωδία των άλλ’ αντ’ άλλων”, ο “Χαμένος Κόπος του Έρωτα” και το “Ημέρωμα της Στρίγγλας”. Ήταν ολόψυχα παραδομένος στο γράψιμο για το θίασο που λεγόταν The Chamberlain’s Men, και μέσα στα ίδια τούτα δυο χρόνια παρουσιάστηκε ο “Ιούλιος Καίσαρας” και το “Όπως αγαπάτε”. Ο θίασος είχε μετακομίσει λίγο βιαστικά στα νότια του Τάμεση στο νέο θέατρο που είχε χτίσει, το Globe στο Bankside. Ο Σαίξπηρ ήταν μέτοχος στην επιχείρηση και συνιδιοκτήτης στο νέο ακίνητο. Δούλευε πολύ και, αν τα έργα εκείνου του καιρού μπορούν να χρησιμεύσουν για μαρτυρία, ήταν ευτυχισμένος : ώριμος θεατής του κόσμου, με συμπάθεια για τον άνθρωπο, μεγάλος κιόλας ποιητής, είχε άμεσο ενδιαφέρον για την πολιτική και τέλεια κυριαρχία της σκηνής. Οι δουλειές του πήγαιναν καλά. Δυο χρόνια πρωτύτερα είχε αγοράσει ένα αξιόλογο σπίτι, ως εκατό χρόνων παλιό, στην πατρίδα του το Στράτφορντ, και κάπου-κάπου, φαίνεται ζούσε εκεί για να ξεκουράζεται από τα καθήκοντα που είχε στο Λονδίνο. Το Warwickshire, το πράσινο αυτό κέντρο της Αγγλίας με το κοκκινωπό του χώμα, τα πλούσια λιβάδια και τις φουντωμένες φτελιές (το Warwickshire Weed) το συναντούμε συχνά στα έργα του ως τον καιρό εκείνο. “Οι Εύθυμες Κυράδες του Ουίνζορ” γραμμένες στα 1600 ή 1601 είναι το τελευταίο έργο, όπου ανασαίνουμε αυτό τον εξοχικό αέρα. Έπειτα η ευτυχισμένη τούτη επίδραση σαρώνεται μες στη γενική θύελλα, και δεν την ξαναβρίσκουμε παρά μόνο στην υστερότερη γαλήνια και στοχαστική του περίοδο, και προ πάντων στο “Χειμωνιάτικο Παραμύθι”.

Είμαστε στην τελευταία περίοδο της βασιλείας της Ελισάβετ. Η τραγωδία που θα την πίκραινε ως τα τελευταία της χρόνια, η τραγωδία του πάθους της για τον Έσσεξ, της ανόητης επανάστασης και του θανάτου του, είχε αρχίσει, μα η λύση της δε θα ερχόταν παρά μόνο τον επόμενο χρόνο. Η αυταρχική εξουσία της Βασίλισσας, ιδιαίτερα στα οικονομικά ζητήματα, είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει τη σταθερή, αν και γεμάτη σεβασμό αντιπολίτευση μερικών υπηκόων της, που χάρη στην ειρήνη που εκείνη τους είχε εξασφαλίσει, μπόρεσαν και πρόκοψαν στο θαλασσινό τους εμπόριο. Την ίδια χρονιά, το 1600, ιδρύθηκε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, για να εκμεταλλευτεί το μυθικό πλούτο αυτών των περιοχών, και έβαλε εκεί τα θεμέλια της Βρετανικής κυριαρχίας. Μ’ όλο που υπήρχαν μερικά δυσοίωνα σύννεφα σε ορισμένα σημεία του ορίζοντα, και ιδιαίτερα στα δυτικά της Ιρλανδίας, καλοκαιρινή γαλήνη σκέπαζε τον τόπο, η γαλήνη εκείνη που τη χαίρεται κανείς ακόμα περισσότερο, γιατί αισθάνεται πως λίγες μονάχα μέρες τη χωρίζουν απ’ το φθινόπωρο.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1601 ένας ευσυνείδητος φοιτητή του Middle Temple ο Τζον Μάνινχαμ – τον αποκαλώ ευσυνείδητο, γιατί κράτησε ιδιόχειρο ημερολόγιο για διάστημα πολύ μακρύτερο από τις λίγες μέρες που κατόρθωσα εγώ ο ίδιος ποτέ να κρατήσω – αναφέρει την παράσταση που έγινε στη γιορτή του συλλόγου του, ενός δράματος που λεγόταν “Ἡ Δωδέκατη Νύχτα” ή “Όπως Ορίζετε”.

Βρισκόμαστε κιόλας σε ένα πλαίσιο γνήσια αγγλικό. Η μεριά του Λονδίνου που λέγεται The Temple είναι στη βόρεια όχθη του Τάμεση, ανάμεσα στις πολιτείες του Λονδίνου και του Ουέστμινστερ, σ’ αυτούς τους δυο πόλους ολόκληρης της αγγλικής ιστορίας.

Τον 14ο αιώνα, οπόταν διαλύθηκε το Τάγμα των Ναϊτών, το γενικό στρατηγείο του στο Λονδίνο, ας το πούμε έτσι, το πήρε ο ελεύθερος δικηγορικός σύλλογος, ο γνωστός με το όνομα the Inns of Court. Αυτός ο τίτλος είναι απόλυτα αγγλικός, καθώς φαίνεται από το ότι δεν έχει καμιά σχέση με τη νεότερη σημασία των λέξεων, καμιά δηλαδή σχέση με τα πανδοχεία σαν δημόσια κέντρα, ή με την Αυλή σαν κατοικία του μονάρχη. Lawyers’ Lodgings (δικηγορικές κατοικίες) ίσως να απέδιδε στη σημερινή μας γλώσσα την σημασία του όρου.

Τα δικαστήρια και το δίκαιο ήταν στην αρχή προνόμιο του κλήρου, γιατί το δίκαιο που έπρεπε να ερμηνευτεί ήταν κυρίως εκκλησιαστικό ή κανονικό δίκαιο. Με την αύξηση ωστόσο του αγγλικού μεσαιωνικού κράτους, και κυρίως με την ανάπτυξη του αγγλικού δικαίου στη βασιλεία του Εδουάρδου Α΄ (του Ιουστινιανού της Αγγλίας) η ανάγκη λαϊκών δικηγόρων έγινε μεγαλύτερη. Έτσι στα μέσα του 14ου αιώνα άρχισαν να σχηματίζονται εταιρείες από νομικούς εμπειρογνώμονες, που τα μέλη τους είχαν το δικαίωμα να δικηγορούν στα δικαστήρια και το προνόμιο να γυμνάζουν τους φοιτητές στα μυστήρια του δικαίου. Δυο τέτοιες εταιρείες, το Inner Temple και το Middle Temple, ιδρύθηκαν γύρω στα 1340 στον ιστορικό χώρο του Temple, ολόγυρα στην παλιά εκκλησία Temple Church. Η εκκλησία αυτή χτισμένη τον 13ο αιώνα είναι μια από τις τέσσερις αγγλικές ροτόντες που έγιναν πάνω στο πρότυπο του Ναού του Παναγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ.

 

 

 

Maclise, Daniel; Scene from ‘Twelfth Night’ (‘Malvolio and the Countess’)

Ακριβώς έναν αιώνα αργότερα στους κήπους του Temple έγινε η μοιραία εκείνη σκηνή που κόπηκαν τα αντίπαλα κόκκινα και άσπρα ρόδα, τα εμβλήματα των οίκων Γιορκ και Λάνκαστερ. Αυτό έριξε τη χώρα σε τριάντα χρόνων εμφύλιο πόλεμο, και έφερε το τέλος της μεσαιωνικής Αγγλίας.

Ο Σαίξπηρ έχει περιγράψει αυτή τη σκηνή στο πρώτο μέρος τού “Βασιλέα Ερρίκου του ΣΤ΄”.

Στον καιρό της Ελισάβετ αυτές οι παλιές βιαιότητες ήταν μονάχα αναμνήσεις, και οι νομικοί είχαν εγκατασταθεί με ευπρέπεια και άνεση στον περίβολο του Temple. Οι δικηγόροι του Middle Temple είχαν μάλιστα πριν λίγο χτίσει και μια μεγαλοπρεπή αίθουσα για τα γεύματά τους, που το σκαλισμένο δρύινο ταβάνι της ήταν στο είδος του από τα αριστουργήματα της Ελισαβετιανής τέχνης. Μέσα σε τούτη τη νεόχτιστη και πολυτελή αίθουσα οι Benchers (όπως ονομάζονταν τα πρεσβύτερα μέλη του συλλόγου) με πρόεδρο τον Master δεξιώνονταν τα μέλη της συντεχνίας τους, και δίχως άλλο και πολλούς ακόμα διαλεχτούς καλεσμένους ξένους. Ίσως τους φοιτητές κι ανάμεσά τους και τον Τζον Μάνινχαμ, να τους δέχονταν μονάχα στη δεξίωση που ακολουθούσε το συμπόσιο. Η συγκέντρωση τούτη ήταν μαζί και επίσημη και διασκεδαστική. Όσοι ξέρουν την Ελισαβετιανή κουζίνα και τα πολιτισμένα γούστα των νομικών, δεν θα διστάσουν να πιστέψουν πως το φαγητό και το ποτό ήταν άφθονο και υπέροχο στο είδος του. Οι τοίχοι έλαμπαν από πλούσιο διάκοσμο, τα τραπέζια από πολυτελή σκεύη και οι καλεσμένοι από ευεξία.

Ο Σερ Τόμπι Μπελτς βοηθάει τον Σερ Άντριου Άγκιουϊτσικ, Άρθουρ Μπόυντ Χάουτον, 1854.

Μετά το συμπόσιο χρειάζεται κάποια ποικιλία που να διασκεδάσει και να κορέσει την ψυχή ανάλογα με το σώμα. Ποια διασκέδαση θα ήταν η καλύτερη; Εκείνη την ώρα το ακροατήριο ευχαρίστως θα δεχόταν κάτι που να μην απαιτούσε εξαιρετική πνευματική ένταση, κάτι μήτε λυπητερό μήτε βαθυστόχαστο, κατά προτίμηση κάτι που πιθανό να προξενούσε εγκάρδιο γέλιο. Το ακροατήριο ήταν εξαιρετικά καλλιεργημένο, άνθρωποι με ασκημένο πνεύμα και καλαισθησία, που δεν θα μπορούσες να τους ξεγελάσεις με χοντροαστεία ή με στόμφο· οι ατόφιες ψυχές τους είχαν τότε φλέβα για την ποίηση και τη μουσική. Ξέρανε να χαρούν έναν καλογραμμένο στίχο ή ένα καλοχορδισμένο βιολί. Συχνά υποτιμούμε τη ρωμαλέα όρεξη των προγόνων μας για διασκέδαση. Το χειμώνα του 1606, λόγου χάρη, πρόσφεραν στον βασιλέα Ιάκωβο τον Α΄ για τις γιορτές των Χριστουγέννων το “Βασιλέα Ληρ”, που θα νόμιζε κανένας πως παρά είναι βαρύς ακόμα και για ένα σοβαρό Σκώτο.

Εκείνο πάντως που έχει σημασία είναι, πως δεν είχε γίνει ακόμα στη συνείδηση των ανθρώπων ο μοιραίος χωρισμός ανάμεσα σε σοβαρό θέατρο και σε διασκέδαση, που σήμερα μας κατατρέχει. Ο ελισαβετιανός θεατρόφιλος μπορούσε να περάσει απ’ τη χαμηλή φάρσα στη γνήσια ποίηση, από την ποίηση στο στόμφο, και απ’ αυτόν πίσω πάλι στη φάρσα, χωρίς καθόλου να παραξενευτεί. Μα σε ένα ακροατήριο, όπου τα “καταπάτια”, δηλαδή οι λαϊκές μάζες, και τα ατίθασα μαστορόπουλα λίγο πολύ έλειπαν – η μόδα για πιο εκλεκτά κλειστά θέατρα σε αντίθεση με τα λαϊκά μισοϋπαίθρια μεγάλωνε – το στοιχείο της χοντρής κωμωδίας, όσο και να ήταν καλοδεχούμενο δεν έπρεπε να ξεπερνά ορισμένα όρια. Την ευφυολογία και το λογοπαίγνιο, όπως ακριβώς την ποίηση και τη μουσική, τις νιώθανε και τις εκτιμούσαν μάλλον σαν ξέχωρες τέχνες παρά σαν συνοδεία της θεατρικής δράσης.

Τι θα διάλεγαν λοιπόν, σύμφωνα με τούτες τις απαιτήσεις, για τη γιορτή του Middle Temple; Έπρεπε πρώτα να γίνει η εκλογή του θιάσου και ύστερα η εκλογή ή η παραγγελία του έργου. Δεν ξέρουμε, αν η παράσταση που παρακολούθησε ο Τζον Μάνινχαμ ήταν η πρώτη ή όχι. Ίσως αυτό και να μην έχει σημασία. Για να μας μπερδέψει όλους υπάρχει και ένα σκίτσο του θεάτρου Swan φτιαγμένο στα 1596 από τον John de Witt, που παρασταίνει τρία πρόσωπα πάνω στην ανοιχτή σκηνή, μια κυρία καθισμένη σ’ ένα πάγκο, άλλη μια κυρία πίσω της όρθια, και προχωρώντας μπροστά στις δυο μια αφάνταστη μορφή με γένια, με καπέλο και μ’ ένα μακρύ ραβδί ή σκήπτρο. Η κίνησή του είναι παράξενη, σα να χορεύει, και μοιάζει με κάποιο εξωτικό πουλί τον καιρό του ζευγαρώματος, έχοντας το ένα του πόδι τεντωμένο μπροστά. Αμέσως έρχεται στο νου η “σκηνή του γράμματος”, όπου ο Φάβας παρομοιάζει τον Μαλβόλιο με διάνο, κι όλο το σχεδίασμα μας θυμίζει την εμφάνιση του Μαλβόλιου με τις σταυρωτές καλτσοδέτες και το χαμόγελο μπροστά στην Ολίβια. Προχωρώντας έτι φτάνουμε στο αδιέξοδο, γιατί αν παραδεχτούμε πως το σχεδίασμα τούτο παρουσιάζει μια παράσταση της “Δωδέκατης Νύχτας” πρέπει σύμφωνα μ’ αυτή τη μαρτυρία να πάμε τη χρονολογία του έργου τρία χρόνια τουλάχιστον πίσω.

Να ήταν τάχα μια αρχική του μορφή ή παρόμοιο έργο πάνω στο ίδιο θέμα από άλλο συγγραφέα, ή τι άλλο; Εμείς που δεν είμαστε ευτυχώς Σαιξπηριστές, αφοσιωμένοι στο κυνήγι της ιστορικής αλήθειας, μπορούμε να κοιτάξουμε άφοβα το πρόβλημα τούτο και να το προσπεράσουμε. Ας λύσουν άλλοι τον ιστορικό αυτό κόμπο. Εκείνο που ενδιαφέρει εμάς είναι το έργο στη σημερινή του μορφή. Το μόνο που πρέπει να προσθέσουμε εδώ είναι ότι το όνομά του φαίνεται να μαρτυρεί πως πρωτοπαίχτηκε πραγματικά τη Δωδέκατη Νύχτα, στις 6 του Γενάρη, ίσως στη γιορτή που γινόταν στο Παλάτι εκείνη τη μέρα. Τι πιο πιθανό από το να υπερηφανεύονταν οι Κύριοι του Middle Temple να επαναλάβουν στο μέγαρό τους και με τον ίδιο θίασο μια επιτυχία της Αυλής; Ο Μάνινχαμ, που φαίνεται να ήταν πρόθυμος αναγνώστης θεατρικών κομματιών, και φυσικά θα τα έβλεπε συχνά και παιγμένα, δεν κάνει πουθενά λόγο για καμιά δημόσια παράσταση του έργου τούτου.

Είναι εξαιρετικό – Κι συνάμα ενθάρρυνση για να κρατάμε όλοι μας ημερολόγια – ν’ αναλογίζεται κανείς πόσο αποκλειστικά εξαρτιόνται απ’ την τυχαία ανεύρεση της αυτοβιογραφίας του ασημότατου αυτού νεαρού τα λίγα που ξέρουμε για την πρώιμη ιστορία του έργου. Μα αφού χρωστάμε σ’ αυτόν τις πληροφορίες τούτες, που πρόσθεσαν από τότε μιαν ακόμη ρομαντική ιστορία στην αίθουσα του Middle Temple, ας δούμε και πώς αντίκρισε το έργο. Εδώ τα χαλάμε. Ούτε λέξη δεν μας λέγει για την ποίηση ή την μουσική του, ούτε λέξη για το τραγούδι του Τρελού ή για τη Βιόλα και τον έρωτά της. Ο Μάνινχαμ μας δίνει όλο κι όλο ένα σύντομο σημείωμα που συγκρίνει την υπόθεση με ένα δράμα του Πλαύτου και με ένα άλλο έργο κάποιου Ιταλού συγγραφέα, που έκαμε τους σοφούς να ριχτούν στη βιβλιοθηρία εξετάζοντας τα ιταλικά δράματα που δημοσιεύτηκαν τον 16ον αιώνα. Οι υποθέσεις και των δυο είναι σαν δίδυμες. Έχει προσθέσει και έναν ιδιαίτερο έπαινο για την παγίδα που έστησαν του Μαλβόλιου. Είναι ένα τυπικό δείγμα θεατρικής κριτικής των χρόνων της Ελισάβετ· πρώτα απ’ όλα έρχεται η δράση και ύστερα όλα τα άλλα. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνεται κανείς πως οι Ελισαβετιανοί θα λάτρευαν τον κινηματογράφο. Όχι, ο Μάνινχαμ έκανε το μέρος του, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε πως φάνηκε κατώτερος από την περίσταση.

Του χρωστάμε ευγνωμοσύνη για όσα μας είπε, αλλά ωστόσο τα δικά του ενδιαφέροντα δεν είναι και τα δικά μας· ας τον αφήσουμε λοιπόν, κι ας δούμε από πιο κοντά εκείνα που κι αυτός είδε και άκουσε.

“Δωδέκατη Νύχτα ή Όπως Ορίζετε” είναι ο πιο αόριστος τίτλος που έγραψε ποτέ ο ίδιος ο Σαίξπηρ σε καθαρό εξώφυλλο έργου του. Το “Όπως Αγαπάτε” που δημοσιεύτηκε πάνω-κάτω τον ίδιο καιρό (και το “Πολύ κακό για Τίποτα” που δημοσιεύτηκε λίγο πιο μπροστά) μαρτυρούν ή ότι δεν έβρισκε ο Σαίξπηρ τίτλους για τα δράματά του –μια απίθανη υπόθεση– ή πως δε νοιαζόταν πολύ πώς θα λεγόταν το έργο μια και το είχε γραμμένο – γιατί ήταν ακόμα τότε στα σπάργανα η διαφήμιση – ή ακόμα πως αυτοί οι κάπως αυτοσχέδιοι τίτλοι ήταν εκείνη τη χρονιά του συρμού στην Αυλή. (Είναι γνωστό πως οι τίτλοι και των δραμάτων και των μυθιστορημάτων ακολουθούν το συρμό σε ορισμένες εποχές).

Εμένα προσωπικά μου άρεσε πάντα να φαντάζομαι πως ο καθένας από τους αξιωματούχους στην υπηρεσία του Chamberlain θα είχε και τη δική του ιδέα για το πώς έπρεπε να ονομαστεί το κάθε δράμα. Καθώς δεν θα συμφωνούσαν αναμεταξύ τους, και ο καθένας θα επέμενε να παραδεχτεί ο δυστυχισμένος ο δραματουργός τη δικιά του άποψη, ο Σαίξπηρ αλαλιασμένος θα κόλλησε στο εξώφυλλο την πιο ανεύθυνη φράση που μπορούσε να σκεφθεί.

Η κύρια δράση του έργου είναι διπλή: ποιητική απ’ τη μια, που ανιστορεί τις περιπέτειες της Βιόλας, και τους έρωτες της Βιόλας, της Ολίβιας και του Δούκα, και κωμικά απ’ την άλλη, με τη συνωμοσία της Μαρίας και του Σερ Τόμπι ενάντια στον Μαλβόλιο. Οι δυο υποθέσεις αν και τόσο αλλιώτικες, είναι στενά υφασμένες ανάμεσά τους, και το πέρασμα από τη μια στην άλλη γίνεται τόσο τεχνικά, που τα πρόσωπα μπορούν να μπαίνουν από την πρώτη στη δεύτερη δίχως την παραμικρή παραφωνία ή ανωμαλία.

Ο Τρελός μπορεί να πεταρίζει από τα γλέντια του Σερ Τόμπι στην αυλή του Δούκα τραγουδώντας τα τραγούδια του και η ίδια η Βιόλα μπορεί και μπλέκεται σε μονομαχία με τον Σερ Ανδρέα Έιγκτσικ, χωρίς αυτό να μας φανεί διόλου ανάρμοστο.

Η ποιητική πλευρά του έργου συνοψίζεται στα λόγια που διαλέγει ο Ορσίνος για να περιγράψει το τραγούδι που προτιμά: “…είναι απλό κι αληθινό και παιχνιδίζει με την αθωότητα της αγάπης…” Βλέπομε πως οι προσποιητές στάσεις που παίρνει ο Δούκας και η Ολίβια – αυτός παρουσιάζοντας το ρομαντικό εραστή, κι εκείνη την απαρηγόρητη αδελφή – φανερώνονται με το αληθινό τους φως, μόλις σταθούν δίπλα στην αθωότητα και ειλικρίνεια της Βιόλας. Ο λιγωμένος Δούκας ξεσπάει στη δράση πειραγμένου ανθρώπου και τα πένθιμα πέπλα της Ολίβιας πέφτουν από πάνω της σαν ψέμα που ήταν. Ο Ορσίνος θυμίζει ίσως τον πρώιμο Ρωμαίο, τον εραστή της Ροζαλίνας. Είναι σαν όλους τους κομψευόμενους νέους της εποχής τους πλούσιος, χασομέρης, πεισματάρης, και κάπου-κάπου με κάποιαν νύξη μιας πιο μεγάλης αντίληψης απ’ ό,τι η επιτηδευμένη πόζα του μας άφησε να πιστέψουμε. Η εικόνα του καθώς μας τη δίνει η Ολίβια, συνοψίζει πολλούς από τους νεαρούς ευγενείς που παρακολούθησαν την παράσταση στην αυλή της Ελισάβετ. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως είναι ένας από τους πρώτους ορισμούς τού gentleman :

τον φαντάζομαι ενάρετο, τον ξέρω ευγενή

με περιουσία μεγάλη, με δροσερά νιάτα κι αμόλευτα,

με λαλιά πλούσια, λεύτερη, σοφή και θαρρετή,

και στις διαστάσεις και το σχήμα του κορμιού

άντρα με χάρη…

Η ίδια η Ολίβια είναι μεγάλη κυρία και από χαρακτήρα, και από ανατροφή, όσο κι από γενιά. Δεν μπορώ παρά να πιστεύω πως αποστρεφόταν ειλικρινά τον Ορσίνο, και πως η άρνησή της στον έρωτά τους δεν ήταν διόλου προσποιημένη. Πως η Ολίβια δεν ήταν ανδρείκελο, και πως μπορούσε με τον καιρό να δράξει γερά τις σπιτικές της υποθέσεις, μας το δείχνει με τη σβελτάδα της, σαν αποφάσισε και μπήκε σ’ ενέργεια να παντρευτεί με κάθε τρόπο τον Καισάριο. Ομολογώ πως τη συμπονώ βαθιά στη στιγμή εκείνη, που ο νεαρός της ευνοούμενος μοιάζει να έχει βγει ανάξιος της θυσίας που απερίσκεπτα έκανε για χάρη του,π και να απαρνιέται τον κρυφό τους γάμο φοβούμενος το θυμό του Ορσίνο. Σαν πολλές μεγάλες κυρίες μιλάει για τα υπηρεσιακά τού αρχοντικού της με την αοριστία που ταιριάζει. Είμαστε βέβαιοι πως μήτε ήξερε μήτε την ένοιαζε πόσοι κάθονταν να φάνε καθημερινά στων υπηρετών το τραπέζι, μα κι ούτε ήταν ανάγκη να το ξέρει. Όλα αυτά μπορούσαν με ασφάλεια να αφεθούν στον Μαλβόλιο. Ανεχόταν να έχει τον Σερ Τόμπι στο σπίτι της – φτάνει να κρατιόταν μακριά απ’ το κελάρι – πρώτο γιατί ήταν συγγενής, και δεύτερο γιατί μέσα της, θαρρώ, διασκέδαζε με τις φάρσες του και τα χωρατά του, σώνει να μην την παραζάλιζαν. Σαν τύχαινε στενοχωρημένη ή νευριασμένη, ήταν άξια να τον αποστέλνει νέτα σκέτα.

Κοντολογίς, το σπίτι της Ολίβιας μας κάνει να νιώθουμε πως βρισκόμαστε σ’ ένα από κείνα τα πελώρια και θορυβώδη εξοχικά σπίτια της Ελισαβετιανής εποχής, όπου υπάρχει τόπος για οσουσδήποτε συγγενείς και ακολούθους, που ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο, σίγουροι για τρία χορταστικά γεύματα τη μέρα, και όπου κάθε χωριστή ομάδα μπορεί άνετα να μένει στη γωνιά της, χωρίς ποτέ να ενοχλεί τους άλλους ή έστω να νιώθει την ύπαρξή τους. Μονάχα ένας πολυπράγμονας Μαλβόλιος που τριγυρνάει και ξεπροβέλνει σε ακατάλληλες στιγμές θα μπορούσε να επιβλέψει όλες τούτες τις μικρές κοινότητες που ζούσανε μέσα στο πελώριο κοχύλι του αρχοντικού και να λογαριάσει τι λεηλατούσε ο καθένας τους από την περιουσία της κυράς του. Δίπλα στην Ολίβια ήταν η Μαρία, “επί των τιμών”, ένα ζωντανό και ξύπνιο κορίτσι. Η εποχή και η αυλή των Τιούντορ έβγαλε πολλές τέτοιες κοπέλες. Και βέβαια για να πας μπροστά, για να επιπλεύσεις στη ζωή της Αυλής, έπρεπε να ’χεις ακονισμένο πνεύμα, ετοιμότητα στη γλώσσα, γρήγορη κρίση, και να είσαι και κομμάτι “πετσωμένος”, που θα λέγαμε σήμερα. Η Μαρία, όταν θα παντρευόταν τον Σερ Τόμπι, θα ανέβαινε δίχως άλλο ένα σκαλί στην κοινωνία, και το ήξερε. Ήταν κορίτσι που θα τα κατάφερνε με τον Ερρίκο τον Η΄.

Για τη Βιόλα δε θα μιλήσω. Τόσα πολλά γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν γι’ αυτήν. Και ύστερα από όλα που ειπωθήκαν, τη βλέπουμε να στέκει η πιο στέρεη μορφή μέσα στο έργο, η ενσάρκωση της αθωότητας, όχι της αδύναμης, άβουλης αθωότητας των κατοπινών ρομαντικών δραματουργών, αλλά μιας ίσιας, θαρρετής, πρακτικής αρετής, που είναι φτιαγμένη από αλήθεια και τρυφερότητα. Ούτε κι ο ίδιος ο Σαίξπηρ δε μας δίνει ομορφότερη εικόνα φυσικής καλοσύνης.

Στην κωμική πλευρά έχουμε τον Σερ Τόμπι και τον Σερ Ανδρέα, αυτό το άφταστο ζευγάρι. Ο Σερ Τόμπι δεν είναι βλάκας. Είναι ένας gentleman παραδομένος στο ποτό, και γιατί του αρέσει, και γιατί το βλέπει σαν κίνητρο στα αξιόλογα ευφυολογήματά του. Συγκαταλέγεται στους χαρακτήρες εκείνους που είναι θάνατος για τους σοβαρούς ηθικολόγους. Χαίρεται τη ζωή χωρίς μέτρο και χωρίς δισταγμό. Ένας χαζός σαν τον Σερ Ανδρέα είναι γι’ αυτόν διασκεδαστικό παιχνίδι· η μόνη ίσως στιγμή που ξανοίγουμε την ανάποδη όψη του Σερ Τόμπι είναι σαν να τους την έχει φέρει ο Σεβαστιανός και μπαίνουν κι οι δυο μέσα με σπασμένα κεφάλια, και ο Σερ Τόμπι αρνιέται με οργισμένη περιφρόνηση τη βοήθεια του Σερ Ανδρέα. “Θα με βοηθήσεις εσύ, ένας γαϊδουροκέφαλος, ένας ξιπασμένος κατεργάρης, ένας λιγνομούρης κατέργαρος, ένα κουτορνίθι;”

Ακόμα και αν πρόκειται για έναν ελεεινό κατεργάρη δεν είναι τούτη συμπεριφορά προς έναν άνθρωπο, που απ’ τα εισοδήματά του ελεύθερα τραβούσε. Να γδέρνεις έναν άνθρωπο και έπειτα να τον κοροϊδεύεις δεν είναι τίμιο παιχνίδι. Μα οι Ελισαβετιανοί ήταν λιγότερο ευαίσθητοι από μας σε τέτοια πράγματα, κι ο Σερ Τόμπι είναι ένας ακόμη χοντροκομμένος τύπος της εποχής των Τιούντορ. Έχει και μια φλέβα ονειροφαντασιάς (ο Τρελός, που καθώς λέει η Βιόλα χρειαζόταν να μαντεύει τα γούστα των ακροατών του, του τραγουδάει το “Αχ, κυρά μου”), και αν ποτέ φτάνουν τα πράγματα στα μαχαίρια δείχνει γερή καρδιά. Είναι προσγειωμένος, παιδί της γης και γεννημένος για τη φυσική απόλαυση των αγαθών της ζωής. Είναι ο αιώνιος ιππότης – όπως ο Μαλβόλιος ο αιώνιος Πουριτανός – ένας τύπος απ’ αυτούς που η Αγγλία είχε πάντα πολλούς, και που, χαίρομαι να πω, ακόμα δεν λείπουν.

Ακόμα πιο κοινός Εγγλέζος είναι ο Φάβας, ο ζωηρός νεανίας με τις μεταφορικές του παραβολές από τα σπορ. Ντύστε τον με σημερινά ρούχα, και θα έχετε έναν αντιπροσωπευτικό νεαρό Άγγλο. Όσο για τον Σερ Ανδρέα, αυτός ανήκει στην ένδοξη εκείνη πινακοθήκη των χαζών που από αιώνες χαρίζουν τέρψη στην ανθρωπότητα, και που δεν μα τον κληροδότησε μονάχο του ο Σαίξπηρ, μα μαζί και με τον πιο “κενό” ακόμα Σλέντερ, στις “Εύθυμες κυράδες του Ουίνζορ”. Η απόλυτη αμυαλιά του Σερ Ανδρέα γίνεται ακόμα πιο υπέροχη με την αξίωσή του να επιδείξει κομψότητα και καλλιέργεια, και μήτε το αιχμηρότερο πνεύμα δεν μπορεί να διαπεράσει την απόλυτη αυταρέσκειά του. Είναι συγκινητικός ο θαυμασμός του για τον Σερ Τόμπι, για το υπόδειγμα του “παλικαρά” που κι ο ίδιος θα ’θελε να ήταν. Ελπίζουμε τελειωτικά πως η Μαρία έπεισε τον Σερ Τόμπι να τον αφήσει να πέσει στα μαλακά και να μην τον γδάρει ως το κόκαλο.

Για το Μαλβόλιο θα μου επιτρέψετε ένα μονάχα να πω, πως θα παρερμηνεύσουμε πέρα για πέρα το έργο, αν αισθηματολογήσουμε απάνω του, όπως έκανε ο καλόκαρδος Charles Lamb στο δοκίμιό του “Για μερικούς από τους παλιούς ηθοποιούς”, πράγμα που και πολλοί σκηνοθέτες-ηθοποιοί ακολούθησαν από τότε. Το βέβαιο μου φαίνεται είναι πως στον Μαλβόλιο καθώς και στον Σάιλοκ, έναν άλλο ρόλο που ερμηνεύτηκε αισθηματολογικά τον περασμένο αιώνα, ο Σαίξπηρ δεν μπόρεσε να μη δείξει και μερικές από τις καλύτερες πλευρές του Πουριτανού και του Εβραίου. Μπορεί να αρπάξει κανείς αυτές τις νύξεις και να τις μεγεθύνει κάνοντάς τις να κυριαρχήσουν στη συνολική σύλληψη του ρόλου, μα μονάχα για ζημιά του έργου.

Κρίνοντας τον Μαλβόλιο πρέπει να έχουμε υπόψη μας πώς ένιωθε την κοινωνία η Ελισαβετιανή ποχή και ιδιαίτερα ο Σαίξπηρ. Μιλώ για την έννοια της κοινωνικής ιεραρχίας σαν ένα οικοδόμημα χτισμένο κλιμακωτά, όπου το κάθε σκαλί εξυπηρετεί το σκοπό του μέσα στο γενικό πλαίσιο του Κράτους. Η άποψη τούτη ευγενικά εκφράζεται στο μεγάλο λόγο του Οδυσσέα στο “Τρωίλος και Χρυσηίδα” κι είμαι βέβαιος πως είναι η άποψη που ο Σαίξπηρ ολόψυχα παραδεχόταν και πίστευε. Στη βάση βρίσκεται, καθώς είπε τελευταία κάποιος συγγραφέας, η διαπίστωση πως ένα από τα δυο πρέπει να υπάρχει, ή κυριαρχία ή τυραννία. Αν δεν παραδεχτούμε το κύρος και την ύπαρξη μιας διαβάθμισης σε καθήκοντα και ευθύνες, και επομένως και σε τιμές, σε τάξη και σε δύναμη, αν επιμένουμε στην απόλυτη ισότητα, τότε αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε υποταγμένοι στην τυραννία της ωμής βίας. Οι Ελισαβετιανοί, και μ’ αυτούς και ο Σαίξπηρ πίστευαν στην αναγκαιότητα της τάξης, αναγκαιότητα για τον κάθε άνθρωπο μέσα στη σφαίρα του, κάτω από μιαν οργανωμένη κυβέρνηση. Η Αγγλία είχε δει, και ήταν γραφτό να ξαναδεί, τα τρομερά αποτελέσματα μιας βίαιης διατάραξης στην τάξη αυτή. Μια κωμωδία δεν είναι πολιτική διατριβή – στα χρόνια της Ελισάβετ τουλάχιστον δεν ήταν – αυτή όμως η αντίληψη της “κλιμάκωσης” ήταν κάτι παραπάνω από πολιτική αρχή, ήταν ένα σύμβολο πίστης, ένα έθιμο σχεδόν της σκέψης. Την προσπάθεια του Μαλβόλιου να υψωθεί στο επίπεδο της Ολίβιας, το Ελισαβετιανό ακροατήριο δε θα την έβλεπε μονάχα γελοία μα και κάπως αηδιαστική και αφύσικη. Ο Σαίξπηρ θέλει, θαρρώ, να νιώσουμε κάτι τέτοιο, όταν σκόπιμα μας δείχνει τη σκέψη του Μαλβόλιου καρφωμένη στα σαρκικά πλεονεκτήματα, που ο γάμος με την Ολίβια θα του έδινε. “Δεν είναι όλα ευγενικά, δεν είναι όλα αγνά” μέσα στους στοχασμούς τού Πουριτανού, και ο Σαίξπηρ μας αφήνει να το δούμε. Ο άνθρωπος αυτός ήταν καλός σα βρισκότανε στη θέση του, μα προσβάλλει, όταν θέλει να ανέβει ψηλότερα, και καθώς το έργο είναι κωμωδία, η τιμωρία του για την ύβρη είναι να γίνει ο γενικός περίγελος.

Σήμερα που κάθε υπηρέτης αξίζει όσο και ο αφέντης του, είναι δύσκολο να νιώσουμε αυτή την άποψη, ο Σαίξπηρ όμως έγραφε για μιαν αριστοκρατική κοινωνία και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως συμφωνούσε με τις απόψεις της. Δεν είναι ανάγκη ούτε ακόμα κι από ανθρωπισμό να συμπονούμε το Μαλβόλιο, αφού ο Σαίξπηρ μάς τον ξεκαθαρίζει σε κείνο το τελευταίο εκδικητικό του μούγκρισμα : “Θα εκδικηθώ ολάκερο το σινάφι σας”.

Η Ολίβια δεν πλανιέται καθόλου για τον υπηρέτη της, και έχουμε από την πρώτη πράξη τη σχετική προειδοποίηση : “Α, πάσχεις από αυτοερωτισμό, Μαλβόλιε, και γεύεσαι με αρρωστημένη όρεξη”.

Τελευταίος έρχεται ο Τρελός, η ενσάρκωση της φθινοπωρινής μελαγχολίας, που πλανιέται πάνω από ολόκληρο το έργο. Είναι πνευματώδης, ο πιο πνευματώδης από όλους τους Σαιξπηρικούς τρελούς, πονηρός και καθόλου αισθηματολόγος. Μα και αυτός σαν τον Άριελ, τον τελευταίο εκπρόσωπο μιας μεγάλης γραμμής, λες και δεν είναι διόλου του κόσμου τούτου. Το στοιχείο του είναι η μουσική, η μουσική που με αυτήν αρχίζει και τελειώνει το έργο και που κρέμεται σαν καταχνιά πάνω από ολόκληρη τη δράση, απαλύνοντας κάθε τι το απίθανο και ανακόλουθο στην πλοκή του. Και στα λυρικά κομμάτια του Τρελού βρίσκεται μαζωμένη η ίδια φθινοπωρινή μελαγχολία, η λεπτή απελπισία γιατί όλα τα πράγματα είναι διαβατικά και ιδιαίτερα η ομορφιά και η νεότητα – αυτή που στοίχειωσε πάντα στις καρδιές των ποιητών από τον καιρό που πρωτογράφτηκε ποίηση.

Η “Δωδέκατη Νύχτα” είναι το τελευταίο αριστούργημα της μέσης περιόδου του Σαίξπηρ. Το επόμενο μεγάλο έργο του είναι ο “Άμλετ”, και στον “Άμλετ” η θύελλα έχει πια ξεσπάσει. Όποια και αν ήταν η αιτία, είτε η απιστία κάποιου αγαπημένου προσώπου, είτε η τραγική πτώση του ορμητικού και ρομαντικού Έσσεξ, είτε και τα δυο μαζί, συθέμελα σείστηκε ο κόσμος του ποιητή, και κατακέφαλα γκρεμίστηκε στην άβυσσο του μίσους και της απελπισίας, που μας έδωσε το “Ληρ”, το “Μέτρο για Μέτρο” και τις υπόλοιπες μεγάλες τραγωδίες. Με την πτώση του Έσσεξ συννέφιασε ολόκληρος ο ουρανός της Αγγλίας και η μεγάλη Βασίλισσα προχώρησε με πίκρα και απογοήτευση για τον τάφο της. Μπαίνουμε στη σκοτεινή ανησυχία της Ιακωβιανής περιόδου, και τον Σαίξπηρ διαδέχεται ο Γουέμπστερ με τη μακάβρια μεγαλοφυΐα του.

Όλα τα πράγματα περνούν και τα δοκάρια του Middle Temple Hall, που αντιλάλησαν κάποτε τα τραγούδια του Φέστα, γκρεμίστηκαν τελικά και αυτά από μια βόμβα Γερμανική. Μα η “Δωδέκατη Νύχτα” ζει, όπως ζουν όλα τα μεγάλα έργα της μεγαλοφυΐας για τους ανθρώπους που χαίρονται να τα θυμούνται, και θα παίζεται όσον καιρό ο κόσμος θα έχει ανάγκη από ποίηση και από γέλιο, όπως – το πιστεύω – έχει ανάγκη τη στιγμή ετούτη. Έτσι λοιπόν θα μαζευτούμε με ευγνωμοσύνη αυτή τη βδομάδα εδώ στην Αθήνα, για να χαρούμε ακόμα μια φορά τη στερνή τούτη ηλιαχτίδα, που έριξεν ο Σαίξπηρ στον κόσμο, προτού το “κυρίαρχο σύννεφο” της μελαγχολίας τού σκεπάσει το πνεύμα.

iIt is Greek to me σημαίνει αγγλικά “δεν καταλαβαίνω λέξη”.


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version