Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του
- Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΣ αρχίσουμε από την αρχή. Τα περισσότερα περιοδικά που βγαίνουν για πολύ ή για λίγο στον τόπο μας, δεν κατορθώνουν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους. Υπηρετούν ατομικές φιλοδοξίες, συχνά αβάσιμες, ή συμφέροντα, που δεν έχουν καμιά σχέση με τους ευρύτερους σκοπούς, [που θα έπρεπε κανονικά να επιδιώκουν. Δεν προσφέρουν τίποτε στην ουσιαστική ενημέρωση του κοινού και στην προαγωγή του πολιτισμού μας. Για τούτο και η παρουσία τους είναι αισθητή μόνο σαν χαμένη κραυγή ή και σαν ενόχληση, πολλή ενόχληση. Και για τούτο δέχεται κανείς με περισσή ανακούφιση την έκδοση περιοδικών, που καλύπτουν πραγματικές ανάγκες της πνευματικής μας ζωής και που μαρτυρούν αληθινή συνείδηση ευθύνης.
Σταθμεύω, για την ώρα, στο “Θέατρο”, τη δίμηνη επιθεώρηση. Τα δέκα τεύχη, που μας έχει ίσαμε τώρα προσφέρει, όχι μονάχα έχουν προωθήσει σημαντικά ζητήματα του σκηνικού μας παρόντος, αλλά και προβάλει με γνώση, ευαισθησία και κύρος πρόσωπα, τάσεις, είδη, εποχές του παγκοσμίου θεάτρου. Λαμπρό υπόδειγμα είναι το πρόσφατο, δέκατο τεύχος, το αφιερωμένο στον Καραγκιόζη. Ο αμύητος ξαφνιάζεται ίσως βλέποντας ν’ αποδίνεται τόση σημασία σε μια μορφή θεάματος, που είχε συνηθίσει να την θεωρεί προορισμένη να ψυχαγωγεί τα κατώτερα στρώματα του κοινού, τους απαίδευτους, τους απλοϊκούς και τους ανυποψίαστους, χωρίς να συλλογίζεται, πως ίσια ίσια αυτές οι αναγωγές στις ρίζες είναι οι πολυτιμότερες και οι πιο αποκαλυπτικές. Ο αμύητος δουλεύει σε μια προκατάληψη. Και αγνοεί, πόσο έχουν μεταβληθεί οι αντιλήψεις μας ως προς τη σημασία μορφών, που έρχονται από πολύ μακριά, που κατέχουν την πλήρη επάρκεια και την πλήρη δικαίωση και που απορρέουν από τα βάθη της λαϊκής ψυχής.
Ένας από τους πιο πολυμαθείς και πιο υπεύθυνους ιστοριογράφους και κριτικούς του Καραγκιόζη στον τόπο μας, ο κ. Κώστας Η. Μπίρης, που μας έδωσε στα 1952 ένα σοφό βιβλίο με τον τίτλο “Ο Καραγκιόζης, ελληνικό λαϊκό θέατρο” και που δημοσιεύει στο δέκατο τεύχος του “Θεάτρου” ευρύ μελέτημα, όπου παρακολουθεί γενετικά το θέαμα τούτο, υποστηρίζει την προέλευση του Καραγκιόζη από τις μυστηριακές λατρείες, τα Ελευσίνια και τα Καβείρια, κ’ επιχειρεί εύστοχους παραλληλισμούς του με τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Για τον κ. Μπίρη ο Καραγκιόζης δεν έρχεται από τη μεταγενέστερη Ανατολή, δεν είναι καρπός του τουρκικού πνεύματος, υιοθετημένος από τους “ραγιάδες”. Αλλά είναι μια ζεστή φωνή από τα βάθη της ελληνικής προϊστορίας, μια φωνή που πέρασε ζωντανή μέσα στον “μείζονα Ελληνισμό” των αλεξαντρινών χρόνων κι από εκεί, διαμέσου της Ανατολής, ξαναγύρισε στην κοιτίδα της. Σύγχρονος Πέρσης καλλιτέχνης και θεατρικός ερευνητής, ο Μετζίτ Ρεσβανί θεωρεί τον Καραγκιόζη δημιουργία των νομάδων και των ζωγράφων του Ιράν. Ως προς την Τουρκία, η επικρατέστερη εκδοχή τοποθετεί την πρώτη εμφάνιση του Καραγκιόζη στη Βιθυνία, στα χρόνια του σουλτάνου Ορχάν (1326-1355). Εκεί ο Καραγκιόζης δεν είναι μόνο ο τυπικός και μόνιμος πρωταγωνιστής ενός θεάτρου νευροσπάστων, αλλά και ιστορικό πρόσωπο, ο επινοητής ίσως του θεάματος και, οπωσδήποτε, ένας δαιμονισμένος χωρατατζής, που άφησε εποχή και συνταίριασε τ’ όνομά του με μια πλουσιότατη και για πολλούς αιώνες ακατάλυτη θεατρική παράδοση.
Όταν βρισκόμουν στη Βιθυνία στα 1954, θυμήθηκα, πως ο τάφος του Καραγκιόζη τοποθετείται στο δρόμο που οδηγεί από την Προύσα στο Τσερκιγιέ, την ιστορική, γνωστότατη και στους Βυζαντινούς, λουτρόπολη. Με είχε παρασύρει και ο Louis Roussel, ο Γάλλος νεοελληνιστής, ο εκδότης του οκτασέλιδου εκείνου περιοδικού “Libre”, που διδάσκει τώρα στο Μομπελλιέ. Ο Roussel είναι από τους παλαιότερους, κατά τα νεότερα χρόνια σχολιαστής και υπομνηματογράφος του Καραγκιόζη. Στα 1921 τύπωσε στην Αθήνα, στα γαλλικά, ένα μελέτημα με τον τίτλο “Ο Καραγκιόζης ή ένα θέατρο σκιών στην Αθήνα”. Έγραψε και στη “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία” για τον Καραγκιόζη. Είπε και για τον τάφο του, πως “υψούται επί της οδού της αγούσης από Προύσης εις Τσερκεντζέ” (Τσερκιγιέ). Λοιπόν, τίποτε δεν “υψούται”. Ο τάφος του Καραγκιόζη είναι ένα ταπεινότατο κτίσμα, χωρίς επιγραφή, χωρίς τίποτε. Άγνωστο χέρι έχει γράψει με κιμωλία ή με κάρβουνο, δε θυμούμαι τώρα καλά, μια φράση: Καραγκιόζ μεζαρί – μνήμα του Καραγκιόζη. Φροντισμένος πολύ και φωταγωγημένος σιμά του είναι ένας άλλος τάφος, του Σουλεϋμάν Τσελεμπή, που έγραψε στα 812 της Εγίρας τη νεκρώσιμη και την επιμνημόσυνη μουσουλμανική ακολουθία. Πολλοί πέφτουν σε σύγχυση· και νομίζουν, πως το μνημείο του Τσελεμπή ανήκει στον Καραγκιόζη.
Αλλά και ποιον Καραγκιόζη; Και το πρόσωπο είναι αβέβαιο, χαμένο μέσα στην καταχνιά της παράδοσης, και η εποχή του ανεξακρίβωτη. Μονάχα η εξουσία του ανάμεσα στους ανατολικούς λαούς είναι αναμφισβήτητη. Αλλάζει ιθαγένεια, όταν η περίσταση το καλεί, αλλά δεν αλλάζει ύφος, ρυθμό. Ο Φώτος Πολίτης παρατήρησε, και πολύ σωστά, πως το λαϊκό θέατρο επιδέχεται εξωτερική εξέλιξη, όχι εσωτερική. Είναι ένα θέατρο τυποποιημένο. Ο λαός θέλει να βλέπει, χωρίς να κουράζεται, τα πρόσωπα που έχει αγαπήσει, τα περιστατικά που τον έχουν τέρψει. Δεν αφήνεται μ’ εμπιστοσύνη στους νεοτερισμούς. Άλλοτε ανεβαίναμε στη Δεξαμενή, να ιδούμε τον Αντώνη το Μόλλα να θαυματουργεί πίσω από τη μικρή οθόνη. Το ακροατήριο ήταν πάντα πυκνό και πρόθυμο να δεχθεί το θέαμα και το άκουσμα χωρίς επιφύλαξη. Το λαϊκό θέατρο κατέχει το μεγάλο προνόμιο της εξασφαλισμένης από πριν συγκατάθεσης του κοινού του. Είδα και στη Μύκονο, ένα καλοκαίρι, καραγκιοζοπαίχτη, όχι από τους ονομαστούς, να τεντώνει το πανί του σιμά στη θάλασσα, στον ταρσανά, ανάμεσ’ από δυο αποκαμωμένες, απόμαχες φελούκες και να οργανώνει την παράστασή του. Κανένας ηθοποιός, κανένας σκηνοθέτης, κανένας αυτοσχεδιαστής δεν είχε την αράγιστη βεβαιότητα, την αυτοπεποίθηση εκείνου! Και στη Σκύρο, ένα άλλο καλοκαίρι, έτερος Καππαδόκης, έδινε παράσταση με την “Ορφανή της Χίου” στο βάθος της αίθουσας ενός καφενείου. Η συρροή ήταν καταπληκτική. Και το ξέσπασμα του γέλιου, τρανταχτό και αυθόρμητο, όταν έπεφτε ξύλο. Τώρα, πώς κατόρθωνε ο καραγκιοζοπαίχτης να βρίσκει αφορμή για ξύλο σ’ ένα έργο καθώς “Η ορφανή της Χίου” του αείμνηστου Ιάκωβου Πιτζιπιού, οσοδήποτε οικτρά παραμορφωμένο, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Αλλά ήξερε καλά το κοινό του. Αν δεν έπεφτε ξύλο, η παράσταση έχανε τη νοστιμάδα της. Ο λαός έχει πολλή κατάθλιψη στοιβαγμένη μέσα του. Και η κατάθλιψη δεν θεραπεύεται με ευρωπαϊκά ιδιοσκευάσματα και με φιλοσοφικές θεωρίες. Η κατάθλιψη, για να ξεσπάσει, για να βρει τη δικαίωση και τη λύτρωσή της, χρειάζεται ξύλο, αλύπητο, βροντερόηχο και ατελεύτητο.
Οι Σπαθάρηδες
Συμπληρώνω τη μικρή συνεισφορά μου στο θέμα του Καραγκιόζη με μια άλλη ανάμνηση, του ταξιδιού της Ανατολής. Πρόκειται για το μικρό μουσείο του Αφιόν Καρά Χισάρ, όπου αφθονούν, καθώς συμβαίνει σ’ όλα εκεί πέρα τα μουσεία, οι ελληνικές, οι ελληνιστικές κ’ οι ελληνορωμαϊκές αρχαιότητες. Ανάμεσά τους και μια σειρά φιγούρες τού τουρκικού Καραγκιόζη, δουλεμένες με περισσή μαστοριά σε δέρμα γκαμήλας, “διαφανείς, σκαλιστές και έγχρωμες”, ακριβώς όπως τις περιγράφει ο Ρεσβανί στο άρθρο του το μεταφρασμένο στο δέκατο τεύχος του “Θεάτρου”. Η έκφραση είναι ζωηρή και το λαϊκό χιούμορ αληθινά ελκυστικό.
Ο Καραγκιόζης είναι φαλλικός. Στα παλαιότερα χρόνια ο φαλλός υπήρξε το αναφαίρετο σύμβολό του. Ο φαλλός είναι ο μυστικός του δεσμός με τις προαιώνιες μυστηριακές λατρείες, τις λατρείες της γόνιμης γης, με την αττική κωμωδία. Αλλά σιγά-σιγά άλλαξε χαρακτήρα, μολονότι δεν έχασε ποτέ την πιπεράτη ανοιχτοστομιά του. Εδώ κ’ εκατό και περισσότερα χρόνια τον εθεωρούσαν αισχρότατο θέαμα. Καθώς μας πληροφορεί ο κ. Κώστας Μπίρης, έγραφε τον Ιανουάριο του 1854 η αθηναϊκή εφημερίδα “Αθηνά”: “Λυπούμεθα βλέποντες την Διεύθυνσιν της Αστυνομίας ανεχομένην και συγχωρούσαν την εν τισι καφενείοις παράστασιν του λεγομένου Καραγκιόζη, ενώ άλλοτε αυστηρώς ημποδίζετο αύτη. Αγνοεί, φαίνεται, ο κ. Διευθυντής οποίων αισχρών και ασέμνων πράξεων σκηναί παρίστανται δια των νευροσπάστων εις τα βωμολοχικά ταύτα των Ασιατών θέατρα…”. Και το περιοδικό της Πόλης “Θελξινόη” έγραφε, δυο χρόνια αργότερα: “Παν ανδραγάθημα ερωτικόν, παν κίνημα ασελγές, εκίνει εις γέλωτα ραγδαίον τα ωραία εκείνα πρόσωπα, εν αγνοία των διαφθειρόμενα την ψυχήν εν τω επευφημείν τα διδασκόμενα. Η ευσχημοσύνη δεν επιτρέπει να περιγράψω τα άσεμνα ταύτα σατιρικά δράματα, τα υπερτερούντα αριστοφανείους τινάς σκηνάς ως προς την ασέλγειαν”. Πού να φαντασθεί η καημένη η “Θελξινόη” τι θα συνέβαινε ένα αιώνα αργότερα! Την ενοχλούσε η ανοιχτοστομιά του Καραγκιόζη. Σήμερα θα έπρεπε ν’ αυτοκτονήσει, αν παρακολουθούσε μια παράσταση “ρεαλιστικού” κινηματογραφικού έργου ή ένα στρηπ-τηζ!
Το τεύχος του “Θεάτρου” το αφιερωμένο στον Καραγκιόζη, προσφέρει αφορμή σε πολλούς στοχασμούς. Είναι βέβαιο, πως θα κεντρίσει το φιλέρευνο ζήλο πολλών. Και θα κινήσει – αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο, φυσικά – το ενδιαφέρον των αρμοδίων υπηρεσιών και ιδρυμάτων, ώστε να διασωθεί ό,τι μπορεί ακόμη να διασωθεί από μια πολύχυμη παράδοση, που δεν έχει ακόμη σβήσει ολοκληρωτικά και που μπορεί, αν την εκμεταλλευθούμε προσεκτικά, να γίνει αφορμή πληρεστέρων σκηνικών κατακτήσεων. Ο Καραγκιόζης έχει εκφράσει την ανόθευτη ψυχή του λαού, την ευτραπελία του, την ορθοφροσύνη του, το εθνικό του συναίσθημα, την παλικαριά του, την περηφάνια του, τη φτώχεια του, τον κατατρεγμό του, τον πόνο του μέσα σε πολλούς αιώνες. Και με τρόπο άμεσο, αιχμηρό, με μια υπόκριση χωρίς υποκρισία! Εκείνοι που τον θεωρούν αξεχώριστα δεμένο με το “ραγιαδισμό” της σκλαβιάς, εξ αφορμής του πτωχοπροδρομισμού του, θα χρειασθεί ν’ αναθεωρήσουν τις απόψεις τους. Να συλλογισθούν πόση σημασία έχει για το δυτικό θέατρο η “Commedia dell’ arte”, ποιες βαρυσήμαντες ρίζες αντιπροσωπεύουν οι μεσαιωνικές και οι μεταγενέστερες παραστάσεις του θεάτρου των νευροσπάστων, ενός θεάτρου που δημιουργικές ιδιοσυγκρασίες το ανανεώνουν συνεχώς (μεγάλα παραδείγματα οι μαριονέτες του Ομπρατσώφ και του Ποντρέκι), για να νιώσουν τι πολύτιμο υλικό έχουμε στα χέρια μας και το αφήνουμε να πάει χαμένο. Ο Σπαθάρης ξεσήκωσε φουσκοθαλασσιές ενθουσιασμού στο Παρίσι. Άνθρωποι αποκαμωμένοι από πολλή αναζήτηση, από πολλή αμφίβολη πρωτοτυπία, από αέναους προβληματισμούς, ξαναβρήκαν στ’ απλά σχήματα του θεάτρου των σκιών λίγη δροσιά, ίγη αμεσότητα, λίγη “εντιμότητα”, στο βαθύτερο νόημα του όρου, τέλος. Το “Θέατρο” αναγγέλλει παρά τις πολλές και αξιολογότατες συνεργασίες του δέκατου τεύχους κ’ ένα δεύτερο αφιέρωμα στον Καραγκιόζη, τόσο το θέμα είναι πολύπλευρο, μέσα στο 1964. Θα πρότεινα, ανάμεσα στ’ άλλα, στο τεύχος τούτο να μελετηθούν συστηματικά και οι αντιστοιχίες και τα σημεία επαφής του Καραγκιόζη με τις άλλες παράλληλες εκδηλώσεις. Είμαι βέβαιος, πως από μια τέτοια έρευνα θα προκύψουν αποκαλυπτικά δεδομένα. Ιδού μερικοί τίτλοι: “Ο Καραγκιόζης και το αρχαιότατο θέατρο της Άπω Ανατολής”, “Ο Καραγκιόζης και η νεοελληνική επιθεώρηση”, “Ο Καραγκιόζης και τα σύγχρονα κινηματογραφικά κινούμενα σχέδια”. Οι προεκτάσεις ενός θέματος είναι συχνά αδύνατο να συλληφθούν από μιας αρχής.
1963
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024