Οστρόφσκι, ο πατέρας του ρωσικού θεάτρου

Οστρόφσκι, ο πατέρας του ρωσικού θεάτρου

Μοιράσου το!

  • Τάκης Μουζενίδης

ΜΕΣΑ στην καρδιά της Μόσχας, αντίκρυ από το “Μεγάλο Θέατρο” (Μπολσόι) και πλάι στο “Μικρό Θέατρο” (Μάλυ), θρονιασμένος πάνω σε μια μετάλλινη πολυθρόνα ένας στοχαστής με ευγενικό παρουσιαστικό, λες και παρακολουθεί προσεκτικά την πολύβουη ζωή της πρωτεύουσας και ιδιαίτερα τις χιλιάδες των θεατών που κάθε βράδυ μπαινοβγαίνουν στα δυο ιστορικά θέατρα.

 

Είναι το επιβλητικό άγαλμα που οι συμπατριώτες του έστησαν για να τιμήσουν την μνήμη του Αλέξανδρου Νικολάγιεβιτς Οστρόφσκι (1823 – 1886), πατέρα του ρωσικού θεάτρου. Διαλεξαν αυτή την πλατεία, γιατί ο δραματικός συγγραφέας ήταν συνδεδεμένος στενά με το “Θέατρο Μάλι”, που τα εγκαίνιά του έγιναν ένα χρόνο μετά τη γέννησή του και όπου ο νεαρός Οστρόφσκι παρακολουθούσε τακτικά παραστάσεις, ώς την ημέρα που είδε να παίζεται δικό του έργο, (Μην ανακατεύεσαι στις δουλειές των άλλων, 1853) και που τέλος μετά τον θάνατό του πήρε τ’ όνομά του. Στο θέατρο αυτό παίχθηκαν τα περισσότερα από τα δράματά του και σήμερα δεν υπάρχει σκηνή στη Σοβιετική Ρωσία, που να μην έχει το ρεπερτόριό της ένα ή και περισσότερα σκηνικά του δημιουργήματα. Αλλά και στην Γερμανία, την Γαλλία και την Αγγλία άρχισαν από το τέλος του 19ου αιώνα να παίζονται τακτικά έργα του Οστρόφσκι.

Μουσουργοί, όπως ο Τσαϊκόφσκυ, ο Ρίμσκι Κορσακόφ και ο Αρένσκι εμπνεύσθηκαν από τα δράματά του και τα χρησιμοποίησαν σαν λιμπρέτα για ισάριθμα μελοδραματικά έργα. Ποιητές σαν τον Μαγιακόφσκι και τον Πέροφ δέχθηκαν την ευεργετική του επίδραση. Και το “Θέατρο Μάλι” με την φωτεινή ακτινοβολία των έργων του ονομάσθηκε “Δεύτερο Πανεπιστήμιο της Μόσχας”.

Κάτω από τον τυραννικό ζυγό του Νικολάου του Α΄, το Ρωσικό Θέατρο υπέφερε, όχι μόνον γιατί η λογοκρισία ήταν πολύ αυστηρή και οι απαγορεύσεις παρουσίασης έργων, φαινόμενο συνηθισμένο, αλλά και γιατί το γενικό κλίμα ήταν αντιπνευματικό και μισαλλόδοξο.

Οι ευγενείς και οι έμποροι είχαν επιβάλει δικούς τους ανελέητους νόμους, που δεν άφηναν ν’ ακουστεί η φωνή της συνείδησης των προοδευτικών συγγραφέων της εποχής. Ο ίδιος ο Οστρόφσκι υποχρεώθηκε σε μια δεύτερη έκδοση του έργου του “Μια οικογενειακή υπόθεση” (1859), να του δώσει άλλη μορφή, προσθέτοντας στο τέλος του έργου έναν αστυνόμο που, σαν από μηχανής θεός, πιάνει τον πρωταγωνιστή του δράματος, για να τον στείλει στη Σιβηρία.

Ο Αλέξανδρος ο Β΄ φέρνει νέο δροσερό άνεμο σαν προανάκρουσμα ελευθερίας. Η δουλοπαροικία καταργείται (1861), τα δικαστήρια συγχρονίζονται και δίνονται μερικές ελευθερίες στα Πανεπιστήμια και στον Τύπο.

Η μεταρρύθμιση όμως ήταν μόνον επιφανειακή. Και η μισαλλοδοξία εξακολουθούσε να βασιλεύει, φθάνοντας ώς την απαγόρευση της παρουσίασης της κωμωδίας του Σαίξπηρ “Το ημέρωμα της Στρίγγλας” που είχε μεταφράσει ο Οστρόφσκι. Μέσα σε τέτοιο ασφυκτικό περίγυρο είχαν ωστόσο καταφέρει να επιβληθούν στην πεζογραφία ο Τουργκένιεφ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι και ο Οστρόφσκι στο θέατρο. Ήταν η εποχή του ρεαλισμού που με το να παρουσιάζει την αβάσταχτη ζωή, έτσι όπως ήταν, πρόσφερνε ανεκτίμητη υπηρεσία για το ξύπνημα των συνειδήσεων. Είχαν βέβαια προηγηθεί ο Γκόγκολ, δώδεκα χρόνια μεγαλύτερός του και ο αισθητικός σχολιαστής Μπελίνσκι, που είχαν επιβάλει τον κριτικό ρεαλισμό, ο πρώτος με την σάτιρά του και ο δεύτερος με την θεωρητική του καθοδήγηση.

Ο Οστρόφσκι δυο χρόνια μικρότερος από τον Ντοστογιέφσκι, πέντε χρόνια νεώτερος από τον Τουργκιένιεφ, και άλλα τόσα μεγαλύτερος από τον Τολστόι, μπορεί να μην ήταν στο ίδιο επίπεδο με τους αξεπέραστους συνομηλίκους του, αλλά παρουσίασε πλευρές της ζωής, που εκείνοι δεν άγγισαν και έβαλε τα γερά θεμέλια του ρωσικού θεάτρου.

Ο Τουργκιένιεφ και ο Τολστόι ήσαν ευγενείς από καταγωγή και έγραψαν για την μοίρα του ρωσικού αρχοντολογιού ή για τους χωρικούς που ζούσαν μέσα στα κτήματα των ευγενών. Ο Ντοστογιέφσκι πάλι, έφτασε με το νυστέρι του ώς τα σπλάχνα των παρατημένων στην μοίρα τους παραστρατημενων παιδιών των ευγενών. Ενώ ο Οστρόφσκι μας έδωσε πιστές εικόνες της αρπαχτικής διάθεσης των πλουσίων εμπόρων, που τόσο καλά τη γνώρισε στο προάστιο της πρωτεύουσας, στο Ζαμοσκβορέτσιε, όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια του και στο Εμποροδικείο, όπου εργάσθηκε έξι χρόνια.

Τον κόσμο αυτό με την παθολογική τσιγγουνιά, το αγύριστο κεφάλι, την υποκρισία, την δεισιδαιμονία, την πλήρη αγραμματοσύνη και που δεν είχε ούτε τον ιδεαλισμό των μορφωμένων γειτόνων του της πόλης, αλλά ούτε και την χάρη των χωρικών από όπου προέρχονταν, τον αναπαράστησε με τις πιο λεπτές αποχρώσεις στα 48 πρωτότυπα έργα που έγραψε μόνος του και στα έξι που έγραψε σε συνεργασία με άλλους. Δεν περιορίσθηκε όμως στην ηθογραφική μόνον ανασύνθεση των στοιχείων αυτών. Ποιητής του λαού με τραγική φλέβα και σατιρική διάθεση, προβαίνει σε κοινωνική κριτική χωρίς όμως καμιά πρόθεση πολιτικολογίας. Αυτό φαίνεται και στα πολυάριθμα άρθρα, στις μελέτες και στις “σημειώσεις” του, που είναι αφιερωμένα στο θέατρο και τα προβλήματά του και που είναι συγκεντρωμένα στην τελευταία έκδοση των απάντων του. Δεν παρουσιάζεται ούτε σαν επαναστάτης στοχαστής, αλλά ούτε και σαν εχθρός της κυρίαρχης τάξης. Τα ιδανικά του είναι η εντιμότητα, η καλοσύνη, η γενναιοψυχία, γι’ αυτό και μαστιγώνει, όταν μπορεί, την δουλοπαροικία και την αντίστοιχη κοινωνική της ηθική, αποζητώντας μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις και δικαιοσύνη.

Η Κατερίνα του στην “Μπόρα” ρίχνεται στον Βόλγα, μα η απεγνωσμένη πράξη της ηχεί σαν διαμαρτυρία. Συνδυασμός θρησκευτικής συνείδησης και ελευθερίας ο ακέραιος χαρακτήρας της, δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το ψέμα και την διπλοπροσωπία, γι’ αυτό και οδηγιέται στο αδιέξοδο. Τα πληθωρικά της αισθήματα και η ανθρωπιά της δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τις μικρότητες και τις βαρβαρότητες του περίγυρού της.

Η Λαρίσα στο “Χωρίς προίκα” προτιμά να προτάξει το στήθος της στο πιστόλι του Καραντίσεβ, παρά να δεχθεί να πουλήσει το κορμί της.

Ο τραγουδιστής και ο κωμικός, οι δυο ηθοποιοί-ήρωες του “Δάσους”, αφήνουν στο τέλος του έργου το σκοταδερό πυκνό σύδεντρο της απελπισίας και της άγνοιας, για να πάρουν το μονοπάτι που οδηγεί στην ελευθερία.

Ο ρεαλισμός του Οστρόφσκι με την θαρραλέα κριτική του και τη λαϊκή του προέλευση, αμφισβητήθηκε από τους αντιδραστικούς σχολιαστές σαν τον Α. Γκριγκόριεφ. Ο ίδιος όμως ο Οστρόφσκι εξηγώντας τις αισθητικές του αρχές έγραψε: “Ο λαός χρειάζεται δυνατό, συγκλονιστικό δράμα, και κωμωδία που να προκαλεί αβίαστα το πλατύ γέλιο. Και ακόμα θερμά και ειλικρινή συναισθήματα και ζωντανούς χαρακτήρες”.

Στην διαγραφή αυτών των ολοζώντανων χαρακτήρων στάθηκε πραγματικά αριστοτέχνης. Φωτίζοντας τα κατάβαθα της ψυχής των ηρώων του, που ήσαν παρμένοι από τη ρωσική πραγματικότητα, επιτελούσε παράλληλα με την αισθητική και την κοινωνικο-εκπολιτιστική του αποστολή. Όπως ο ίδιος έγραψε “ήθελε με την ηθογραφία να φωτίσει το λαό”, να του αποκαλύψει δηλαδή όλη την έκταση του βασίλειου του ζόφου που μέσα του ζούσε. Γι’ αυτό και δεν περιορίσθηκε στην εμπειρία του από τις μεγαλουπόλεις. Ταξίδεψε και γνώρισε από κοντά την απέραντη χώρα του. Έτσι στα 1856 πήρε μέρος σε μια φιλολογικο-εθνογραφική αποστολή που οργάνωσε το υπουργείο Ναυτικών. Είχαν κοντά στ’ άλλα και την εντολή να διερευνήσουν τις πηγές του Βόλγα. Τότε είναι που επισκέφθηκε και έζησε στο Τορζκ, το Οστάκοφ και το Τβιέρ.

Σ’ ένα του άρθρο με τον τίτλο “Ταξίδι στον Βόλγα από τις εκβολές του ώς το Νίζνι-Νόβγκοροντ” ο Οστρόφσκι περιγράφει με την αξεπέραστη παρατηρητικότητά του τον τρόπο ζωής και εργασίας στις περιοχές αυτές, ανατρέχοντας και στην ιστορία τους. Το πλούσιο υλικό που μάζεψε στα ταξίδια του αυτά, το βρίσκουμε σκορπισμένο στα έργα του με την ίδια στοργή και άνεση.

Στην “Μπόρα” ιδιαίτερα είναι φανερό πόσο βαθιά είχε μπει ο ποιητής μας μέσα στο ιδιόμορφο αυτό κλίμα. Ο πίνακάς του δεν είναι μια απλή ακουαρέλα με ηθογραφικά στοιχεία, αλλά μια τραγωδία ζωγραφισμένη με λάδι που συγκλονίζει με τις εκρήξεις της. Με γλώσσα ολοζώντανη και λυρική, (ο Γκόρκι τον ονόμασε “μάγο της γλώσσας”), δίνει την αίσθηση της γαλήνης και της ησυχίας που βασίλευε γύρω από το Βόλγα, ενώ σύγκαιρα οι ψυχές αναταράζονται από φλογερά πάθη. Και η εντύπωση δεν είναι μεγαλόπρεπη, αλλά απλή σαν τραγούδι. Σαν το γιομάτο συναισθηματισμό απλό ρωσικό τραγούδι, που για να το πλησιάσουμε, πρέπει κι εμείς να ’μαστε βαθείς και απλοί.

_____________________________________

  • Το κείμενο αντλήθηκε από το πρόγραμμα της παράστασης “Η μπόρα” (1966). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Μετάφραση: Αθηνά Σαραντίδη, σκηνοθεσία: Τάκης Μουζενίδης, σκηνογραφίες: Κλ. Κλώνης, ενδυμασίες: Αντ. Φωκάς. Μουσική επιμέλεια: Έλλη Νικολαϊδου, βοηθός σκηνοθέτη: Στέλιος Παπαδάκης. Ηθοποιοί: Θεόδωρος Μορίδης, Νίκος Τζόγιας, Χριστίνα Καλογερίκου, Θάνος Κωτσόπουλος, Βάσω Μανωλίδου, Αλέκα Κατσέλη. Λυκούργος Καλλέργης, Δημήτρης Μαλαβέτας, Κώστας Κοκκάκης, Άννα Ραυτοπούλου, Ζέττα Κονδύλη, Αθανασία Μουστάκα, Γιάννης Μαυρογένης, Κώστας Σκαρλής, Νίκος Βόκας, Μαρία Σκούντζου, Τζένη Μιχαηλίδου, Ελένη Μαρίνου.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version