Ο Τάκης Μουζενίδης (1911-1980) ως δάσκαλος
Ο Τάκης Μουζενίδης υπήρξε ένας από τους πιο αγαπημένους μου δασκάλους στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (οι άλλοι ήταν ο Άγγελος Τερζάκης, ο Σωκράτης Καραντινός και ο Στέλιος Βόκοβιτς, στους οποίους επίσης οφείλω πάρα πολλά).
Ως δάσκαλος ο Μουζενίδης διέθετε μια ιδιότυπη προσωπικότητα που σχετιζόταν με το χαρακτήρα του, αλλά και με τη μέθοδο που ακολουθούσε διδάσκοντας. Από μια πρώτη ματιά δεν ήταν αυτό που λέμε “ζεστός άνθρωπος”. Έπρεπε να τον γνωρίσεις, να τον προσεγγίσεις, για να αισθανθείς μια υποδόρια γοητεία που ακτινοβολούσε, μαζί μ’ ένα παράξενο –συχνά ερήμην του– χιούμορ. Εξωτερικά έμοιαζε ουδέτερος.
Δεν θυμάμαι ποτέ να μας ενεθάρρυνε, λέγοντάς μας κάποια μεγάλα λόγια όταν ήμαστε μαθητές στη Σχολή, αλλά ούτε και αργότερα, όταν παρακολουθούσε παραστάσεις μας. Όμως ποτέ δεν έλεγε μια κουβέντα που θα μα προκαλούσε πίκρα και απογοήτευση. Μας άφηνε να βρούμε το δρόμο μόνοι μας κι εκείνος κατηύθυνε πολύ διακριτικά την έμφυτη τάση τού καθενός μας.
Ήταν πράγματι πολύ φιλελεύθερος ως δάσκαλος. Ποτέ δεν επέβαλλε. Υπέβαλλε. Αν κάποιος από μας του έλεγε κάτι –κατά την τότε τρέχουσα αντίληψη– πολύ “τρελό”, απαντούσε με την περίφημη έκφρασή του: Άποψη. Άποψή σου. Τα πάντα μπορούν να γίνουν”.
Θυμάμαι ότι, ενώ ήταν άνθρωπος πλατιάς μόρφωσης, δεν τον ενδιέφερε η σχολαστική λογιοσύνη. Προσπαθούσε να ερεθίζει τη φαντασία μας, όχι τόσο με θεωρίες όσο με τη μελέτη του κάθε ρόλου. Συχνά μας ανέθετε να προεκτείνουμε το ρόλο είτε μετά το τέλος του έργου (εάν ο χαρακτήρας παρέμενε ζωντανός και δεν είχε σκοτωθεί), είτε πριν απ’ την έναρξη του έργου, πώς φανταζόμαστε δηλαδή την προϊστορία του. Δημιουργούσε επίσης για κάποια πρόσωπα του έργου κάποιες αντιδράσεις που δεν υπήρχαν στο κείμενο και μας καλούσε να αναδείξουμε το πώς θα αντ-αντιδρούσαν οι άλλοι ρόλοι στη νέα αυτή φανταστική κατάσταση. Αυτό βεβαίως ερέθιζε τη φαντασία μας.
Πολλές φορές μας έλεγε να προεκτείνουμε το τέλος ενός έργου ή και να το αλλάξουμε άρδην. Θυμάμαι, στις πτυχιακές εξετάσεις του τρίτου έτους παρουσιάσαμε στη σκηνή του Εθνικού έναα μάλλον αδύνατο αμερικάνικο έργο το οποίο προφανώς επέλεξε επειδή ταίριαζε με το δυναμικό της τάξης μας (οκτώ κορίτσια και τρία αγόρια). Το έργο λεγόταν Μαρία Μποναβεντούρε (δεν θυμάμαι το όνομα του συγγραφέα). Το είχε ανεβάσει τον προηγούμενο χειμώνα η Έλσα Βεργή με τον τίτλο Χωρίς οργή. Ο Μουζενίδης, επειδή το τέλος του έργου ήταν όντως αδύνατο, ζήτησε να γράψει ο καθένας από μας ένα δικό του φινάλε, το οποίο θα διαβάζαμε την ημέρα των εξετάσεων μετά την παράσταση του έργου. Πριν διαβάσαμε στην τάξη όλα τα “πονήματά” μας και ο ίδιος όρισε κατά την ημέρα των εξετάσεων να διαβαστεί τελευταίο το δικό μου.
Η ιδέα μου ήταν η εξής: Στην αρχή του έργου αναφερόταν ότι ένα ποτάμι που βρισκόταν κοντά στη μονή (σ’ αυτή τη μονή εκτυλισσόταν όλη η δράση) έτεινε να ξεχειλίσει και να πλημμυρίσει τις γύρω περιοχές. Το θέμα αυτό δεν ξανααναφερόταν στο έργο. Κατά το δικό μου φινάλε το ποτάμι έσπασε κάποια φράγματα και σε λίγο θα κάλυπτε ολόκληρη τη μονή πνίγοντας τους πάντες. Το σύντομο αυτό κείμενο ήταν κάτι ανάμεσα σε γκροτέσκ φάρσα και σε θέατρο του παραλόγου. Όταν το διάβασα από σκηνής, προσπαθώντας όσο μπορούσα να το παίξω, το κοινό γελούσε διαρκώς. Εγώ όμως, χάρη στην εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο Μουζενίδης, κέρδισα αυτοπεποίθηση. Ανάμεσα σε πολλά άλλα του χρωστάω κι αυτό.
Θα ήθελα και κάτι άλλο να αναφέρω, γιατί για ένα δάσκαλο πραγματικό το ενδιαφέρον για το μαθητή δεν σταματά με τη λήξη των ετών της Σχολής. Παρακολουθούσε πάρα πολλούς από μας και μας βοηθούσε με κάθε τρόπο. Θα θυμάμαι πάντα στη ζωή μου ότι οφείλω πρώτα σ’ αυτόν κι ύστερα στον μετέπειτα δάσκαλό μου, τον κορυφαίο θεατρολόγο Heinz Kindermann, μια σημαντική υποτροφία που μου δόθηκε μέσω του Πανεπιστημίου της Βιέννης.
Δεν μπορώ επίσης να ξεχάσω τον τρόπο που με αντιμετώπισε, όταν μπήκα ως επαγγελματίας σκηνοθέτης στο Εθνικό Θέατρο. Εγώ τότε, ως νεότερος, ήμουν λίγο μόδα, ο Μουζενίδης, ως πρεσβύτερος, δεν ήταν. Θυμάμαι τα πέντε-έξι χρόνια που δουλέψαμε παράλληλα στο Εθνικό την άψογη αντιμετώπισή του, όταν έγραφαν ιδιαίτερα θερμά για μένα οι κριτικοί κι όχι τόσο θερμά για εκείνον. Μου φερόταν ακόμη πιο εγκάρδια και με βοηθούσε να προχωρήσω. Θυμάμαι ότι συχνά μου έλεγε: “Να βοηθάς πάντα τους νέους. Αν δεν έχουν ταλέντο και προσωπικότητα, δε θα προχωρήσουν. Αν έχουν αυτά τα προσόντα, θα προχωρήσουν κι αξίζει να τους έχεις βοηθήσει. Υπάρχει μάλιστα και μια απειροελάχιστη πιθανότητα κάποτε να σ’ το ανταποδώσουν”.
______________________________
- Πρώτη δημοσίευση: Η Λέξη. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Αφιέρωμα: Το ελληνικό θέατρο. Τεύχος 199, Ιανουάριος-Μάρτιος 2009.
ΣΠΥΡΟΣ Α. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ
Latest posts by ΣΠΥΡΟΣ Α. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ (see all)
- Ο Τάκης Μουζενίδης (1911-1980) ως δάσκαλος - 8 Ιουνίου, 2021