Ζαν Κοκτώ: Για το θέατρο
- Jean Cocteau
ΠΑΙΔΙ ακόμα που έφευγε η μητέρα μου κι ο πατέρας μου για το θέατρο, κόλλησα την χρυσοκόκκινη αρρώστια. Αδύνατο να συνηθίσω. Κάθε αυλαία που σηκώνεται με φέρνει πίσω στην επίσημη εκείνη στιγμή που η αυλαία του “Σατλέ” υψώθηκε για το “Γύρο του κόσμου σε ογδόντα μέρες” κι η σκιά με το φως έγιναν ένα, με μόνο χώρισμα τη ράμπα. Αυτή η ράμπα φλόγιζε τη βάση του τοίχου από βαμμένο πανί. Και καθώς ο ανάλαφρος αυτός τοίχος δεν άγγιζε το σανίδι, μάντευες μια χαραμάδα όλο πηγαινέλα, καμίνι αληθινό.
Μ’ εξαίρεση αυτή τη χαραμάδα, μια τρύπα ρελιασμένη με χαλκό, ήταν το μόνο άνοιγμα που επέτρεπε την επικοινωνία των δυο κόσμων. Η μυρωδιά που θύμιζε τσίρκο ήταν ένα πράγμα. Το στενό θεωρείο με τις μικρές άβολες καρέκλες ήταν ένα άλλο. Και όπως στις κάμαρες του “Μένα Χάουζ” που τα παράθυρά του δίνουν στις Πυραμίδες, το μικρό θεωρείο σού έριχνε κατευθείαν στα μούτρα την ωκεάνεια βαβούρα του κόσμου, τη φωνή “μέντες, καραμέλες, μπομπόνια” της ταξιθέτριας, την πορφυρή σπηλιά και τον πολυέλαιο που ο Μπωντλαίρ αγαπούσε παραπάνω απ’ το θέαμα.
Ο καιρός περνά μα το θέατρο όπου εργάζομαι δεν χάνει το γόητρό του. Το σέβομαι. Με κάνει δειλό. Με γοητεύει. Από ένας, γίνομαι δυο. Το κατοικώ και συγχρόνως γίνομαι το παιδί που το δικαστήριο του ελέγχου –των εισιτηρίων– του επιτρέπει να μπει στον Άδη.
Όταν παιζόταν η “Ανθρώπινη φωνή” μου στην “Κομεντί Φρανσαίζ” και, αργότερα, το “Ρινάλδος και Αρμίδα”, απορούσα που οι συνάδελφοί μου θεωρούσαν αυτό το θέατρο σαν τα άλλα κι έδιναν έργα γραμμένα για οποιαδήποτε σκηνή. Η “Κομεντί Φρανσαίζ” έμενε στα μάτια μου το σπίτι από μάρμαρο και βελούδο, στοιχειωμένο απ’ τις μεγάλες σκιές της νεότητάς μου. Χτες ο Μαραί μου τηλεφώνησε απ’ το Παρίσι πως του προτείνουν να ξαναγυρίσει στην “Κομεντί”, αυτή τη φορά όμως με πρώτης τάξεως όρους. Μου ζητούσε συμβουλή, σίγουρα για να τον αποτρέψω. Έχω του κόσμου τους λόγους για να το κάνω. Δίσταζα όμως ν’ απαντήσω. Ο αφελής σεβασμός που αυτό το θέατρο γεννάει μέσα μου, ανέμισε στη μνήμη τον κόκκινο μανδύα του. Σαν αστραπή είδα τον Μουνέ-Συλλύ να διασχίζει την σκηνή με τη λιβρέα του νεαρού Ρουί Μπλας. Ήταν γέρος. Η γενειάδα του λευκή. Σχεδόν τυφλός, με το κεφάλι χωμένο στις ωμοπλάτες, κρατούσε ένα καντηλέρι. Και το περπάτημά του ήταν η Ισπανία. Είδα την Ντε Μαξ μ’ ένα χέρι φορτωμένο δαχτυλίδια να τινάζει τα μαύρα της μαλλιά και τα πέπλα που σχημάτιζαν την ουρά της τουαλέτας της. Είδα την κυρία Μπερτέ, γέρικο πουλί χωρίς λαιμό, να τραγουδάει την Ανδρομάχη. Είδα την κυρία Σεγκόν-Βεμπέρ, στο “Rodogune” να βγαίνει δηλητηριασμένη με τη γλώσσα έξω και το βήμα της χήνας.
Όλα αυτά δεν ήταν βέβαια πράγματα κατάλληλα να ενθαρρύνουν ένα νεαρό. Κι όμως αργούσα να του πω: “αρνήσου”. Όταν πια έκλεισε τ’ ακουστικό, οι μεγαλόπρεποι απόμαχοι ήταν ακόμα εν δράσει. Η λογική μού έλεγε.: “Αυτός ο ηθοποιός μόλις τέλειωσε το γύρισμα της ταινίας σου. Παίζει στο έργο σου. Θα παίξει και στο επόμενο. Όλοι τον ζητούν. Τον πληρώνουν όσα-όσα. Είναι ελεύθερος”. Η παραλογή μού έδειχνε το παιδί που ήμουν κάποτε να το οδηγούν κάθε Πέμπτη στο κάθισμά του, μια ταξιθέτρια με τριανταφυλλένιο φιόγκο και τον Μαραί στο χρυσό πλαίσιο να παίζει τον Νέρωνα, ρόλο που σ’ αυτόν είναι άφταστος.
Τέτοιος είμαι, βουλιαγμένος στα γητέματα. Έτοιμος να θαμπωθώ. Ανήκω στην παρούσα στιγμή. Μου νοθεύει την προοπτική. Μου στερεί την ποικιλία. Υποχωρώ σε όποιον ξέρει να με πείθει.
Φορτώνομαι δουλειές. Τις σέρνω και δεν είμαι ποτέ συνεπής. Γι’ αυτό η μοναξιά μού κάνει καλό. Ανασυντάσσει τον υδράργυρό μου.
Ο ήλιος που είχε φανεί σκεπάζεται απ’ την ομίχλη. Οι πολύχρωμες οικογένειες φεύγουν. Το ξενοδοχείο αδειάζει και μπορώ να κάνω τα μαθήματα των διακοπών μου. Ανάμεσα σε δυο σελίδες γράψιμο, αναζητώ τον τίτλο του θεατρικού μου έργου. Απ’ την ώρα που τέλειωσε, ο τίτλος κρύβεται. Κι ο τίτλος “Η Νεκρή Βασίλισσα” που θα του πήγαινε, μ’ ενοχλεί. Η βασίλισσά μου δεν έχει όνομα. Το ψευδώνυμο του Στανίσλαου Αζραήλ ταιριάζει, μα μου λένε πως θα γίνει Ισραήλ στις μνήμες. Ένας μόνο τίτλος ταιριάζει. Θα υπάρξει, άρα υπάρχει. Ο χρόνος μού τον στερεί. Πώς να τον ανακαλύψω πίσω από εκατό άλλους που τον σκεπάζουν; Πρέπει να αποφύγω τα “δ” και τα “οι”. Ν’ αποφύγω τις εικόνες. Ν’ αποφύγω την περιγραφικότητα και τη μη περιγραφικότητα. Ν’ αποφύγω την ακρίβεια και την ανακρίβεια. Ούτε χαλαρός ούτε στεγνός. Ούτε πολύ μεγάλος ούτε πολύ σύντομος. Να χτυπάει στο μάτι, στο αυτί, στη νοημοσύνη. Απλός στην ανάγνωση και στη μνήμη. Είχα αναγγείλει πολλούς. Χρειάστηκε να τους ξαναπώ δυο φορές και πάλι οι δημοσιογράφοι τους έγραψαν λάθος. Ο αληθινός μου τίτλος με ειρωνεύεται. Αγαπά την κρυψώνα του σα μικρό παιδί που το φωνάζεις και θαρρείς πως πνίγηκε στη λίμνη. [Ήταν “Ο Δικέφαλος Αητός”]
Το θέατρο είναι καμίνι. Όποιος δεν το ξέρει, λυώνει σιγά-σιγά ή καίγεται μεμιάς. Το θέατρο καταβρέχει τον ζήλο. Επιτίθεται με τη φωτιά και με το νερό.
Το κοινό είναι μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Φέρνει ναυτία. Την ονομάζουν τρακ. Άδικα λες: δεν είναι παρά ένα θέατρο, δεν είναι παρά το κοινό, τίποτα δεν ωφελεί. Υπόσχεσαι στον εαυτό σου να μην ξαναπιαστείς κορόιδο. Και επιστρέφεις. Είναι μια αίθουσα καζίνου. Παίζεις ό,τι έχεις και δεν έχεις. Το μαρτύριο είναι εξαίσιο. Αν δεν είσαι εντελώς αναίσθητος και βλάκας, το νιώθεις. Δεν γιατρεύεσαι με τίποτα.
Όταν κάνω πρόβα, γίνομαι θεατής. Διορθώνω άσχημα. Αγαπώ τους ηθοποιούς και με τυλίγουν. Δεν ακούω μόνο τον εαυτό μου. Την παραμονή της παράστασης οι αδυναμίες μου αναπηδούν ολοφάνερες. Είναι πολύ αργά. Ύστερα, θύμα μιας στενοχώριας σχεδόν “ναυτικής”, δρασκελίζω το καράβι, τ’ αμπάρια, τις καμπίνες, τους διαδρόμους. Δεν τολμώ να κοιτάξω την θάλασσα. Κι ακόμα λιγότερο να βουτηχτώ. Μου φαίνεται πως αν κατέβαινα στο ακροατήριο, το πλοίο θα βούλιαζε εξαιτίας μου.
Να ’μαι στα παρασκήνια με τσιτωμένο αυτί. Πίσω απ’ το σκηνικό, το δωμάτιο δεν είναι πια ζωγραφιστό, σχεδιάζεται. Μου δείχνει τα σχεδιαστικά του λάθη. Βγαίνω. Να πάω να ξαπλώσω στις πρωταγωνίστριές μου. Αυτό που αφήνουν όταν αλλάζουν ψυχή, σκάβει ένα μοιραίο κενό. Πνίγομαι. Σηκώνομαι. Τσιτώνω τ’ αυτί. Πού βρισκόμαστε; Κρυφακούω. Ξέρω όμως πολύ καλά πως η θάλασσα τούτη υπόκειται σε κανονισμούς. Τα κύματά της υψώνονται και ηρεμούν ανάλογα με τις δικές μου εντολές. Μια καινούργια αίθουσα αφήνει να τεντωθεί το ελατήριό της με τις ίδιες συνέπειες. Όμως μια μονάχα απ’ αυτές να παραταθεί κι ο ηθοποιός μπαίνει στην παγίδα. Πολύ στενόχωρα αρνιέται την βοήθεια που του προτείνει το γέλιο. Αυτό το γέλιο το σκληρό θα ’πρεπε να τον πληγώσει και να τον κολακεύσει. “Υποφέρω και προκαλώ το γέλιο”, λέει στον εαυτό του, “κερδίζω στα χαρτιά”. Πρόθυμα του τείνουν χείρα βοήθειας και πρόθυμα αυτός την πιάνει. Πάει ο συγγραφέας, ξεχάστηκε. Το καράβι ξεστρατίζει και μεταμορφώνεται σε ναυάγιο. Αν οι ηθοποιοί ακούσουν αυτές τις σειρήνες, το δράμα γίνεται μελόδραμα, η κλωστή που συνδέει τις σκηνές, πάει. Πάει κι ο ρυθμός.
Από μακριά δεν επιβλέπω καλά το πλήρωμά μου. Οι αστάθμητοι παράγοντες μου διαφεύγουν. Τι θα μπορούσα εγώ ν’ αλλάξω; Ιδού οι ερμηνευτές που ελέγχονται και τελειοποιούν το μηχάνημα. Ιδού αυτοί που ζουν πάνω στην σκηνή και προσπαθούν να νικήσουν τη μηχανή. Ο Ντιντερό μιλάει επιπόλαια.. Δεν είναι της δουλειάς.
Ξέρω συγγραφείς που επιβλέπουν τους ηθοποιούς και τους γράφουν σημειώματα. Πετυχαίνουν πειθαρχία. Παραλύουν. Κλειδώνουν την πόρτα που μπορεί ν’ ανοίξει μ’ ένα φύσημα του αέρα.
Δυο μεγάλες ράτσες αντιμετωπίζονται πάνω στα σανίδια. Εμποδίζουν τη μια να πλουτίσει τους κατευθείαν απογόνους της με κάποια ευρήματα, ξυπνούν την άλλη απ’ την ύπνωσή της. Προτιμώ να διακινδυνεύω τη χημεία. Αυτό που βγαίνει είναι κόκκινο ή μαύρο.
Τώρα που γράφω αυτά τα λόγια μού φαίνεται πως είμαι στο καμαρίνι του φίλου μου Μαρσέλ Αντρέ γιατί μ’ αρέσει να κουβεντιάζω μαζί του αυτά τα θέματα. Η Υβόν ντε Μπραι και ο Ζαν Μαραί είναι στην σκηνή. Οι φύσεις τους επικοινωνούν, ταιριάζουν. Αναρωτιέται κανείς χάρη σε ποιο μηχανισμό σέβονται έναν διάλογο που ζουν, ξεχνώντας πως απ’ την κάμαρά τους λείπει ο ένας τοίχος. Ο Μαρσέλ Αντρέ μιλάει. Τον ακούω. Ακούω και την σιωπή του κτηρίου. Εκείνος παραμονεύει τη φωνή που θα τον ρίξει στο παιχνίδι. Υπάρχουμε κατά το ήμισυ.
Στιγμές εξαίσιες που με κάνουν να υποφέρω και που δε θ’ άλλαζα με τίποτε.
Γιατί γράφετε θέατρο; με ρωτάει ο μυθιστοριογράφος. Γιατί κάνετε μυθιστορήματα; με ρωτάει ο θεατρικός συγγραφέας. Γιατί γυρίζετε ταινίες; με ρωτάει ο ποιητής. Γιατί σχεδιάζετε; με ρωτάει ο κριτικός. Γιατί γράφετε; με ρωτάει ο σχεδιαστής. Αλήθεια, γιατί; Αναρωτιέμαι. Σίγουρα για να μπορέσει ο σπόρος μου να πετάξει προς όλες τις κατευθύνσεις. Την πνοή που φωλιάζει μέσα μου, δεν την γνωρίζω καλά, μα δεν είναι γλυκιά. Δεν συγκινείται απ’ τους άρρωστους. Αγνοεί την κούραση. Επωφελείται απ’ τις ικανότητές μου. Θέλει να δώσει το μερίδιό της. Δεν πρέπει να λέμε εμπνοή, αλλά εκπνοή. Γιατί η πνοή αυτή έρχεται από μια ζώνη του ανθρώπου που σ’ αυτήν ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατέβει, έστω και με ξεναγό το Βιργίλιο, γιατί ο ίδιος ο Βιργίλιος δεν κατέβαινε σ’ αυτήν.
Τι δουλειά έχω εγώ με τη μεγαλοφυία; Το μόνο που ζητάει από μένα είναι να γίνω συνένοχός του. Αυτό που θέλει, είναι ένα πρόσχημα για να πετύχουν οι παλιανθρωπιές του.
Το κυριότερο, αν η δράση μας μοιράζεται, είναι να μην μπερδεύουμε τις προσπάθειές μας. Δεν παίρνω ποτέ απόφαση υπέρ ενός απ’ τα κλαδιά του χωρίς να κόψω τ’ άλλα και να μείνω ανάπηρος. Κλαδεύομαι. Και μάλιστα πολύ σπάνια σχεδιάζω στο περιθώριο ενός γραφτού. Γι’ αυτό έχω δημοσιεύσει άλμπουμ με σχέδια που αναφέρονται στα γραφτά μου, αλλά ποτέ μαζί μ’ αυτά. Αν τα δημοσίευα μαζί, σχεδιάζονταν πολύ αργότερα. Στο “Αναμνηστικό πορτραίτο” σχεδίασα επιτόπου. Τα άρθρα έβγαιναν στο “Φιγκαρό” κι αυτού του είδους τα άρθρα και τα σχέδια μπορεί να γίνουν απ’ το ίδιο μελάνι.
Ακόμα πιο δύσκολα θα μπορούσα να οδηγήσω με πολλά χαλινάρια το θέατρο και τον κινηματογράφο, γιατί το ένα γυρίζει την πλάτη του στον άλλον. Την εποχή που έκανα το μοντάζ της ταινίας μου “Η πεντάμορφη και το τέρας”, στο θέατρο “Ζυμνάζ” έκαναν πρόβες στο θεατρικό μου έργο “Οι τρομεροί γονείς”. Οι ηθοποιοί μου παραπονέθηκαν πως δεν τους πρόσεχα. Αν και είχε τελειώσει το γύρισμα, ήμουν σκλάβος μιας δουλειάς που η γλώσσα της είναι οπτική και δεν συγκεντρώνεται σ’ ένα κάδρο. Ομολογώ πως μου έκανε πολύ μεγάλο κόπο ν’ ακούω ένα κείμενο ασάλευτο και να του δίνω προσοχή. Όταν μια δουλειά τελειώνει, πρέπει να περιμένω πριν πιάσω μιαν άλλη. Η τελειωμένη δουλειά δεν μ’ εγκαταλείπει γρήγορα. Μετακομίζει αργά.
Αν ήμουν φρόνιμος θα ’πρεπε ν’ αλλάξω αέρα και δωμάτιο. Το καινούργιο υλικό μού έρχεται στον περίπατο. Ιδίως δεν πρέπει να το αντιλαμβάνομαι. Μόλις πάω να ανακατευθώ στο θέμα, δεν μου έρχεται πια. Μια ωραία μέρα, η δουλειά απαιτεί την βοήθειά μου. Εγκαταλείπομαι σ’ αυτήν χωρίς χαλινάρι. Οι παύσεις μου είναι οι δικές της. Η πένα μου ξεστρατίζει, αν αποκοιμηθεί αυτή. Μόλις ξυπνά, με σκουντάει. Ούτε διστάζει, αν κοιμάμαι. Σήκω, μου λέει, να υπαγορεύσω. Και δεν είναι εύκολο να την παρακολουθήσω. Η κουβέντα της δεν αποτελείται από λέξεις.
Διηγούμαι στο “Όπιο” μια ελευθερία που πήρα όταν έγραφα τα “Τρομερά παιδιά”. Κολακευμένος απ’ την ποιότητα της πένας μου, νόμισα πως ήμουν ελεύθερος να εφεύρω και κάτι από μονάχος μου. Όλα σταμάτησαν. Χρειάστηκε να περιμένω το κέφι της.
Η “Σατανική μηχανή” ακολούθησε άλλο σύστημα. Μ’ εγκατέλειπε για πολύ καιρό κάθε τόσο. Περίμενε ώσπου να πάψουν να μ’ απασχολούν άλλοι πυρετοί. Με ήθελε δικό της. Μόλις κάτι αποσπούσε την προσοχή μου, μου γύριζε την πλάτη. Η “Γραφομηχανή” ήταν καταστροφή. Ήδη, μόλις ένιωσα έτοιμος να την γράψω, μια άλλη φλέβα με κυρίευσε και μου υπαγόρευσε το “Τέλος του Ποτομάκ”. Θέλησα να την ξαναπιάσω. Δεν ακολουθούσα καλά την υπαγόρευση. Ύστερα απ’ την πρώτη πράξη, έκανα του κεφαλιού μου. Μόλις γράφτηκε το έργο, βάλθηκα να το ξαναγράψω. Τέλος, άκουσα συμβουλές ξένων και χάλασα το τέλος. Μακάρι αυτό το έργο να μου χρησιμεύει ως παράδειγμα! Δεν θα είμαι ποτέ κύριος του εαυτού μου. Είμαι φτιαγμένος να υπακούω. Κι αυτές τις γραμμές που χαράζω, πριν μια βδομάδα ακριβώς αγνοούσα πως θα τις χάραζα.
Απ’ όλα τα προβλήματα που μας μπερδεύουν, το πρόβλημα της μοίρας και της ελευθερίας της θελήσεως είναι το πιο σκοτεινό. Τι; Το πράγμα είναι γραμμένο εκ των προτέρων και μπορούμε να το γράψουμε, μπορούμε ν’ αλλάξουμε το τέλος του; Η αλήθεια είναι διαφορετική. Ο χρόνος δεν είναι. Είναι η υποταγή μας. Αυτό που πιστεύουμε πως θα εκτελέσουμε κατόπιν, εκτελείται μεμιάς. Ο χρόνος μας το ξετυλίγει. Το έργο μας είναι ήδη έτοιμο. Μας μένει όμως να το ανακαλύψουμε. Αυτή η παθητική συμμετοχή είναι που με καταπλήσσει. Και δίκαια. Αποφασίζω και δεν αποφασίζω. Υπακούω και διευθύνω. Μεγάλο μυστήριο. Η “Γραφομηχανή” δεν ήταν αρχικά κακό έργο. Η έμπνευση όμως μ’ εγκατέλειψε. Μ’ άφησε ελεύθερον. Μα δεν είμαι ποτέ ελεύθερος να σβήσω έναν λεκέ που έκανα. Μένει.
Μετάφραση: ΡΟΖΙΤΑ ΣΩΚΟΥ
_____________________________
Πρώτη δημοσίευση: Τετράδια Θεάτρου Έρευνας. Περιοδική έκδοση. Διευθυντής: Δημήτρης Ποταμίτης. Αριθμός τεύχους 1, Φθινόπωρο 1980
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024