Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ένας περιπαθής του ενστίκτου

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ένας περιπαθής του ενστίκτου

Μοιράσου το!

Μόνο το μυστήριο μας κάνει
να ζήσουμε. Μόνο το μυστήριο
F.G.L.

Σε μιαν εποχή όπου οι περισσότεροι ποιητές γράφουν χωρίς να είναι προικισμένοι με το χάρισμα να τραγουδούν και η ιλιγγιώδης τεχνική ενός κολοσσιαίου βιομηχανικού πολιτισμού απλώνει την αδυσώπητη σκιά της ακόμη και πάνω στην τέχνη, με συνέπεια την επικράτηση ενός στείρου εγκεφαλισμού, νιώθουμε μιαν υπέρτατη αγαλλίαση όταν ξανακούμε τους μελωδικούς ήχους μιας λύρας. Γιατί, όπως είπε ο Μπωντελαίρ, “η λύρα εκφράζει πραγματικά αυτή τη σχεδόν υπερφυσική κατάσταση, αυτή την ένταση της ζωής όπου η ψυχή τραγουδά, όπου αναγκάζεται να τραγουδήσει όπως το δέντρο, το πουλί και η θάλασσα”.

Ο Φ.Γ. Λόρκα είναι ακριβώς μια ζωντανή επίκληση της λύρας, ένας ποιητής που γράφει όπως το πουλί τραγουδά, όπως ο άνθρωπος ανασαίνει, ένας αοιδός με την πανάρχαια σημασία της λέξης, που τα ίχνη της καταγωγής του χάνονται στους ομηρικούς χρόνους, ένας σύγχρονος βέβαια αοιδός που, αφού άντλησε από τους θησαυρούς του ισπανικού λαϊκού τραγουδιού, αυτού του cante jonto, του πλημμυρισμένου από το ακόρεστο πάθος και τις εκθαμβωτικές λάμψεις της Ανδαλουσίας, άνοιξε τις ίδιες τις φλέβες του για να ποτίσει με το φλογερό αίμα του όλο το υφάδι του νεώτερου ποιητικού λόγου. Είναι ακόμα “μια φυσική αστραπή, μια ενέργεια σε αέναη κίνηση”, όπως τον χαρακτήισε ο Πάμπλο Νερούντα, ένας ορμητικός χυμός που ξεχειλίζει μέσα από τα αδιαπέραστα φυλλώματα ενός παρθένου δάσους, άλλοτε θυμίζοντας το χαρούμενο κελάρισμα μιας πηγής και άλλοτε τον ψίθυρο μιας εφιαλτικής αγωνίας, μι φύση γεννημένη να εκφράσει τις πιο ωηρές αντιθέσεις, τη φωτιά και την έξαρση της ζωής, αλλά και το μυστήριο και το ρίγος του θανάτου, έτοιμη να συντρίψει το σώμα όταν αυτό δεν είναι παρά “ένα σκεπτόμενο σχήμα” και να εγκαθιδρύσει μια θρησκεία της γης, τη “βασιλεία του σταχυού”.

Σπάνια μπορούμε να συναντήσουμε έναν άλλο ποιητή που να βρίσκεται τόσο ριζωμένος στη γενέθλια γη του (θυμούμαι τώρα επίσης τις δικές μας σχετικά ανάλογες περιπτώσεις του Σολωμού και του Σικελιανού) και σπάνια ένα ποιητικό έργο μπόρεσε να αποτελέσει, όσο του Λόρκα, το ιδεώδες κάτοπτρο όπου ένα ολόκληρο έθνος αναγνωρίζει τον εαυτό του. Σε κάθε στίχο του δημιουργού τού Romancero Gitano είναι εύκολο να ανακαλύψει κανείς τη χειμαρρώδη εκρηκτική και καφτερή σα λάβα ηφαιστείου παρουσία της Ισπανίας, “της βαθειάς Ισπανίας”. Το τσιγγάνικο αίμα, ο θάνατος που πραμονεύει σε κάθε γωνιά, ο έρωτας σε κάθε παραθύρι, “η κιθάρα που κάνει τα ονείρατα να κλαιν” και “όμοια με ρογαλίδα υφαίνει ένα μεγάλο άστρο”, οι μεθυστικές μυρωδιές του γιασεμιού και του νάρδου, η σελήνη που κατεβαίνει από τον ουρανό να σαγηνέψει το παιδί,, ο λάγνος πράσινος άνεμος που κυνηγάει την Παινεμένη, ο ουρανός που λάμπει πάνω από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ, τόσες συσσωρευμένες εικόνες αυτής της παρουσίας, όπου σμίγουν το καθημερινό με το μυθικό, το φυσικό με το υπερφυσικό, το σύγχρονο με το αρχαίο και μας οδηγούν ώς τη μαγεία του ονείρου και τη φρεναπάτης.

Η ποίηση του Λόρκα είναι καταπληκτικά διαφορετική από κείνη πολλών συγχρόνων Ευρωπαίων ποιητών, που βρίθει από διανοήματα και ασφυκτιά από φιλοσοφία. Είναι μια ποίηση άμεση και ενστικτώδης –όχι διανοητική κατασκευή ή ποιητική ερμηνεία μιας οποιασδήποτε ιδέας– και η φιλοσοφία της, φλοσοφία ενός ποιητή που ζει με όλο του το σώμα, που ακολουθεί “το δρόμο του αίματος”, όπως εκφράζεται με το στόμα ενός ήρωά του στο Ματωμένο γάμο, για να καταλήξει να βρεθεί αντιμέτωπος με το οντολογικό μυστήριο. Έτσι μια διαδικασία απόλυτης εσωτερίκευσης κυριαρχεί σε όλο το έργο του ποιητή και μια επιμονή για διείσδυση στις βαθύτερες ζώνες του εγώ και για ανίχνευση στοιχείων τελλουρικών που κατάγονται από τους πρώτους χρόνους της δημιουργίας. Ο Λόρκα, μολονότι συνεπαρμένος από τη γοητεία του απίθανου και του φανταστικού, δεν τρέφει καμιάν αυταπάτη για την ασημαντότητα τη ατομικής ζωής και μένει άγρυπνος διαρκώς για να σημάνει συναγερμό και να αποκαλύψει στον άνθρωπο το τραγικό του πεπρωμένο.

Δεν είναι όνειρο η ζωή. Σηκωθήτε!
Σηκωθήτε! Σηκωθήτε!
Γκρεμιζόμαστε από τις σκάλες
για να φάμε το μουσκεμένο χώμα
ή ανηφορίζουμε την κόψη του χιονιού
με τις πλήθιες πεθαμένες ντάλιες.
Όμως μήτε λησμονιά υπάρχει, μήτε όνειρο.

Απ’ αυτόν το μόνιμο εφιάλτη, τον πανικό, θα έλεγα, του θανάτου, που έγινε αλλόφρονη οπτασία, μαύρη αυλαία, παραπέτασμα που τον καταδιώκει για να τον σκεπάσει, βρύα και χόρτα που εισβάλλουν απειλητικά σαν σπαθιά να τρυπήσουν το νεκρό κεφάλι, απ’ αυτό το “βαθύ πηγάδι όπου όλοι θα πέσουμε μέσα” τίποτε δεν θα μπορέσει να τον αποσπάσει. Αν στον Ρίλκε ο θάνατος γίνεται οικείος και αποτελεί την αναπότρεπτη φάση μιας κυκλικής διαδρομής όπου συναντώνται το πέταγμα και η πτώση, αν στον Μότσαρτ καταυγάζεται από το διηνεκές εκείνο φως, το lux perpetua, που ακούμε ν’ αναβλύζει από κάποια μουσικά μέρη του Requiem και του Ave Verum, ενσταλάζοντας στην ψυχή μας μιαν υπέρτατη γαλήνη και μακαριότητα, στο Λόρκα δεν αποβάλλει ποτέ την αποτρόπαιη όψη του και την εντελώς μηδενιστική σημασία του. Ο Ιγνάτιος Σάνχιεθ Μεχίας, ο θαυμαστός για την ομορφιά και τη δύναμή του ταυρομάχος, και αυτός ακόμα καταχωνιάζεται από το χιόνι της λησμονιάς και της απουσίας.

Θε να ’ρθει το φθινόπωρο με τα σαλιγκάρια του
με τα τσαμπιά από σύννεφα και με τα συναγμένα του βουνά
μα κανείς δε θα ποθεί να δει τα μάτια σου
γιατί ’σαι πια νεκρός παντοτινά…

Και ο Λόρκα, όταν στο Μπουένος Άϊρες ζει μερικές από τις πιο θριαμβευτικές στιγμές του, εξομολογείται σ’ ένα δημοσιογράφο: “Ο θάνατος. Α! Εισχωρεί σ’ όλα τα πράγματα. Η ησυχία, η σιωπή, η γαλήνη είναι η μαθητεία του. Ο θάνατος είναι παντού. Είναι κυρίαρχος… Δεν μπορώ να μείνω στο κρεβάτι με τα παπούτσια μου… Μόλις κοιτάζω τα πόδια μου η αίσθηση του θανάτου με πνίγει. Τα πόδια στηριγμένα έτσι στις φτέρνες μου θυμίζουν τα πόδια των νεκρών που είδα όταν ήμουνα παιδί”. Μπροστά στο αδιέξοδο του θανάτου και την καταλυτική μανία του χρόνου –που αποτελεί άλλωστε και το θέμα του έξοχου και τόσο ιδιόρρυθμου θεατρικού εργου του Σαν περάσουν πέντε χρόνια– δυο τρόποι διαφυγής του απομένουν. Ή να συμφιλιωθεί με τον θάνατο και ν’ απαρνηθεί τον εαυτό του με μιαν εκούσια, γεμάτη εμπιστοσύνη, εγκατάλειψη μέσα στον απεριόριστο χώρο της αιωνιότητας, σύμφωνα με το δίδαγμα του Χριστιανισμού· ή να εξεγερθεί και ν’ αγκαλιάσει με πάθος τη γήινη πραγματικότητα, τον αισθητό κόσμο, το παρόν, συμπυκνώνοντας εις το έπακρον την ολότητα του χρόνου σε μιαν έντονα βιωμένη στιγμή. Ακολουθεί το δεύτερο τρόπο. Είναι ο δρόμος της γήινης σωτηρίας, ο δρόμος που οδηγεί στη λατρεία της γης. “Τη γη, Θεέ μου, τη γη αναζητώ” θα γράψει σ’ ένα ποίημά του. Αυτήν υμνεί με θρησκευτική έξαρση και στους αρχαίους θεούς της γονιμότητας θα καταφύγει μια ηρωίδα του που πάσχει από στειρότητα, η Γ΄ρμ, στο ομώνυμο θεατρικό του έργο.

Η οντολογική αυτή εξέγερσή του συνοδεύεται και από μια προσχώρηση στο ανθρώπινο και μιαν εξέγερση κοινωνικού περιεχομένου, που την ενισχύει σημαντικά η διαμονή του στη Νέα Υόρκη. Κάτω από την πρόσοψη μιας απατηλής πολυτέλειας και φαντασμαγορίας που καλύπτει αυτή την απέραντη πολιτεία, η αμείλικτη διεισδυτική ματιά του αναγνωρίζει αμέσως το δράμα όχι μόνο της αμερικανικής αλλά κάθε σύγχρονης κοινωνίας, την κατάπτωση ενός πολιτισμού όπου κυριαρχεί το χρήμα και η μηχανή, και σπεύδει να τον καταγγείλει σε μια συρροή εικόνων συνταρακτικών που θυμίζουν Αποκάλυψη.

Η αυγή της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερις κίονες απόλάσπη
και έναν ανεμοστρόβιλο από μαύρα περιστέρια
που βουτούν μέσα στ’ ακάθαρτα νερά…

……

Η αυγή φθάνει και δεν τη δέχεται κανένα στόμα
γιατί εκεί κάτω δεν υπάρχει πρωί μήτε πιθανή ελπίδα…
Κάποτε νομίσματα σε μανιασμένα σμήνη
διαπερνούν και καταβροχθίζουν τα εγκαταλελειμμένα παιδιά…
Ακούω να τραγουδά το σκουλήκι
μες στην καρδιά πολλών κοριτσιών…
τα παιδιά… τρέμουν κάτω από την ωχρή τρομοκρατία των αφεντικών
Οι γυναίκες πνιγμένες μες στα ορυκτέλαια…
πρέπει να φωνάξω
ώσπου να αρχίσουν οι πόλεις να τρέμουνε ωσάν μικρά κορίτσια…
και να συντρίψουν τις φυλακές του λαδιού και της μουσικής
γιατί θέλουμε να γίνει το θέλημα της γης
που δίνει τους καρπούς της για όλους.

Όπως το ποιητικό έτσι και το θεατρικό έργο του Λόρκα παρουσιάζει τις ίδιες θαυμαστές ιδιότητες, και μπορούμε να πούμε ότι υπόκεινται σε μιαν αλληλεπίδραση. Ενώ όμως η ποίησή του αποτελεί το απόσταγμα της μυστικής εσωτερικής του εμπειρίας, το θέατρο, τέχνη κατεξοχήν κοινωνική, τον βοηθά να επιτύχει μια πιο άμεση επαφή με τι μάζες και να προβάλει το στομικό του δράμα σ’ένα ευρύτερο ανθρώπινο επίπεδο, με τα πιο γνήσια ποιητικά μέσα και χωρίς ποτέ να το υποβιβάζει σε μιαν ανάπτυξη ιδεών, όπως συμβαίνει κάποτε στον Ίψεν ή τον Μπέρτολτ Μπρεχτ. Έτσι, παρ’ όλες τις εκκεντρικότητες μιας τέχνης έντονα μπαρόκ και αντιρεαλιστικής, όπως είναι η δική του, κατορθώνει να μας παρουσιάσει πρόσωπα αληθινά που τα λόγια τους, φορτωμένα με όλη τη γήινη λάμψη, δεν είναι παρά μια άλλοτε σιωπηλή και άλλοτε εύγλωττη απολογία του ενστίκτου και των απαγορευμένων πόθων που μάταια επιζητούν την πραγμάτωσή τους.

Η Γέρμα, η ηρωίδα του ομώνυμου θεατρικού έργου του που ενσαρκώνει τη στείρα γυναίκα, κυνηγά με μανία το φάσμα μιας ευτυχίας που φαίνεται παρούσα αλλά διαρκώς ματαιώνεται από τις επιταγές μιας συμβατικής ηθικής που βρίσκουν απήχηση μέσα της. Η Δόνα Ροζίτα, η Θαυμαστή Μπαλωματού, η Μαριάνα Πινέντα ενισχύουν τις παραισθήσεις τους ή εγκαταλείπονται στην ονειροπολησή τους για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν καλύτερα την πραγματικότητα, ενώ ο νέος και ο Δεύτερος Φίλος του θεατρικού έργου του Σαν περάσουν πέντε χρόνια προσπαθούν να διασωθούν με μια κατάδυση στον εσωτερικό κόσμο, γιατί “το κάθε τι είναι πιο ζωντανό μέσα μας παρά έξω, αφημένο στο έλεος του ανέμου και του θανάτου” ή προσφεύγοντας σ’ ένα αμετακίνητο παρελθόν, όπου ο χρόνος να μη μπορεί να “κλέβει το πρόσωπό τους”. Αντίθετα η Αδέλα του Σπιτιού της Μπερνάρντας Άλμπα αντί να θυσιαστεί, έχει τη δύναμη ν’ αγωνιστεί, να κατακτήσει τον άντρα που αγαπά και με μια συμβολική χειρονομία να συντρίψει τη ράβδο της αυταρχικής μητέρας της, αυτό το έμβλημα της τυραννίας, γκρεμίζοντας όλα τα ταμπού. Εξάλλου στο Ματωμένο γάμο παρουσιάζονται γεγονότα και πρόσωπα παρμένα απ’ τη ζωή, χωρικοί που μιλούν μια γλώσσα πρωτόγονη και απλή, άνθρωποι στη φυσική τους κατάσταση, κυριαρχημένοι από το ένστικτο και παραδομένοι στη φλόγα της ανταρσίας. Κορίτσι αγνό “χαϊδεμένο από τη φωτιά” η νύφη εγκαταλείπει τον άντρα της και, φεύγοντας με το Λεονάρδο την ίδια την ημέρα του γάμου της, είναι σε θέση να εκτιμήσει την τραγική συνέπεια της πράξης της. Ωστόσο, το “αίμα είναι πιο δυνατό” και δε μπορεί να συγκρατηθεί. “Γιατί έφυγα με τον άλλο, ναι έφυγα (λέει η νύφη με αγωνία). Και συ το ίδιο θα ’κανες. Καιγόμουνα, ήμουνα γιομάτη πληγές και από μέσα κι απόξω, κι ο γιος σου ήταν μια σταλιά νερό κι εγώ από κείνη τη σταλιά τα καρτέραγα όλα, γη, χώμα, παιδιά, ευτυχία. Αλλά ο άλλος ήταν ένα ποτάμι σκοτεινό, γιομάτο κλαριά που ερχόταν κοντά μου βουίζοντας και τραγουδώντας μουρμουριστό ανάμεσα στα καλάμια. Έτρεχα ν’ ανταμώσω το γιο σου που ήτανε σαν παιδάκι από κρύο νερό κι ο άλλος μ’ έστελνε τότε χιλιάδες πουλιά που δε μ’ άφηναν να περπατήσω κι έρριχναν πάχνη πάνω στις λαβωματιές μου, στις λαβωματιές μιας φτωχής μαραμένης γυναίκας, ενός αδύνατου κοριτσιού που το ’χε η φωτιά μαγεμένο. Δεν ήθελα, μ’ ακούς; Δεν το ήθελα. Ο γιος σου ήταν η ίδια μου η ζωή και δεν τον γέλασα. Αλλά το χέρι του άλλου με πήρε σαν ένα κύμα της θάλασσας, μου ’δωσε μια σαν κουτουλιά μουλαριού και δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς, θα μ’ έσερνε κοντά του παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά, ακόμα κι αν είχα γίνει γριά κι όλα του γιού σου τα παιδιά κρεμόντανε στα μαλλιά μου!”

Αλλά κι ο Λεονάρδος δεν θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για την απαγωγή.
Αν φταίει κάποιος, δεν είμαι εγώ (λέει)
αν φταίει κάποιος, είναι η γη
κι η ευωδιά που ξεχύνεται
απ’ τα στήθια και τις πλεξούδες σου.

Μια μοίρα που τίποτα δεν μπορεί να την αποτρέψει βαραίνει τα πρόσωπα του έργου και τα εξωθεί ν’ αποτινάξουν κάθε δεσμό έστω κι αν στο τέλος πρόκειται να τιμωρηθούν με την οριστική τους υποταγή στο θάνατο. Απ’ αυτές τις βιαστικές έστω αναδρομές στο σύνολο της δημιουργίας του Λόρκα ένα γενικώτερο συμπέρασμα προκύπτει. Αν υπάρχει μια ηθική της ποίησης και η σπουδαιότερη επιταγή της είναι η συντριβή κάθε δεσμού, η καταδίκη κάθε τυραννίας και καταπίεσης και η απελευθέρωση του ανθρώπου, τότε το έργο του Λόρκα αποτελεί μιαν από τις εξοχώτερες μαρτυρίες της.

Και τώρα θα ήθελα να επισημάνω κάτι άλλο.

Πολλοί είναι εκείνοι που κατέχονται από μιαν άδικη προκατάληψη για το ποιητικό θέατρο, συνηθισμένοι να ταυτίζουν τη θεατρική τέχνη με μια σοφά οργανωμένη σκηνική δράση. Ωστόσο οι δραματικοί ποιητές όλων των εποχών δεν περιορίστηκαν καθόλου σε μια τόσο επιφανειακή μονάχα δραστηριότητα, αλλά προσπάθησαν πάντα να αποκαλύψουν τις μυστηριώδεις πτυχές της ύπαρξης, να κατανοήσουν την εμβρίθεια της σιωπής και την πυκνότητα του ανέκφραστου…. Ο Μωρίς Μαίτερλιγκ εντελώς ιδιαίτερα συνειδητοποίησε αυτή την αλήθεια, πως το θέατρο πρέπει να είναι πριν απ’ όλα η τέχνη του ανέκφραστου που ζητεί ν’ αναπαραστήσει όχι μονάχα τη συνειδητή ζωή του ανθρώπου, αλλά κυρίως τα βάθη της ψυχής του, τη μυστική και αόρατη πραγματικότητα της εσωτερικής αβύσσου, όπως επίσης και τους καλπασμούς της φαντασίας του.

Πιστεύω πως είναι καιρός πια να δημιουργηθεί –καθώς το εύχονταν ο ίδιος ο Λόρκα προλογίζοντας το έργο του Η θαυμαστή μπαλωματού– ένα κοινό “που να μην ξαφνιάζεται βλέποντας ένα δέντρο να μεταμορφώνεται σ’έναν όγκο φουντωμένου καπνού και τρία ψάρια με τη δύναμη της αγάπης ενός χεριού, με μια μαγική λέξη να μεταβάλλονται σε τρία μιλιούνια ψάρια, άξια να κατασιγάσουν την πείνα ενός πλήθους ανθρώπων”, ένα κοινό, μ’ άλλα λόγια, άξιο να μεταμορφωθεί, να υποτάξει τη λογική του στις απαιτήσεις της φαντασίας και να κοινωνήσει με το ποιητικό θαύμα. Κι ακόμα πιστεύω απόλυτα πως το έργο του Λόρκα ανήκει στην προνομιούχο εκείνη κατηγορία της ποιητικής και δραματικής τέχνης που είναι προορισμένη να μεταμορφώσει την ευαισθησία ενός κοινού. Γιατί πλημμυρισμένο από τόση χαρά και τόσο πένθος, από τόσα φώτα και τόσες σκιές, από τόσο άγρια μοναξιά (soletad) και τόση λαχτάρα για ανθρώπινη επικοινωνία, από τοση προσήλωση στη γη και τόση δίψα αιωνιότητας, περικλείνει ένα πλήθος αντιθέσεις που ισορροπούν κατά ένα τρόπο αβίαστο, σαν από θεία χάρη, και που παρόμοιες με πέταλα συνθέτουν ένα πελώριο ρόδο, ένα ρόδο ικανό για κάθε μεταμορφωτική μαγεία, σαν εκείνο που οραματίστηκε κάποτε ο ίδιος ο Ποιητής όταν συνέθετε την Ωδή του στον Σαλβατόρ Νταλί:

Ρόδο αγνό που καταλεί τεχνάσματα και σχέδια
ανοίγοντάς μας τα διάφανα φτερά του χαμόγελου
(καρφιτσωμένη πεταλούδα που μελετά το πέταγμά της)
Ρόδο της ισορρόπησης δίχως εκούσιους πόνους.

________________

Σημείχωση: Πρόκειται για διάλεξη του Τάκη Βαρβιτσιώτη που δόθηκε στι 13/10/1963 στο θέατρο τη Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με την ευκαιρία της διδασκαλίας του Ματωμένου Γάμου του Λόρκα από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το 1964 κυκλοφόρησε και σε ένα μικρό τευχίδιο από το ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη.

The following two tabs change content below.

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης (1916-2011), ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λυρικούς ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου (παρόλο που πρωτοεμφανίστηκε στην ποίηση το 1936), γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και εργάστηκε ως δικηγόρος. Την πρώτη του ποιητική εμφάνιση την έκανε σε ηλικία είκοσι ενός ετών, στο πρωτοποριακό περιοδικό "Μακεδονικές Ημέρες", με την εκδοτική ομάδα του οποίου συνδέθηκε στενά. Έκτοτε, αφιερώθηκε στην ποίηση με πάθος και συνέπεια. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Φύλλα ύπνου" (1949), "Επιτάφιος" (1951), "Χειμερινό ηλιοστάσιο" (1955), "Το ξύλινο άλογο" (1955), "Αλφαβητάριο" (1955), "Η γέννηση των πηγών" (1959), "Το πέπλο και το χαμόγελο" (1963), "Η μεταμόρφωση" (1971), "Η φθινοπωρινή σουίτα και άλλα ποιήματα" (1975), "Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία" (1977), "Η Άννα της απουσίας" (1979), "Ενωμένα χέρια" (1980), "Καλειδοσκόπιο (1983), "Η ατραπός" (1984), "Fragmenta, ή Η βλάστηση των ορυκτών" (1985), "Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους, μαζί με το Δοξαστικό της ελευθερίας" (1986), "Ακόμα ένα καλοκαίρι" (1987), "Φαέθων" (1992), "Η θαυμαστή αλιεία" (1993), "Νήματα της Παρθένου" (1997), "Άρωμα ενός κομήτη" (1997), "Όχι πια δάκρυα" (1998), "Τα δώρα των Μάγων" (1999), "Άτριον" (2000), "Όμως το χιόνι πάντα μένει" (2002), "Μικρά ερωτικά εγκώμια" (2002) και τις συγκεντρωτικές εκδόσεις "Σύνοψη Α΄ (1941-1957)" (1980), "Σύνοψη Β΄ (1958-1972)" (1981), "Σύνοψη Γ΄ (1973-1979)" (1988) και "Ποιήματα, 1941-2002" (2003). Το 2010 συγκέντρωσε μια τελευταία συλλογή με ανέκδοτα ποιήματά του, τα οποία εξέδωσε με τίτλο "Υδατόσημα" (Μπίμπης Στερέωμα, 2010). Για τους νεότερους ομοτέχνους του ο Τάκης Βαρβιτσιώτης αποτελούσε σημείο αναφοράς, υπήρξε ο τελευταίος επιζών ποιητής της παλιάς λογοτεχνικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης και της λογοτεχνικής συντροφιάς του φαρμακείου του Ν.Γ. Πεντζίκη, συνεργάτης των θρυλικών περιοδικών "Μακεδονικές Ημέρες", "Κοχλίας" και "Μορφές". Η ποίησή του ήταν λυρική, ενορατική, μυστικιστική, στα βήματα του νεοσυμβολισμού, με επιρροές και από τους υπερρεαλιστές ποιητές Πολ Ελυάρ και Πιερ Ρεβερντύ. Δοκιμιογράφος και μεταφραστής, άφησε πολλές μεταφράσεις, κυρίως γάλλων, ισπανών και λατινοαμερικανών ποιητών, μεταξύ των οποίων οι Μποντλέρ, Λόρκα, Απολλιναίρ, Μαλαρμέ, Νερούδα και Ελυάρ. Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ο Τάκης Βαρβιτσιώτης υπήρξε από τους πιο πολυ-βραβευμένους ποιητές. Είχε τιμηθεί με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών, το Βραβείο Ουράνη, το Βραβείο Ποίησης του Δήμου Θεσσαλονίκης, το Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων, το Χρυσό Μετάλλιο των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, καθώς και με άλλες πολλές διακρίσεις. Ήταν μέλος της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών και επισκέφθηκε ως επίσημος προσκεκλημένος τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διάβασε ποιήματά του και έδωσε διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Πρίνστον, Γέιλ, Μπάφαλο, Καλιφορνία, κ.ά.). Επίσης επισκέφθηκε με πρόσκληση του Υπουργείου Πολιτισμού τη Ρουμανία και την Ισπανία. Έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών, σε φεστιβάλ και άλλες διεθνείς συναντήσεις ως εκπρόσωπος της Ελλαδας. Οι πιο πρόσφατες μεγάλες διεθνείς διακρίσεις που του απονεμήθηκαν είναι: το Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Φερνάρντο Ριέλο στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Νέα Υόρκη, 1988), ο τίτλος και το παράσημο του Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών από το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας (1989) και το ευρωπαϊκό Βραβείο Χέρντερ από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης (1994) με την αιτιολογία ότι "ο Τάκης Βαρβιτσιώτης είναι ένας εκπρόσωπος εκείνης της πλειάδας των Ελλήνων ποιητών που έχει συμβάλει μ' έναν τρόπο ζωτικό και απρόοπτο στην παγκόσμια λογοτεχνία της εποχής μας, και το πλούσιο ποιητικό έργο του αποτελεί μια κορυφαία στιγμή της σύγχρονης ελληνικής λυρικής ποίησης, βρίσκοντας αναγνώριση και έξω από την πατρίδα του". Το Μάρτιο του 1995 εκλέγεται μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Μιχαήλ Εμινέσκου που εδρεύει στη Ρουμανία, στις 23 Νοεμβρίου 1995 του απονέμεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χρυσό μετάλλιο τιμής για τη μεγάλη συμβολή του στα ευρωπαϊκά γράμματα, ύστερα από πρόταση της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών, και στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου του έτους του απονέμεται από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας τα διάσημα του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος. Στις 15 Μαρτίου 1997 του απονέμεται εκ μέρους του Ιταλικού Κράτους στη Ραγκούλα της Σικελίας, και σε επίσημη τελετή που έγινε στο κυβερνείο της πόλης αυτής, το Διεθνές Βραβείο "Ίμπλα: μία γέφυρα για την Ευρώπη". Τον Οκτώβριο του 1997 του απονέμεται το Αριστείο της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών από το Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού. Στις 10 Ιουνίου 1998 το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας του απονέμει Χρυσό Μετάλλιο Τιμής. Στις 3 Δεκεμβρίου 1998 εκλέχθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έφυγε από τη ζωή στη γενέτειρά του στις 31 Ιανουαρίου 2011, σε ηλικία 95 ετών.

Latest posts by ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ (see all)


Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version