Ισαβέλλα Παπαζήση Ξενάγηση στον κόσμο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Ισαβέλλα Παπαζήση Ξενάγηση στον κόσμο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Μοιράσου το!

  • Ισαβέλλα Παπαζήση

ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 1976 πολλές χιλιάδες κόσμου πήγαν για πρώτη φορά, μετά τον θάνατο του ποιητή, στην πόλη Φουεντεβακέρος στη Γρανάδα της Ανδαλουσίας “του θρήνου” για να τιμήσουν για πρώτη φορά “δημοσία”, μετά τον θάνατο του Φράνκο, τον δημιουργό της “Μαριάνα Πινέδα”, του “Ματωμένου Γάμου”, της “Γέρμα”. Τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Στην ίδια αυτή μικρή πόλη που το 1898 γεννήθηκε. Κι η γέννηση κι ο θάνατος του Λόρκα είναι για τη σύγχρονη Ισπανία δυο καθοριστικές ημερομηνίες.

Στο τέλος του περασμένου αιώνα που γεννήθηκε ο Λόρκα, η αποικιοκρατική Ισπανία, κατεστραμμένη από τεσσάρων αιώνων πολέμους περιορίζεται στα σημερινά της σύνορα.

Πράγμα παράξενο όμως η πνευματική της εξέλιξη φτάνει σε τέτοιο ψηλό σημείο, που πολλοί το συγκρίνουν με τον “Χρυσό ισπανικό αιώνα” των γραμμάτων εκατοντάδες χρόνια πριν, τότε που η Ισπανία κυριαρχούσε πνευματικά με τον Θερβάντες, τον Λόπε ντε Βέγκα, τον Κόγκορα, τον Καλδερόν. Κι οι συγγραφείς της γενιάς τού τέλους του αιώνα, η γενιά του ’98 όπως την λένε, δημιουργούν, έστω κι αν η Ισπανία είναι κυριαρχημένη από την ήττα της.

Κι οι νέοι συγγραφείς, όπως ο Ουναμούνο, ο Χιμένεθ, ο Μπαρόχα θα δημιουργήσουν μια νέα λογοτεχνία καθαρά ισπανική, με καινούργια επαναστατική στάση απέναντι στη ζωή και στην Τέχνη. Στάση που επηρεάζει θετικά τη νέα γενιά του ’29. Γενιά που συνεχίζει την παράδοση, με κυρίαρχο στοιχείο τώρα τον υπερρεαλισμό. Ανθίζει ο κόσμος των ονείρων, αλλά μαζί κι η διαμαρτυρία για την κοινωνική στασιμότητα της εποχής.

Αυτήν την εποχή έζησε και δημιούργησε ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Την παιδική και εφηβική ζωή του την πέρασε στην Ανδαλουσία. Κι ήταν Ανδαλουσιανός ώς το κόκκαλο. Το ’βλεπες στα μάτια του, στο κέφι του, στο σκούρο του χρώμα, στην τρυφερότητά του, στον τρόπο που έπαιζε πιάνο ή κιθάρα, στον τρόπο που απάγγελλε ή ζωγράφιζε. Ήταν η Ανδαλουσία.

Η γοητεία του”, όπως είπε κάποιος φίλος του “ήταν μαγική. Όλο ευγένεια. Μια πηγή χαράς”.

Ο πατέρας του ήταν πλούσιος κτηματίας κι έτσι ο Λόρκα δεν χρειάστηκε να παίξει… κιθάρα, όπως τόσοι νέοι έκαναν τότε. Στο πατρικό του σπίτι στο Φουεντεβακέρος, τα κατσικάκια βέλαζαν, τα γουρουνάκια γρύλιζαν, ενώ στο κελάρι οι πιπεριές, τα καλαμπόκια, το χοιρομέρι, όλα άφθονα έδειχναν την οικογενειακή άνεση.

Απ’ το μπαλκόνι του δωματίου του, το παιδάκι έβλεπε τα αλώνια και τους εργάτες να δουλεύουν και αγαπούσε τις Κυριακές.

“Τα μελαχρινά κορίτσια περπατούν καμαρωτά, φορώντας τα καλά τους και τα αγόρια τα ακολουθούν με μάτια λάγνα”.

Σπούδασε φιλολογία και νομικά στη Γρανάδα και τη Μαδρίτη και το 1916 τυπώνει τα πρώτα του ποιήματα. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύει μια λογοτεχνική εργασία για τα εκατόχρονα του Θορίγια και ταξιδεύει σ’ όλη την Ισπανία.

Το 1919 στη Μαδρίτη συνδέεται με στενή φιλία με τον Νταλί, τον Χιμένεθ και τον Μπουνιουέλ. Και το 1920 ανεβάζει το πρώτο του θεατρικό έργο.

Συνολικά, μέχρι το τέλος της ζωής του, έγραψε εκτός από τα ποιήματα και δεκατρία θεατρικά έργα.

Στην πρώτη του μεγάλη ποιητική συλλογή Libro de poemas (Βιβλίο με Ποιήματα) αφιερωμένη στον αδερφό του, ο Λόρκα παρουσιάζει μια ρομαντική διάθεση, αλλά είναι ολοφάνερη η αγάπη του στις δημοτικές πηγές και ρίζες.

Το 1920 με τα Canciones (τραγούδια) φαίνονται τα γνήσια δημοτικά στοιχεία.

Η Ανδαλουσία κυριαρχεί στο έργο του και φαίνεται καθαρά κι ο ατραυμάτιστος χαρωπός παιδικός του κόσμος.

Τον Ιούνιο του ’27 ανεβαίνει η “Μαριάνα Πινέδα”. Στις δοκιμές του έργου πηγαίνει μαζί με τον Νταλί. Την επόμενη της πρεμιέρας γίνεται στη Βαρκελώνη μια έκθεση ζωγραφικής με 24 σχέδια του Λόρκα.

Ένα απ’ αυτά έδειχνε τον Νταλί μπροστά σ’ έναν πίνακά του.

Ποίηση, ζωγραφική, θέατρο, μουσική. Όλα τα αγαπάει ο Λόρκα.

Το 1928 ιδρύει το περιοδικό Gallo (Πετεινός) στη Γρανάδα.

Κι η ζωή του κυλάει σαν σίφουνας. Με αφάνταστο κέφι. Τον ίδιο εκείνο χρόνο γνωρίζει, και γίνονται στενοί φίλοι, και τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας. Ταυρομάχο καταπληκτικό και σπουδαίο λόγιο.

Παλεύουν η λεοπάρδαλη και το περιστέρι
το απόγευμα η ώρα πέντε.
Και στο πόδι χωμένο ένα κέρατο
τ’ απόγευμα η ώρα πέντε.
Αρχίζουν να χτυπούν τα σήμαντρα
τ’ απόγευμα η ώρα πέντε.

……………

Ουράνιο τόξο
η αγωνία στα δωμάτια
το απόγευμα η ώρα πέντε.
Και να που φτάνει από πέρα η πληγή
το απόγευμα η ώρα πέντε.
Σάλπισμα κρίνου στα πράσινα λιβάδια
το απόγευμα η ώρα πέντε.
Καίγαν οι λαβωματιές σαν ήλιοι
το απόγευμα η ώρα πέντε.

Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας

Εν τω μεταξύ το “Romancero Gitano” το 1928 ενθουσιάζει κοινό και κριτικούς.

Τώρα όμως ο ποιητής αρχίζει κι αισθάνεται ανησυχία και γράφει σ’ ένα φίλο του: “Σε κάθε τι υπάρχει μια αίσθηση θανάτου. Ο Θάνατος είναι παντού και είναι κυρίαρχος. Όλη μέρα εργάζομαι και γράφω κι ύστερα ορμάω… Τι καταπληκτική είναι η Ανδαλουσία. Κάθε μέρα και καινούργιες εκπλήξεις. Αλλά δεν είμαι ευτυχισμένος…”

Το 1929 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Αμερική, αλλά νοσταλγεί τη γη του, τα τραγούδια της, τους φίλους του. Έμεινε κάμποσο καιρό εκεί προσπαθώντας να μάθει αγγλικά, σπουδάζοντας και προσπαθώντας να καταλάβει σε τι χρησιμεύουν οι ουρανοξύστες. Βρίσκει επίσης εκνευριστική την τζαζ… Και καταλαβαίνει ότι πίσω απ’ όλο αυτόν τον πολιτισμό κρύβεται αφάνταστη μοναξιά. Φόβος και αγριάδα.

Και το παιδί της Ανδαλουσίας θρηνεί για τον χαμένο άνθρωπο στα “Ποιήματα της Νέας Υόρκης”. Ξανασυναντάει εκεί τον Σάντσεθ Μεχίας και στον εκεί Ισπανικό Σύλλογο διαβάζει στίχους από το “Poema de Cante Jondo”, το πρωτόγονο ανδαλουσιανό τραγούδι με τις βαθιές ρίζες και την έκφραση της αγαπημένης του γης.

Και σ’ αυτό, όπως και σ’ όλα τα άλλα έργα του, κυριαρχεί η Ισπανία της Μεσογείου, τα τραγούδια του γαλάζιου ουρανού, του δυνατού ήλιου που καίει, του περβολιού με τα πορτοκάλια, της γυμνής φύσης, της ομορφιάς και του πάθους.

Κι ο άνθρωπος με τις αισθήσεις τεντωμένες, στέκεται όρθιος μπροστά σ’ αυτή την ποίηση. Μια ποίηση που ξεκίνησε από βαθιές λαϊκές ρίζες, από λαϊκή ποίηση, λαϊκή μουσική. Μια ποίηση που καταφέρνει τις πιο πολλές φορές να ενώσει θαυμαστά τον λαϊκό λυρισμό και τον ποιητικό υπερρεαλισμό. Αυτό πιθανόν είναι και το μυστικό της μαγείας του Λόρκα.

Μιας μαγείας, που ο ίδιος κυριαρχεί, πρωτότυπος και αθώος, και σε τέτοιο σημείο αγνός, γιατί η πηγή του είναι ο ίδιος ο κόσμος του. Ο λαός του, ο ισπανικός. Κι ο ποιητής, ο Ισπανός γράφει και σκέπτεται γι’ αυτόν τον λαό, που τον ξέρει, και τον καταλαβαίνει, όπως καταλαβαίνει τη γη, τον ήλιο, το νερό. Και τον θάνατο.

Όλα αυτά δεν φαίνονται μόνο στα ποιήματά του. Μα και στα έργα του, που ένα από τα κύρια θέματα είναι και η στερημένη ζωή της Ισπανίδας γυναίκας, ο ματωμένος γάμος, η σκληρή ζωή.

Κάθε δημιουργία, πρακτικά, είναι απελπισμένη και μάταιη κι ο ισπανικός λαός υποφέρει και προσπαθεί, χωρίς να το κατορθώνει ν’ αλλάξει τίποτα. Λες κι η μοίρα του, έστω κι αν έχει τις χάρες της, παραμένει τραγική. Σαν την ποίηση του Λόρκα.

Μετά ταξιδεύει στην Κούβα και την αγαπάει. Αγαπάει τον ήλιο, τη θάλασσα που του θυμίζει την Ισπανία, τους ανθρώπους που μοιάζουν με τους δικούς του και το 1931 επιστρέφει στη γη του γεμάτος κέφι για ζωή.

Τον επόμενο χρόνο ιδρύει και διευθύνει μαζί με τον Ουγκάρτε το Πανεπιστημιακό Θέατρο “La Barraca”.

Σκοπός τους ήταν να ξαναβρεθεί η ψυχή της Ισπανίας και να ξανάρθουν στο φως οι παλιές αξίες.

Λάβαιναν μέρος βασικά φοιτητές και περιόδευαν στα χωριά και στις πόλεις παρουσιάζοντας Λόπε ντε Βέγκα, Θερβάντες, Τίρσο κι όλους τους παλιούς μεγάλους Ισπανούς. Κι αυτό αποτελούσε συνέχεια της μεταρρύθμισης που στο τέλος του περασμένου αιώνα άρχισαν οι μεγάλοι άντρες της γενιάς του ’38, που είχαν ονειρευτεί μια Ισπανία σύγχρονη και αποκαταστημένη μετά την ήττα στον σύγχρονο κόσμο.

Το 1933 ανεβαίνει στη Μαδρίτη ο “Ματωμένος Γάμος” και το θέατρο είναι γεμάτο. Ο Ουναμούνο, ο Μπεναβέντε, όλοι οι σύγχρονοι ποιητές, παρόντες. Κι ο Σάντσεθ Μεχίας εκεί, που σ’ αυτόν πρωτοδιάβασε ο Λόρκα το έργο, δήλωσε πως είναι “καινούργιος σταθμός στην Τέχνη”.

Μετά, φεύγει για τη Λατινική Αμερική και την ανακαλύπτει. Ανακαλύπτει έναν τόπο που μιλούσαν ισπανικά χωρίς την ισπανική κουλτούρα. Γνωρίζεται με τον Νερούδα και γίνοναι φίλοι στενοί. Στο ΠΕΝ Κλαμπ της Αργεντινής κάνουν μια ομιλία μαζί για τον Ρουμπέν Δαρίο, που τον αποκαλούν κι οι δυο δάσκαλό τους.

Στις αρχές του επομένου χρόνου επιστρέφει πάλι στην Ισπανία. Χαρούμενος και μαγεμένος από την ποίηση του Νερούδα. Εκεί μαθαίνει, κι ενώ είναι στο Σαντιάγο, ανάμεσα σε δυο παραστάσεις, τον θάνατο του φίλου, του αγαπημένου Σάντσεθ Μεχίας, που πέθανε χτυπημένος από ταύρο στην αρένα του Μανθανάρες στις 11 Αυγούστου.

Κι όταν γυρίζει πίσω στη Μαδρίτη θα γράψει ένα ποίημα γι’ αυτόν, που θεωρείται ίσως το καλύτερό του.

Χρησιμοποιεί εδώ το “Duende” μοίρα, πεπρωμένο, φάντασμα, που παρουσιάζεται σ’ όλα τα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας, έστω κι αν στα ποιήματα έχει τον χαρακτήρα του μοιραίου.

Στο ποίημα αυτό η ταυρομαχία είναι μια ιεροτελεστία που εκεί κάπου παραμονεύει ο θάνατος. Και το θέμα… της θυσίας των ταύρων είναι καλυμμένο… σ’ ένα μισόφωτο. Στο πρώτο μέρος μας δίνει την επιθανάτια αγωνία του Σάντσεθ Μεχία. Κι ο στίχος “A las cinco de la tarde” που διαρκώς επαναλαμβάνεται, (στις πέντε το απόγευμα) μας δίνει τον χρόνο του θανάτου, που είναι και το σημάδι της μοίρας. Έναν πραγματικό θάνατο στην Ισπανία. Αυτό μας δείχνει ο ποιητής. Θάνατο σε μια χώρα που ο νεκρός είναι ζωντανός όσο σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Ο χρόνος τελειώνει με την εκπληκτική επιτυχία της “Γέρμα”.

Το 1935, κι ενώ η ζωή του ποιητή κυλάει ευτυχισμένα, και σαν ανεμοστρόβιλος, η Ισπανία όλη βρίσκεται σε αναβρασμό.

Διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, ταραχές. Ο Λόρκα διατρέχει την Ισπανία δίνοντας διαλέξεις, διαβάζοντας έργα του, απαγγέλλοντας ποιήματά του και λαμβάνοντας μέρος σε πολλές εκδηλώσεις. Μια από αυτές είναι και για τους πολιτικούς κρατούμενους. Κι η “Barraca” παίζει στο Σαντάντερ στο Πανεπιστήμιο.

Και τι σχέδια έχει στο μυαλό του! Ένα απ’ αυτά είναι να πάει και στο Μεξικό. Όπως είπε αργότερα, ο άλλος μεγάλος Ισπανός, ο Κασόνα, “γιατί να μην είχε φύγει για το Μεξικό”…

Τον επόμενο χρόνο ο πολιτικός αναβρασμός είναι άνευ προηγουμένου. Τον Φεβρουάριο οι Ισπανοί συγγραφείς υπογράφουν ένα μανιφέστο για την Ειρήνη. Μεταξύ τους ο Λόρκα κι ο Κασόνα.

Κι ενώ τον Μάιο τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα και πιο τεταμένα, ο Λόρκα δουλεύει πυρετικά. Αλλά πυρετός έχει καταλάβει κι όλη την Ισπανία. Τον Ιούλιο διαβάζουν στο σπίτι του το “Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα”. Ήταν εκεί διάφοροι φίλοι, μεταξύ των οποίων και ο Κασόνα. Όταν τελείωσε η ανάγνωση, για κάμποση ώρα από τη συγκίνηση δεν κούνησε κανείς. Ήταν ένα ακόμα μεγάλο έργο.

Τον Ιούλιο τα πράγματα χειροτερεύουν. Όλοι προσπαθούν να πείσουν τον Λόρκα, έστω κι αν δεν θέλει να πάει στο εξωτερικό, να μείνει τουλάχιστον στη Μαδρίτη. Εκεί θα είναι πιο ασφαλισμένος.

Ο Λόρκα όμως αγωνιά γιατί βλέπει τον σίφουνα να πλησιάζει. Και βλέποντας ένα απόγευμα στη Μαδρίτη με φίλους τον απέραντο ορίζοντα και τους κάμπους λέει: “Όλοι αυτοί οι κάμποι σε λίγο θα γεμίσουν πτώματα και νεκρούς”.

Η μοίρα της Ισπανίας. Που γι’ αυτήν ο Ουναμούνο, λίγο πριν πεθάνει, είχε πει, στο Παρίσι:

“Η Ισπανία μου αγωνιά… κι ίσως πεθάνει στου σπαθιού τον σταυρό, μες στο αίμα. Θα λυτρωθεί άραγε;”

Στις 17 Ιουλίου του 1936 εκδηλώνεται η εξέγερση του Φράνκο στις Καναρίους και στο Μαρόκο. Κι αρχίζει ο εμφύλιος πόλεμος. Και τότε, όταν κάποιος δημοσιογράφος τον ρωτάει τι σκέφτεται για τον θάνατο και την μετέπετα ζωή, απαντάει:

“Δεν πολυασχολήθηκα με τη γέννησή μου, κι έτσι δεν βλέπω γιατί να ασχοληθώ με τον θάνατό μου. Ούτε ο ποιητής ούτε άλλος κανείς κατέχει το κλειδί του Κόσμου. Κι όταν είμαι καλός και με τα ζώα και με τους ανθρώπους, πιστεύω πως αν υπάρχει κάτι καλό… μετά θάνατο, θα το βρω. Αλλά ο πόνος του ανθρώπου και η αδικία που συνεχίζεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο μού απαγορεύουν σαν άνθρωπο που σκέφτεται να μεταφέρω το σπίτι μου στ’ άστρα”.

Και με το τελευταίο του βιβλίο “Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα” η ποίησή του φτάνει σε απίθανα ύψη. Κι όλες οι λέξεις αποκτούν εκπληκτικές προεκτάσεις, ενώ η Μπερνάρντα Άλμπα που κυριαρχεί στο έργο, μας θυμίζει αρχαία τραγωδία. Με το “Divan del Tamarit”, ο ποιητής επιστρέφει στις ρίζες του μετά την υπερρεαλιστική του περίοδο.

Φεύγει τελικά για τη Γρανάδα παρ’ όλες τις αντιρρήσεις των φίλων του, την ίδια μέρα που ξεσηκώνονται εκεί οι οπαδοί του Φράνκο. Στις 18 Ιουλίου.

Στις 18 Αυγούστου συλλαμβάνεται ο Λόρκα και την επομένη το πρωί εκτελείται, πάνω στον λόφο με τις ελιές. Μια αυγή φορτισμένη με θάνατο. Κι ενώ η φωνή του ποιητή νικάει τον χρόνο:

“Το αίμα μου πάνω
στον κάμπο,
ας είναι τριανταφυλλί
να γλυκαίνει το χώμα…”

Κλείνει ο κύκλος της σύντομης ζωής του. Μιας γεμάτης πάθος ζωής, που σε κάθε βήμα παρακολουθούμε την εξέλιξη του καλλιτέχνη, του ποιητή, του ανθρώπου του ευαίσθητου, να ακολουθεί τον δρόμο της ιστορίας και να πληγώνεται από τα μηνύματά της. Γιατί είναι μηνύματα λαβωμένα.

Πάρα πολλά πράγματα γράφτηκαν για τον άδικο θάνατό του. Το γεγονός πάντως είναι, όπως φαίνεται από τα γράμματά του, τα έργα του, τις αναμνήσεις φίλων του, πως ο Λόρκα μέχρι το 1933, τουλάχιστον, ήταν τελείως απολιτικοποιημένος. Μόνο γιατί ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος αισθάνθηκε την μπόρα και την καταιγίδα που ερχόταν. Ποτέ δεν ήταν στρατευμένος, όπως το εννοούμε σήμερα. Ήταν στενός φίλος και με τον Νταλί και με τον Νερούδα. Με τον Μπουνιουέλ και με τον ντε Φάλια.

Από την αγάπη του για τους τσιγγάνους της Ανδαλουσίας μέχρι την αγάπη του για τους καταπιεσμένους μετανάστες και τους φουκαράδες τους νέγρους στη Νέα Υόρκη, διακρίνουμε τον άνθρωπο που η ευαισθησία του τον έκανε να ξεπεράσει ορισμένες καταβολές.

Θρεμμένος με την ισπανική λαϊκή παράδοση, με στοιχεία αραβικά, στοιχεία τσιγγάνικα, γεννάει το Cante Jondo και μια μελαγχολική, μια θλιμμένη μοναξιά κυκλοφορεί στην ποίησή του. Μια ποίηση που το κέντρο της ήταν η λαϊκή ψυχή. Κι η λαϊκή αλήθεια. Αλήθεια ριζωμένη στον μυθικό κόσμο του λαού της Ανδαλουσίας. Κι ο μύθος Λόρκα δέχεται την αγάπη των ανθρώπων, όπως ο Λόρκα ο ζωντανός, τόση αγάπη και τρυφερότητα ενέπνεε μέχρι τη μέρα που η σύντομη ζωή του τελείωσε στη Γρανάδα.

Το “Ρέκβιεμ για τον Λόρκα” του Νταλί μοιάζει να είναι η απάντηση σ’ αυτούς που θέλουν τον Λόρκα στρατευμένο.

“…Προσπάθησαν και προσπαθούν να μεταβάλουν τον Λόρκα σε πολιτικό ήρωα. Εγώ όμως, ο καλύτερος φίλος του, βεβαιώνω μπροστά στον Θεό και στην ιστορία, πως ο Λόρκα, αγνός ποιητής και αγνός άνθρωπος, ήταν το πιο αποστολικό πλάσμα που γνώρισα στη ζωή μου. Υπήρξε το εξιλαστήριο θύμα, ζητημάτων προσωπικών και τοπικών και πάνω απ’ όλα το αθώο θύμα της σύγχυσης του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου…”

______________________________

  • Περ. Επίκαιρα, τεύχος 611, 7 Απριλίου 1980

Μοιράσου το!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version