Ο Λόρκα που γνώρισα

Ο Λόρκα που γνώρισα

Μοιράσου το!

  • Αλέξης Σολομός

Ήτανε εφτά τ’ απόγευμα – καλοκαίρι του 1936 – όταν ο Λόρκα με δέχτηκε στην πόρτα του σπιτιού του. Έξω, στη μικρή πλατεία με τα καγκελωτά παράθυρα, μια ντουζίνα παιδιά τρέχανε γύρω απ’ τις πικροδάφνες, τραγουδώντας σολέες. Το πρόσωπο του φεντερίκο ήτανε ζυμωμένο – όπως θα ’λεγε ο ίδιος – μ’ ελιά και γιασεμί. Και κάτω απ’ το πλατύ, τετράγωνο μέτωπό του, με κοιτούσαν δυο μαύρα γαρούφαλλα.

Το δωμάτιο που μπήκαμε, καθώς έσβηναν τα πρώτα λόγια της συνάντησής μας, ίχε κροκάτους τοίχους και μια πόρτα ανοιχτή στη σέρρα. Κρεμασμένη πάνω απ’ το πιάνο, δέσποζε μια ξύλινη Παναγιά των Εφτά Πόνων, στολισμένη μ’ ασημόφυλλα και τούλια και με δυο χάντρες λουλακιές για μάτια.

Ας κάτσουμε σ’ αυτό το βιζαβί – μου λέει ο Λόρκα. Το ’φερε η μητέρα μου απ’ το σπίτι που γεννήθηκα, στο Φουεντεβακέρος – μια όμορφη θύμιση του 1900… Θα δούμε απ’ το παράθυρο το ηλιοβασίλεμα, κι απ’ τη σέρρα θα μας έρχεται η μυρωδιά των λουλουδιών. Μπορεί να τ’ ακούσουμε και να μας μιλούν”.

Χαμογέλασε, και το πρόσωπό του φωτίστηκε. Μου θύμισε την ολόφεγγη μορφή του ταξιάρχη Μιχαήλ, του προστάτη της Γρανάδας, που στέκει στον πύργο της Μητρόπολης. Πραγματικά – το χαμόγελο του Λόρξα ήτανε χαμόγελο αγγέλου. Μα αγγέλου της Ανδαλουσίας – που είναι μαζί Ρωμαίος και Χριστιανός, Μαυριτανός και Τσιγγάνος.

Για μια στιγμή αφουγκράζεται το τραγούδι των παιδιών, που απότομα δυνάμωσε.

Απ’ το μπαλκόνι τ’ ανοιχτό
στο σπίτι χύθηκε ο ουρανός…

Η Ανδαλουσία είναι μαζί Ανατολή και Δύση. Ανατολή χωρίς πίκρας και Δύση χωρίς δράση. Τα τραγούδια φυτρώνουν στα χωράφια, όπως το χαμομήλι. Άλλοτε γέμιζα τα έργα μου με νανουρίσματα, μοιρολόγια, σαέτες… Τώρα τ’ αποφεύγω – όπως κι ο Λόπε. Θέλω να ’ναι απλά κι αυστηρά. Ο έρωτας κι ο θάνατος… Η μάνα κι η στέρφα… Το στιλέτο και τ’ άλογο…”.

Γυρίζει το βλέμμα, σ’ έναν πίνακα του Σαλβατόρ Νταλί, που κρέμεται στον τοίχο, πάνω από δυο ανοιγμένες βεντάλιες.

“Είμαι μοντέρνος – όπως κι ο φίλος μου ο Νταλί. Σαν κι αυτόν μ’ αρέσει να χτίζω πάνω στην απουσία. Αγαπώ το κάθε τι που ’χει κάποιαν εξήγηση. Μα, για τον ποιητή, η πηγή που βγάζει το θαυματουργό νερό είναι η λαϊκή παράδοση. Η παλιά μουσική της Γρανάδας είναι η καρδιά που χτυπάει μέσα μου. Ο ήλιος, που πληγώνει τα τζάμια της Αλάμπρας, με φλογίζει και με ματώνει. Στα νερά του Γκουανταλκιβίρ βλέπω να πέφτουνε τ’ άστρα και να τα σαρώνει το ρέμα…

Είμαι Χριστιανός και Ειδωλολάτρης. Σαμ Ειδωλολάτρης, βλέπω τη φύση γεμάτη ανθρώπινες μορφές – με ζωή και ψυχή, χρώμα και μυρουδιά – ακόμα και φύλο. Το φεγγάρι είναι ένα αδάμαστο παλληκάρι – ο θάνατος μια κουρασμένη γριά. Σα Χριστιανός, αγαπώ τους ανθρώπους, γιατί μέσα σ’ όλους φτερουγίζει και βλασταίνει η φύση. Πεταλούδες γεμίζουν τα γένια του Ουίτμαν… Η φωνή του Νταλί έχει το χρώμα της ελιάς… Το φύλο της αγίας Ευλαλίας τρεμουλιάζει σα σπουργίτι μαγκωμένο στις καλαμιές. Στις πληγές του Σάντσεθ Μεχίας κελαηδούνε τ’ αηδόνια…”

Στην ανάμνηση του ταυρομάχου, το φως σβήνει στο πρόσωπό του. Το σούρουπο ραντίζει ε ήσκιους τα μάτια του. Σηκώνεται απ’ το διπλό κάθισμα και κάνει μερικά βήματα στη σέρρα, που τα τζάμια της έχουν πάρει το χρώμα του κυκλάμινου.

Πάει κιόλας ένας χρόνος που έπεσε στην κορρίδα. Το γρασίδι κ’ η μούχλα της γης ανοίγουν, σα λουλούδι νεκρό, το κεφάλι του…”

Με κοιτάει – μα η ματιά του περνάει μέσα απ’ το πρόσωπό μου. Μουντή ακούγεται από μακριά η καμπάνα της Αγίας Άννας.

Ένας νεκρός είναι πιο νεκρός στην Ισπανία, παρά σ’όποιον άλλον τόπο της γης”, λέει χαμηλά.

*

Ξαναγυρίζει, με αργά βήματα, στο δωμάτιο. Πάνω σ’ ένα σκαλιστό τραπεζάκι είναι τρία λεμόνια κ’ ένα βάζο με κόκκινες ντάλιες. Δίπλα τους κάθεται ένας φασουλής.

Ο Λόρκα τον παίρνει στα χέρια. Μια θύμιση χαράς τυλίγει στην άσπρη κάπα της τη θύμιση της λύπης.

“Αυτός είναι ο Δον Κριστόμπαλ… Ο μόνος που απόμεινε απ’ τις μαριονέτες μου. Έστηνε το πατάρι του στα χωριά κ’ έπαιζε λαϊκές φάρσες με μουσική και τραγούδια. Ο ρόλος του, τις πιο πολλές φορές, ήτανε του γρινιάρη γεροσύζυγου. Είναι ο παππούς του Περλιμπλίν, που τον βασάνιζε η Μπελίσα, και του Μπαλωματή, που ’χε τη νιά γυναίκα. Οι παραστάσεις του γέννησαν το θέατρό μου. Δεν πιστεύω σ’ άλλο είδος θεάτρου απ’ το λαϊκό. Είναι, απ’ την ίδια του τη φύση, ένα ποιητικό θέατρο. Γιατί η ποίηση είναι ο πιο απλός και ξάστερος τρόπος, για να μιλούν οι άνθρωποι αναμεταξύ τους”.

Και πάλι ο άγγελος στέκει μπροστά μου. Ένας άγγελος με το χάρισμα της μεταμόρφωσης – άγελος του θανάτου κι άγγελος της Ανάστασης – που ’χει καημούς για μάτια και θύελλες για φτερά…

Μόνος μου ζωγράφιζα τα σκηνικά. Ο Ντε Φάλλια άφηνε το σπίτι του στο Θέρρο ντελ Σολ και καθόταν στο πιάνο. Εδώ, στη Γρανάδα, με τις μαριονέτες ανεβάσαμε το πρώτο μου δράμα: Το κορίτσι που ποτίζει το βασιλικό κι ο ερευνητικός πρίγκιπας. Αργότερα, στα χρόνια της Δημοκρατίας, η Κυβέρνηση μου ανέθεσε το θέατρο του λαού. Δημιουργήσαμε τη Μπαρράκα και γυρίσαμε τα χωριά, παίζοντας Λόπε, Καλντερόν, Τίρσο ντε Μολίνα και τα ιντερμέδια του Θερβάντες”.

Αφήνει το Δον Κριστόμπαλ στο τραπεζάκι του, μ’ ένα φιλικό χάδι. Μια γεροδεμένη γριά χωριατα, με μαύρο μαντήλι γύρω στο κεφάλι, μπαίνει αθόρυβα κι ακουμπάει ένα δίσκο στο πιάνο. Κοντοστέκεται, σα να θέλει κάτι να πει, κ’ ύστερα φεύγει, κατσουφιασμένη.

“Είναι η Πόνθια – μου λέει ο Λόρκα. Θα τη θυμάσαι απ’ το ‘Ματωμένο γάμο’, τη ‘Ροζίτα’ και τον ‘Περλιμπλίν’. Θα την ξαναδείτε – αν τη δείτε ποτέ – στο τελευταίο μου έργο, άπαιχτο ακόμα. Είναι ολόιδια η νταντά που είχα μικρός. Από τότες αλλάξαμε πολλές Πόνθιες, μα ήτανε όλες τους όμοιες – με τη γρίνια και το χάδι, το νανούρισμα και το ξόρκι… Είναι οι παγανές της Ανδαλουσίας. Η παρουσία τους βλογάει και στοιχειώνει το κάθε σπιτικό”.

Γεμίζει ένα ποτηράκι και μου το δίνει. “Πιέστε μια Μανθανίχια’.

Η στερνή ανταύγεια του ήλιου, που τον φαντάζομαι να ’χει γείρει πίσω απ’ τη Σιέρρα Νεβάδα, βάφει μενεξελί το λευκό του πουκάμισο. Ένα άλογο ακούγεται να κροταλίζει αδέξια τα πέταλά του στα λιθάρια της πλατείας.

Στη Νά Υόρκη – σ’ αυτή την πόλη της ανολοκλήρωτης αγωνίας – όταν στεκόμουν στη γέφυρα του Μπρούκλιν και κοίταζα το ποτάμι – έκλεινα καμιά φορά τα μάτια και ξαναγύριζα στην Πόνθια και στη Μανθανίχια… Ήτανε άνοιξη του 1930… Έγραψα ποιήματα για τους νέγρους του Χάρλεμ, για τον ουρανοξύστη του Κράισλερ, για τη σκουριά, για τη μοναξιά… Μ’ έπνιγε η σιδερένια πόλη… Απ’ τις ψηλές ταράτσες πολεμούσα με το φεγγάρι – ενώ ένα σμήνος παράθυρα τσιμπούσαν τα μεριά της νύχτας… Ξαναβρήκα τον εαυτό μου στην Κούβα – εκεί ήταν Ισπανία κι Αφρική”.

Τον ρωτώ αν πραγματικά νιώθει τη δόξα του – που ’χει αρχίσει ν’ απλώνεται και στους Δυο Κόσμους. Είναι ο ποιητής που, δίχως ν’ αφομοιωθεί με τις σύγχρονες “σχολές”, στέκει πρώτο στη λυρική και δραματική πρωτοπορία του αιώνα.

Η φήμη μ’ ενοχλεί – μου λέγει ο Φεντερίκο. Η πίκρα του φημισμένου ανθρώπου είναι να νιώθει την καρδιά του κρύα – χιλιοτρυπημένη απ’ τα φανάρια, που γυρνάνε καταπάνω του οι άγνωστοι”.

Το ρολόι του τοίχου, με τα δυο χρωματιστά περιστέρια, χτυπάει οχτώ. Θέλω να τον ρωτήσω για τον εμφύλιο πόλεμο, που έχει αρχίσει. Μα διστάζω. Περιορίζω την ερώτηση στην επιστροφή του στη Γρανάδα.

Γύρισα, εδώ κι ένα μήνα, όταν ξέσπασε η τρομοκρατία. Με βαριά όμως καρδιά, άφησα τη Μαδρίτη. Έχουν δεθεί μαζί τη τόσες αναμνήσεις. Δέκα χρόνια, στη Φοιτητική Στέγη – φιλολογία και νομικά… Η συντροφιά με το Νταλί, τον Μπουνιουέλ, το Ματσάδο…. Η γνωριμιά με τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, το μεγάλο μας ποιητή… Τα πρώτα μου ποιήματα… Το ανέβασμα του Μάγου Έρωτα του Ντε Φάλλια… Οι λαϊκές μελωδίες, που έστρωνα για να τραγουδά η Αρχεντινίτα… Και, φυσικά, η Μαργαρίτα ξιργκού και το θέατρό τη…”.

Μου δείχνει μια χρωματιστή ζωγραφιά της ηθοποιού, στο ρόλο της Δόνια Ροζίτα, τριγυρισμένης από πουλι΄ς και λουλούδια. Και μουρμουρίζει σιγανά τη μπαλάντα του τριαντάφυλλου:

Ανοιγμένο ήταν το ρόδο
στο ξημέρωμα του ήλιου,
τόσο κόκκινο σαν αίμα
που φοβήθηκε η δροσιά,
τόσο καίει μες στα φύλλα,
που τον άνεμο φλογίζει…

Ανάβει την κρεμαστή λάμπα, για να δω καλύτερα το πορτραίτο. “Η Ροζίτα ήταν ο τελευταίος της ρόλος σε δικό μου έργο. Ο πρώτος ήταν η Μαριάννα Πινέντα, εδώ κι εννιά χρόνια. Είχα πάρει το λαΪκό τραγούδι της Μαριάννας, που “κεντούσε ώς το θάνατο τη σημαία της λευτεριάς” και το ’κανα δράμα. Κανένας δεν τολμούσε να το παίξει – ήταν η εποχή του Ντε Ριβέρα. Η Ξιργκού το ’παιξε. Από τότε, της δίνω ό,τι γράφω για το θέατρο”.

Ρυθμικά βήματα αντηχούν έξω, στο λιθόστρωτο. Απ’ το παράθυρο – εφιαλτική οπτασία – διακρίνουμε τους άντρες της Εθνοφρουράς να περνούνε, στη βραδινή τους περιπολία.

Τα παιδιά που τραγουδούσαν δεν ακούγονταν πια. Μπορεί να τα ’στειλε στα σπίτια τους η προσέγγιση της στρατιωτικής εξουσίας. Ο Λόρκα παρακολουθεί την πορεία, ίσαμε που τα “μολυβένια κρανία” χάνονται από το πλαίσιο του παράθυρου.

Η Εθνοφρουρά πορεύεται,
σπέρνοντας πυρκγιές
εκεί που, νιά κι ολόγυμνη,
καίγεται η φαντασία.

Στο μικρό γραφείο, κάτω από τη χρυσόδετη έκδοση του “Φουεντεοβεχούνα” βρίσκεται ένα μάτσο χαρτιά. Είναι σκεπασμένα, με ψιλό γράψιμο και με δυσανάλογα μακριές κάθετες γραμμές. Μικρά σκίτσα, ονειρικά, στολίζπυν τα περιθώρια.

“Αυτή είναι η ‘Μπερνάρντα Άλμπα’, το τελευταίο μου έργο. Φαντάζομαι πως θα παιχτεί κάποια μέρα. Ίσως μετά το θάνατό μου…”

Κάθεται στο πιάνο κι αρχίζει να παίζει σιγά μια παλιά ρομάντσα της Γρανάδας. Πάνωθέ του, φωτισμένη λοξά απ’ τη λάμπα, η Παναγιά των Εφτά Πόνων τον κοιτάζει, θλιμμένα, με τις χάντρες των ματιών της.

*

Η λέξη θάνατος είναι η στερνή που θυμάμαι απ’ το Λόρκα. Αντήχησε, σα βαρύ σιωπητήριο, μες στο χλωμό φως της κάμαρας, που βάραινε κιόλας την ατμόσφαιρά της η βραδινή ανάσα των λουλουδιών της σέρρας.

Όταν βγήκα στο δρόμο και κατηφόρισα προς την Αλαμέδα, έλαμψε ξαφνικά στα μάτια μου το ατσαλένιο πρόσωπο του φεγγαριού. Την ίδια στιγμή, ένα σταχτί σύννεφο το σκέπασε. Ήτανε μικρό, μα είχε το σχήμα γριάς..

Την άλλη μέρα, στην Κόρντοβα, πήρα ένα τηλεγράφημα, απ’ το φίλο του Λόρκ, ποιητή αντόνιο Ματσάδο. Έλεγε: Σκότωσαν τον Φεντερίκο την ώρα που χάραζε η αυγή.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Ακριβώς έτσι γνώρισα το Λόρκα. Και τα όσα μεταφέρω εδώ δεν είναι παρά λίγα μονάχα απ’ τα πολλά που είδα κι άκουσα. Με τρεις μικρές, ωστόσο, ανακρίβειες. Πρώτο, δεν έλαβα κανένα τηλεγράφημα του Ματσάδο. Δεύτερο, δεν πήγα ποτέ στη Γρανάδα. Τρίτο, δεν αντάμωσα ποτέ το Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Μα η λεπτομέρεια αυτή δεν αλλάζει τίποτα. Απεναντίας, όλα γίνονται αληθινά. La vida es sueño.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, τεύχος 29-30, Σεπτ.-Δεκέμβρης 1966


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version