Οι μεταφράσεις θεατρικών έργων στο 18ο αιώνα

Οι μεταφράσεις θεατρικών έργων στο 18ο αιώνα

Μοιράσου το!

  • ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΠΑΘΗΣ

ΑΝ ΕΞΑΙΡΕΣΟΥΜΕ τα Εφτάνησα, σ’ όλο τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο, μοναδική παρουσία του θεάτρου σ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα είναι οι μεταφράσεις ξένων έργων, που είτε τυπώνονται με αυξανόμενους ρυθμούς από το 1779 κι ύστερα στη Βενετία και στη Βιέννη, είτε κυκλοφορούν χειρόγραφες στους κύκλους των μορφωμένων και φιλοτέχνων στα διάφορα κέντρα του ελληνισμού, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τα κείμενα αυτά αποτελούν από μιαν άποψη την προετοιμασία για τις πρωτότυπες ελληνικές δραματουργικές δοκιμές και τις πρώτες σκηνικές πραγματοποιήσεις στην πριν από το 1821 περίοδο. Το ρεπερτόριο των ελληνικών παραστάσεων στην Οδησσό και το Βουκουρέστι θα στηριχτεί σε μερικές από αυτές τις μεταφράσεις, άλλο τόσο και το ρεπερτόριο των πρώτων θιάσων στην ανεξάρτητη Ελλάδα μετά το 1830.

Οι κατευθύνσεις της μεταφραστικής αυτής δραστηριότητας διαμορφώνονται στην περίοδο μεταξύ 1779 και 1800. Οι επιλογές που αποκρυσταλλώνονται σ’ αυτή τη φάση –δείκτης, μεταξύ άλλων, των πνευματικών ζυμώσεων που χαρακτηρίζουν το νεοελληνικό 8ο αιώνα– μορφοποιούν κάποιες τάσεις που θα κυριαρχήσουν στη ζωή του νεοελληνικού θεάτρου για ένα μεγάλο διάστημα.

Οι πριν από το 1750 μεταφράσεις (ο “Αμύντας” του Τ. Τάσσο, όπως εξάλλου και τα έργα του Κατσαΐτη) αποτελούν συνέχεια της παράδοσης του κρητικού θεάτρου, είναι φαινόμενα-ουραγοί μιας εποχής που τελειώνει. Άλλες μεταφράσεις ανέκδοτες (Μολιέρος) αντιπροσωπεύουν προσπάθειες που δεν είχαν συνέχεια και ανάπτυξη στις επόμενες δεκαετίες.

Σημείο στροφής στη μεταφραστική θεατρική δραστηριότητα πρέπει να θεωρήσουμε τη δίτομη έκδοση του 1779 με έξι δράματα του Μεταστάσιου. Λίγα χρόνια αργότερα θα εμφανιστούν στην ελληνική περιοχή οι κωμωδίες του Γκολντόνι. Έτσι ο Έλληνας αναγνώστης θα γνωρίσει δυο σύγχρονους του ξένους συγγραφείς, που μεσουρανούν στα πιο κοντινά προς τον ελληνισμό πολιτιστικά κέντρα (Βιέννη, Ιταλία). Συγγραφείς που σε διαφορετική κλίμακα ο καθένας, απηχούν, έστω με απλουστευμένο ή έμμεσο τρόπο, τις ιδέες του Διαφωτισμού.

Ο Μεταστάσιος είναι βέβαια η προσωπικότητα που κυριαρχεί στις νεοελληνικές θεατρικές μεταφράσεις του 18ου αιώνα, με 11 τίτλους σ’ ένα σύνολο 24 τυπωμένων έργων, χωρίς να υπολογίσουμε τα ανέκδοτα χειρόγραφα και τις ζακυνθινές μεταφράσεις που εντάσσονται στην ίδια περίοδο. Το φαινόμενο μπορεί να μας ξενίζει σήμερα που το όνομα του Ιταλού ποιητή είναι ξεχασμένο. Στην εποχή του όμως ο Μεταστάσιος δεν ήταν απλώς ο λιμπρετίστας που χρωστούσε τη φήμη του στη διάδοση του μουσικού θεάτρου έξω από τα ιταλικά σύνορα. Ήταν ο ποιητής που ανανέωσε το δραματικό λόγο στο ιταλικό μουσικό θέατρο, που οι σύγχρονοί του τον συγκρίναν με τους αρχαίους κλασικούς, που τον θαύμαζαν, μεταξύ άλλων, και ο Βολταίρος και ο Ρουσσώ. Θα δούμε πως η θεματολογία και το ηθικό-ιδεολογικό υπόβαθρο των έργων του αντιστοιχούν και ανταποκρίνονται σε ανάγκες του αφυπνιζόμενου ελληνισμού.

Μετά την έκδοση της “Ζηνοβίας” γύρω στα 1755, που αντίτυπό της δε σώθηκε, και τη χειρόγραφη μετάφραση του “Αναγνωρισμού της Σεμιράμιδος” από το Γιαννιώτη Αναστάσιο Σουγδουρή (1758), η δίτομη έκδοση της Βενετίας του 1779 είναι η εντυπωσιακότερη παρουσία θεατρικών κειμένων στα ελληνικά, σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τα περισσότερα έργα που περιλαμβάνει (“Αρταξέρξης”, “Δημήτριος” κ.ά.) αντιπροσωπεύουν μεγάλες επιτυχίες τού Μεταστάσιου στην ευρωπαϊκή σκηνή (λείπει η “Διδώ” που μελοποιήθηκε από 40 συνθέτες και τα “Ολύμπια”, έργο που μελοποιήθηκε 33 φορές και θα το συναντήσουμε στον ελληνικό χώρο αργότερα). Από τα έξι δράματα που περιέχει η έκδοση της Βενετίας, “Η ευσπλαχνία του Τίτου” και ο “Κάτων εν Ιτύκη” δε συγκαταλέγονται στα πολυπαιγμένα έργα τού Μεταστάσιου, αλλά είναι κείμενα που συζητήθηκαν πολύ. Το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνονται στην ελληνική έκδοση είναι αποκαλυπτικό. Η “Ευσπλαχνία του Τίτου” είναι διδαχή προς ηγεμόνες, θέλει ν’ αναδείξει το πρόσωπο του μονάρχη, μεγαλόψυχου και δίκαιου, Όπως το ονειρεύονται οι οπαδοί της φωτισμένης δεσποτείας. Στο πρόσωπο πάλι του Κάτωνα, ασυμβίβαστου αντίπαλου του Καίσαρα, έχουμε το πρότυπο του ιδανικού πολίτη, που ορθώνεται αντιμέτωπος στον αυταρχισμό και τη μονοκρατορική εξουσία, στο όνομα της ελευθερίας και της πατρίδας. Ο Κάτων διδάσκει, “με τι τρόπον αποθνήσκουν ελεύθεροι, όσοι δεν θέλουν να ζουν υπό δουλείαν”. Όπως έχει επισημανθεί, οι στίχοι του Ρήγα “καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή…” είναι παράφραση από τον “Κάτωνα” του Τζότζεφ Άντισον. Η ιδέα πάντως που έδωσε την έμπνευση στο Ρήγα υπάρχει και στον “Κάτωνα”του Μεταστάσιου.

Και τα έξι δράματα της έκδοσης είναι μεταφρασμένα σε πεζό, σε γλώσσα δύσκαμπτη και αδέξια, που ισοπεδώνει τις δραματικές αρετές του πρωτότυπου. Είναι σαφές ότι τα έργα προορίζονται όχι για σκηνική παρουσίαση, αλλά για ανάγνωση και εξυπηρετούν διδακτικούς στόχους. Χαρακτηριστικό και το επίμετρο της έκδοσης, όπου σταχυολογούνται γνωμικά και αποφθέγματα από έξι δράματα. Προσφέρεται έτσι ένας κώδικας σοφίας με διδάγματα για τη φιλία, την αρετή, τη σταθερότητα, τον έρωτα κλπ. Την ηθικοδιδακτική επιδίωξη υπογραμμίζει και ο πρόλογος του εκδότη, που χρησιμοποιεί έννοιες-κλειδιά από το λεξιλόγιο των οπαδών τού Διαφωτισμού και αντιπαραθέτει τις γνώσεις, την επιστήμη, την πρόοδο, απέναντι στο χάος της άγνοιας, της αμάθειας και της βαρβαρότητας. Αναφερόμενος στις τραγωδίες του Μεταστάσιου, ο εκδότης καλεί τον αναγνώστη να μιμηθεί “την αρετήν των εν αυταίς ηρώων και παλαιών ανδρών”.

Όπως και σ’ ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του 18ου αιώνα, στα δράματα τού Μεταστάσιου κυριαρχεί η αισθηματολογία, συνυφασμένη πάντα με το διδακτικό στοιχείο. Σωστά υπογραμμίζει ένας κριτικός του, πως στα κυριότερα έργα του ο Μεταστάσιος μπόρεσε να εκφράσει σε μικρό ποσοστό μερικές πρωτοπόρες ιδέες τού Διαφωτισμού, αλλά κυρίως μπόρεσε να εκφράσει τα συναισθήματα και κάποιες διάχυτες διαθέσεις των ανθρώπων της εποχής του. Αυτές τις διαθέσεις τις συμμεριζόταν και ένα μέρος του ελληνικού κοινού το 18ο αιώνα. Νομίζω πως γι’ αυτό το λόγο τα λυρικά δράματα του Μεταστάσιου ταίριαζαν πολύ σ’ αυτή τη μετριοπαθή φάση τού νεοελληνικού Διαφωτισμού, που επιδίωκε να βγάλει το Γένος από το μεσαίωνα, από την έρημο της πνευματικής καθυστέρησης και του σκοταδισμού, αλλά δεν ήταν ώριμος ακόμα για πιο τολμηρά ανοίγματα σε πολιτικά, κοινωνικά και αισθητικά θέματα.

Ανάμεσα στο 1779 και το 1790, οπότε θα επαναληφθεί με αυξανόμενη ένταση η έκδοση θεατρικών μεταφράσεων, μεσολαβεί ένα κενό. Όμως η μεταφραστική δραστηριότητα δεν έπαψε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1780, όπως μαρτυρούν παλιά και καινούργια στοιχεία για μεταφρασμένα θεατρικά κείμενα, που κυκλοφορούσαν χειρόγραφα. Έτσι, η μετάφραση του δράματος του Μεταστάσιου “Αχιλλεύς εν Σκύρω”, που θα τυπώσει ο Πολυζώης Λαμπανιτζιώτης το 1794 στη Βιέννη, κυκλοφορούσε χειρόγραφη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες από το 1783.

Επίσης μια σειρά από θεατρικά έργα που ο ίδιος εκδότης αναγγέλλει το 1794 (στον πρόλογο του “Δημοφόντη”του Μεταστάσιου) φαίνεται πως κυκλοφορούσαν χειρόγραφα ίσως δέκα χρόνια νωρίτερα. Ο Λαμπανιτζιώτης δεν πραγματοποίησε την έκδοσή τους, αλλά τα κείμενα αυτά βρίσκονται σε μια χειρόγραφη συλλογή, τη συλλογή Ηλιάσκου, με πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις του 18ου αιώνα, που είχα την ευκαιρία να επεξεργαστώ πρόσφατα. Τέσσερα θεατρικά έργα, άτιτλα τα περισσότερα και ανώνυμα, περιλαμβάνονται στη συλλογή μαζί με τον “Αλεξανδροβόδα” του Γ.Ν. Σούτσου, ανέκδοτη θεατρική σάτιρα, γραμμένη το 1785. Από κάποιες έμμεσες ενδείξεις, που πηγάζουν από τα στιχουργήματα του κώδικα, επιβεβαιώνεται πως και τα άλλα κείμενα της συλλογής πρέπει να γράφτηκαν πριν απλό το 1790.

Τα δυο από τα τέσσερα δραματικά κείμενα είναι μεταφράσεις έργων του Μεταστάσιου: το μονόπρακτο “Η ακατοίκητος νήσος” και ένα τρίπρακτο που, στο χειρόγραφο, φαίνεται να είχε τιτλοφορηθεί “Ο Μεγακλής”. Πρόκειται για απόδοση σε πεζό τού δράματος “L’Olimpiade”, που ο Λαμπανιτζιώτης είχε αναγγείλει με τον τίτλο “Οι Ολυμπιακοί αγώνες”. Με τίτλο τα “Ολύμπια”, έμμετρη μετάφραση του ίδιου έργου, θα τυπώσει ο Ρήγας Βελεστινλής το 1797 στον “Ηθικό Τρίποδα”.

Το τρίτο κείμενο μας οδηγεί σε κοντινή προς το Μεταστάσιο περιοχή του ιταλικού δραματολογίου. Ανήκει κι αυτό στο είδος τού “μελωδικού δράματος” όπως θα έλεγε ο Καταρτζής, αλλά μας αποκαλύπτει ένα συγγραφέα που πρώτη φορά εμφανίζεται στον ελληνικό χώρο. Και τούτο το έργο το είχε αναγγείλει το 1794 ο Έλληνας εκδότης, με τον τίτλο “Τόμυρις, βασίλισσα της Σκυθίας” αποδίδοντάς το εσφαλμένα στο Μεταστάσιο. Συγγραφέας του έργου που έχει ηρωίδα την Τόμυρη είναι ο Domenico Lalli και ο ιταλικός τίτλος του μουσικού δράματος, που παίχτηκε στη Βενετία το 1715, είναι “L’amor di figlio non conosciuto”. Η έρευνα που έκανα για τα βιογραφικά τού Lalli (1679-1741), έφερε στο φως κάποια στοιχεία που επιτρέπουν να διατυπώσουμε την υπόθεση, πως για τη μεταφορά τού έργου αυτού και για μερικά ίσως δράματα του Μεταστάσιου, πρέπει να έπαιξε κάποιο διαμεσολαβητικό ρόλο ο Lionardo Panzini, δάσκαλος των παιδιών του ηγεμόνα Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Βουκουρέστι το 1776-1778, και θερμός οπαδός των ιδεών τού Διαφωτισμού.

Το πιο αξιοπερίεργο είναι το τελευταίο από τα τέσσερα έργα που διασώζει ο κώδικας Ηλιάσκου. Η πηγή του είναι πάλι ιταλική, αλλά ανήκει σε άλλη περιοχή, σε άλλη σχολή της ιταλικής δραματουργίας του 17ου αιώνα. Ο Giovanni Battista Toschi, συγγραφέας του έργου που στο πρωτότυπο έχει τίτλο “La costanza combattuta della principessa Teresa” (1676), ανήκει στη σχολή των “ισπανιζόντων” ιταλών θεατρικών συγγραφέων, σ’εκείνους δηλαδή που επιχείρησαν να μιμηθούν την ισπανική μανιέρα. Με τη μετάφραση αυτή (σώζονται οι δυο πράξεις του τρίπρακτου) έχουμε ένα δείγμα θεάτρου διαφορετικού, με έντονη σκηνική δράση, με περιπέτειες και με ανάμειξη του κωμικού και του δραματικού στοιχείου.

Το σύνολο των θεατρικών κειμένων που διασώζει ο κώδικας Ηλιάσκου, είναι ενδεικτικό για την ποικιλία των ενδιαφερόντων και την ευρύτητα των αναζητήσεων που διαπιστώνουμε στους Έλληνες θεατρικούς μεταφραστές.

Στην περιοχή των εκδόσεων, ωστόσο, μετά το 1790 αποκρυσταλλώνεται ως κυρίαρχη τάση, η προτίμηση προς τα έργα που έχουν “ελληνικό” θέμα, που αντανακλούν μνήμες της παλιάς δόξας, που εξυπηρετούν κατά κάποιο άμεσο ή έμμεσο τρόπο τους εθνικούς στόχους του ελληνικού Διαφωτισμού.

Το πιο εύγλωττο δείγμα αυτής της τάσης είναι πρώτα ο “Θεμιστοκλής” τού Μεταστάσιου που κυκλοφορεί το 1796. Όχι μόνο η μορφή τού ήρωα που συνδέεται με τις πιο ένδοξες σελίδες της ελληνικής ιστορίας, αλλά κυρίως το θέμα του –το θέμα του πατριωτικού χρέους– θα του εξασφαλίσουν την ενθουσιώδη υποδοχή του κοινού, όταν τα δράμα θα παίζεται στην Οδησσό και το Βουκουρέστι στα 1817-1819.

Άλλη περίπτωση, τα “Ολύμπια” στην έκδοση του Ρήγα, το 1797. Έργο που διαδραματίζεται στην αρχαία Ελλάδα, ικανό να θυμίσει στους Έλληνες “ποίοι ήσαν άλλοτε”, προσφέρει ταυτόχρονα την ευκαιρία στο Ρήγα να προβάλει με ποικίλους τρόπους (προλόγους, σημειώσεις, παραπομπές στη Χάρτα) τους εθνικο-προπαγανδιστικούς του στόχους.

Στις πριν από το 1821 θεατρικές παραστάσεις, θα κυριαρχήσουν τα τολμηρότερα αντιτυραννικά έργα του Βολταίρου και του Αλφιέρι. Αλλά ο πρώτος θίασος που θα αρχίσει παραστάσεις στην πρωτεύουσα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1836, θα θυμηθεί και θα ανεβάσει τα “Ολύμπια” του Μεταστάσιου.

Πρέπει να πούμε πως η ροπή προς την αρχαιοελληνική θεματογραφία και την κλασικίζουσα τεχνοτροπία, οδήγησε –από τότε– σε κάποια μονομέρεια. Εδώ, αρκεί να υπενθυμίσω πως, από το πλούσιο δραματικό έργο τού Λέσινγκ, μεταφράστηκε και εκδόθηκε το 1797 μόνο ένα πρωτόλειό του, ο “Φιλώτας”, που έχει θέμα ελληνικό. Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι η μεταφραστική παραγωγή τού Κοζανίτη γιατρού Γιώργου Σακελλάριου που, κατά τον Ζαβίρα, μαζί με πολλά έργα είχε μεταφράσει και την τραγωδία “Ρωμαίος και Ιουλία”, το 1789. Είναι πιθανό ο Σακελλάριος να είχε χρησιμοποιήσει όχι το σαιξπηρικό πρωτότυπο, αλλά μια ευρύτατα διαδομένη στη Γερμανία διασκευή τού Weisse. Γεγονός παραμένει πάντως, πως από τις πολλές μεταφράσεις τού Σακελλάριου, τυπώθηκαν το 1796 μόνο δυο ασήμαντα έργα με θέματα από την αρχαία μυθολογία (“Ορφέας και Ευρυδίκη”, “Τηλέμαχος και Καλυψώ”).

Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο στο μεταφραστικό έργο αυτής της περιόδου είναι η εμφάνιση της κωμωδίας. Ο τιμώμενος συγγραφέας –αποκλειστικά σχεδόν– είναι ο Carlo Goldoni. Το 1791 δυο εκδότες τυπώνουν κωμωδίες του. Στη Βιέννη (Λαμπανιτζιώτης) κυκλοφορούν: “Η αρετή της Παμέλας”, “Ο δεισιδαίμων αποκτητής αρχαιοτήτων…” και “Η στοχαστική και ωραία χήρα”. Στη Βενετία (Γλυκής): “Ο καφενές” σε απόδοση Σπ. Βλαντή. Το 1794 ο Λαμπανιτζιώτης τυπώνει τον “Καλό οικοκύρη”, ενώ στα 1798 επανεκδίδεται ο “Καφενές” στη Βενετία. Μπορούν να συνυπολογιστούν εδώ και οι δέκα κωμωδίες τού Γκολντόνι σε ελληνική μετάφραση, που περιλαμβάνει ο κώδικας της Βιβλιοθήκης των Βρυξελλών. Οι χειρόγραφες αυτές μεταφράσεις, που προέρχονται από τον πνευματικό χώρο της Κωνσταντινούπολης και των ηγεμονιών, πρέπει κατά την επικρατέστερη άποψη, να είναι έργο της δεκαετίας του 1790. Έτσι και η εμφάνιση του Γκολντόνι στον ελληνικό χώρο γίνεται με τρόπο επιβλητικό. Στις επιλογές των έργων του διακρίνουμε, ωστόσο, τη σαφή προτίμηση προς το ηθικοδιδακτικό στοιχείο και την παρουσία του αστικού δράματος. Στην “Παμέλα”, διασκευή από το δημοφιλέστατο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντσον, η αρετή και το αίσθημα δαμάζουν τις κοινωνικές προλήψεις. Η έξαρση της αυτοθυσίας στις ανθρώπινες αισθηματικές σχέσεις είναι κυρίαρχο στοιχείο στο έργο “Ο αληθής φίλος” (χειρόγραφο), που επίσης πλησιάζει στο αστικό δράμα. Αυτό το θέμα, άλλωστε, δανείστηκε ο Ντιντερό για το πρώτο του έργο “Ο νόθος γιος”, έργο-μανιφέστο τού νέου θεατρικού είδους.

Από την ελληνική επιλογή λείπουν οι κωμωδίες που συνδέονται πολύ με τα παραδοσιακά σχήματα της κομμέντια ντελ άρτε (“Υπηρέτης δυο αφεντάδων” π.χ.), έχουν αποκλειστεί οι καθαρά λαϊκές κωμωδίες του Γκολντόνι, οι κωμωδίες με τυπικό βενετσιάνικο χρώμα και που θίγουν “ειδικά” τοπικά θέματα.

Είναι φανερό πως στην ελληνική προτίμηση επικρατούν οι κωμωδίες που καυτηριάζουν τον παρασιτισμό της ξεπεσμένης αριστοκρατίας, τον αργόσχολο βίο, την ασωτεία, τη σπατάλη. Στα έργα αυτά (“Δεισιδαίμων αποκτητής αρχαιοτήτων” κ.ά. ο Πανταλόνε δεν είναι το φαιδρό πρόσωπο της κομμέντια, αλλά, με διάφορες παραλλαγές αντιπροσωπεύει το σοβαρό αστό, που βάζει τάξη στα αναστατωμένα σπίτια, που νοικοκυρεύει και βάζει στον ίσιο δρόμο τους εκτροχιασμένους.

Οι ελληνικές μεταφράσεις δεν περιορίζονται, ωστόσο, σ’ ένα στενό διδακτικό στόχο. Πλούσιες σε ποικιλία κωμικών καταστάσεων, σε περιγραφή ηθών και χαρακτήρων, με εύστοχες αιχμές κοινωνικής κριτικής, είναι έργα που θα διασκέδαζαν, αλλά και εκφράζαν τον Έλληνα αναγνώστη. Οι αναγνώστες αυτοί ζούσαν στις παροικίες, στα αστικά κέντρα του εξωτερικού. Εκεί, κυρίως, κυκλοφορούσε το ελληνικό βιβλίο στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Γι’ αυτόν τον κόσμο με τα νέα ενδιαφέροντα, ο Γκολντόνι ήταν σχολείο και καθρέφτης δικών τους καταστάσεων. Χωρίς να είναι στρατευμένος στην υπόθεση του Διαφωτισμού, ο Γκολντόνι με το σύνολο του έργου του ενσάρκωνε πολλές από τις ιδέες τού αιώνα των φώτων, τις ενσάρκωνε πιο θεατρικά, πιο λαϊκά –δηλαδή με τρόπο προσιτό στο ευρύτερο κοινό και αξιοποιώντας τη λαϊκή παράδοση– πιο αποτελεσματικά, τέλος, σε σύγκριση με τα έργα των φιλοσόφων του Διαφωτισμού.

Στις επόμενες δεκαετίες οι ελληνικές θεατρικές μεταφράσεις θα συμπληρωθούν με άλλα έργα και με νέα ονόματα (Μολιέρος, Βολταίρος, Αλφιέρι), θα πλουτιστούν με γνώμονα τις νέες ανάγκες. Οι βασικές όμως κατευθύνσεις διαμορφώθηκαν στην περίοδο που εξετάσαμε, μέσα στην αντίληψη του ευρωπαϊκού και του ελληνικού Διαφωτισμού, που αντιμετώπιζε το θέατρο σαν όργανο παιδείας, σαν μέσο πολιτιστικής αγωγής για ελεύθερους πολίτες.

  • Πηγή: Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Ιδρυτής: Σχολή Μωραϊτη. 2 Αθήνα 1978.
  • Κεντρική φωτογραφία: Άγαλμα του Μεταστάσιου στη Ρώμη (Piazza della Chiesa Nuova)

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version