Η πολιτική διάσταση των Ευμενίδων του Αισχύλου

Η πολιτική διάσταση των Ευμενίδων του Αισχύλου

Μοιράσου το!

Η πολιτική διάσταση των «Ευμενίδων» του Αισχύλου (1)

Του Δανιήλ Ι. Ιακώβ,

περιοδικό Αντί τχ. 299/13-9-1986, σ. 47-49

Για να κατανοήσουμε την αρχαία ελληνική τραγωδία, είτε γενικά είτε στην πολιτική της διάσταση που μας ενδιαφέρει εδώ, ειδικότερα, είναι απαραίτητο να απελευθερωθούμε για λίγο από τις δικές μας θεατρικές εμπειρίες και να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ορισμένες ιδιομορφίες, οι οποίες καθορίζουν τη φυσιογνωμία αυτού του θεατρικού είδους στον 5ο αιώνα π.Χ. Έτσι, ενώ για μας σήμερα η παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης είναι ιδιωτική υπόθεση, στην αρχαιότητα το γεγονός αυτός τοποθετείται στο κέντρο της κρατικής μέριμνας-απόδειξη ότι υπεύθυνος για τη διοργάνωση των θεατρικών εκδηλώσεων στην αρχαία Αθήνα ήταν ο επώνυμος άρχοντας (2).  Αυτή η κρατική παρέμβαση γίνεται ευκολότερα κατανοητή, αν θυμηθούμε ότι οι παραστάσεις δεν ήταν, όπως είναι σήμερα, ανεξάρτητες πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά αποτελούσαν αναπόσπαστο σημαντικό τμήμα μιας σπουδαίας αθηναϊκής γιορτής, των Μεγάλων Διονυσίων, που τελούνταν την άνοιξη κάθε χρόνου (Μάρτιο- Απρίλιο). Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί στον εντοπισμό μιάς ακόμα διαφοράς του αρχαίου από το σύγχρονο θέατρο: ο χαρακτήρας των έργων ήταν εφήμερος και ανεπανάληπτος, δηλαδή κανένα δράμα δεν παιζόταν πάνω από μια φορά, ενώ σήμερα τα έργα προορίζονται εξαρχής για πολλές επαναλήψεις (3).

Η ένταξη του θεάτρου σε θρησκευτικό πλαίσιο και η συνακόλουθη μοναδικότητα της θεατρικής παράστασης προϋποθέτουν-και ταυτόχρονα εξηγούν-τη μεγάλη λαϊκή συμμετοχή στις εκδηλώσεις αυτές’ δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το αθηναϊκό θέατρο είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει 17.000 θεατές, ένα σεβαστό δηλαδή ποσοστό του πληθυσμού της πόλης. Αν τώρα συνδυάσουμε αυτή την αθρόα προσέλευση των θεατών με μια μαρτυρία του Αριστοφάνη από την τελευταία δεκαετία του 5ου αιώνα, θα καταλάβουμε γιατί το αρχαίο θέατρο είχε πολιτική σημασία. Στους Βατράχους του, ο μεγάλος κωμικός της αρχαιότητας υποστηρίζει ότι ο τραγικός ποιητής είναι δάσκαλος του λαού, και αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνει το ήθος (αυτή η συμβολή αποδίδεται στον Αισχύλο) και οξύνει τη διανοητική και κριτική ικανότητα των πολιτών (αυτός ο ρόλος αποδίδεται κυρίως στον Ευριπίδη). Η λειτουργία του ποιητή συνίσταται, επομένως, στη διαπαιδαγώγηση και την ευαισθητοποίηση του κοινού σε προβλήματα της εποχής του με τη βοήθεια του μύθου.

Με τη διαπίστωση αυτή θίγουμε ήδη μια σημαντική ιδιαιτερότητα της αρχαίας τραγωδίας, που αξίζει να επισημανθεί με ξεχωριστή έμφαση: Τα θέματα των τραγωδιών δεν ήταν προϊόντα πρωτότυπης επινόησης-άλλωστε το αίσθημα της πρωτοτυπίας και η κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων είναι πράγματα άγνωστα στην αρχαιότητα-, αλλά βασίζονταν σε γνωστούς και από παλιά παραδεδομένους μύθους. Όταν, λοιπόν, ο θεατής επισκεπτόταν το θέατρο, γνώριζε προκαταβολικά το θέμα του έργου. Αυτό σημαίνει ότι ο ποιητής  επικέντρωνε τις δημιουργικές του προσπάθειες όχι τόσο στη θεματική πλευρά του δράματος όσο στην ερμηνευτική επεξεργασία του μύθου και την ψυχαγωγική- με την ετυμολογική σημασία του όρου-αποτελεσματικότητά του. Κατά την επεξεργασία του μύθου υπεισέρχονταν-όπως είναι αναμενόμενο από κάθε λογοτεχνικό έργο που είναι προϊόν της εποχής που το γέννησε-και στοιχεία ή προβληματισμοί από τη σύγχρονη ζωή, όχι, βέβαια, με τη μορφή ρητών αναφορών ή συγκεκριμένων πληροφοριών ιστορικού τύπου αλλά με τη μορφή υπαινιγμών, που ο εντοπισμός τους είναι έργο της φιλολογικής ερμηνείας (4).

Στο σημείο αυτό προβάλλει επιτακτικά το εύλογο ερώτημα: είναι πάντοτε φερέγγυα η ερμηνεία που δίνουμε στο αρχαίο κείμενο; Με άλλα λόγια: εντοπίζουμε πράγματι υπαινιγμούς σε ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής του ποιητή, σε γεγονότα δηλαδή που ο τραγικός επιθυμούσε να παραπέμψει; Θα απαιτούσαν μια ιδιαίτερη, εκτενής πραγματεία; Για να αναπτύξουμε το ευρύ και δύσκολο θέμα των σχέσεων ανάμεσα στην αρχαία τραγωδία και τη σύγχρονή της ιστορική, πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, θέμα που γίνεται ακόμη πιο δύσκολο και πολύπλοκο, αν λάβουμε υπόψη μας την πενιχρότητα και την αποσπασματικότητα των αρχαίων πηγών. Αρκεί να αναλογιστούμε τα αντιφατικά ολισθήματα της γαλλόφωνης κυρίως βιβλιογραφίας για τον Ευριπίδη (5), η οποία πίστευε  ότι ανακάλυπτε υπαινιγμούς του ποιητή σε ιστορικά γεγονότα της εποχής του, ή τις κοινωνιολογίζουσες ακρότητες της βιβλιογραφίας των ανατολικών, κυρίως, χωρών (6), για να αντιληφθούμε τους κινδύνους που ελλοχεύουν, όταν ένα λογοτεχνικό έργο αντιμετωπίζεται μονόπλευρα και μονοσήμαντα.

Φυσικά, κανείς δεν αρνείται ότι οι Πέρσες, του Αισχύλου, έχουν θέμα τους τους Περσικούς πολέμους και ότι αποτελούν ένα από τα σπάνια δείγματα ιστορικού δράματος, μιάς τραγωδίας δηλαδή που πηγή της δεν είναι ο μύθος αλλά γεγονότα που συνέβησαν οχτώ μόλις χρόνια πρίν από την παράσταση. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας α) τη ρευστότητα που υπήρχε στον αυστηρό διαχωρισμό μύθου και ιστορίας κατά την αρχαιότητα, β) τις μεταβολές που επέφερε ο ποιητής κατά την πραγμάτευση του θέματός του και τις αποκλίσεις του από την πραγματικότητα, όπως τη γνωρίζουμε από το Ηρώδειο (7), και γ) την κοσμοϊστορική σημασία και τις μυθικές διαστάσεις που προσέλαβαν οι πόλεμοι εκείνοι στη συνείδηση των Ελλήνων, τότε θα δυσκολευόμασταν να υποστηρίξουμε π.χ. ότι το έργο αποτελεί, απροκάλυπτη ή συγκαλυμμένη, προπαγάνδα υπέρ της πολιτικής του Θεμιστοκλή ή σοβινιστική προβολή της Αθήνας. Βέβαια, μπορεί να διακρίνει κανείς μια, δικαιολογημένη άλλωστε, περηφάνια για το μεγάλο κατόρθωμα της Σαλαμίνας, αλλά αυτή η περηφάνια δεν εκφυλίζεται σε απαράδεκτη μικροπολιτική. Αντίθετα, στο ηθικό δίδαγμα του Δαρείου, ότι δηλαδή η ύβρις οδηγεί στην καταστροφή, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την πολιτική συμβουλή του Αισχύλου στη νεοσύστατη τότε Α΄ αθηναϊκή συμμαχία να αποφύγει τις υπερβολές. Οι μετέπειτα επιπλοκές στις σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και στα μέλη της συμμαχίας ίσως δικαιολογούν μια τόσο πρώιμη και οξυδερκή προειδοποίηση του ποιητή, που ως σοφός ψυχανεμίζεται τα προσιόντα.

Άς αρκεστούμε όμως σ’ αυτές τις ελάχιστες εισαγωγικές  νύξεις και ας προχωρήσουμε στο θέμα μας, στην πολιτική διάσταση των Ευμενίδων του Αισχύλου. Οι Ευμενίδες είναι το τρίτο έργο της Ορέστειας, που παραστάθηκε το 458 π.Χ. Θέμα του είναι η δίκη και η  απαλλαγή του μητροκτόνου Ορέστη από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου στην Αθήνα. όπως είναι γνωστό, στον Αγαμέμνονα η Κλυταιμνήστρα σκοτώνει τον σύζυγό της και σφετερίζεται μαζί με τον Αίγισθο την εξουσία στο Άργος. Στις Χοηφόρες, το δεύτερο έργο της τριλογίας, ο Ορέστης παίρνει εκδίκηση για τον φόνο αυτόν σκοτώνοντας την μητέρα του και τον εραστή της. Η μητροκτονία κινητοποιεί τις εκδικητικές δυνάμεις του σκότους, τις Εριννύες, οι οποίες σπεύδουν για να τιμωρήσουν τον Ορέστη. Ο μητροκτόνος καταφεύγει στους Δελφούς, στον ναό του Απόλλωνα, ο οποίος είναι ο ηθικός υποκινητής του φόνου. Ακολουθώντας την συμβουλή του Θεού, ο Ορέστης ζητά τη βοήθεια της Αθηνάς. Η θεά συγκροτεί από επίλεκτους πολίτες και συγκαλεί για πρώτη φορά το δικαστήριο που θα κρίνει την υπόθεση της μητροκτονίας. Με αυτόν τον τρόπο η Αθηνά καθορίζει τις αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου, που είναι η εκδίκαση περιπτώσεων ανθρωποκτονίας. Το δικαστήριο, που προεδρεύεται από την Αθηνά, απαλλάσσει με την ψήφο της θεάς τον δράστη. Το αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί τις Εριννύες που αποτελούν την πόλη με φοβερές συμφορές. Η Αθηνά κατορθώνει, ωστόσο, να τις πείσει ότι η αθώωση-που έγινε στην ουσία με ισοψηφία-δείχνει πως και αυτές έχουν το δικό τους δίκιο και πως η εκφοβιστική-ανασταλτική τους λειτουργία είναι απαραίτητη για την προκοπή της πόλης. Τους υπόσχεται ιδιαίτερες τιμές, και εκείνες πείθονται και μετατρέπονται από εκδικητικά σε ευεργετικά πνεύματα, από Εριννύες γίνονται Ευμενίδες.

Όσο απλός φαίνεται ο θεματικός ιστός του έργου, τόσο πολύπλοκη είναι η ερμηνεία του. Θα χρειαζόταν ένα ειδικό μελέτημα για να εκτεθούν και να ελεγχθούν αναλυτικά οι διάφορες θεωρίες. Αξίζει όμως να σταθούμε δειγματοληπτικά σε δύο από τις σημαντικότερες.

Περίφημη είναι η θεωρία του I. Bachofen,  που προτάθηκε στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα (8). Σύμφωνα με αυτήν, το έργο αντικατοπτρίζει τη μετάβαση από μια μητριαρχική σε μια πατριαρχική οικογένεια και κοινωνία. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις Εριννύες, που εκπροσωπούν  τα συμφέροντα της Κλυταιμνήστρας ως μητέρας, και στην Αθηνά που δίνει την αθωωτική της ψήφο, γιατί γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία και δεν γνώρισε μητέρα, συμβολίζουν, σύμφωνα με αυτή την άποψη, την επικράτηση του αρσενικού στοιχείου πάνω στο θηλυκό. Η ελκυστική αυτή ερμηνεία, ωστόσο, δεν ευσταθεί, αν υιοθετηθεί για την περίπτωση των Ευμενίδων, γιατί εξηγεί τον μύθο καθαυτόν, και όχι την πραγμάτευσή του από τον Αισχύλο, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα αγνοούσε τη μετάβαση αυτή, που τοποθετείται στο απώτατο παρελθόν.

Εντονότερο πολιτικό χαρακτήρα έχει η θεωρία του G. Thomson, που διατυπώνεται στο γνωστό του βιβλίο Αισχύλος και Αθήνα. Σύμφωνα με την άποψή του, οι Εριννύες εκπροσωπούν το πνεύμα της φυλής και υποστηρίζουν την αυτοδικία και το «δίκαιον του αντιπεπονθότος», («οφθαλμόν αντί οφθαλμού»). Ο Απόλλωνας είναι εκπρόσωπος της αριστοκρατικής τάξης και υποστηρικτής του θρησκευτικού καθαρμού του δράστη. Η Αθηνά, τέλος, εκπροσωπεί τη δημοκρατία και υποστηρίζει ότι η τύχη του δράστη πρέπει να καθορίζεται από ειδικό δικαστήριο (9). Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οThomson συλλαμβάνει μια ουσιαστική πτυχή της ερμηνείας του δράματος’ εννοώ τη μετάβαση από την αυθαίρετη αυτοδικία, που εντάσσεται στο φυλετικό πλαίσιο, στη δικαστική κρίση, που εντάσσεται  στο πλαίσιο μιας πολιτικά οργανωμένης και ευνομούμενης κοινωνίας. Ωστόσο, οι ταυτίσεις των προσώπων του δράματος με ιδεολογικές στάσεις δεν είναι επιτυχείς και δημιουργούν εύλογες απορίες. Έτσι, να δεχτούμε ότι η απαλλαγή του Ορέστη αποτελεί νίκη του υποστηρικτή του, του Απόλλωνα, δημιουργείται το ερώτημα: άραγε η αποφασιστική για την απαλλαγή ψήφος της «δημοκρατικής» Αθηνάς συνεπάγεται επικράτηση της αριστοκρατικής τάξης. Άλλωστε η Αθηνά δεν αμφισβητεί το κύρος του καθαρμού’ εκείνες που τον απορρίπτουν είναι οι Εριννύες.

Αναφερθήκαμε κριτικά σε δύο χαρακτηριστικές θεωρίες, μια ανθρωπολογική και μια κοινωνικοπολιτική, για να δείξουμε τις ερμηνευτικές εκδοχές που επιδέχεται ένα δράμα και για να υποδείξουμε την εμβέλεια και τα όρια αυτών των θεωριών. Στη συνέχεια εκείνο που πρέπει να καθοδηγήσει τη σκέψη μας είναι η ύπαρξή μιας αξιοπρόσεκτης και, ασφαλώς, όχι τυχαίας σύμπτωσης. Εννοώ τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Αρείου Πάγου μόνο σε υποθέσεις ανθρωποκτονίας (10), περιορισμό που επέβαλαν οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του δημοκρατικού Εφιάλτη το 462/1 π.Χ. Το ιστορικό αυτό γεγονός, που τοποθετείται τρία μόλις χρόνια πριν από την παράσταση της Ορέστειας, είναι φυσικό να απηχείται στις Ευμενίδες του Αισχύλου. Στην ίδια χρονιά περίπου τοποθετείται και η συμμαχία του Άργους με την Αθήνα (11). Στο δράμα ο Αργείος Ορέστης, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για την απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, υπόσχεται με όρκο παντοτινή φιλία της πόλης του με την Αθήνα. Προφανώς πρόκειται για υπαινικτική αναφορά στα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα (12). Αν σκεφτούμε α) ότι ο Αισχύλος προβαίνει σε αναχρονισμό ως προς τη χρονολογία ίδρυσης του Αρείου Πάγου, αφού, όπως είναι γνωστό, το δικαστήριο αυτό εκδίκασε τρείς άλλες υποθέσεις πριν από την περίπτωση του Ορέστη, που σύμφωνα με το δράμα αποτελεί την έναρξη των δραστηριοτήτων του Αρείου Πάγου (13), και β) ότι στο δρόμο ο Ορέστης είναι Αργείος και όχι Μυκηναίος (14), τότε αντιλαμβανόμαστε ότι πρόθεση του ποιητή ήταν να αναμείξει αξεδιάλυτα μύθο και ιστορία.

Ας δούμε τώρα από πιο κοντά στον ρόλο του Αρείου Πάγου στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Ο Άρειος Πάγος ήταν ένα ισχυρό πολιτικό όργανο που συνέβαλλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής πολιτικής. Ο προσανατολισμός αυτού του οργάνου, που βρισκόταν στα χέρια των αριστοκρατικών, ήταν συντηρητικός. Επιθυμούσε τη διατήρηση φιλικών σχέσεων με τη Σπάρτη και αποτελούσε τροχοπέδη στην επεκτατική πολιτική των ριζοσπαστικών δυνάμεων. Στο εσωτερικό είχε τον έλεγχο των διαφόρων εξουσιών, που μπορούσε να τις καλέσει σε λογοδοσία. Με τη μεταρρύθμιση του Εφιάλτη η πολιτική σημασία του Αρείου Πάγου εκμηδενίστηκε, και οι ελεγκτικές και πολιτικές αρμοδιότητες του μεταβιβάστηκαν στην Εκκλησία του Δήμου και στη Βουλή των Πεντακοσίων. Οι αριστοκρατικοί αντέδρασαν στην πραξικοπηματική μεταρρύθμιση των αντιπάλων τους δολοφονώντας τον Εφιάλτη, και η πόλη απειλήθηκε από εμφύλιο σπαραγμό, ο οποίος τελικά αποσοβήθηκε. Έναν απόηχο αυτού του κινδύνου αναγνωρίζουμε στους στίχους 976-987 του δράματος.

Ποτέ μέσα στην πόλη αυτή να μη ακουστή
εύχομαι της Διχόνοιας τ’ άγριο βρουχυτό,
που αχόρταγ’ είναι στο κακό’
μηδ’ αίμα πολιτών το μαύρο χώμα
να πιή ποτέ, που να ζητά
ν’ αρπάξη μ’ εκδικήτρα οργή
κι άλλο απ’ την πόλη αίμ’ ακόμα
κι αντίφονη άλλη συμφορά’
μά όλο μ’ αγάπη ανάμεσό τους
χαρές να παίρνουν και να δίνουν και με μιά
να μισούν γνώμη’ κι ειν’ αυτό που από πολλά
κακά γλυτώνει τους ανθρώπους.

                               (Μετάφραση Ι. Γρυπάρη)

Ποιά να ήταν άραγε η θέση του Αισχύλου απέναντι στη νέα πολιτική κατάσταση; Την εγκρίνει, την αποδοκιμάζει ή τηρεί κριτική στάση σταθμίζοντας, τα υπέρ και τα κατά των νέων συνθηκών; Θα δυσκολευόμαστε να πιστέψω ότι μια ένταξη του ποιητή στα στενάχωρα και ανελαστικά πλαίσια του προοδευτικού, συντηρητικού ή κεντρώου πολίτη (15)θα έδινε ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα. Θα έτεινα να δεχτώ την άποψη ότι ο Αισχύλος ενδιαφέρεται περισσότερο για μια ισορροπία, που βασίζεται σε μια εγρήγορση και ώριμη δημοκρατική σκέψη και που αποφεύγει τα άκρα, την αναρχία ή τον δεσποτισμό (696-698) (16).

Ούτε δεσποτισμό μα ούτε αναρχία να στέργη
-κι έγνοιά του ας το ‘χη-το λαό μου συμβουλεύω
κι ούτε απ’ την πόλη κάθε φόβο να εξορίζη.

                                         (Μετάφραση Ι. Γρυπάρη)

Ο Αισχύλος φαίνεται να υποστηρίζει μια διαλεκτική σύνθεση που συμφιλιώνει τις αντιθέσεις. Αυτή η σύνθεση έχει αναμφισβήτητα πολιτικό χαρακτήρα’ πρωταρχικά όμως πηγάζει από το θρησκευτικό- φιλοσοφικό του πιστεύω που επιτάσσει το μηδέν άγα, γιατί κάθε υπερβολή οδηγεί στην καταστροφή, όπως συνέβη και στην περίπτωση των Περσών. Η απόλυτη αυτονόμηση των πολιτών, που ήταν συνέπεια της αποψίλωσης του Αρείου Πάγου από τις πολιτικές του εξουσίες, είναι ευκταία, πρέπει όμως να συνοδεύεται και από σύνεση, γιατί διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνη αποδιοργάνωση και ανεπίτρεπτη αυθαιρεσία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1., Το σημείωμα αυτό προϋποθέτει την πρόσφατη ανάγνωση των Ευμενίδων τουλάχιστον από μετάφραση. Ο αναγνώστης μπορεί να βρει στις σημειώσεις τις σημαντικότερες βιβλιογραφικές ενδείξεις, που θα του επιτρέπουν να συνεχίσει, εφόσον το επιθυμεί, με δικές του αναζητήσεις.

2., Για τη διοργάνωση των δραματικών αγώνων παραπέμπω πρόχειρα στο προσιτό για τον Έλληνα αναγνώστη βιβλίο του H. C. Baldry, Το τραγικό θέατρο στην αρχαία Ελλάδα, μετ. Γ. Χριστοδούλου- Λ. Χατζηκώστα, Αθήνα 198, σ.σ. 35 κε.

3., Οι επαναλήψεις δεν ήταν εντελώς άγνωστες και κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Ιδιαίτερα όμως τον 4ο αιώνα (πιθανότατα μετά το 386 π.Χ.), οπότε η τραγωδία ήταν πια νεκρή, κατά τη χαρακτηριστική διάγνωση του Αριστοφάνη, θεσπίστηκαν οι επαναλήψεις των κλασικών δραμάτων. Βλ. σχετικά Baldry, ό.π. σ.σ.40, 55-56 και 176.

4., Οι υπαινιγμοί αυτοί δεν πρέπει να εκληφθούν ως αλληγορίες του τύπου της Αντιγόνης του Ανούιγ, η οποία ανεβάστηκε στη Γαλλία κατά τη γερμανική κατοχή. Οι τραγικοί ποιητές ζούσαν και συνέθεταν στη δημοκρατική Αθήνα και δεν γνώριζαν τη καταπίεση που οδηγεί στα συμφωνημένα υπονοούμενα και την πολιτική αλληγορία. Από αυτή την άποψη θα ήταν επικίνδυνο να προβούμε σε ταυτίσεις των δραματικών προσώπων με πολιτικές προσωπικότητες. Επειδή τα σύγχρονα γεγονότα έπρεπε να ενσωματωθούν και να εναρμονιστούν με τα μυθικά, ήταν φυσικό να μη γίνεται ρητή αναφορά σ’ αυτά.

5., Υπαινίσσομαι εργασίες όπως του E. DeleberqueEuripide et la guerre du Peloponnese, Παρίσι 1951ή του R. Goosens,  Βρυξέλλες 1962. Για αντιρρήσεις βλ. G. Zuntz, “Contemporary Politics in the Plays of Euripides”, Opuscula Selecta, Μάντσεστερ 1972, σ.σ. 54-61. Την επιφυλακτική γραμμή του Zuntz τη συνεχίζει o F. Kolb στη μελέτη του “Polis und Theater”  που περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο G. A. Seeck (εκδ.) Das griechische Drama, Darmstadt 1979, ιδιαίτερα σ.σ. 534 κε., αλλά οι θέσεις του μπορεί να οδηγήσουν σ’ έναν ανεδαφικό αγνωστικισμό. Για τη σχέση δράματος και πολιτικής βλ. επίσης W. RosterPolis und Tragodie, Konstanz 1980. Την ιστορική ερμηνεία του δράματος καλλιεργεί στη χώρα μας ο Α. Διαμαντόπουλος Βλ. τα βιβλία του Η Προμήθεια του ΑισχύλουΠνευματικό και πολιτικό υπόβαθρο, διδ. Διατρ., Αθήνα 1973 και Η πολιτική μαρτυρία του ερωτικού μύθου στην τραγωδία, Αθήνα 1978

6., Βλ. π.χ. τον συλλογικό τόμο του H. Kuch (εκδ.), Die griechische Tragodie in ihrer geselischaftlichen,  Βερολίνο 1983.

7., Βλ. σχετικά W. KierdorfErlebnis und Darstellung der Perserkriege, Γοττίγκη 1966 (Hypomnemata 16), σ.σ. 57 κε.

8., Gesammelte Werke, Βασιλεία 1948, (πρώτη έκδοση: 1861), ΙΙ σ. 174 κε. Στην ανθρωπολογική ερμηνεία του δράματος εντάσσονται ακόμα οι μελέτες: Π. ΛεκατσάΗ μητριαρχία και η σύγκρουσή της με την ελληνική πατριαρχία, Αθήνα 1977 (πρώτη έκδοση 1970), σ.σ. 65κε. και F. I. ZeitlinThe Dynamics of Misogyny: Myth and Mythmaking in the Oresteia” Arethusa 11 (1978) 149-184. Για αντιρρήσεις βλ. H.D. F. Kitto, Form and Meaning in Drama, Λονδίνο 1956, σ. 55

9., Αισχύλος και Αθήνα, Αθήνα 1983 (πρώτη έκδοση 1954), ΙΙ, σ.σ.99, 113-114, βλ. του ιδίου The Oresteia of Aeschylus, Πράγα-‘Αμστερνταμ 1966, Ι σ.σ.45-46, 56’ πρβ. Επίσης τη διάλεξη του Thomson «Η Ορέστεια του Αισχύλου» στο Διαλέξεις για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, Αθήνα 1961, σ.σ. 19 κε.

10., Το δικαστήριο ήταν αρμόδιο και για υποθέσεις εμπρησμού και ασέβειας. Βλ. σχετικά CH. Gulke, Mythos und Zeitgeschichte bei  Aischylos, Meisenheim 1969 (Beitrage zur Klassischen Philologie 31), σ. 22.

  1. ΘουκυδίδηςΙ 102, 4’ Παυσανίας IV 24, 6-7

12., Παρά τον φιλόδοξο τίτλο του, στο σημείωμα αυτό δεν μνημονεύονται εξαντλητικά όλα τα γεγονότα που υπαινίσσεται ο ποιητής. Γι’ αυτά βλ. εκτός από το βιβλίο της Gulke (παραπάνω σημ.10) τις μελέτες: A. J. Podiecki, The Political Background of Aeschylean Tragedy, Ann Arbor 1966, σ.σ. 63 κε. Ch. Meier“Aischylos” Eumeniden und das Aufkommen des Politischen” στο βιβλίο του Die Entstehung des Politischer bei den Griechen, Φραγκφούρτη 1983, σ.σ. 144 κε. (μια αξιοπρόσεκτη και πλούσια τεκμηριωμένη μελέτη).

13., Βλ. Podlecki, ό.π., σ.σ. 88-89.

14., Βλ. Podlecki, ό.π., σ. 82

  1. Και οι τρείς απόψεις έχουν βρει υποστηρικτές (βλ. τη σχετική βιβλιογραφία στο βιβλίο τηςGulke, ό.π., σ. 28 σημ. 1), πράγμα που αποδεικνύει την ανεδαφικότητα παρόμοιων σχηματικών εντάξεων.

16., Βλ. τη σημαντική μελέτη του E. R. Dodds “Morals and Politics in the Oresteia”. Proceedings of the Cambridge Philological Society 186 (1960) 22-23

  • ΔΑΝΙΗΛ  Ι.  ΙΑΚΩΒ, περιοδικό Αντί τχ. 299/13-9-1986, σ. 47-49.

_____________________________________________________________

  • ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ
  • giorgosbalurdos.blogspot.com

Ελάχιστα πληροφοριακά

Μεταφέρω το αξιοπρόσεκτο κείμενο-ερμηνεία του Δανιήλ Ι. Ιακώβ, για το τρίτο μέρος- Ευμενίδες, του έργου του Αισχύλου Ορέστεια. Το «πολιτικής ατμόσφαιρας» κείμενο του παλαιού καθηγητή Δανιήλ Ι. Ιακώβ το οποίο δημοσιεύθηκε στο πολιτικό περιοδικό «Αντί» πριν 35 χρόνια, θεωρώ ότι αξίζει ακόμα και σήμερα την προσοχή μας και την ανάγνωσή μας. Σίγουρα, θέλω να πιστεύω, ότι είναι γνωστό στους παλαιότερους και νεότερους θεατρολόγους, κριτικούς θεάτρου, σκηνοθέτες, τους θιασώτες της θεατρικής τέχνης στην χώρα μας, τους σπουδάζοντες το ανέβασμα των αρχαίων τραγωδιών στην Ελλάδα και ίσως και στο Εξωτερικό.

Η Αισχυλική Ορέστεια, έχει παρασταθεί-όχι πολλές φορές-και μας έχει δοθεί σε διάφορες ενδιαφέρουσες σκηνοθετικές εκδοχές . Είτε εν συνόλω, είτε το κάθε έργο της τριλογίας ξεχωριστά. Αλησμόνητη στην δική μου γενιά έμεινε το ανέβασμά της ΟΡΕΣΤΕΙΑΣ με την συμμετοχή της αξέχαστης Μελίνας Μερκούρη από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν στην Επίδαυρο το 1980. Η μετάφραση ήταν του συγγραφέα Θανάση Βαλτινού, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου. Την Κλυταιμνήστρα ερμήνευσε η Μελίνα Μερκούρη και την Κασσάνδρα η Μάγια Λυμπεροπούλου, ενώ τον Αγαμέμνων ερμήνευσε ο Χρήστος Καλαβρούζος.

Όπως μου δείχνει το πρόγραμμα της εποχής εκείνης.  Επίσης, αρκετές αναλύσεις του έργου διαβάσαμε στα σχετικά έντυπα για την τραγωδία, μετά την δημοσίευση του κειμένου του Δανιήλ Ι. Ιακώβ. Άρθρα και θεατρικές κριτικές, σημειώματα, έμπειρων φιλολόγων, ερευνητών για το τρίτο μέρος της Ορέστειας. Μεταφράστηκαν και γράφτηκαν βιβλία για τον Αισχύλο, εκπονήθηκαν διδακτορικές διατριβές. Βλέπε αυτή της κυρίας Ειρήνης Χούντας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, που την διαβάζει ο όποιος ενδιαφερόμενος στο διαδίκτυο.

Η βιβλιογραφία για τον Αισχύλο και την θεατρική του τέχνη, την συμβολή του στο παγκόσμιο θέατρο είναι μεγάλη και εξακολουθεί να εμπλουτίζεται, καθώς και τα ανάλογα αφιερώματα περιοδικών, εφημερίδων κλπ. Έχουμε την δυνατότητα τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας και το εξωτερικό να ερμηνεύσουμε και επανατοποθετήσουμε τον αρχαίο τραγικό λόγο, να τον εξετάσουμε κάτω από νέα επιστημονικά δεδομένα και θεατρικές οπτικές και αντιλήψεις περί ανεβάσματος των αρχαίων τραγωδιών στις θεατρικές σκηνές. Η θεατρική μας εμπειρία ανανεώθηκε δραστικά όπως και οι απαιτήσεις μας σαν θεατές.

Η Αρχαία Ελληνική Θεατρική Τέχνη εξακολουθεί να κομίζει στον σύγχρονο άνθρωπο, τον ανέστιο πολιτικά, τον άστεγο μεταφυσικά και  ιδεολογικά, τον πρόσφυγα οικονομικά και μπερδεμένο υπαρξιακά, με την διαχρονικότητα των μηνυμάτων της, την οικουμενικότητα του λόγου της, την πολιτική διάσταση της σκέψη της, την φιλοσοφία και θεολογία της, την τραγικότητά της, ότι πιο σπουδαίο και σημαντικό μας κληροδότησε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός και γραμματεία. Ιδιαίτερα, τα διασωθέντα έργα των τριών τραγικών. Του Αισχύλου, του Σοφοκλή, και του πιο γήινου από τους άλλους δύο Ευριπίδη.

Να προσθέσουμε ότι στις αμέσως επόμενες σελίδες του περιοδικού, δημοσιεύεται το δισέλιδο κείμενο σ. 50-51 του Χρήστου Λάζου, «Το θέμα της στάσης στην «Ορέστεια»». Τα βιβλία που μνημονεύει ο Δανιήλ Ι. Ιακώβ του Αλέξη Διαμαντόπουλου και έχουν κυκλοφορήσει είναι: α) ΑΛΕΞΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ. ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ και ΛΥΟΜΕΝΟΣ του Αισχύλου. Εκδ. Σειρά Μελετών.  ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, Αθήνα 1973.β) ΑΛΕΞΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ του ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ στην τραγωδία. ΜΗΔΕΙΑ-ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, Σειρά δοκιμιών ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, Αθήνα 1978.  Το δε μελέτημα του H. C. Baldry, «ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μ. Καρδαμίτσα 1981, σε μετάφραση Γιώργου Χριστοδούλου και Λιάνας Χατζηκώστα, σελίδες 196. Στο οπισθόφυλλο ανάμεσα στα άλλα έργα του καθηγητή της κλασικής  φιλολογίας (γεν. 4/3/1907-) στο Πανεπιστήμιο του Southampton, αναγνωρίζουμε το έργο του «Η Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία στην Εποχή της» 1968. Το έργο “Η ΜΗΤΡΙΑΡΧΙΑ και η σύγκρουση της με την Ελληνική Πατριαρχία” του Παναγή Λεκατσά, εκδόθηκε από το τυπογραφείο-εκδόσεις “ΚΕΙΜΕΝΑ”, Αθήνα 1970 του Φίλιππου Βλάχου.

Στην αντιγραφή των μεταφρασμένων τραγωδιών του Αισχύλου, μεταφέρω μόνο τα της τριλογίας της ΟΡΕΣΤΙΑΣ και των έργων της που γνωρίζω και έχω μελετήσει, (κυρίως τις Ευμενίδες) και όχι τις υπόλοιπες τραγωδίες του Αισχύλου. Όπως πχ. την τελευταία μάλλον μετάφραση του «Προμηθέα Δεσμώτη», με σχόλια και επιλεγόμενα από τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα στις εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 2015. Συμπληρώνω τις εκδόσεις βιβλίων για τον Αισχύλο με ενδεικτικά κριτικά σημειώματα που έχω υπόψη μου. Ξεχωριστό κεφάλαιο έρευνας αποτελεί η επίδραση της Ορέστειας( και τα τρία μέρη εν συνόλω) στους έλληνες ποιητές. Να μνημονεύσουμε εν τάχει τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και το ποίημά του «Νέοι της Σιδώνος», να αναφέρουμε τον επτανήσιο Ανδρέα Κάλβο, επιβάλλεται τον Γιώργο Σεφέρη, που το ποιητικό του έργο είναι διάσπαρτο με Αισχυλικά αποσπάσματα, όπως τα ποιήματα «Μυκήνες», «Με τον τρόπο του Γ. Σ.», «Τελευταίος σταθμός» και αρκετές άλλες του ποιητικές μονάδες.

Τις Σεφερικές μεταφράσεις του Αισχύλειου λόγου και του σημαίνοντος και καθοριστικού ρόλου που παίζει στις ζωές και τις ενέργειες των ανθρώπων η Αισχυλική Μοίρα. Μια περιδιάβαση στα έργα των παλαιότερων και σύγχρονων ελλήνων και ελληνίδων ποιητών θα μας φανερώσει την μεγάλη επίδραση του αρχαίου τραγικού λόγου στα έργα τους. Όπως αντίστοιχα έχουμε διαπιστώσει και για τον αρχαίο λυρικό ποιητικό λόγο.  Και, στοιχεία και πληροφορίες, ερμηνείες για την τραγωδία Ευμενίδες και την Ορέστεια, συναντούμε στις Ιστορίες της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας βλέπε ενδεικτικά το δίτομο έργο του Albin Lesky, «Η Τραγική Ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων» τόμοι 2, εκδ. ΜΙΕΤ 1989, Σ. 213-225 και σε άλλες μελέτες για την αρχαία τραγωδία. Όπως στα μεταφρασμένα έργα της γαλλίδας Ζακλίν ντε Ρομιγύ.

Ένας άλλος κύκλος πληροφοριών για τις Ευμενίδες αντλείται από τις θεατρικές κριτικές που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά με την ευκαιρία του ανεβάσματος του έργου στις θεατρικές σκηνές. Βλέπε πχ. την εκτενέστατη κριτική του Μηνά Χρηστίδη, στην εφημερίδα Δημοσιογράφος 24/6/1990, σ. 24; Για την παράσταση ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ στο Ηρώδειο από το Αμφιθέατρο του σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου. Η μουσική ήταν του Μίκη Θεοδωράκη. Οι χορογραφίες της πειραιώτισσας Μαρίας Χορς.  Με την Ελένη Χατζηαργύρη στον ρόλο της Κλυταιμήστρας και τον Γιάννη Φέρτη στο ρόλο του Ορέστη. Η μετάφραση ήταν του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Για την ίδια παράσταση βλέπε και Βαγγέλης Ψυρράκης, εφ. Δημοσιογράφος 17/6/1990, Αναζητώντας το Δίκαιο.  Η τραγωδία Ευμενίδες είχε ανεβεί ξανά από το Αμφιθέατρο σε σκηνοθεσία Σ. Ευαγγελάτου βλέπε επίσης, αρνητική  κριτική του Μηνά Χρηστίδη, εφημερίδα Έθνος 11/8/1986, «Σε αναζήτηση του χαμένου ήχου».

Αρνητική είναι επίσης η κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου, για το ανέβασμα της τραγωδίας ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ από τον σκηνοθέτη Μιχάλη Μαρμαρινό στο θέατρο «Θησείον», βλέπε εφ. Τα Νέα-Πρόσωπα του 21ου Αιώνα, τχ. 46/22-1-2000. «Σκυλεύοντας τον Αισχύλο». Να υπενθυμίσουμε ότι την το πρώτο έργο της Ορέστειας, Αγαμέμνων είχε παρασταθεί από την θεατρική ομάδα του «Ασκητικού θεάτρου» στις 29/9/1978 σε σκηνοθεσία του ηθοποιού Κωνσταντίνου Μάριου στην Καλλιθέα.  Μια άλλη πρόταση πάνω στην αρχαία τραγωδία. Από τις παλαιές παραστάσεις που είχα παρακολουθήσει. Κάπως πειραματική; Πάντως η γενική αίσθηση σε όσους την είχαν δει ήταν θετική. Για την παράσταση βλέπε και Αριστέα Ελληνούδη, εφ. Ριζοσπάστης 15/10/1978. «Μια ομάδα που καινοτομεί στο αρχαίο δράμα». Ενώ για την απόρριψη της πρότασης της τραγωδού Άννας Συνοδινού να ανεβάσει ««διπλή» παράσταση των Ευμενίδων του Αισχύλου» από τον ΕΟΤ, βλέπε και μίνι συνέντευξη της Άννας Συνοδινού στην εφημερίδα Τα Νέα, Παρασκευή 27/3/1998, σ. 27.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

-ΟΙ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ. Ι. ΙΚΕΤΙΔΕΣ-ΠΕΡΣΕΣ-ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ-ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ. ΙΙ. ΟΡΕΣΤΕΙΑ, ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ-ΧΟΗΦΟΡΕΣ-ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ, μτφ. Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα χ.χ. (ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ, 273-311

-ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Χοηφόροι- Ευμενίδες. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ερρ. Χατζηανέστης, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χ.χ. Νούμερο 8. Στην σειρά Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων. Επιμέλεια έκδοσης Ευάγγελος Παπανούτσος

-ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Προμηθέας δεσμώτης. Εισαγωγή- μετάφραση-σχόλια Γιώργος Θέμελης./ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ερρ. Χατζηανέστης εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χ.χ. Νούμερο 31. Επιμέλεια Έκδοσης Ευάγγελος Παπανούτσος.

-ΑΙΣΧΥΛΟΥ  ΟΡΕΣΤΕΙΑ. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, ΧΟΗΦΟΡΟΙ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ. ΜΕ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Μετάφραση Κ. Χ. ΜΥΡΗΣ, (Κ. Γεωργουσόπουλος) εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, Ιούνιος 1988. ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ 158-213

Βλέπε: 

Νίκος Γ. Δαββέτας, εφ. Ελεύθερος Τύπος 16/7/1989. «Ακροβασία ακριβείας στο χείλος του γκρεμού». Η Νέα μετάφραση στην «Ορέστεια» του Αισχύλου.

-Γιώργη Γιατρομανωλάκη, εφ. Το Βήμα 1/4/1990, Τίμιο και επιδέξιο εγχείρημα

-Ανδρέας Παναγόπουλος, περ. Η Λέξη τχ. 90/12, 1989, 1065-

-ΑΙΣΧΥΛΟΥ  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ, μετάφραση-σχόλια ΤΑΣΟΣ  ΡΟΥΣΣΟΣ, εκδ. Τυπογραφείο «ΚΕΙΜΕΝΑ», Αθήνα 1985

-ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια: Κώστας Τοπούζης. Εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, Νοέμβρης 1991, Νούμερο 4. Στην σειρά Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο. Διεύθυνση σειράς: Κώστας Μπαλάσκας

-ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΧΟΗΦΟΡΟΙ, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια: Κώστας Τοπούζης. Εκδ. Επικαιρότητα Αθήνα, Νοέμβρης 1991. Νούμερο 5. Στην σειρά Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο. Διεύθυνση σειράς: Κώστας Μπαλάσκας.

-ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια: Κώστας Τοπούζης, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, Νοέμβρης 1991, Νούμερο 6. Στην σειρά Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο. Διεύθυνση σειράς: Κώστας Μπαλάσκας

Βλέπε:

Άννα Γριμάνη, περιοδικό ΈΝΑ τχ. 16/15-4-1992. ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

Νίκος Ντόκας, εφ. Ελευθεροτυπία 7/3/1993, Στην σελίδα που διατηρούσε ο κριτικός. Παρουσιάζονται και άλλοι τίτλοι του εκδοτικού οίκου

-ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, μτφ. Τάσος Ρούσσος, εκδ. Κάκτος Ν.13/1992

-ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΧΟΗΦΟΡΟΙ, μτφ. Τάσος Ρούσσος, εκδ. Κάκτος Ν. 14/1992.

-ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ, μτφ. Τάσος Ρούσσος, εκδ. Κάκτος Ν. 15/1992.

-ΑΙΣΧΥΛΟΥ, ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, αρχαίο κείμενο, Εισαγωγή-Έμμετρη μετάφραση,-Ερμηνευτικά Σχόλια, Χαράλαμπος Αθ. Μπαλτάς, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1999

Βλέπε:

εφημ. Ακρόπολις 28/3/1999, «Αγαμέμνων»

εφημ. Αδέσμευτος 28/3/1999, στην σελίδα Κυκλοφόρησαν

Για τον ΑΙΣΧΥΛΟ

ΑΝΝΑΣ Γ. ΧΑΡΒΑΛΙΑ, ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΡΑΓΙΚΟΙ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ-ΣΟΦΟΚΛΗΣ-ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ. (ΜΕ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ), εκδ. Πειραιάς 1958, Αισχύλος 25-51. (Ευμενίδες 35-36)

-H. D. F. KITTO, Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ, μτφ. Λεωνίδας Ζενάκος, β΄ έκδοση, εκδ. Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1976, Στο τρίτο κεφάλαιο για την ΟΡΕΣΤΕΙΑ. Ευμενίδες σ. 116-127

ΤΖΩΡΤΖ   ΤΟΜΣΟΝ, ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑ, τόμοι Α+Β, μτφ. Γιάννης Βιστάκης-Φώτης Αποστολόπουλος, β΄ έκδοση Θεωρία, Αθήνα 1983. (πρώτη έκδοση 1954 «ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ») Στο κεφάλαιο XV, ΟΡΕΣΤΕΙΑ, 61-120

ΜΙΧΑΛΗΣ Ζ. ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ, ΤΟ Γ΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ & Ο ΑΙΣΧΥΛΟΣ. ΑΙΣΧΥΛΕΙΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΣΤΟ ΛΕΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ Γ΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ. (Διδακτορική διατριβή), εκδ. Βικελαία Βιβλιοθήκη, Δήμος Ηρακλείου ΚΡΗΤΗ 1987. Στις σελίδες ΠΙΝΑΚΕΣ 1. Συζητούμενα χωρία (επιλογή). Ευμενίδες 103-105, 68-70, 106-107.

Βλέπε:

Δημήτρης Κυρτάτας, εφ. Η Καθημερινή 25/9/1988, Οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες.

Ε. Κ., περιοδικό Αντί τχ. 367/26-2-1988. «…. Το έργο αν και απευθύνεται σε φιλολογικό κοινό…..»

ISMAIL  KADARE, Αισχύλος ή ο αιώνια χαμένος, μτφ. Ίρα Κολινιάτη, εκδ. Εικοστός πρώτος, Αθήνα 1988. (τα αποσπάσματα από τις τραγωδίες του Αισχύλου είναι του Τ. Ρούσσου)

Βλέπε:

Πέτρος Χατζόπουλος, εφ. ΠΡΙΝ 15/4/1990. Μια βαλκανική οικουμενική ματιά στο αισχυλικό έργο.

Εφημερίδα Τα Νέα 11/3/2000. Στην στήλη ΑΠΟΨΕΙΣ

JOHN  HERINGTON, ΑΙΣΧΥΛΟΣ, μτφ. Μαρία Γιούνη, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1988. Κεφάλαιο VII Η ΕΡΗΜΗ ΓΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ.-Ορέστεια: Ευμενίδες 141-163.

Βλέπε: εφ. Ελευθεροτυπία 31/1/1989

GILBERT  MURRAY, ΑΙΣΧΥΛΟΣ. Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ. Μετάφραση ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΙΝΑΚΕΣ υπό Βασιλείου Γ. Μανδηλαρά, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1989. Κεφάλαιο VI. Η ΟΡΕΣΤΕΙΑ, 151-173

Βλέπε: Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία, Σάββατο 22/7/1989, Αρχαία ελληνική τέχνη. (βιβλιοκρίνεται μαζί και το βιβλίο του John Boardman, «Ελληνική πλαστική. Κλασσική περίοδος»).

-ΑΥΡΗΛΙΟΥ  ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ, Ερμηνευτική και θεατρολογική πρόσβαση στην Ορέστεια του Αισχύλου, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1989. Ευμενίδες 125-189.

-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΩΛΗΣ, ΜΥΘΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΩΝΗ: Ο ΤΡΑΓΩΔΟΣ ΑΙΣΧΥΛΟΣ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998. Κεφάλαιο 6ο, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ, 276-309

Βλέπε:

Νάντια Σερεμετάκη, εφ. Τα Νέα/ Πρόσωπα 21ος Αιώνας, τχ. 82/30-9-2000, Η φιλοσοφία της παράστασης.

-ΕΛΕΝΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ, ΑΙΣΧΥΛΟΣ Ο πατέρας της τραγωδίας, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002 Ευμενίδες 221-239.

Βλέπε: εφημερίδα Αδέσμευτος Τύπος, Κυριακή 21 Ιουλίου 2002. Ποιος ήταν το Αισχύλος;

SIMON  GOLDHILL, ΑΙΣΧΥΛΟΥ  ΟΡΕΣΤΕΙΑ, μτφ. Αργύρης Παπασυριόπουλος, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2008

-ΑΛΚΗΣ  ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ,  Αισχύλου Αγαμέμνων. Σενέκα Αγαμέμνων σύγκριση των δύο τραγωδιών, β΄ έκδοση, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2013. Ευμενίδες 37, 40,75, 118

-ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΟΝΗΣ, ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ. ΟΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ. ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. ΤΟ ΜΥΘΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ, εκδ. εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα 2013. Σ. 93-100. Ευμενίδες (Αισχύλος)-Ευμενίδες. Ορέστεια-τρίτο μέρος.

-ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ, εκδ. Κ. & Μ. ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Θεσσαλονίκη 2017, Αισχύλου Ορέστεια. Ευμενίδες («Παμμήτωρ Γη»), 60-68.

-ΑΣΠΑΣΙΑ  ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΑΡΧΑΙΕΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ. ΑΙΣΧΥΛΟΣ-ΣΟΦΟΚΛΗΣ-ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, εκδ. Λειμών 2019. ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ 133-151

-ΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ. ΓΑΡΔΙΚΑ, ΑΙΣΧΥΛΟΣ. Εγκυκλοπαίδεια των Εθνών. Εκδότης ΠΑΥΛΟΣ ΔΡΑΝΔΑΚΗΣ Αθήνα 1933. Περιοδικό Ευμενίδες 54-59

-περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ έτος Β΄, τ. 4ος, τεύχος 38/1-9-1949. Αφιέρωμα ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Γενικές Πληροφορίες

-Νίκος Ανώγης, περιοδ. Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 57/2000, σ. 285-287, ΑΙΣΧΥΛΟΣ. Ο ΔΙΑΜΟΡΦΩΤΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΡΑΓΩΔΟΣ ΤΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ.

Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά- Κριτικά Β΄, εκδ. Κέδρος 1978, 136-139.

(Ένα Επιτύμβιο του Αισχύλου, δημοσιεύεται και στα Ποιήματά του, εκδ. Κέδρος 1978, 235.

Έλενας Θεοδωροπούλου, Ο Φιλοσοφικός τρόπος ή η φιλοσοφική τροπή της Αισχύλειας Τραγωδίας, περιοδ. Παρνασσός τόμος ΛΔ΄, /1,2,1992, 242-259. Για την Αισχυλική Κασσάνδρα βλέπε και Παρνασσός τόμος ΜΑ΄/1,2,1999, 380-394 στα αγγλικά.

-Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, Οι Ερινύες στον Αισχύλο και τον Ζιρωντού, περιοδ. Τομές τχ. 11/4, 1977, 32-41

-Ευτυχία Καρύδη, εφημ. Ριζοσπάστης 4/12/1983, ΑΙΣΧΥΛΟΣ. Ο πατέρας της τραγωδίας

-Μπάμπης Κλάρας, περιοδ. Φιλολογική Πρωτοχρονιά τόμος 40/1983, σ. 253-265. Ο Αισχύλος και η Εποχή μας.

-Μάριος Α. Μενιέ, Οι Σύγχρονοι Γάλλοι για τον Αισχύλο, περιοδ. Νεοελληνικά Γράμματα τχ. 11/13-2-1937, 9.

-Παρμ. Ν. Τζίφρα, εφ. Ελευθεροτυπία 23/3/1994, Η αρχαιότερη ισοψηφία μία πρόταση.

-εφημερίδα Τύπος της Κυριακής, Κυριακή 30/3/2003, σ.9, ΑΙΣΧΥΛΟΣ Ο κλασικός πανανθρώπινος ποιητής, δραματουργός και δημιουργός.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

  • Κεντρική φωτογραφία: Μαίρη Αρώνη (Φάντασμα της Κλυταιμνήστρας) και ο Χορός. Ορέστεια: Χοηφόροι – Ευμενίδες (1972). Εθνικό Θέατρο

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version