Franco Quadri : Επιτροφή στον Πιραντέλο
Franco Quadri
ΠΑΡΑ το γεγονός ότι δε μεσολάβησε καμιά επέτειος που να μπορεί να χρησιμεύσει ως πρόσχημα, η χρονιά 1979-1980 στην Ιταλία είναι χρονιά Πιραντέλο. Σε μια και μόνη περίοδο έντεκα έργα του ανεβάστηκαν με νέα σκηνοθεσία, δυο παρουσιάστηκαν από το ίδιο θέατρο, το “Σταμπιλε” του Τορίνο, κι ένα Συμπόσιο αφιερώθηκε στο έργο του. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ο Πιραντέλο έγινε μαζί με τον Σαίξπηρ και τον Μπρεχτ – ο τελευταίος έχει αρχίσει τώρα να υποχωρεί – μια σίγουρη επένδυση ένας καταναλωτικός συγγραφέας.
Παρά τη στάση των διανοουμένων, που κρίνουν με αυστηρότητα την ξεπερασμένη φιλοσοφία του και τη σημασία που της έδινε ο ίδιος, ο Πιραντέλο πάει, καθώς φαίνεται, να ενσωματωθεί στους κλασικούς.
Ώς τώρα, κι αν εξαιρέσουμε τις περίφημες “κριτικές αναγνώσεις” του θιάσου ντε Λούλο, και τη σκηνοθεσία των “Γιγάντων του βουνού” απ’ τον Τζιόρτζιο Στρέλερ (Giorgio Strehler), στη δεκαετία του ’60, τα έργα του χρησίμευσαν κυρίως σε ορισμένους ηθοποιούς που ήθελαν να επιτελέσουν ερμηνευτικούς άθλους.
Σήμερα τα κεείμενά του αναλύονται, εξιχνιάζονται, γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας, απομυθοποιούνται, όπως συμβαίνει συνήθως με πολύ παλιότερους συγγραφείς. Αυτό πάντως διαπιστώνουμε σε τέσσερις νέες σκηνοθεσίες, από τις πιο αξιόλογες της νέας περιόδου, που καλύπτουν με τρόπο διαφωτιστικό, τρεις περιόδους στη ζωή και το έργο του συγγραφέα: τη νεανική εποχή, στην οποία αντιστοιχεί η “Σκούφια του τρελού”, τη φιλοσοφική εποχή, την οποία αντιπροσωπεύουν εδώ το “Όπως με θέλεις” και το “Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε”, και την εποχή της προσέγγισης του μύθου, με το τελευταίο και ατέλειωτο έργο του Πιραντέλο “Οι γίγαντες του βουνού”.
Η “Σκούφια του τρελού”
Η “Σκούφια του τρελού” είναι πραγματικό γεγονός. Την ερμηνεύει, καταρχήν, για τέτρτη φορά στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο Εντουάρντο ντε Φιλίππο (Eduardo De Filippo), ο μεγαλύτερος από τους ζώντες Ιταλούς δραματουργούς. Ως ηθοποιός είναι σήμερα, σε ηλικία περίπου ογδόντα ετών, ο θεματοφύλακας της μεγάλης παράδοσης του ναπολιτάνικου θεάτρου. Ο θίασός του “Ιλ Τεάτρο ντι Εντουάρντο”, δεν παίζει συνήθως παρά τα δικά του έργα ή τα έργα του πνευματικού του πατέρα Eduardo Scarpetta που έζησε στις αρχές του αιώνα και που ήταν κι αυτός Ναπολιτάνος, συγγραφέας και ηθοποιός. Το ανέβασμα του Πιραντέλο αποτελεί πράξη ευγνωμοσύνης από μέρους του ντε Φιλίππο. Είχε κάνει το ντεμπούτο του μ’ αυτή τη “Σκούφια του τρελού”, τον καιρό που ζούσε ακόμα ο συγγρφέας της, και ορισμένα από τα θέματα του έργου πέρασαν αργότερα στα δικά του κείμενα.
Στη νέα παράσταση, αυτό το νηφάλιο και βλοσυρό “ιερό τέρας”, ερμηνεύει το βασικό ρόλο. Δούλεψε το “σενάριο” σαν να επρόκειτο για δικό του κείμενο. Το μετάφρασε σε ναπολιτάνικη διάλεκτο και μετατόπισε τη δράση στη Νάπολη. Αφαίρεσε από αυτό το βαθύτατα σικελικό δράμα της ζήλειας κσι της τιμής, τα γλωσσικά του πλούτη και τις άμεσες αναφορές του.. Τόνισε πιο πολύ το νατουραλιστικό καμβά του και λιγότερο τη διαλεκτική κατασκευή του. Το διεξοδικό παιχνίδι των συγκεκριμένων κινήσεων και των καθημερινών αντικειμένων επωμίζεται το ανοικονόμητο βάρος μιας ταξικής τελετουργίας, αυτής που διεκπεραιώνετσι από την αστική τάξη.
“Παράσταση με κοστούμια”
Οι νέες “αναγνώσεις” του Πιραντέλο προσανατολίζονται προς την “παράσταση με κοστούμια”, που είναι ριζωμένη στην εποχή της, την προφασιστική Ιταλία ή την πρώτη μουσολινική δεκαετία. Κι αυτό συμβαίνει ακόμα κι αν, λ.χ. στο “Όπως με θέλεις” της Susan Sontag, το περιβάλλον είναι απλώς το φόντο για ένα είδος μεταφυσικού ορατόριου. Οι μυθικοί “Γίγαντες του βουνού” στη σκηνοθεσία του Mario Missiroli, “τοποθετούνται” μέσα από τα κοστούμια και από το παίξιμο της Annamaria Guarnieri που παραπέμπει στο βωβό κινηματογράφο και στο “αρ νουβώ”.
Εξάλλου, τα ανδρείκελα σε φυσικό μέγεθος, ανάμεσα στα οποία κινούνται οι ηθοποιοί, επιχειρώντας να δώσουν το τελετουργικό στοιχείο της πααράστασης, θυμίζουν την ατμόσφαιρα του ντε Κίρικο. Το σύνολο είναι βυθισμένο σ’ ένααν κόσμο που συγγενεύει με τον κόσμο του Μπέκετ, μέσα στην τεχνολογική αοριστία ενός μεταλλικού ντεκόρ, κλειστού και κλειστοφοβικού, που έχει σχεδιάσει ο Enrico Job. Η κατοικία των Σκανιολάτι στους “Γίγαντες”, όπου ο θίασος των πλανόδιων θεατρίνων συναπαντιέται με την περιθωριακή κοινότητα που έχουν συστήσει οι νοσταλγοί της φαντασίας, δεν είναι πια το απόκρημνο βουνό που επινόησε ο Πιραντέλο, αλλά ένα είδος χωνιού στο οποίο κατεβαίνει κανείς με μια τσουλήθρα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να ξανανεβεί. Η δογματική σύγκρουση, το ποιητικό κλίμα, όλες οι φιλοσοφικές θεωρήσεις, υποβαθμίζονται εσκεμμένα εξαιτίας της ισχυρής παρουσίας του σκηνικού.
Τέχνη και κοινωνία
Στο “Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε” που ανέβασε ο Massimo Castri, στο Θεατρικό Κέντρο της Μπρέσια, η τέχνη και τα συστήματά της έρχονται πάλι αντιμέτωπα με μια κοινωνία. Δίνουν μάλιστα την εντύπωση ότι συνιστούν μια ταύτιση με το συλλογικό ασυνείδητο. Ένα ολόκληρο χωριό ζει, με τρόπο αγχώδη, τη σύγκρουση δυο μεταναστών, πεθεράς και γαμπρού. Διεκδικούν κι οι δυο τη γυναίκα – που είναι σύζυγος και κόρη. Ποια είναι όμως αυτή η γυναίκα; Ο καθένας της αποδίδει διαφορετική ταυτότητα. Η κάθε μια από τις δυο γυναίκες κατηγορεί την άλλη για τρελή. Σκοτεινό δίλημμα, που προβάλλεται, ίσως, για να τις προστατεύσει από κάποιο άλλο μυστικό, που ορθώνει η μια εναντίον της άλλης.
Ο πιραντελικός χορός που επιφορτίζεται με το σχόλιο, γελοιοποιείται σε βαθμό τέτοιο που τα λόγια του να χάνουν κάθε νόημα. Αυτές οι φιγούρες που εκπονούν ειρωνικές νοητικές κατασκευές, μετράνε πιο πολύ μέσα από το στυλιζάρισμα ορισμένων “εμβλημάτων”. Συγκροτούν μια κοινωνία όπου ο αρχηγός της οικογένειας φοράει μαύρο κοστούμι, παπιγιόν, κι έχει μουστακάκι, όπου οι γυναίκες είναι ντυμένες στα γκρίζα κι όπου οι κοπέλες φοράνε άσπρα φουστάνια με στροβιλιζόμενους ποδόγυρους. Τυπικός αστικός πυρήνας στο εσωτερικό ενός ουδέτερου χώρου, όπου οι τρεις τοίχοι σχηματίζονται από γκρίζα ριντώ.
Στο “Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε” , οι άλλοι καθισμένοι στη σειρά σε καρέκλες ή ομαδοποιούμενοι ως θεατές, εκφέρουν σαν ηχώ, ένα διαυγή λόγο που εκφυλίζεται σε φλυαρία, παριστάνουν την ιστορία, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες φράσεις. Πρόκειται για έναν παγερό φορμαλισμό του θεάτρου μέσα στο θέατρο, σ’ ένα χρόνο βραδύτερο απ’ τον συνηθισμένο, και με μια κυκλική κίνηση των καταστάσεων, που συντε΄νει τόσο στην απομυθοποίηση του κειμένου, όσο και στην εμβάθυνση της δραματικής ουσίας.
Αγάπη και μίσος
Η ηθοποιός Marta Abba
Για το θέαμα αυτό υπήρξαν αντιρρήσεις τόσο από το μέρος των κληρονόμων του Πιραντέλο, όσο και από το μέρος της αγαπημένης του ηθοποιού, της Marta Abba, που έχει και τα δικαιώματα. Αποτέλεσμα αυτής της αντίθεσης ήταν η απαγόρευση της τηλεοπτικής αναμετάδοση του έργου. Ωστόσο, η παράσταση αυτή αποτελεί το κορυφαίο δείγμα της επιστροφής στον Πιραντέλο και του αμφιθυμικού συναισθήματος, της αγάπης και του μίσους που νιώθει γι’ αυτόν η νέα γενιά. Ο Castri είναι τριανταπέντε χρονών. Κι αυτή είναι η τρίτη επαναστατική σκηνοθεσία του σε έργο του Πιραντέλο. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η παράσταση τελειώνει μ’ έναν πυροβολισμό πίσω απ’ την αυλαία, με στόχο το πρόσωπο που εκφράζει, μέσα στο έργο, τον ίδιο τον συγγραφέα, και το σκεπτικισμό του σε ό,τι αφορά τον ανέφικτο προσδιορισμό της αλήθειας.
Έτσι δηλώνεται η σχέση του συγγραφέα και του σκηνοθέτη. Αλλά αυτή η “εκτέλεση” του πιραντελισμού δεν συνεπάγεται την άρνηση ενός έργου που έχει κωδικοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια, και που, από πολλές απόψεις, μένει ακόμα να ανακαλυφθεί.
Le Monde | Το Βήμα, 27 Ιανουαρίου 1980
__________________________________
- Κεντρική φωτογραφία: Η ηθοποιός Annamaria Guarnieri στους “Γίγαντες του βουνού” στη σκηνοθεσία του Mario Missiroli. Το έργο έκανε πρεμιέρα στις 19 Νοεμβρίου 1979 στο Teatro Carignano (Τορίνο)
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024