ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (2)

ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (2)

Μοιράσου το!

ΚΡΙΤΙΚΗ

“Η Αυλή των Θαυμάτων” του κ. Ιάκ. Καμπανέλλη στο “Θέατρο Τέχνης”

 

ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Τρίτη, 4 Δεκεμβρίου 1957

Διπλή χαρά μάς έδωσε προχτές το ¨Θέατρο Τέχνης” με την “Αυλή των Θαυμάτων” του κ. Ι. Καμπανέλλη: όχι μόνο έσπασε τη μακρόχρονη “αποχή” του απ’ την ελληνική δραματουργία, αλλά και πρόσφερε ένα έργο, που ούτε καλοπροαίρετο πρωτόλειο είναι πια, ούτε “ελαφρό”, επιπόλαιο θεατρογράφημα. Ο “καλός αγώνας” του “Θ.Τ.” υστερεί στο πεδίο της πραγμάτωσης αυτού που και το ίδιο πιστεύει: ότι “Θέατρο ελληνικό, απ’ όπου απουσιάζουν οι Έλληνες συγγραφείς είναι κάτι λειψό”. (Για την έλλειψην αυτή, ωστόσο, δεν είναι μόνο το “Θ.Τ.” υπεύθυνο. Είναι κι οι συγγραφείς. Μα, αυτό, είναι μια άλλη ιστορία…). Οπωαδήποτε , η “Αυλή των Θαυμάτων” του ’δωσε την ωραία ευκαιρία να ξαναγυρίσει στη σωστή “αρχή” του, χωρίς να προδώσει τη θεατρική “ποιότητα”, που υπηρετεί.

Όταν πέρσι, το Εθνικό Θέατρο ανέβασε ένα άλλο έργο του κ. Καμπανέλλη, ευχηθήκαμε στο συγγραφέα “να μην αναπαυθεί μετά την ‘Εβδόμη Ημέρα της Δημιουργίας’. Να ξανακοιτάξει το έργο των χειρών του με αυστηρότητα και λαγαρό μυαλό… γιατί δεν υπάρχει “κόσμος” που να μην επιδέχεται ξαναφτιάξιμο…”.

Ο κ. Καμπανέλλης δεν αναπαύθηκε. Κι η “Αυλή” του είναι ασύγκριτα ωριμότερη απ’ τη “Δημιουργία” του. Χωρίς να χάσει κανένα απ’ τα χαρίσματα της πρεσβύτερης αδερφής της, έχει αποβάλει τα περισσότερα ελαττώματά της.

Στην “Αυλή” δεν υπάρχει πια ο “πολλά ποθών και μηδέν δυνάμενος” ήρωας, που το δράμα του και η καταστροφή του άφηναν ασυγκίνητο το θεατή. Άλλωστε, εδώ, δεν υπάρχει “ήρωας”, αλλά ένας κόσμος που γίνεται ήρωες. Ο μικρόκοσμος μιας συνοικιακής αυλής, που καθρεφτίζει σε κυρτό κάτοπτρο το μεγάκοσμο του ταπεινού ανώνυμου Έλληνα, των βασανισμένων ανθρώπων και των ταλαιπωρημένων ψυχών.

“Η ‘Αυλή των Θαυμάτων’ –λέει ο συγγραφέας– βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα… Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, τρέχουν, φεύγουν, κι η πιο συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι”.

Αυτή την αβεβαιότητα κι αυτή τη λαχτάρα δεν τη συμπυκνώνει ο κ. Καμπανέλλης σ’ ένα ή δυο πρόσωπα, αλλά – ακολουθώντας την τάση “ομαδικότητας” του νεότερου θεάτρου – τής δίνει θεατρική μορφή, μέσ’ απ’ τις ιστορίες ενός ομίλου ανθρώπων που η τύχη συγκέντρωσε επιταυτώ στην αυλή μιας γειτονιάς. Φυσικά, την “τύχη” την κατευθύνει ο συγγραφέας, έτσι που οι άνθρωποι της αυλής ν’ αντιπροσωπεύουν γενικότερες κατηγορίες και το δράμα να γεννιέται από τις συνθήκες της έξω ζωής, αλλά κι απ’ τις μεταξύ τους συγκρούσεις.

Μ’ όλη τη χειραγώγηση αυτή, τα επεισόδια του έργου δεν καταφέρνουν πάντα να υψωθούν πάνω απ’ το στιγμιότυπο και η όλη δομή τής “Αυλής” δεν αποφεύγει (προπάντων στις δυο πρώτες πράξεις) την αποσπασματικότητα. Το ελάττωμα, άλλωστε, αυτό θα το συναντούσαμε και σ’ όλους τους συγγραφείς που μεταφέρουν στη σκηνή το συρφετό της αστικής ζωής απ’ τον Ράις (“Σκηνές του δρόμου”) ώς τον Κίνγκσλεϊ (“Τυφλοσόκακο”) κι ώς τον Μίλλερ (“Από Δευτέρα σε Δευτέρα”).

Η “Αυλή” του κ. Καμπανέλλη, όμως, έχει το χάρισμα να είναι γνήσια ελληνική, ρωμέικη, συνοικία, γειτονιά αθηναϊκή. Και το “χρώμα” της αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την εξωτερικότητα της ηθογραφίας. Είναι ελληνική, όχι στην όψη, αλλά στην ψυχή. Οι καημοί, τα προβλήματα, οι αγωνίες των ανθρώπων της είναι αγωνίες και προβλήματα και καημοί ενός ολόκληρου λαού, που παλεύει με την αστάθεια της Μοίρας και της Ζωής, αιώνες τώρα. Η Ανάγκη και η Μιζέρια, που τον τυραννάνε, σκοτώνουν λίγο-λίγο τα όνειρα, τον έρωτα, τη φιλία, κάνουν τον άνθρωπο “λύκο” – κι όμως, αυτή η Ανάγκη έχει σκληραγωγήσει το χαραχτήρα του, την “αντίστασή του στις δυσκολίες”, κι έχει δώσει στο ρωμιό μια Καρτερία που, μαζί με την έμφυτη αισιοδοξία του, τον στηρίζουν και τον βοηθάνε να κρατηθεί σ’ αυτή την ανεμοδαρμένη γωνιά της γης.

Τούτη την εικόνα του Ρωμιού τη δένει καθαρά και ζωντανά ο κ. Καμπανέλλης στην “Αυλή” του – κι αυτό είναι μια πρώτη επιτυχία. Η δεύτερη (και σπουδαιότερη απ’ τη δραματουργική άποψη) είναι όττι τα πρόσωπά του δε μένουν κούφες σκιές, ούτε αυθαίρετες καρικατούρες. Είναι άνθρωποι, και άνθρωποι Έλληνες – οι περισσότεροι τουλάχιστο. Και, εδώ, κ. Καμπανέλλης ξεπερνάει συχνά και πολλούς απ’ τους ξένους συγγραφείς που αναφέραμε. Γιατί δε δίνει τύπους μονοκόμματους (η κουτσομπόλα, ο “κακός”, οι ερωτευμένοι, ο χωρατατζής και πάει λέγοντας), αλλά χαραχτήρες. Όχι μεγάλους ίσως, αλλά χαραχτήρες μια φορά. Όλοι τους –ή σχεδόν– είναι πολυεδρικοί, έχουν τις αγαθές και τις κακές μαζί πλευρές τους, την αγγελική και τη δαιμονική όψη τους. Κανένας δεν είναι ο μόνος Δίκαιος ή ο μόνος Άδικος. Για όλους υπάρχουν και τα ελαφρυντικά και τα επιβαρυντικά στοιχεία. Και –το ακόμα σημαντικότερο– οι χαραχτήρες αυτοί εξελίσσονται. Δε του “κατακτάς” απ’ την πρώτη στιγμή, αλλά, μέσ’ στην πρόοδο του έργου, σού αποκαλύπτουν πτυχές, που δεν είχες υποψιαστεί, αντιφατικές με την πρόχειρη εικόνα που σχημάτισες – γι’ αυτό κι αληθινές. Ο “τρακαδόρος” Στέλιος π.χ. (το πιο ολοκληρωμένο πρόσωπο του έργου) δεν είναι ένα ασυνείδητο ή γελοίο υποκείμενο. Έχει κι αυτός τα όνειρά του, τη “συνείδησή” του, το φιλότιμό του. Μπορεί, ακόμα, ν’ αγαπάει, να ελπίζει – και να σκοτώνεται. Ο ερωτευμένος Στράτος δεν είναι τόσο “λεβέντης”, όσο λέει κι όσο θέλει. Στην κρίσιμη στιγμή (όταν πρέπει να πει την αλήθεια στον άντρα της αγαπημένης του) δειλιάζει και προτιμά την εύκολη και ταπεινωτική λύση: να του δανείσει λεφτά για να τον απομακρύνει απ’ το σπίτι. Η ερωτευμένη Όλγα, μπορεί να έγινε μοιχαλίδα, από κούραση και περιφρόνηση για τον εξαθλιωμένο άντρα της, αλλά δε χάνει ολότελα τη στοργή γι’ αυτόν, και όταν εκείνος σκοτώνεται έχει την εντιμότητα ν’ απαρνηθεί τον έρωτά της. Η γριά κουτσομπόλα, η Αννετώ τσακώνεται και σαλιαρίζει δεξιά κι αριστερά, ωστόσο έχει κι αυτή τα δικαιολογητικά της. Είναι μόνη, παρατημένη,καλαμιά στον κάμπο, χωρίς κανένα να ζεστάνει τα γερατειά και την ερημιά της…

Πέρ’ απ’ αυτές τις αρετές, στην “Αυλή” ο κ. Καμπανέλλης “απετάξατο” και τον πληθωρισμό του Λόγου, που χαραχτήριζε τη “Δημιουργία” του. Τώρα, ο διάλογός του είναι γοργός, λιτός, ζουμερός και μόνο ένα του πρόσωπο, ο γερο-Ιορδάνης, βαρύνεται απ’ αυτό το αμάρτημα. Σίγουρα, ο κ. Καμπανέλλης θέλησε μ’ αυτόν τον ξεκληρισμένο ανατολίτη να δώσει μια νότα ποίησης και γραφικότητας. Όμως ο Ιορδάνης του είναι συχνά αυθαίρετος κι οι παρεμβολές του μέσα στη δράση ξεκινάνε περισσότερο απ’ τη θέληση του συγγραφέα παρά απ’ την δραματική αναγκαιότητα.

Στα χαρίσματα του έργου δεν πρέπει να παραλειφθεί και το χιούμορ του. Δεν πρόκειται εδώ ούτε για εύκολα λογοπαίγνια, ούτε για βάρβαρα αστεία. Το γέλιο που αναδίνεται συχνά, πηγάζει απ’ τις καταστάσεις, όχι από “συνταγές”.

Ο κ. Καμπανέλλης έκανε ένα μεγάλο βήμα με την “Αυλή” του. Μένει, ακόμα να προσέξει την αρτίωση της τεχνικής του. Με ικανότερη “σύνθεση”, η “Αυλή” θα κέρδιζε σημαντικά. Οι δυο πρώτες πράξεις της είναι αχνές, άνθρωποι και “θέματα” σκιτσάρονται μόνο, το δραματικό ενδιαφέρον αργεί να πυκνώσει και να παρασύρει το θεατή. Έπειτα, ενώ κέντρο του ενδιαφέροντος αυτού πρέπει να ’ναι βασικά το κύριο θέμα του έργου (η αστάθεια της ελληνικής ζωής) κι από κει να πηγάζουν οι συγκρούσεις, στην Γ΄ πράξη, γίνεται μια μετατόπιση σ’ ένα ξένο θέμα: τον έρωτα και τη μοιχεία, για να ξαναγυρίσουμε –στην Δ΄– στο κίνητρο της αρχής. Ύστερα μερικά πρόσωπα του έργου, που νομίζεις πως θα παίξουν σημαντικό ρόλο, σα να τα ξεχνάει ο συγγραφέας, αφού τα ρίξει στη σκηνή. Έπειτ’ απ’ τα πρώτα επεισόδια, μένουν στο περιθώριο (η γυναίκα του ναυτικού, η Μαρία π.χ.). Τέλος, η αισιοδοξία που κυριεύει στο τέλος τους βασανισμένους, όσο κι αν είναι γνήσια ελληνική, έρχεται αρκετά απότομα, και μοιάζει σα να τους την επιβάλει ο συγγραφέας κι όχι να ξεπηδάει από μέσα τους.

Αυτά όμως είναι ελλείψεις, που η πείρα θα τις διορθώσει. Πολύ περισσότερη σημασία έχει το “ενεργητικό” της “Αυλής”. Κι αυτό είναι πλούσιο, γιατί ο κ. Καμπανέλλης κατόρθωσε να δώσει ένα Έργο – ένα έργο ελληνικό – με γνήσιους Έλληνες – και γνήσιους χαραχτήρες. Η “Αυλή” ου είναι μια προσφορά στη ισχνή δραματουργία μας. Του ευχόμαστε να κρατηθεί στον τίμιο δρόμο που διάλεξε και ωριμάζοντας ακόμα περισσότερο, να μεταμορφώσει τα “θαύματα” σε “δημιουργίες”…

Στοργή και φροντίδα μεγάλη βρήκε το έργο στο “Θέατρο Τέχνης”. Ο κ. Κουν το σκηνοθέτησε με οίστρο και του έδωσε τη ζέστα και την ανθρωπιά που τού ήσαν απαραίτητες. Σκηνής και πρόσωπα προβλήθηκαν όσο γινόταν και το μόνο που θα είχες να ευχηθείς είναι ένας κάπως “μεσογειακότερος” τόνος στην απεικόνιση και στη μιλιά ορισμένων προσώπων. Όμως, στο σύνολό της η παράσταση ήταν απ’ τις πιο άρτιες του “Θ.Τ.” κι αυτή η ωραία συγκυρία βοήθησε όχι λίγο την αγαθή ακτινοβολία της “Αυλής”.

Ξεχωριστά πρέπει ν’ αναφέρουμε την ερμηνεία του “Τρακαδόρου” απ’ τον κ. Κ. Μπάκα, που σημείωσε σ’ αυτόν το ρόλο την καλύτερη επίτευξή του. Απόδωσε ανάγλυφα και τις δυο όψεις του Στέλιου, κρατώντας αδιάκοπα την ισορροπία μεταξύ τους και χωρίς να καταφύγει σε καμιάν υπερβολή ή ευκολία. Ζωντανή και γραφική ήταν η κ. Ν. Αγγελίδου στο (άγνωστό της ώς τώρα) πεδίο της καρατερίστας. Η μεταφορά της μόνο απ’ την “κακή” στην “αγαθή” Αννετώ θ έπρεπε να είναι πιο ομαλή. Αδρός ο κ. Μπιρμπίλης (Στράτος), αν και στις σκηνές του με την “καλή” ου διατήρησε κάποια ψυχρότητα. Η λιτότητα επίσης της κ. Β. Ζαβιτσιάνου (Όλγα), αξιέπαινη καθαυτή, έφτανε σε μιαν ανάλογη ψυχρότητα στις ίδιες σκηνές. Με πολύ μπρίο σχεδίασε την επιπόλαιη Ντόρα η δ. Μ. Κωνσταντάρου. Και γνήσια ρωμέικο το ζευγάρι της δ. Ε. Σώκου και του κ. Δ. Χατζημάρκου. Ο Γ. Λαζάνης παρασύρθηκε σε κάποια υπερβολή με το γερο-ανατολίτη του. Η δ. Ε. Παπαγιάννη έδωσε “ατμόσφαιρα” στη μοναχική γυναίκα του ναυτικού. Τους μικρότερους ρόλους απόδωσαν σωστά η δ. Α. Πανταζοπούλου και οι κ.κ. Δ. Μπάλας, Μ. Χρηστίδης, Κ. Καζάκος, Σ Κωνσταντόπουλος.

Με γνήσια ελληνική αίσθηση έστησε ο κ. Γ. Τσαρούχης το σκηνικό του που είχε αλήθεια και καλαισθησία, χωρίς καμιά φλυαρία ή φτηνή “γραφικότητα”.


Μοιράσου το!
ΑΡΧΕΙΟ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version