Μάριος Πλωρίτης: Ο “μαυρορόδινος” αναρχικός | Τα αδιέξοδα και η “έξοδος” του Ζαν Ανούιγ
- Μάριος Πλωρίτης
“Το μη γαρ είναι κρείσσον ή το ζην κακώς” (Καλύτερα να μην υπάρχεις παρά να ζεις άθλια). Σοφοκλής, “Πηλεύς” (Στοβαίου, ΡΚΑ, 9)
ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ που στάθηκαν οι τύχες του Ζαν Ανούιγ! Όταν έκανε τις πρώτες σημαντικές θεατρικές δοκιμές του, ο γάλλος δραματουργός που πέθανε το περασμένο Σάββατο (3 Οκτωβρίου 1987), είχε χαρακτηρισθεί ως ένας απ’ τους πιο σπουδαίους σκαπανείς της μεσοπολεμικής σκηνικής “πρωτοπορίας”. Αλλά πολύ πριν πεθάνει είχε τοποθετηθεί συγκαταβατικά στο ράφι του “βουλεβάρτου ποιότητας”i…
Κι ακόμα: τότε που λογαριαζόταν “δύσκολος, ζοφερός πρωτοπόρος”, ήταν κοσμαγάπητος και παιζόταν σ’ όλες τις σκηνές της οικουμένης. Μα όταν θεωρήθηκε απλός “διασκεδαστής” του κοινού, έχασε και τους “δύσκολους” και τους “εύκολους” θεατές…
“Δεν είμαι πια της μόδας”, έλεγε με πικρή καρτερία, πριν από ενάμιση χρόνο στο ελβετικό ερημητήριό του.
Αλλά ήταν “μόδα” μονάχα η αλλοτινή παγκόσμια επιβολή του;
Σίγουρα, στα τελευταία εκείνα χρόνια του μεσοπολέμου –πριν μισόν ακριβώς αιώνα– τα έργα του Ανούιγ εντάσσονταν στην απαισιοδοξία και την αγωνία ενός κόσμου, που άκουγε ακόμα τον αντίλαλο απ’ τα κανόνια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ έβλεπε στον ορίζοντα τις πρώτες αστραπές του Δεύτερου.
Αλλά ο Ανούιγ –που μόλις είχε περάσει τα 25, τότε– δεν εντόπιζε τη θεματική του και την οργή του σε μια συγκεκριμένη κοινωνική και ιστορική συγκυρία. Για κείνον, η πραγματική κι αιώνια μάχη δίνεται ανάμεσα στο άτομο που θέλει να διατηρήσει την αγνότητα και την ελευθερία του, και στους οργανωμένους θεσμούς (οικογένεια, κράτος κ.λπ.) που κατασπαράζουν κι εκείνο κι αυτές… ανάμεσα στη γνησιότητα, την ευθύτητα, την αλήθεια που σφραγίζει το πρώτο, και στην ψευτιά, την υποκρισία, την καταπίεση που ψωμίζει και στηρίζει τους δεύτερους.
Και, φυσικά, ποιοι άλλοι είναι (και θέλουν και μπορούν να είναι) “άτομα άπεφθα” παρά οι άφθαρτοι νέοι… και ποιοι είναι (και δεν μπορεί παρά να είναι) “θεσμοί ανελεύθεροι” παρά οι χιλιοφθαρμένοι “ώριμοι”;
Μπορεί ο Ανούιγ να χωρίζει τα έργα του σε “ζοφερά” και “ρόδινα”, σε “λαμπερά” και “σαρδονικά” (“grinçants”), όμως η στάση των ηρώων του και οι καταστάσεις όπου εμπλέκονται, δεν διαφέρουν ουσιαστικά, μια και οι “μονομάχοι” είναι παντού οι ίδιοι. Άλλωστε, τα “μαύρα” και τα “πικρά” δράματά του χαρακώνονται κάθε τόσο από φαιδρές ανταύγειες, προπάντων όταν σαρκάζουν τη γελοιότητα και τη μωρία των “γέρων”… ενώ οι “ρόδινες” και “λαμπερές” κωμωδίες του σκιάζονται ολοένα από γκρίζους τόνους, καθώς οι νέοι του αντιμετωπίζουν, κι εδώ, μορμολύκεια και χειροπέδες.
Η ασφυξία των νεαρών προσώπων του μπρος στην ασκήμια και τη μικρότητα, τις ανανδρίες και τους συμβιβασμούς, τις ταπεινότητες και τις ταπεινώσεις, τη σκληρότητα και την αρπακτικότητα, τη “σωματεμπορία” και την “ψυχο-εμπορία” των “μεγάλων”, οδηγεί τους πρώτους σε εξανάσταση κατά της μίζερης “σύνεσης”, της κάλπικης “σοφίας”, της ωμής συμφεροντολογίας, της χυδαίας βίας των “θεσμοφυλάκων”.
Αλλά η εξανάστασή τους δεν φτάνει ποτέ σε επανάσταση –σε κοινό, ιδεολογικόν αγώνα–, μένει μια ατομική απελπισμένη κραυγή, ένας μοναχικός σπασμός απόγνωσης. Και η “μάχη των ηλικιών” και κατά των “ηλιθίων” τελειώνει σχεδόν πάντα με την ήττα των νέων. Οι ήρωές του “τα θέλουν όλα, αμέσως, δίχως παζάρια, ειδάλλως δε δέχονται τίποτα”, όπως λέει η Αντιγόνη του. Μη έχοντας άλλο όπλο παρά τη δύναμη και την αδυναμία της νιότης, το πάθος της και την ευπάθειά της, δεν προσπαθούν να καταλύσουν τον κάλπικο κόσμο των μεσήλικων. Ξέροντας πως είναι ανήμποροι να τον καταστρέψουν, προτιμούν ν’ αυτοκαταστραφούν. Καταφύγιό τους είναι η φυγή, η άρνηση, το “όχι” – όχι στο ψέμα, όχι στις συμβάσεις, όχι στις κάθε είδους εξουσίες… όχι ακόμα και στην “ευτυχία”… και τελικά όχι στη ζωή την ίδια, που δεν είναι παρά ένα άθροισμα από χυδαιότητες και απο-ανθρωπισμούς…
Ο πρώτος “εχθρός” είναι, βέβαια, η οικογένεια – το πρωτοκύτταρο όλων των θεσμών και των δεσμών, των φθορών και των διαφθορών της νιότης. Την κραυγή του Αντρέ Ζιντ “Οικογένειες, κλειστά σπιτικά, σας μισώ”ii, ο Ανούιγ την έκανε ένα απ’ τα θεμέλια της δραματουργίας του – όπου οι γεννήτορες φτάνουν στην εκμετάλλευση, ακόμα και στην “προαγωγή” των βλαστών τους.
Κι ακολουθούν τα άλλα δεσμωτήρια – οι εξουσίες, κρατικές και θρησκευτικές, οικονομικές και πνευματικές. Ο “απολιτικός” Ανούιγ –αυτός που “δεν ψήφισε ποτέ, δεν έβγαλε ποτέ ούτε καν εκλογικό βιβλιάριο”– τις μυκτηρίζει και τις καταφρονεί για τις φενάκες και τις αλυσίδες που χαλκεύουν όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό τους. Οι ρεαλιστές “δυνατοί” του Ανούιγ είναι πιο αξιοθρήνητοι απ’ τους ιδεαλιστές “αδύναμους”, μόνο που (και επειδή) εκείνοι δεν το ξέρουν ή, κι αν το ξέρουν, καμώνονται πως το αγνοούν, για να ξεγελιώνται με το παιχνίδι της κούφης “δύναμής” τουςiii.
Ακόμα κι η ευτυχία, όπως την πραγματώνουν οι πρακτικοί, είναι μια αυταπάτη και μια παγίδα, αφού εξαγοράζεται με τόσες αθλιότητες. “Τι είδους μικρότητες θα πρέπει να κάνεις, μέρα με τη μέρα, για ν’ αποσπάσεις με τα δόντια το μικρό κουρέλι της ευτυχίας που σου ανήκει; Σε ποιον θα πρέπει να πεις ψέματα, σε ποιον να χαμογελάσεις, σε ποιον να πουληθείς; Ποιον θα πρέπει ν’ αφήσεις να πεθάνει, κάνοντας πως δε βλέπεις;”, λέει η Αντιγόνη πάλι.
Αναπότρεπτη κατάληξη, για τους νεαρούς αντι-ήρωες είναι το “μίσος ζωής”, ο “έρως θανάτου”. Τον ίδιο καιρό που ο Αλμπέρ Καμύ ανέλυε τόσο έξοχα την αντιπαράθεση του μηδαμινού ανθρώπου με το “παράλογο, χωρίς νόημα σύμπαν”, και έθετε το “πρόβλημα της αυτοκτονίας” (“Ο Μύθος του Σισύφου”, 1942), ο Ανούιγ έβλεπε τη ζωή σαν ένα “γελοίο μελόδραμα”, έναν “οικτρό παλιάτσο”, που ευτελίζει και βρωμίζει ό,τι άξιο υπάρχει, όπως ο έρωτας και η νιότη. Έτσι, η μόνη “περήφανη λύση” είναι ο θάνατος.
“Οι άνθρωποι – λέει στην ‘Ευρυδίκη’, ο Κύριος Ανρί, προσωποποίηση του Θανάτου – πιστεύουν πως τις ρυτίδες πάνω στα πρόσωπα τις χαράζει ο τρόμος του θανάτου… Τι λάθος! Ο θάνατος δεν πονάει ποτέ, κανέναν… Είναι καλός, τρομερά καλός… Εκείνο που κάνει τους ανθρώπους να υποφέρουν (όταν ζυγώνουν το θάνατο) είναι η ζωή, τ’ απομεινάρια της ζωής… Πρέπει να εμπιστεύεσαι στο θάνατο όπως σ’ ένα φίλο με απαλό σταθερό χέρι… Ο θάνατος φοβάται τα δάκρυα και τους πόνους. Κάθε που μπορεί, κάθε που η ζωή του το επιτρέπει, τελειώνει όσο γίνεται πιο γρήγορα. Λύνει, χαλαρώνει, ελευθερώνει, ενώ η ζωή επιμένει, παλεύει, γραπώνεται σαν ζητιάνα, ακόμα κι όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί πια ν’ αντέξει άλλο, δεν μπορεί να σαλέψει, δεν είναι παρά ένας σωρός ματωμένες σάρκες. Μόνο ο θάνατος είναι αληθινός φίλος”.
Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, δεν ήταν “μόδα” που ο Ανούιγ, ύστερ’ απ’ τα πρώτα “σύγχρονα” έργα του (“Το Αγρίμι”, 1934, “Ένας φυλακισμένος”, 1935. “Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές”, 1936 κ.λπ.), στράφηκε στους αρχαίους τραγικούς μύθους, για ν’ αντιπαραθέσει τη ζωή, και το πάθος με το θάνατο, στην ακραία σύγκρουσή τους (“Ευρυδίκη”, 1941, “Αντιγόνη”, 1942, “Ορέστης”, 1945, “Μήδεια”, 1946).
Είναι ξεκούραστη η Τραγωδία –λέει ο Χορός στην “Αντιγόνη”– επειδή ξέρεις πως δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα –η απαίσια ελπίδα–, ξέρεις πως είσαι πιασμένος, πιασμένος επιτέλους σαν ποντικός, κι όλος ο ουρανός βαραίνει στη ράχη σου, και δεν σου μένει παρά να φωνάζεις, όχι ν’ αναστενάζεις, ούτε να θρηνολογάς, αλλά να ξεφωνίζεις μ’ όλη σου τη δύναμη αυτό που ’χεις να πεις, που δεν έχεις ποτέ σου πει και που δεν το ’ξερες ίσως μέχρι τότε. Και χωρίς κανένα όφελος: για να το πεις μόνο στον εαυτό σου, για να το μάθεις ο ίδιος…”.
Φυσικά, ο Ανούιγ παίρνοντας απ’ τους αρχαίους το μύθο, τον ντύνει όχι μόνο με σύγχρονα ρούχα, αλλά και με τη δική του αρνητική, αναρχική, κοσμοθεώρηση. Στο αρχαίο Δράμα, οι ήρωες μάχονται για να νικήσουν το άγνωστο, τη “μοίρα”, το θάνατο – τα πιο ευγενικά πρόσωπα του Ανούιγ παλεύουν για να παραδοθούν στον αφανισμό τους. Εκεί όπου, στους Έλληνες, κυριαρχούσε το Πάθος αλλά και ο Λόγος – στον Ανούιγ δεν υπάρχει παρά το παράλογο όχι μόνο της ζωής, αλλά και του ίδιου του αγώνα.
Αυτή η απόγνωση κι αυτός ο ιδανικός αυτοχειριασμός, στα έργα της πρώτης δραματουργικής δεκαετίας του Ανούιγ έχουν τον ήχο της γνησιότητας και τον οίστρο της ειλικρίνειας. Αργότερα, όμως, γίνονται λίγο-λίγο “μανιερισμός”, αυτοεπανάληψη, “ρητορεία”, και δίνουν στους αντι-ήρωές του μια πεισιθάνατη αυταρέσκεια, που γυρίζει ατέρμονα στο κενό.
Ωστόσο, τα νεανικά έργα του στάθηκαν ανυπόκριτες οιμωγές ενός ανθρώπου που, ανάμεσα στη φρίκη των δυο πολέμων, αναζητούσε το απόλυτο της ομορφιάς, της αλήθειας, του έρωτα. Γι’ αυτό και βρήκαν τόσην ανταπόκριση σ’ όλα τα πλάτη της Γης. Η αδυναμία τους ήταν πως η μοναδική λύση που πρότειναν ήταν “μη-λύση” του αυτοαφανισμού. Και, τελικά, αναπαράγοντας ξανά και ξανά αυτή τη “φυγή απ’ τη ζωή”, ο Ανούιγ είδε να φεύγει η ζωή απ’ το θέατρό του…
Το Βήμα, 11 Οκτωβρίου 1987
iΕίναι χαρακτηριστικό πως η γνωστή “Ιστορία του Θεάτρου” (“World Drama”) του Αλλαρντάϋς Νίκολλ, στην πρώτη έκδοσή της (1949), είχε υπότιτλο, “Από τον Αισχύλο ώς τον Ανούιγ”. Σε νεότερες εκδόσεις, το όνομα του γάλλου δραματουργού αντικαταστάθηκε από μιαν αόριστη αναφορά στους σύγχρονους καιρούς…
ii“Γήινες τροφές” (1897).
iiiΜια ακόμα ειρωνεία: όταν πρωτοπαίχτηκε η “Αντιγόνη” στο Παρίσι της Κατοχής (1944), θεωρήθηκε έργο “αντιστασιακό” κατά των γερμανών κατακτητών. Αλλά μετά την απελευθέρωση, ορισμένοι το στιγμάτισαν σαν απολογία της αυταρχικής εξουσίας, που την εκπροσωπεί στο έργο ο “λογικός” Κρέων απέναντι στην “παράλογη” Αντιγόνη…
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024