Γιατί λένε ότι ο “Καλντερόν” μου δεν έχει πολιτική θέση;

Γιατί λένε ότι ο “Καλντερόν” μου δεν έχει πολιτική θέση;

Μοιράσου το!

  • ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ

ΟΤΑΝ ρώτησαν τη γνώμη του για την πολιτική διάσταση ενός θεατρικού έργου που μόλις τώρα παρουσιάστηκε, ο Αντριάνο Σόφρι, συμβατικά και προσβάλλοντας την έννοια αρχηγός” (Leader) της Διαρκούς Πάλης, δήλωσε: “Προσωπικά μ’ ενδιαφέρει η τραγωδία, αλλά από πολιτική άποψη δεν έχω να κάνω κανένα σχόλιο. Η παρουσίασή τη8ς είναι ένα τίποτα, δεν έχει πολιτική θέση”.

Ο Αντριάνο Σόφρι είναι ένας από εκείνους τους νεαρούς που δημιούργησε η επανάσταση του ’68 και που παρέμεινε σε αυτήν. Για κείνον “πολιτική” σημαίνει πρακτικά “δράση πολιτική” και οπωσδήποτε “επέμβαση πολιτική” σε κάθε επίπεδο.

Σε άλλα σημεία είναι πολύ πιο ευέλικτος, πιο έξυπνος και πιο σωστός στις πιθανολογίες του. Έχει συνειδητοποιήσει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας περισσότερο από τους συντρόφους του, στην παραπάνω όμως άποψη επιμένει να είναι αυστηρά ορθόδοξος. Γι’ αυτόν η σκέψη δεν είναι σκέψη, αν δεν εκδηλώνεται ως δράση/ Στην περίπτωση που αυτή η σκέψη είναι προφορική ή γραπτή, η δομή της πρέπει να έχει αστάθεια και προσωρινότητα, που θα τις επιτρέπουν να μεταβάλλεται αμέσως. Δηλαδή να γίνεται δομή της δράσης. Δεν υπάρχει απόλυτο στο λόγο· όσο αυτός προσπαθεί να είναι απόλυτος, τόσο περισσότερο γίνεται απολιτικός ή ακόμη αντιδραστικός. Πρέπει να είναι γεμάτος από την αίσθηση του πρόσκαιρου, του φευγαλέου, από την ανάγκη της χρησιμοθηρίας και τέλος γεμάτος από την πραγματική λειτουργία του που επιτρέπει στο έπακρο μια φόρμα αισθηματικής έκφρασης.

Να, γιατί όσο περισσότερο μονότονη, συμβατική, τετριμμένη, στοιχειώδης, με δημαγωγική ειρωνεία, είναι η γραφή, τόσο πιο πολύ γίνεται πολιτική, επιτρέπει δηλαδή διαφυγές στην ασάφεια του γελοίου.

Το θεατρικό έργο που αναφέρεται ο Σόφρι στην απρόσωπη κριτική του, είναι δικό μου. Έχει τον τίτλο “Καλντερόν” και παρουσιάστηκε αυτές τις μέρες. Το ξεκίνημα το ’65, διορθώνοντάς το βεβαίως αργότερα πολλές φορές. Η τελευταία και πιο αξιόλογη φορά είναι το ’72.

Είμαι βέβαιος ότι ο “Καλντερόν” αποτελεί μια από τις πιο αναμφισβήτητες και σίγουρες επιτυχίες μου. Το έργο “Οι στάχτες του Γκράμσι” και η πληθώρα των στίχων της εποχής του ’50 ξανάρχισαν νομίζω να ρέουν με ορμή, έπειτα από μια μακριά περίοδο ξηρασίας που δεν της είχα εναντιωθεί. Πρόκειται για μια ροή κανονική αλλά και πολιτική. Ο Σόφρι θα κατόρθωσε ίσως να διακρίνει – πάντοτε από τη δική του οπτική γωνία – με πόση ελαφρότητα αλλά και ακρίβεια αυτός ο ίδιος υπάρχει στο κείμενο κάτω από μια εξιδανικευμένη μορφή. Μια μορφή δηλαδή φυσικής ομοιότητας με άλλους πιο αθώους συντρόφους του, όπως ο δεύτερος σπουδαστής του έργου, ο Πάμπλο.

Δε θέλω να υπερασπιστώ την πολιτικότητα του “Καλντερόν”. Μια ανάγνωση του κειμένου μου με σημείο αναφοράς τον πολιτικό πραγματισμό, είναι ανάγνωση που σ’ εμένα το δημιουργό δεν μπορεί παρά να φανεί περιοριστική. Θα φιλοδοξούσα, αν είναι δυνατόν, το πλαίσιό της να ήταν παρόμοιο με του Πλατωνικού ¨Συμποσίου” ή του “Φαίδρου” – δεν υπάρχουν όρια στη φιλοδοξία ενός συγγραφέα. Από την άλλη μεριά δεν μπορώ ν’ αρνηθώ ότι οι πράξεις του “Καλντερόν” ανήκουν εντελώς, ειδικότερα στα τελευταία επεισόδια, στην πολιτική επικαιρότητα. Εάν στα δυο πρώτα μέρη η Ροζάουρα ξυπνάει από τον αλληγορικό ύπνο της “αριστοκρατική” και “υποπρολετάρια”, προσπαθώντας να προσαρμοστεί ύστερα από τέτοιο ξύπνημα, στο τρίτο μέρος, όταν ξυπνάει στο κρεβάτι μιας μικρής αστής την εποχή του κομμουνισμού, επιτυγχάνει την προσαρμογή της ακόμη πιο δύσκολα. Ζει την αλλοτρίωση και τη νεύρωση και παρίσταται σε μια αληθινή και πραγματική αλλαγή της φύσης της εξουσίας. Είναι μάρτυρας εξάλλου και στην αμφισβήτηση του ’67 και του ’68 που συνιστά καινούργιο τρόπο εναντίωσης στην εξουσία. Είναι παρούσα επίσης στο γλυκοχάραμα ενός καινούργιου αιώνα, όπου η εργατική τάξη δε θα ήταν παρά ένα όνειρο, τίποτε άλλο από ένα όνειρο. Οι συζητήσεις λοιπόν των προσώπων αφορούν οπωσδήποτε αυτά τα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας.

Πράγματι, στο έργο μου όλα αυτά έχουν παρατηρηθεί με βάση το απόλυτο των τυπικών αξιών. Δε θέλω ν’ αντιτάξω ένα όραμά μου ιστορικά εγκλωβισμένο από την εμπειρία, καλώς ή κακώς βιωμένη, σε κείνη του Σόφρι και των συντρόφων του. Δεν είμαι πατέρας, δε θέλησα να είμαι πατέρας. Αντίθετα, πολλές φορές βρίσκομαι εγώ στη θέση του γιου. Αντιτίθεμαι σ’ αυτούς τους νέους όταν μιλούν σα δημόσιοι κατήγοροι. Αντί εγώ να κάθομαι στη θέση τού δικαστή, κάθομαι στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Δυστυχώ; δεν έμαθα όλα αυτά τα χρόνια να πιστεύω ότι πραγματικά είμαστε κοντά στο Μεγάλο Γεγονός. Δυστυχώς δεν έζησα την παραμονή μιας Επανάστασης. Τόσο το χειρότερο για μένα. Το ξέρω πως είναι έλλειψη αθωότητας, ίσως και αγάπης. Από την άλλη μεριά, μου προκαλούσε τρόμο να εκδικηθώ για τους “φτωχούς”, το διαμέρισμα της πολυκατοικίας με το ψυγείο και το βίντεο, κάτι το περισσότερο αστείο και υπερβολικά ασταθές, που έμοιαζε με το ιδεώδες της τιμής “Διαρκούς Πάλης”. Κατάλαβα πραγματικά όλα αυτά τα χρόνια, ότι η φτώχεια δεν είναι το χειρότερο κακό. Αντίθετα, άρχισα να νοσταλγώ απελπισμένα τη φτώχεια τη δική μου αλλά και των άλλων.

Ο “Καλντερόν” λοιπόν είναι ένα πολιτικό δράμα, που ο Σόφρι και γενικά οι νεαροί επαναστάτες δεν εννοούν να το θεωρήσουν ως τέτοιο. Αντίθετα, εγώ νομίζω ότι υπάρχουν σε αυτό το έργο στοιχεία πολιτικού χαρακτήρα, που θα έπρεπε να τους ενδιαφέρουν αληθινά και κατά κάποιο τρόπο, να τους επηρεάσουν και να τους κάνουν να βελτιώσουν την πολιτική δράση. Και στα τρία της ξυπνήματα η Ροζάουρα βρίσκεται σε μια διάσταση κυριευμένη εντελώς από την αίσθηση της Εξουσίας.

Η πρώτη μας σχέση με τη γέννησή μας είναι μια σχέση με την Εξουσία, δηλαδή με το μοναδικό κόσμο που μας εκχωρεί η γέννηση.

Όποιος, σαν τη Ροζάουρα, είναι απροσάρμοστος ή κακώς προσαρμοσμένος, αντί να ζήσει αυτή την προετοιμασμένη ύπαρξη ως φυσιολογικό μέλος, τη ζει σαν αποδιοπομπαίος τράγος. Αν η Ροζάουρα, αντί να παραμείνει στο προαύλιο του Άδη, το κατάλληλο ειδικά για ψυχές δυστυχισμένες κι ευγενικές, αθώες και ηρωικές, είχε προχωρήσει βαθιά στην αυτοσυνειδησία της, στα πραγματικά δηλαδή δικαιώματά της, θα είχε πάρει μια μαχητική ή καλύτερα επαναστατική θέση εναντίον της εξουσίας. Δε θα μπορούσε ποτέ ν’ αποφύγει μια “ερωτική” σχέση μαζί της, που ο Πανέλα μιλούσε γι’ αυτήν τελευταία εξ αφορμής του φασισμού.

Η Εξουσία στον “Καλντερόν” ονομάζεται Μπαζίλιο (Βασιλεύς) και έχει μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά.

Στο πρώτο μέρος είναι βασιλιάς και πατέρας – εμφανίζεται στον καθρέφτη με το Δημιουργό, όπως στον πίνακα των Las Meninas – και είναι κλασικά οργανωμένος. Η φασιστική συνείδησή του δεν έχει ούτε ράγισμα ούτε αβεβαιότητα.

Στο δεύτερο μέρος, όταν η Ροζάουρα ξυπνάει φτωχή υποπρολετάρια σ’ ένα χωριό με παράγκες, ο Μπαζίλιο έχει γίνει μια υπερβατική φιγούρα σχεδόν ουράνια. Στέκεται στο μεγάλο άδειο χώρο των Las Meninas σαν αιωρούμενος στο σύμπαν κι από κει στέλνει τους πληρωμένους δολοφόνους του στη γη. Τέλος, στο τρίτο μέρος, είναι ο σωστά σκεπτόμενος μικροαστός, όχι φασίστας, αλλά χειρότερος από φασίστα. Σ’ αυτό το τρίτο μέρος αυτός βρίσκεται σε κρίση. Δεν ξέρει πλέον ποια είναι η “αληθινή θέλησή” του. Σύμφωνα με τους κανόνες της αστικής συμπεριφοράς, κρύβει την αγωνία της ανασφάλειάς του και εργάζεται με όλη την ακραία κι υπερβολική εξυπνάδα του, για να γίνει “κατανοητός”.

Δε διστάζει να χρησιμοποιήσει και τη σκέψη της αστικο-αριστερίστικης αντιπολίτευσης – οι δυο συνονόματοι γιατροί Μανουέλ, ψυχίατροι στην Basaglia – αλλά και την επαναστατική σκέψη. Στο τέλος αυτός συνειδητοποιεί την καινούργια υπόστασή του. Έχει αναδημιουργηθεί άπειρες φορές, αλλά τώρα για πρώτη φορά δεν είναι πια όμοιος μ,ε τον εαυτό του. Έχει επικυρώσει τέλεια τον κόσμο πάνω στον οποίο ασκείται. Οι Ροζάουρες από δω και στο εξής δε θα έχουν άλλους χώρους για να ξυπνήσουν.

Ο Μπαζίλιο λοιπόν δεν είναι καθόλου άνθρωπος αφυής, αιμοβόρος, ηλίθιος, άπληστος. Η χυδαιότητα είναι στοιχείο του, αλλά δεν αποτελεί το σύνολο της προσωπικότητάς του. Γι’ αυτό λέει στο μορφωμένο γιατρό που κουράρει τη Ροζάουρα: “Εκείνη ουρλιάζει τη μικρή της αστικοποίηση, ενώ εγώ – ακολουθώντας το δρόμο μου – τη ζω”. Υπάρχει στον Μπαζίλιο κάτι το ασκητικό, μια πλήρης ταύτισή του με την πραγματική λειτουργία του συστήματος. Αυτός είναι η Αστική Εξουσία κι έχει απόλυτα τα χαρακτηριστικά της Εξουσίας, όποια κι αν είναι η ιδιότητά της, εξουσία των σοβιέτ, κ.λπ.

Κανένας από μας δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα παραμείνει αμόλυντος. Το να κατηγορείς τους άλλους για κάποια συμβίωση με την εξουσία, είναι σα να ασκείς ένα είδος ασυνείδητης εξουσίας, κάτι που είναι πολύ χειρότερο.

Οι αριστεριστές – αριστερισμός στον “Καλντερόν” ονομάζεται η λεκτική ασθένεια του Μαρξισμού – επί χρόνια μετέτρεπαν την Εξουσία – την ονόμασαν Σύστημα – σε αντικείμενο μεταφοράς. Πάνω σ’ αυτό το αντικείμενο εκείνοι φόρτωσαν όλες τις ενοχές, ελευθερώνοντας έτσι, μέσω ενός ακραίου αρχαϊκού μηχανισμού, την πραγματική μικροαστική “δύστυχη” συνείδηση.

Με τη δραστική ταύτιση του “Συστήματος” και του “Κακού” που πραγματοποιείται με μανιχαϊστικό ή καλβινικό τρόπο, σκιαγραφήθηκαν στο αντίθετο μέτωπο μορφές ύπαρξης και δράσης, οι οποίες θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι “οι καλές”, απ’ όπου και η θριαμβολογία, ο φανατισμός και η απόγνωση.

Τι επίδραση είχε αυτό στην πολιτική δράση, που οι αριστεριστές την ταυτίζουν εντελώς με την πολιτική, όπως ταυτίζει κανείς την εφαρμογή της επιστήμης με την ίδια την επιστήμη.

Είναι πολύ απλό. Το αποτέλεσμα μιας συμβατικής, παραπλήσιας κοινής και συνεπώς μυθικής και παράλογης ιδέας για την Εξουσία, είχε ως συνέπεια η πολιτική δράση να συγκεντρώσει και αρνητικά χαρακτηριστικά του εχθρού, πλάι στα έμφυτα χαρακτηριστικά της πρωτοτυπίας και της αναγκαιότητας.

Μια έξυπνη μάχη εναντίον εχθρού τελείως ηλίθιου είναι αδύνατον να εξελιχθεί.

Οι νέοι της “Διαρκούς Πάλης” περιορίστηκαν λοιπόν από αυτά τα δυο στοιχεία.

α) Δεν ήθελαν ή δε θέλησαν να προσδιορίσουν πόση εξοικείωση είχαν με την Εξουσία, μέσα στο χώρο της οποίας γεννήθηκαν και μορφώθηκαν, διατηρώντας πολλά χαρακτηριστικά της που τα μοιράστηκαν απλοϊκά μεταξύ τους, κάτω από την ετικέτα της απόλυτης αθωότητας.

β) Άσκησαν στην Εξουσία μια αρνητική εκ των προτέρων κριτική ηλιθιότητας που πισωγύρισε κι έπεσε πάνω στο δικό τους αγώνα. Ένας λοιπόν μη δημαγωγικός συλλογισμός γι’ αυτό που είναι στην πραγματικότητα η Εξουσία και η άμεση πολιτική δράση – την αναγνωρίζουν δικαίως ίσως ως έγκυρη – θα ήταν πολύ χρήσιμος γι’ αυτούς τους νεαρούς επαναστάτες.

________________________________

Περιοδικό Tempo. Μιλάνο – Ρώμη, Νοέμβριος 1973.

Μετάφραση: Πολυξένη Α. Κοράκη

________________________________

Δημοσιεύτηκε στο έντυπο πρόγραμμα για την παράσταση “Καλντερόν” του Πιέρ Πάολο Παζολίνι που ανέβηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (12/02/1994 – 19/03/1994).

Παζολίνι Πιερ Πάολο (Pasolini Pier Paolo)

Παζολίνι Πιερ Πάολο (Pasolini Pier Paolo)

Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι γεννήθηκε στην Μπολόνια το 1922. Έζησε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες ιταλικές πόλεις (Μπολόνια, Πάρμα, Μπελούνο, Κρεμόνα, Ρέτζιο Εμίλια), και σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1943 κατέφυγε στην Καζάρσα, το χωριό της μητέρας του στην επαρχία του Φριούλι, όπου άρχισε να εργάζεται ως καθηγητής. Στην Καζάρσα αρχίζει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα (θα κυκλοφορήσουν το 1954 στον τόμο “Η καλύτερη νιότη”) και προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1949 κατηγορείται για αποπλάνηση ανηλίκου. Αν και η κατηγορία θα θεωρηθεί ανυπόστατη, το γεγονός θα του στοιχίσει την αποπομπή του τόσο από το σχολείο όσο και από το Ι.Κ.Κ. Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται, μαζί με τη μητέρα του, στη Ρώμη.
Οι λαϊκές συνοικίες της περιφέρειας της Ρώμης θα του εμπνεύσουν τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα, “Τα παιδιά της ζωής” (1955) και το “Μια βίαιη ζωή” (1959). Παράλληλα εκδίδει τις ποιητικές συλλογές “Οι στάχτες του Γκράμσι”(1957), “Το αηδόνι της καθολικής εκκλησίας” (1958) και “Η θρησκεία του καιρού μας” (1961). Διευθύνει την επιθεώρηση Nuovi argomenti με τον Αλμπέρτο Μοράβια, ο οποίος τον θεωρεί, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’50, ως τον σημαντικότερο Ιταλό ποιητή της γενιάς του.
Την ίδια εποχή αρχίζει να ασχολείται με τον κινηματογράφο ως σεναριογράφος και συνεργάζεται με τον Μπολονίνι, τον Μπερτολούτσι και τον Ρόσσι. Το 1961 σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία, το “Ακατόνε”. Ακολουθούν οι ταινίες “Μάμα Ρόμα” (1962), “Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο” (1964), “Οιδίπους Τύραννος” (1967), “Θεώρημα” (1969),”Χοιροστάσιο” (1969), “Μήδεια” (1970), καθώς και η λεγόμενη “τριλογία της ζωής” με το “Δεκαήμερο” (1971), “Οι ιστορίες του Καντέρμπουρυ” (1972) και ” Χίλιες και μια νύχτες” (1974). Τελευταία του ταινία το “Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα” (1975).
Από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής του, ο Παζολίνι άλλοτε με τις ταινίες του, άλλοτε με τα βιβλία του και άλλοτε με τα άρθρα του προκαλούσε σκάνδαλο με τις αντισυμβατικές, επαναστατικές απόψεις του. Δολοφονήθηκε το 1975 από έναν εκπορνευόμενο νεαρό στην Όστια, έξω από τη Ρώμη.


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version