Erwin Piscator: Από την τέχνη στην πολιτική | Ο στόχος σε βάρος της αισθητικής
- ΕΡΒΙΝ ΠΙΣΚΑΤΟΡ
Η χρονολογική μου καταγραφή αρχίζει στις 4 Αυγούστου του 1914. Από κει και πέρα το βαρόμετρο υψώθηκε:
13 εκατομμύρια νεκροί,
11 εκατομμύρια ανάπηροι,
50 εκατομμύρια στρατιώτες που πορεύονταν,
6 εκατομμύρια σφαίρες,
50 δισεκατομμύρια κυβικά αέρια.
Τι νόημα έχει πια η προσωπική εξέλιξη; Κανένας δεν εξελίσσεται πια προσωπικά. Κάτι άλλο καθορίζει την εξέλιξή του. Μπροστά στον εικοσάχρονο ορθώνονταν ο πόλεμος. Πεπρωμένο. Και καθιστούσε κάθε άλλο δάσκαλο περιττό.
Μέρες καλοκαιριού του 1914 στο Μόναχο. Εργαζόμουν εθελοντικά στο Χοφ Τεάτερ, και στο Πανεπιστήμιο παρακολουθούσα μαθήματα Ιστορίας Τέχνης, Φιλοσοφίας και Γερμανικής Φιλολογίας.
Στο Χοφ Τεάτερ παίζεται κυρίως κλασικό δράμα· μετά Βίλντενμπρουχ, Αντσενγκρούμπερ κ.ά. Σαν κυριότερη επιδρομή στο μοντέρνο θέατρο θεωρείται κιόλας ο Ίψεν, ο “Αγριόγατος” του Ροζένωβ κ.ά. Στα “Κάμμερσπίλε” κυριαρχούν ο Χάουπτμαν, ο Στρίντμπεργκ και ο Βέντεκιντ. Δίπλα τους, ο Όσκαρ Ουάιλντ, οι Γάλλοι και το σύγχρονο κοινωνικό δράμα, κυρίως σαν επιχείρηση.
Αυτό όμως πλησίαζε έρποντας –πόσο κενοί οι δρόμοι που άνοιγαν μπροστά στο μέλλον– που όλοι το διαισθανόμασταν, μα κανένας δεν είχε το θάρρος να τ’ αναγνωρίσει. Ο κόσμος μεθούσε μ’ εθνική έξαρση, που αργότερα θεωρήθηκε πολύ καθωσπρέπει κι εκφυλίστηκε –μέσα σε μια ιστορική αδιαλλαξία– σε ψύχωση.
Κανένας δεν μπορεί να μου προσάψει την κατηγορία πως δεν είμαι καλός Γερμανός. Η οικογένειά μου είναι μια παλιά οικογένεια παστόρων, ανατράφηκα μ’ εθνικά ιδανικά, ξέρω όμως πως ο πατέρας μου –που και σήμερα ακόμα κατέχεται από αυστηρώς εθνικά φρονήματα– έτρεμε στη σκέψη πως θα μπορούσαν να κατατάξουν και μένα στο στρατό, κι ήταν όλος χαρά όταν στην πρώτη εξέταση απαλλάχτηκα προσωρινά, λόγω αδυναμίας έξεως.
Εθνικόφρων!; Τα μάτια μου έλαμπαν, όπως όλων των άλλων νέων, όταν στα γενέθλια του Κάιζερ παρακολουθούσα την παρέλαση με χορούς από ταμπούρλα και φανφάρες στο στο Σπίγκελλούστμπεργκ (Μάρμπουργκ αν ντερ Λαν). Το σχολειό δε με ικανοποιούσε. Η στεγνότητα των παιδαγωγών της εποχής, η μικροαστική διαπαιδαγώγηση, συντελέσανε ν’ ακολουθήσω δική μου πορεία σκέψης, έξω απ’ τα υποχρεωτικά μαθήματα. Ξέκοψα μαζί με δυο άλλους φίλους μου.· εκείνοι ζωγράφιζαν, εγώ έγραφα ποιήματα.
Οι γονείς μου κατάγονταν από την ύπαιθρο. Εκεί γεννήθηκα. Πέντε χρόνια ανάμεσα σε χωριάτες. Το Μάρμπουργκ –με τις είκοσι χιλιάδες κατοίκους του και τους φοιτητές του, που με τα λεφτά των πατεράδων τους και τα φανταχτερά πηλήκιά τους πίστευαν πως ήταν όντα ενός ανώτερου κόσμου– το έβλεπα κιόλα σαν μεγαλούπολη. Εμείς ζούσαμε στα στενοσόκκακα της παλιάς πόλης, ανάμεσα σ’ αστούς, σε τεχνίτες και σ’ εργάτες.
Φοίτησα πρώτα στο δημοτικό κι όχι στο προκαταρκτικό, που είχε ιδρυθεί τότε και υπάγονταν απευθείας στα Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Αυτή ήταν η ρητή επιθυμία του πατέρα μου, που κατάγονταν από μια απλή, χωριατο-πατριαρχική οικογένεια. Αρχή της ήταν η αληθινή χριαστιανική ηθική, όσο βέβαια ήταν δυνατό αυτό κάτω από τέτοιες συνθήκες. (Δε γνώρισα ανθρώπους πιο απλούς, που να δείχνουν τέτοια επιείκεια στα λάθη των άλλων, κατανόηση, καλοσύνη, ανοχή, και τέλεια αδιαφορία για τα εγκόσμια, την πολιτική, τη φιλοδοξία για μεγάλα αξιώματα κ.λπ., από τους παππούδες μου και τον αδερφό του πατέρα μου).
Δε σκοπεύω να γράψω εδώ το χρονικό της οικογένειάς μου. Για να υπογραμμίσω όμως, πως μπορεί να είναι κανένας κομμουνιστής δίχως να έχει απαραιτήτως κι εβραίικη καταγωγή, θα προστέσω:
“Ο κόσμος της Δευτέρας”, Βερολίνο. (Απόκομμα από το φύλλο της 1 Μαρτίου 1927). Έρβιν Πισκάτορ. Μας γράφετε: “Διαδίδεται από μια μερίδα του τύπου ότι στην πραγματικότητα ονομάζομαι Σάμουελ Φίσερ και πως είμαι Εβραίος μετανάστης από την Ανατολή. Δυστυχώς, δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Δε θ’ απαντούσα, άλλωστε, σε αυτές τις συκοφαντίες αν οι αντίπαλοί μου δεν τις χρησιμοποιούσαν σαν επιχείρημα ενάντια στη δουλειά μου. Ίσως όμως οι κύριοι αυτοί, που τόσο ενδιαφέρονται για την προσωπική μου καταγωγή, μου κάνουν την τιμη να μ’ επισκεφθούν για να μπορέσω να τους δείξω, βασιζόμενος πάνω σε δικές μου παλιές Βίβλους, πως αυτές είχαν μεταφραστεί εξαρχής από τον προπάτορά μου, τον Ιωάννη Πισκάτορ, καθηγητή της Θεολογίας, πρώτα στο Στρασβούργο και μετά στο Χέρμπορν (ακόμα και στο Νασσάου), και πως σκοπός της μετάφρασής τους ήταν η διόρθωση του λουθηριανού πρότυπου. Η έκδοση κυκλοφόρησε το 1600 και προκάλεσε τότε, μαζί με άλλα 200 έργα του ίδιου συγγραφέα, εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Έστω κι ακόμα διαφέρω κάπως από κείνον τον Ιωάννη Πισκάτορ, πιστεύω πάντως πως μερικές σταγόνες αυτού του σοβαρού, δίχως χιούμορ προτεσταντισμού, έμειναν στο αίμα μου, που πήρε ακόμα και μια φλέβα ουγενοττική. Ιερέας πάντως, όπως πολύ θα το ήθελε ο πατέρας μου, δε σκόπευα να γίνω. Ένα άλλο βήμα μου φαίνονταν πολύ πιο σπουδαίο. Βέβαια, δεν πρόφταινα να εκδηλώσω την επιθυμία μου να δουλέψω για το θέατρο, κι αμέσως αντιμετώπιζα παντού την πιο κατηγορηματική άρνηση. Άκουγα όλα εκείνα που κι εγώ λέω σήμερα στους ηθοποιούς: παρατήστε το καλύτερα αυτό το επάγγελμα, είναι τυχάρπαστο και δύσκολο, ως και τα ταλέντα δύσκολα καταφέρνουν να επιβληθούν· ζήλεια και φθόνος παραφυλάνε. Και σήμερα ακόμα σα ν’ ακούω τον παππού μου να λέει, ακουμπώντας πλατιά τη φωνή του πάνω στο η: “Ηθοποιός θέλεις να γίνεις;” Σα να έλεγε, γύφτος, αλήτης, κάτι τέτοιο.
Στην προσπάθειά μου να βρω κάποια διέξοδο από τούτον τον αστικισμό, ν’ αποτινάξω αυτό το μικροαστικό πνεύμα, με βοήθησαν ο Νίτσε, ο περιφρονητής των αστών, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο εστέτ και σνομπ, κι όλοι εκείνοι που ειρωνεύονταν, μάχονταν ή ερμήνευαν αυτή την αρρωστημένη κοινωνία των τελευταίων πενήντα χρόνων.
Από τη βιβλιοθήκη μου: Χάινριχ Μαν, “Ο Θάνατος στη Βενετία” του Τόμας Μαν, Τολστόι, Ζολά, Βέρφελ, Ρίλκε, Ρεμπώ, Στέφαν Γκεόργκε, Χάιμ, Βερλαίν, Μαίτερλιγκ, Χόφμανσταλ, Μπρεντάνο, Κλάουμπουντ, Στρίντμπεργκ, Βέντεκιντ, η “Ψυχολογία” του Μεσσέρ Βουντ, Βίντελμπαντ, Φέχνερ, Σοπενάουερ κ.ά. Ανάμεσά τους βρίσκονταν, ο Όττο Ερνστ, ο Κόναν Ντόυλ, ο Α.ντε Νορά.
Παντού κυριαρχούσε τότε, εκείνη η τυπική διάθεση απελπισίας, παγκόσμιου πόνου κι αυταπάρνησης, που έμοιαζε να την είχαμε κληρονομήσει από το “Fin de siècle”, ένα “Laissez faire laissez aller”, που δημιουργούσε μια τόσο παράξενη αντίθεση με την πυρετώδη πολιτική και οικονομική δραστηριότητα. Εγώ, ωστόσο, δεν είχα την παραμικρή ιδέα απ’ τις οποιεσδήποτε σχέσεις: τους σοσιαλιστές τους έβλεπα σαν ανθρώπους με μεφιστοφελικά γένεια και με τα γνωστά φουσκωτά, κόκκινα πηλήκια. Επειδή δε γνωρίζαμε σε ποιους και σε τι θα έπρεπε να εναντιωθούμε, δε μας έμενε άλλο από το να κολυμπήσουμε κι εμείς μέσα σε τούτο το πλατύ πηχτό ρεύμα.
Τώρα: το μεγάλο γερμανικό ούρρα, ο ενθουσιασμός του πολέμου. Όλοι γύρω μου εθελοντές· εγώ όχι. Από συναίσθημα, όχι από πεποίθηση, ουδέτερος. Οι μάζες περιδιάβαιναν στους δρόμους του Μόναχου, τραγουδούσανε, μεθούσανε και βγάζανε λόγους. Σ’ έναν από αυτούς – στεκόμασταν όλοι με το καπέλο στο χέρι, ενώ γύρω έσκουζαν, άγνωστο για ποσοστή φορά, το τραγούδι της Γερμανίας (κι ας νιώθαμε να μας περιλούζει κρύος ιδρώτας, επειδή ακριβώς δε μας έλειπε το θάρρος)– ακούω ξαφνικά δίπλα μου μερικούς γνήσιους Μοναχιώτες να λένε: “Για κοιτάτε, τούτος δε βγάζει το καπέλο του, είναι σπιούνος”. Απαιτούν απ’ τον άνθρωπο, να βγάλει το καπέλο του. Αυτός όμως αντί να συμμορφωθεί, κάνει το κορόιδο και το βάζει στα πόδια (κουταμάρα του). Τότε, όλοι τρέχουν το κατόπι του μουγκρίζοντας: “Ένας σπιούνος, ένας σπιούνος”. Τον προφταίνουν και τον πλακώνουν στο ξύλο. Ο ενθουσιασμός της μάζας δεν έχει όρια. Στο μεταξύ οι στρατιώτες, ανθοστολισμένοι, πηγαίνουν στο Σταθμό. Μια τρελή παραζάλη, αποκρουστική, που δε με συνέπαιρνε. Απόδειξη, το ποίημα που γεννήθηκε κείνες τις πρώτες μέρες του Αυγούστου:
ΘΥΜΗΣΟΥ ΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ
Μάννα, κλάψε τώρα μιας και πρέπει
Τι μικρό σαν ήταν το παιδί σου
Τους στρατιώτες έκανε παιχνίδι
Που ’χαν τ’ όπλο τους γιομάτο
Μα πεθάναν όλοι: μπαμ και κάτω!
Μα σαν το παιδί μεγάλωσε
Στρατιώτης έγινε κι αυτό
Τράβηξε για το μέτωπο.
Μάννα, κλάψε τώρα μιας και πρέπει
Σαν διαβάζεις “πέθανε σαν ήρωας”
Και τους στρατιώτες του θυμήσου
Που τ’ όπλο τους είχαν γιομάτο
Μα πεθάναν όλοι: μπαμ και κάτω!
Ακόμα πιο ακατανόητο φαινότανε σε μένα, τον εικοσάχρονο, πως μια ολάκερη γενιά, που συζητούσε αδιάκοπα για πνευματική ελευθερία και εξέλιξη της προσωπικότητάς της, παρασύρθηκε ξάφνου, δίχως την παραμική αντίσταση, απ’ αυτό το μαζικό ίλιγγο, και πως ολόκληρη η πνευματική αφρόκρεμα της Ευρώπης, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, ξεσηκώθηκε σύσσωμη να υπερασπιστεί “τα όσια και τα ιερά της”, πιο πολύ με την πέννα παρά με το ντουφέκι, που τόσον καιρό τ’ αντιμετώπιζε με πολύ σκεπτικισμό. Έχοντας στο ταγάρι το Νίτσε και τον Γκαίτε τους, ξεσπάθωσαν ενάντια στους εχθρούς: τον Τολστόι, το Ντοστογιέφσκι και τον Πούσκιν, το Ζολά, τον Μπαλζάκ και τον Ανατόλ Φρανς, το Σώου και τον Σαίξπηρ. Τούτη η γενιά επισφράγισε, μ’ αυτή της την πράξη, την πνευματική της χρεοκοπία. Οτιδήποτε κι αν σκέφτηκε κι οτιδήποτε κι αν έπραξε, στις 4 Αυγούστου αποδείχτηκε πως δεν είχε σκεφτεί και δεν είχε κάνει τίποτα.
Από μας τους νέους έλειπαν οι καθοδηγητές για να μας συγκρατήσουν, δεν είχαμε κανέναν που να μας κάνει ν’ αγκιστρωθούμε από τον ανθρώπινο λόγο του. Με είχε κυριέψει, και σίγουρα πολλούς άλλους μαζί με μένα, μια απέραντη απογοήτευση. Μας έλειπε η εμπειρία. Παρόλα αυτά το 1912 και το 1913 και, παράδοξα, ολωσδιόλου άμεσα, τον Απρίλη του 1914, είχα συχνά την προαίσθηση του πολέμου, που την είχα εκφράσει κιόλα με στίχους:
ΠΟΛΕΜΟΣ (Από ένα ποίημά μου)
Τον αισθάνομαι!
…………………………….
Πόλεμος;
Ποιος μίλησε για πόλεμο;ο8
Γέννημα της σκέψης, απ’ τη φωλιά διωγμένο
Μετράει σκισμένα μάτια,
Λαρύγγια μισανοιγμέν’ από φόβο,
Προκοίλια πετσοκομμένα, πνιγμένα στο αίμα,
Σε πόνο συσσωρευμένο από εκατό χρόνια,
Σε δισεκατομμύρια στερημένες γυναικείες νύχτες! Πόλεμος;
Φωνάξτε: Πόλεμος στον πόλεμο!
Μια τέτοια όμως μεμονωμένη κι ατομική επανάσταση, κόντρα στον πόλεμο, την έβρισκα παράλογη, γι’ αυτό κι όταν έλαβα τη διαταγή να καταταχτώ στο στρατό, την ακολούθησα σαν φωνή της μοίρας. Μήτε που το σκέφτηκα ν’ αρνηθώ τη στρατιωτική υπηρεσία. Η παρόλα του Κάιζερ: “Δε γνωρίζω πια κόμματα”, και η πιστή υποτσγή των σοσιαλδημοκρατών ολοκλήρωσε τη σύγχυση.
Η Κοινή Γνώμη δεν πληροφορήθηκε, βέβαια, πως στην κρίσιμη συνεδρίαση του κοινοβουλευτικού ομίλου των Σοσιαλδημοκρατών, στις 3 Αυγούστου, ο Λέντεμπουρ, ο Λενς και ο Λίμπκνεχτ, πρότειναν σχέδιο απόφασης για την άρση των πολεμικών πιστώσεων, πως 300 εργάτες στο Νoϊκαίλν οργάνωσαν διαδήλωση ενάντια στον πόλεμο και φυλακίσθηκαν, και τέλος πως η Ρόζα Λούξενμπουργκ όταν πληροφορήθηκε πως το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ενέκρινε τις πολεμικές πιστώσεις, ξέσπασε απελπισμένη σε λυγμούς.
Το Γενάρη του 1915 μ’ είχαν προστάξει να σέρνομαι πάνω στο πεδίο ασκήσεων της Γκέρα. Φορούσα τότε διπλή τσόχα, μπλε και κόκκινη, ο γιακάς μου έπεφτε δέκα πόντους κάτω απ’ το λαιμό μου, το πανταλόνι μού ’φτανε ώς τον αστράγαλο, τα άρβυλα είχαν το ’να 42 νούμερο, το άλλο 39, το πηλήκιό μου δίχως κεραμίδι, μόλις και καθότανε στο κεφάλι μου, (μονάχα σαν μού το ’χωσε ο υπαξιωματικός ώς τ’ αυτιά κατάλαβα πως θα ’ντεχε και στο πλύσιμο). Έτσι λοιπόν μας ακόνιζαν που “να βράσει το νερό στον κώλο των μασκαράδων”. Η μεγάλη εποχή προετοιμάζονταν. Αυτοί που την κυβερνούσαν ήταν οι μικροί άνθρωποι. Σ’ αυτούς στρέφονταν πρώτα:
Πώς αυτοί οι άνθρωποι, οι οικοδόμοι, οι χασάπηδες κ’ οι όμοιοί τους, σαν όργανα τώρα του μιλιταρισμού, υπαξιωματικοί και δεκανείς, τολμούσαν ν’ αγγίζουν τις ψυχές και να περηφανεύονται γι’ αυτό, τις ψυχές που σε κάθε βρωμερή επαφή κρυβόντουσαν σα σαλιγκάρια στο καβούκι τους, γνωρίζοντας γιατί το σώμα ήταν παρδαλό σαν μασκαράτα της Καθαρής Δευτέρας, ίσως γιατί μέσα σ’ αυτό θα πεθαίνανε. Θα πεθαίνανε… τ’ ακούτε; ναι, σεις, σεις οι κύριοι υπαξιωματικοί, τσομπάνηδες με στολή στρατιώτη. Όχι, όχι και πάλι όχι! Σεις τα χωριατόπαιδα λογαριάζετε, ανάλογα με την κοπριά, και τη σπορά, ενώ ο ουρανός έχει γίνει γαλανός κι ο ήλιος ένα στέμμα – γιατί δεν μπορούμε να κρατήσουμε ανάποδα τον υποκόπανο και να τον συντρίψουμε στο ταυρίσιο κεφάλι ενός απ’ αυτούς που ντροπιάζουν το πνεύμα της ψυχής μας; Ω, το σύστημα είναι καλό και τα βασανιστήρια λειτουργούν μ’ ευαισθησία: ο ζυγός ακουμπά τεντωμένος πάνω στο σβέρκο όλων αυτών που δεν έχουν παρά να συνειδητοποιήσουν πως στο σύνολό του αποτελούν το κράτος, που δίχως αυτούς θα ’ταν ένα κορμί χωρίς άκρα, ή κάτι στρογγυλό και λίο σαν μια μπάλλα μπιλιάρδου! Τούτη τη μέρα αναμένουμε, κύριοι υπαξιωματικοί!
(Από το Ημερολόγιό μου, Φλεβάρης 1915)
Εξορμούσαμε στην περιοχή του Υπρ. Οι Γερμσνοί ζούσαν ακριβώς την εποχή της γνωστής ανοιξιάτικης επίθεσης του 1915. Για πρώτη φορά είχαν χρησιμοποιηθεί τ’ αέρια. Η δυσωδία από τα πτώματα των Άγγλων και των Γερμανών υψώνονταν στο γκρίζο κι άχαρο ουρανό της Φλάνδρας. Οι λόχοι είχαν απώλειες που έπρεπε να τις συμπληρώσουμε.
Προτού μας κατατάξουν στην πρώτη γραμμή, μας τραβολογούσαν μπρος και πίσω. Έτσι, πάλι, στη διάρκεια μιας μετατόπισής μας προς τα μπρος, έσκασαν οι πρώτες οβίδες και πήραμε τη διαταγή να σκορπίσουμε και ν’ ανοίξουμε χαρακώματα. Βρίσκομαι ξαπλωμένος κατάχαμα, η καρδιά μου χτυπάει, κι αγωνίζομαι, καθώς και οι άλλοι, να φτυαρίσω όσο γίνεται πιο γρήγορα το χώμα. Οι άλλοι τα καταφέρνουν, εγώ τίποτα. Ο υπαξιωματικός έρχεται έρποντας και βλαστημώντας:
– “Στο διάλο, κάνε γρήγορα”!
– “Δεν τα καταφέρνω να σκάψω το λάκκο”.
Ο υπαξιωματικός: “Γιατί δεν τα καταφέρνεις;”
– Δεν το μπορώ”.
Αυτός, βλαστημώντας: “Δε μου λες, τι δουλειά κάνεις;”
– “Ηθοποιός”.
Κείνη τη στιγμή, καθώς πρόφερα τη λέξη ηθοποιός, ανάμεσα ανάμεσα στις οβίδες που έσκαγαν, όλο τούτο το επάγγελμα, που για χάρη του είχα αγωνιστεί ώς τα έσχατα, και μαζί όλη η τέχνη, που τη θεωρούσα το ιερότερο πράγμα σον κόσμο, μου φάνηκαν τόσο κωμικά, τόσο ηλίθια, τόσο γελοία, μ’ ένα ψεύτισμα τόσο χοντροκομμένο, κοντολογίς, τόσο έξω από την κατάσταση κι άσχετα με τη ζωή τη δική μου κι ολωνών μας αυτό τον καιρό και γενικότερα σ’ αυτό τον κόσμο, ώστε λιγότερος ήταν ο φόβος μου για τις οβίδες που έρχονταν, από τη ντροπή που ένιωθα για το επάγγελμά μου.
Ένα ασήμαντο επεισόδιο που έβαλε, ωστόσο, ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στην μελλοντική εξέλιξή μου. Η τέχνη, η αληθινή, η απόλυτη τέχνη, πρέπει να είναι ικανή ν’ αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση, και να δικαιώνεται μέσα σ’ αυτή. Έζησα πολλές και μάλιστα δυσκολότερες στιγμές από κείνη την επίθεση με τις οβίδες στα χαρακώματα του Υπρ. Μα τότε, και το ιδιωτικό επάγγελμά μου ήταν ισοπεδωμένο όπως τα χαρακώματα που κατείχαμε και νεκρό σαν τα πτώματα που μας τριγυρίζανε. Το ότι παρ’ όλα αυτά η τέχνη δε χρειάζεται να οπιθοχωρεί μπροστά στην πραγματικότητα μού το απόδειχνε από δω και πέρα η “Δράση”, στην οποία συνεργάζονταν τότε μια ομάδα από ανθρώπους, που, παρ’ όλο που δε γνώριζαν τις ακραίες συνάφειες, χάραζαν, ωστόσο, το αληθινό πρόσωπο του πολέμου στους τοίχους των υπόστεγών τους και το φώναζαν με όλη τους τη δύναμη. Μα τις κραυγές τους τις κατάπιναν οι εκρήξεις από τις οβίδες, και οι μορφές τους εξαφανίζονταν μες στους καπνούς τους. Τα ποιήματά μου με είχαν συνδέσει και προηγούμενα με τη “Δράση” που τη διεύθυνε ο Πφέμφερτ, ο μόνος άνθρωπος τότε στη Γερμανία που είχε το θάρρος ν’ αντιταχθεί σε αυτή την υποχρεωτική πολεμική έξαρση. (Κι εδώ πρέπει να ευχαριστήσω στερνά αυτόν, τον αδιάλλαχτα επίμονο και γεμάτο αγανάχτηση Φραντς Πφέμφερτ, που αργότερα κατάστρεψε όλο το έργο του). Ο Πφέμφερτ, φιμωμένος από τη λογοκρισία, είχε μαζέψει γύρω του αυτές τις φωνές και προσπαθούσε να κάνει τα πράγματα ορατά, τουλάχιστο στις γενικές γραμμές τους. Μια ανθολογία ποιημάτων που γράφτηκαν στο μέτωπο την επιλόγιζε με τούτα δω τα λόγια: “Αυτό το βιβλίο, άσυλο μιας άστεγης σήμερα ιδέας, τ’ ορθώνω ενάντια σε τούτη την εποχή…”. Μια πρώτη προσπάθεια πολιτικού αγώνα με καλλιτεχνικά μέσα.
Από τις πρωτοτυπίες του Πισκάτορ: Η μορφή του προβαλλόταν στη σκηνή, όπως ακριβώς στο Θέατρο Σκιών, κατά την παράσταση του αντιπολεμικού χρονικού του Ερνστ Τόλλερ “Ζήτω, ζούμε!” Θέατρο Πισκάτορ, Βερολίνο, 1927
Μετά από δυο χρόνια υπηρεσία στα χαρακώματα, μου έδωσαν μια θέση κουραμπιέ. Πρώτα σ’ ένα απόσπασμα πιλότων. Ύστερα παρουσιάσθηκα σ’ ένα νεοσύστατο στρατιωτικό θίασο. Αυτή η θέση μού υπόσχονταν περισότερα, γιατί μπορούσα να εξασκώ παράλληλα και το επάγγελμά μου. Εξακολουθούσα να διααχωρίζω ακόμα το επάγγελμά μου από τη σκέψη που όλο και περισσότερο με κυρίευε.
Σ’ ένα κατάλυμμα πολιτών με δέχθηκε, σκυμμένος ελεγειακά προς τα πίσω, ο Έντουαρντ Μπύσινγκ, ο οργανωτής και μελλοντικός διευθυντής του στρατιωτικού θεάτρου, ενώ μπροστά του καθόταν ένας νέος άντρας με χείλια κερασιά, και με αφέλειες κάθε άλλο παρά στρατιωτικές. Το ονειροπόλο, παιδικό πρόσωπό του, βρισκόταν σε τέλεια αντίθεση με την απαιτητική υπεροψία του. Μου φέρθηκε πολύ αλαζονικά. Ο Μπύσινγκ μού τον σύστησε σαν ποιητή, οπότε αυτός άρχισε να μού απαγγέλλει αμέσως ένα από τα λυρικά ποιήματά του. Ήταν τότε ο εκδότης της “Νέας Γενιάς”, όπου συνεργαζόντουσαν, μεταξύ άλλων, κι ο Γιοχάννες Ρ. Μπέχερ, ο Ερενστάιν, ο Χίλζενμπεκ, ο Γκέοργκ Τρακλ, ο Λαντάουερ, ο Ε.Γ. Γιούμπελ, ο Τέοντορ Ντόιμπλερ, Γκέοργκ Γκρος, η Έλσε Λάσκερ-Σίλερ, ο Χανς Μπλύχερ, και η Μυλόνα. Όταν φύγαμε μαζί, είχαμε γίνει κιόλας φίλοι, κι έτσι μείναμε πάντα. Αυτός ήταν ο Βίλαντ Χέρτσφέλντε, ο κατοπινός διευθυντής του εκδοτικού οίκου “Μαλίκ”.
Το θέατρο του μετώπου γεννήθηκε. Ο θίασος, που τον αποτελούσαν αρχικά μόνον άντρες, είχε την έδρα του στο Κόρτρικ. Από κει αλώνιζε όλο το μέτωπο κι έπρεπε να φτάνει, όσο βέβαια το επέτρεπε η κατάσταση, ώς τα πιο απομακρυσμένα Σώματα Στρατού που βρισκόντουσαν σε περίοδο ανάπαυσης. Έτσι δημιουργήθηκε μια παράξενη αντίθεση: να βλέπεις να παίζεται θέατρο σε κατεστραμμένες πολιτείες, και μάλιστα όχι “υψηλή τέχνη”, μα η “Ισπανική Μύγα”, ο “Χανς Χούκεμπάιν”, η “Θεία του Καρόλου”, το “Το άσπρο αλογάκι” κι άλλα παρόμοια. Εγώ έπρεπε να παίζω, εξόν από νέους γλεντζέδες, και ρόλους κωμικού. Το μονοπώλιο σε ρόλους γέρων κωμικών το ’χε ένας στρατιώτης που κάποια σφαίρα τού ’χε αφαιρέσει το ’να μάτι κ’ ένα μέρος απ’ τα δόντια του. Αντικρύζοντάς τον οι στρατιώτες λύνονταν στα γέλια. Αργότερα προσλάβαμε και κυρίες στο θίασο. Μα το δραματολόγιο παράμενε το ίδιο. Εδώ η “τέχνη” χρησίμευε σαν τονωτικό (όπως συχνά διακηρύττουμε και σήμερα: ο άνθρωπος που σκοτώνεται όλη μέρα στη δουλειά, το βράδυ θέλει να ξεσκάσει).
Αν ώς τώρα έβλεπα τη ζωή μου μέσ’ απ’ το πρίσμα της λογοτεχνίας, ο πόλεμος στάθηκε αφορμή για μια αλλαγή: τώρα έβλεπα τη λογοτεχνία και την τέχνη μέσ’ απ’ το πρίσμα της ζωής. Εξάλλου, ο πόλεμος ρούφηξε, σαν ένας πελώριος απορροφητήρας, όλες τις αναμνήσεις μου απ’ τα περασμένα. Ήμουν αναγκασμένος ν’ αρχίσω πάλι απ’ την αρχή. Από δω και πέρα, οτιδήποτε κι αν δέχτηκα δεν ήταν τέχνη, αλλά ζωή που είχε μαθητεύσει στη γνώση.
Το λέω αυτό, γιατί συνηθίζουν ν’ ανιχνεύουν τις ρίζες της γενεαλογίας μου, όπως άλλωστε και κάθε άλλου καλλιτέχνη (κάτι που είναι, βέβαια, απόλυτα δικαιολογημένο). Ακριβώς, όπως λένε σήμερα πως δανείστηκα απ’ τους Ρώσους και πως είμαι ένας επίγονος του Μέγιερχολντ, έτσι ισχυρίσθηκαν κάποτε πως ήμουνα μαθητής του Ράινχαρντ. (Επιτέλους από κάποιον θα ’πρεπε να ’χω επηρεασθεί). Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι σωστό. Επειδή, μόλις το 1918 έφθασα στο Βερολίνο – δεν έζησα, επομένως, τη χρυσή εποχή του Ράινχαρντ, εξάλλου, και τότε ακόμα, δεν έβλεπα παρά μόνον έργα που θεματικά μ’ άφηναν σχεδόν αδιάφορο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για επιδράσεις. Ανεπηρέαστος έμεινα, βέβαια, κι από τις παραστάσεις στο Μόναχο (ή το πολύ να επηρεάστηκα αρνητικά).
Η μοναδική προσωπικότητα που ξεχωρίζει απ’ όλη τούτη την περίοδο είναι του ηθοποιού Άλμπερτ Στάινρύκ, που τον καιρό που ζούσα στο Μόναχο ήταν για μένα ο πιο μεγαλοφυής ηθοποιός, και που τις τότε ερμηνείες του (στον “Βόυτσεκ”, τον “Αγριόγατο”, στο “Γεύμα των σαρκαστών” και τον “Χέρμαν τον Χέρουσκερ”) τις διατήρησα μέσα μου ζωντανές ακόμα και μετά τον πόλεμο. Παρόλη την εξωτερική του δύναμη, πνευματικά τεταμένος, με φαρδύ σβέρκο, και πρόσωπο στρογγυλό με κόκκινα μάγουλα – αυτός ήταν τότε ο Στάινρύκ, γυμνασμένος, όχι μονόπλευρος, άνθρωπος του κόσμου, φίλος των ποιητών, ζωγράφος, ανοιχτός σε κάθε πρόβλημα, ο τύπος του ηθοποιού όπως τον θέλω και σήμερα ακόμα.
Για ένα μακρύ χρονικό διάστημα, ώς τα μέσα του 1919, η τέχνη κ’ η πολιτική ήταν δυο δρόμοι που κυλούσαν παράλληλα. Εσωτερικά, είχε βέβαια συντελεστεί μια ριζική μεταβολή. Η τέχνη σαν αυτοσκοπός δεν ήταν πια σε θέση να με ικανοποιήσει. Ωστόσο, δεν είχα κατορθώσει να βρω ακόμα το σημείο που διασταυρώνονταν οι δυο δρόμοι, το σημείο όπου θα ’πρεπε να τεθεί η βάση για μια νέα αντίληψη της τέχνης, ενεργητική, μαχητική, πολιτική. Αυτή η εσωτρική μεταβολή έπρεπε να στερεωθεί πάνω σ’ ένα θεωρητικό υπόβαθρο που θα διατύπωνε καθαρά αυτά που ώς σήμερα διαισθανόμουνε. Το υπόβαθρο αυτό μού το πρόσφερε η Επανάσταση. Στην αρχή και το τέλος κάθε μερόνυχτου κρέμονταν για το στρατιώτη η λέξη Ειρήνη. Αδιάκοπα γι’ αυτή μιλούσε. Ήταν ο συντελεστής των πράξεών του. Το τέλος κ’ η σωτηρία. Όσο περισσότερο καθυστερούσε, τόσο πιο πολύ τη νοσταλγούσαμε. Πολύ λιγότερο γνωρίζαμε, ωστόσο, από πού θα ’ρχονταν και ποιος θα την έφερνε. Κ’ επειδή δε βρίσκαμε απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα, ελπίζαμε σε κανένα θαύμα. Και το θαύμα έγινε: ήταν η είδηση της Επανάστασης στη Ρωσία. Και το μεγαλείο της αυξήθηκε όταν, μαζί με τη δεύτερη Επανάσταση, ακούστηκε κ’ η ραδιοφωνική έκκληση “Σε όλους”.
ΕΚΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΚΟΜΙΣΣΑΡΙΩΝ
(Ακρωτηρισμένη)
Τσάρσκογιε Ζέλο, 28.11.1917
Στους λαούς των χωρών που συμμετέχουν στον πόλεμο!
Η νικηφόρα εργατική και αγροτική επανάσταση στη Ρωσία, έθεσε το ερώτημα της ειρήνης σε πρώτη μοιρα… Καλούνται τώρα οι Κυβερνήσεις όλων των τάξεων, όλων των κομμάτων, όλων των χωρών που συμμετέχουν στον πόλεμο ν’ απαντήσουν κατηγορηματικά στο ερώτημα αν είναι διατεθειμένες ν’ αρχίσουν μαζί μας διαπραγματεύσεις για μιαν άμεση κατάπαυση του πυρός και ειρηνοποίηση. Από την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα εξαρτηθεί το γεγονός αν θα πρέπει ν’ αναμένουμε μια καινούργια χειμερινή εκστρατεία μ’ όλους τους τρόμους και τις οδύνες της. Το ερώτημα αυτό θέτουμε σε πρώτη μοίρα. Η ειρήνη που προτείνουμε θα είναι μια ειρήνη των λαών, μια ειρήνη τιμής και αρμονίας, που θα εγγυάται σε κάθε χώρα την ελευθερία της οικονομικής και πολιτιστικής της ανάπτυξης. Η εργατική Επανάσταση γνωστοποίησε το ειρηνευτικό της πρόγραμμα… Η κυβέρνηση της νικηφόρας Επανάστασης στερείται την αναγνώριση της επαγγελματικής διπλωματίας. Ρωτάμε όμως τους λαούς αν η σκέψη και οι ελπίδες τους εκφράζονται διαμέσου της αντιδραστικής διπλωματίας, αν οι λαοι θα επιτρέψουν στη διπλωματία ν’ αγνοήσει τη δυνατότητα που προσφέρει η ρωσική Επανάσταση σην ειρήνη. Η απάνηση σ’ αυτό το ερώτημα… (παράσιτα)… Κάτω η χειμερινή εκστρατεία! Ζήτω η ειρήνη και η αδελφοσύνη των λαών.
Ο Κομισσάριος για τις εξωτερικές υποθέσεις; ΤΡΟΤΣΚΥ
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Κομισσαρίων: ΛΕΝΙΝ
Μια θεόρατη ελπίδα άστραψε πάνω στα επόμενα γεγονότα, κι άπλωσε το τόξο της πέρα ακόμα κι από τον τερματισμό του πολέμου. Ξαφνικά, τα κίνητρα φωτίστηκαν. Εκείνο το απροσδιόριστο, που ώς τώρα μας φαίνονταν σαν πεπρωμένο, σχηματοποιήθηκε σταθερά. Ο αρχικός πυρήνας του ξεχώρισε καθαρός, νηφάλιος, δίχως ηρωισμό. Αναγνωρίσαμε το έγκλημα, κι αυτή η αναγνώριση ξεσήκωσε κι εκείνη την τρομερή οργή, για τ’ ότι είχαμε γίνει παίγνιο άγνωστων δυνάμεων. (Αυτές ακριβώς τις δυνάμεις επιδίωξα να δείξω αργότερα στον “Ρασπούτιν”, την παντοδύναμη μικροαστική ψυχή που κυβερνούσε κείνες τις μέρες τη μοίρα των λαών). Την αντίδραση ενάντια σε μια κουλτούρα που αφέθηκε στην υποδούλωση από μια τέτοια πολιτική και οικονομική τάξη.
Βέβαια, δεν μπορούσαμε ν’ αναγνωρίσουμε ακόμα τις κινητήριες δυνάμεις της ρωσικής Επανάστασης. Δεν καταλαβαίναμε τη σημασία της μέσα στο πνεύμα της ερχόμενης μεγάλης Επανάστασης. Πιστεύαμε ότι η στρατιωτική κατάρρευση και η νίκη των Γερμανών στο ρωσικό μέτωπο σύντομα θα κατάληγε σε ανακωχή και ταυτόχρονα τρέμαμε στη σκέψη μήπως αυτή η ανακωχή επισφράγιζε και το τέλος της ρωσικής Επανάστασης. (Θυμάμαι ακόμα πως, γυρίζοντας από το μέτωπο, διατύπωσα αυτή την άποψη στο βιβλιοπωλείο του Πφέμφερτ, και σήμερα πιστεύω πως αυτή η άποψή μου στάθηκε η αιτία για την αποξένωση, κι αργότερα, για την ανοιχτή εχθρότητα που δημιουργήθηκε μεταξύ μας).
Έτσι, έφτασε ο Νοέμβρης. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από συνθήματα: “Οι Γάλλοι περνάνε στις γραμμές μας – οι μεραρχίες σε όλο το μέτωπο αδερφώνονται – οι ναύτες ύψωσαν κόκκινες σημαίες”. Σε κάθε γωνιά στέκονταν στρατιώτες, τριγυρίζανε στους δρόμους και συζητούσανε. Κατόπιν, άγνωστο ποιοι, προφανώς όμως κι αυτοί ακόμα οι αξιωματικοί, καλούσαν τους εργάτες και τους στρατιώτες να οργανώσουν εργατικά και στρατιωτικά συμβούλια.
Εγώ βρισκόμουν με το θίασο στο Χάσσελ, στο Βέλγιο. Η πρώτη συγκέντρωση έγινε στο στρατώνα. Όλοι οι ομιλητές ήταν αξιωματικοί και το πνεύμα των ομιλιών το εξής: “Διατηρείστε την ησυχία και την τάξη, παραμείνετε ενωμένοι, μην υπακούετε παρά μόνο σ’ αυτούς που υπήρξαν οι ανώτεροί σας ώς τώρα, το στράτευμα πρέπει να οδηγηθεί πάλι πίσω στην πατρίδα”. Στο τέλος εμφανίσθηκε κι ένας πάστορας που μού ήταν προσωπικά γνωστός σαν ο μεγαλύτερος τύραννος των στρατιωτών. Τώρα όμως ήταν όλοι “εν Χριστώ αδελφοί” του, “τ’ αδέρφια” του, και μας ένωνε η κοινή αγάπη του ανθρώπου για τον συνάνθρωπό του, και το καθήκον για την πατρίδα. Κι αυτός που πρόφερε τούτα τα λόγια, έφτανε να δει φαντάρο που να μην τον χαιρετίσει κανονικά για να τον στείλει αμέσως στο κρατητήριο. Αυτό πήγαινε πολύ. Δε μου αρέσει να βγάζω λόγους, τούτη τη φορά όμως ήμουν υποχρεωμένος να επέμβω. Κι αυτός ο λόγος ήταν ο μοναδικός που εκφώνησα σε όλη την περίοδο της Επανάστασης. Ήταν ένα κατηγορώ ενάντια σε τούτους τους εκπρόσωπους του χριστιανισμού και σε αυτόν εδώ ειδικότερα. Δεν είχαν εμποδίσει το έγκλημα του παγκόσμιου πολέμου, που αυτό θα ήταν το καθήκον τους, θέλανε όμως τώρα να εμποδίσουν την Επανάσταση. Πήγαιναν πάλι με το μέρος των αξιωματικών. Η ανάμνηση τεσσάρων χρόνων καταπίεσης και μαρτύριου μ’ έκαναν να βρω λέξεις που συνεπήραν τους χίλιους στρατιώτες. Ένα αληθινό συμβούλιο στρατιωτών αντικατάστησε το συμβούλιο αξιωματικών και μια επιτροπή ζήτησε τη ράβδο του στρατηγού.
Επιστροφή στη Γερμανία. Πρώτα στο σπίτι μου. Όταν ξαναβρέθηκα στο Μάρμπουργκ, στο δωμάτιό μου, η βιβλιοθήκη, τα σχολικά τετράδια, τα έπιπλά μου ήταν ακόμα στον τόπο τους, με τη διαφορά πως το έδαφος της αστικής σιγουριάς είχε υποχωρήσει. Τα αντικείμενα κρέμονταν στο κενό, όπως τα δωμάτια των σπιτιών που οι οβίδες τους είχαν αφαιρέσει τον εξωτερικό τοίχο. Μονάχα οι έγνοιες παράμειναν τόσο μεγάλες όσο και της Ευρώπης, που θρηνούσε τα πτώματά της και τον χαμένο πλούτο της. Όνειρο εφιαλτικό. Νοέμβρης. Βροχερός, υγρός. Οι εφεδρείες ξάπλωναν στους δρόμους. Οι δουλειές πήγαιναν άσκημα. Όπως όλες, έτσι και του πατέρα μου, που η περιουσία του εξαντλήθηκε γρήγορα στα επόμενα χρόνια, γιατί την είχαν τοποθετήσει μερικά στο πολεμικό δάνειο. Το κράτος του Γουλιέλμου και η καταστροφική πολιτική του Χέλφεριχ πραγματοποίησαν την απαλλοτρίωση της μέσης τάξης και καταχράσθηκαν την περιουσία και την εμπιστοσύνη εκείνων που τους είχαν στηρίξει, κι όχι της δημοκρατίας που παράλαβε τούτη τη θλιβερή κληρονομιά. Αυτοί όμως οι δυστυχισμένοι μόνοι τους εξαπατήθηκαν. Όχι μόνο δεν μπορούσαν να επικαλεστούν την αθωότητά τους, μ’ αντίθετα επιβάρυναν περισσότερο τη θέση τους μη δείχνοντας την παραμικρή σύνεση και καθιερώνοντας στα στερνά, με την αντιδραστική τους σκέψη, τους πραγματικούς ενόχους. Κακό βέβαια και βλακώδες, μα με λογική συνέπεια. Μονάχα που εγω δεν μπορούσα να τη διακρίνω, γι’ αυτό και σαν κοίταζα γύρω μου όλα μού φαινόντανε το ίδιο άσκοπα, το ίδιο άδεια κι απελπιστικά όπως και πριν τέσσερα χρόνια.
Φλεγόμουν να πάω στο Βερολίνο, τον πύργο του μπολσεβικισμού. Αόριστα σκεφτόμουν και το επάγγελμά μου, δεν ήξερα όμως πού και πώς θα μπορούσα να το εξασκήσω.
Βερολίνο, Γενάρης 1919: Μεγάλη οχλαγωγία στους δρόμους. Σε κάθε γωνιά και μια εστία συζητήσεων. Ογκώδεις διαδηλώσεις από εργάτες και συνοδοιπόρους χωρισμένες σε κόμματα, στους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες, ανταμώνουν στη λεωφόρο Ούντερ ντεν Λίντεν και στη Βίλχελμστράσσε. Τα πλακάτ υψώνονται πάνω από τα κεφάλια μ’ επιγραφές: “Ζήτω οι Έμπερτ και Σάιντεμαν” και “Ζήτω ο Καρλ Λίμπκνεχτ κ’ η Ρόζα Λούξεμπουργκ!” Μια αλλόκοτη έξαψη έχει κυριέψει τον κόσμο. Άγριες βρισιές ξεστομίζονται απ’ όλες τις πλευρές. Αλίμονο, αν τύχει κι αρπάξει ένα κόμμα το πλακάτ του άλλου. Θα συντριβεί στην άκρη του πεζοδρομίου.
Μια φορά έτυχα σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μάχη: οι κομμουνιστές είχαν εισδύσει στις γραμμές σοσιαλδημοκρατών. Περίπου τριάντα χέρια έσφιγγαν το κοντάρι, για το οποίο δίνονταν η μάχη. Επειδή όμως οι δυνάμεις ήταν ίσες το πλακάτ δεν έπεφτε. Στέκονταν ακλόνητο πάνω από το αγωνιζόμενο μπουλούκι. Κάποια στιγμή ωστόσο άρχισε να γέρνει, το έσωσε όμως η ετοιμότητα ενός σοσιαλδημοκράτη που τανύστηκε, ξήλωσε το πλακάτ από το κοντάρι και το τίναξε μακριά, πάνω από τα κεφάλια των άλλων. Αυτό υψώθηκε πάλι σ’ ένα άλλο σημείο, και τότε μυριόστομη αντήχησε η κραυγή: “Ζήτω οι Έμπερτ και Σάιντεμαν!” Και η άλλη παράταξη αποκρίθηκε με την ίδια ένταση: “Κάτω, κάτω, κάτω!”, και το σύνθημα μεταδόθηκε σε όλες τις γωνιές. Σε λίγο δυνάμωσε μια άλλη κραυγή: “Ζήτω ο Καρλ Λίμπκνεχτ!”. Όλοι τρέχαν σ’ ένα σημείο όπου είχαν σταματήσει μια καρότσα με τον Λίμπκνεχτ μέσα. Έπρεπε να μιλήσει. Ο λόγος του, βγαλμένος μες από τα γεγονότα, ήταν μεστός από επιχειρήματα και δονίζονταν από προσωπικά βιώματα. Αυτός ο λόγος στέκει στη μνήμη μου πάνω από το πτώμα του σαν μια ζωντανή, πύρινη φλόγα, που δε θα μπορούσε να τη σβήσει ούτε το αίμα. Το βράδυ ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί.
Στο Βερολίνο συνάντησα πάλι τον Χερτσφέλντε. Μ’ έφερε σ’ επαφή με τον κύκλο του, τον αδερφό του Χέλμουτ (τον μετέπειτα Τζων Χάρτφιλντ), τον Γκέοργκ Γκρος, τον Βάλτερ Μέριγκ, τον Ρίχαρντ Χίλζενμπεκ, τον Φραντς Γιούγκ, τον Ραούλ Χάουσμαν κ.ά. Οι περισσότεροί τους ήταν οπαδοί του Νταντά. Συζητούσαμε πάρα πολύ για τέχνη, κι αυτό πάντα σε σχέση με την πολιτική. Στις συζητήσεις αυτές διαπιστώσαμε πως η τέχνη, αυτή καθαυτή, μονάχα σαν μέσο ταξικού αγώνα θα μπορούσε να έχει κάποια αξία. Γεμάτοι από τις αναμνήσεις αυτών που είχαμε αφήσει πίσω μας, απογοητευμένοι από τις ελπίδες που είχαμε στη ζωή, βλέπαμε τη λύτρωση του κόσμου στην πιο ακραία της συνέπεια: οργανωμένη πάλη του προλεταριάτου, κατάληψη της αρχής. Δικτατορία. Παγκόσμια Επανάσταση. Ιδανικό μας ήταν η Ρωσία. Όσο περισσότερο δυνάμωνε τούτο το αίσθημα μέσα μας, τόσο πιο έντονα γράφαμε τη λέξη “δράση” πάνω στο λάβαρο της τέχνης μας, αφού αντί της πολυπόθητης νίκης του προλεταριάτου, ζούσαμε τη μιαν ήττα πάνω στην άλλη. (Έτσι το συναισθηματικό ξεχείλισμα μετατράπηκε σ’ ένα σκληρό αγώνα δίχως πάθος, που μας συνέπαιρνε όλο και πιο πολύ). Θάψαμε τον Λίμπκνεχτ, τη σάλπιγγα της ειρήνης που είχε φθάσει ώς τα χαρακώματα, διαπερνώντας τα πνευματικά συρματοπλέγματα που είχαν στήσει πίσω από την πλάτη μας. Και τη Ρόζα Λούξενμπουργκ. Οι δρόμοι του Γολγοθά μας ήταν η λεωφόρος Ούντερ ντεν Λίντεν, η Μαρστάλ, η Σωσσέ στράσσε… Χιλιάδες προλετάριοι έβαψαν με το αίμα τους τα κράσπεδα του Βερολίνου και στο πρόσωπο των δολοφόνων αναγνωρίζαμε κείνους που σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου τους βλέπαμε σαν τους ανθρώπους που θα μας λύτρωναν από τη δυστυχία μας: τους σοσιαλδημοκράτες. Καταταχθήκαμε όλοι στο σύνδεσμο των σπαρτακιστών.
Σκόπιμα είχα δεσμευθεί πολιτικά. Αν εξαιρέσουμε τον Γκρος, που τα τσουχτερά, πολιτικά σκίτσα του αποτελούσαν την εποχή εκείνη μια πρώτη έφοδο, ο κύκλος αυτός δεν είχε πραγματοποιήσει τίποτ’ άλλο έξω από τις ντανταϊκές παραστάσεις που ειρωνεύονταν και καταπολεμούσαν οι αστικοί κύκλοι. Με το σύνθημα “η τέχνη είναι σκατά”, άρχισε το γκρέμισμα της τέχνης από τους ντανταϊστές. Με απαγγελίες ομαδικών ποιημάτων της πιο δυσνόητης μορφής, παιδικά πιστόλια, χάρτη υγείας, ψεύτικα γένεια και με ποιήματα του Γκαίτε και του Ρούντολφ Πρέζμπερ, επιτεθήκαμε στο φιλότεχνο κοινό της Κουρσφύρστενταμ.
Ωστόσο, τούτες οι θορυβώδεις συγκεντρώσεις απόβλεπαν και σ’ έναν άλλο σκοπό. Οι εικονομάχοι αυτοί ξεδιάλυναν την κατάσταση, ανάτρεπαν τα προγνωστικά και ξεκινώντας από το αστικό στρατόπεδο, πλησίαζαν στην ίδια αφετηρία, από την οποία θα έπρεπε να ξεκινήσει και το προλεταριάτο για να φτάσει στην τέχνη.
Ενώ τα αισθήματα του 1918-19 κατακάθιζαν όλο και περισσότερο και οι συγκεκριμένες πολιτικές απαιτήσεις διαγράφονταν με περισσότερη σαφήνεια, κι ενώ οι ντανταϊστές από μέρους τους απογύμνωναν την τέχνη από το συναισθηματικό της στοιχείο, ή –σύμφωνα με την τελευταία ορολογία– την “πάγωναν” και την “αποψύχαιναν”, μια άλλη εισβολή συναισθημάτων συντελέστηκε από μέρους του δραματουργού του “ανθρώπινου εγώ”. Κι αυτή βέβαια η δραματουργία αποτελούσε μια “επανάσταση”, όμως μια επανάσταση του ατομικισμού. Ο άνθρωπος, ο μόνος άνθρωπος, αντιμάχεται το πεπρωμένο. Φωνάζει τους άλλους, τους “αδελφούς” του. Θέλει την “αγάπη” του ενός για τον άλλο. Η δραματουργία αυτή είναι λυρική, που θα πει δεν είναι δραματική. Είναι δραματοποιημένα λυρικά ποιήματα. Μέσα στον όλεθρο του πολέμου, που στην ουσία του ήταν ένας πόλεμος της μηχανής κόντρα στον άνθρωπο, έψαχναν να βρουν διαμέσου της άρνησης την “ψυχή” του ανθρώπου. Κατά βάθος λοιπόν, το δράμα τούτο ήταν αντιδραστικό, αντιδρούσε στον πόλεμο, μα κόντρα στον κολλεκτιβισμό του, και υποστήριζε την επανακτώμενη ιδέα τού εγώ, και τα πολιτιστικά στοιχεία της προπολεμικής εποχής. Χαρακτηριστικό για όλο αυτό το κίνημα, μα ταυτόχρονα και η μεγαλύτερη επιτυχία του, ήταν “Η Αλλαγή” του Ερνστ Τόλλερ. Εδώ διασταυρώνονταν προσωπικά βιώματα (λυρικό), με το μοιραίο (δραματικό), και το πολιτικό (επικό). Η επικράτηση του “ποιητή” στον Τόλλερ, ο οποίος δεν κατάγραφε γεγονότα, μα διατύπωνε “ποιητικά” κρίσεις, αξιολογήσεις κι αφηρημένες ηθικές έννοιες, είναι ο λόγος που δεν έγινε φανφάρα, ένα εξωχρονικό έργο προβληματισμού, είτε μια “αιώνια αξία”, έστω και με την έννοια της καθαρής τέχνης.
Όταν το χειμώνα του 1919-20 ίδρυσα ένα δικό μου θέατρο στο Καίνιγκσμπεργκ που ονομάστηκε χαρακτηριστικά “Δικαστήριο” προγραμμάτιζα μια σκηνοθεσία της “Αλλαγής”, η οποία θα διέφερε βασικά από τη βερολινέζικη στο πώς εγώ θα οικοδομούσα τις σκηνές όσο το δυνατό πιο ρεαλιστικά (ακριβώς όπως είχα ζήσει την πραγματικότητα του πολέμου). Ασχολήθηκα ώς και με τη γλώσσα για να κάνω στον Τόλλερ σχετικές προτάσεις για την απαλλαγή της γλώσσας από λυρικούς εξπρεσσιονισμούς. (Ας μού το συχωρέσει αυτό, γιατί τούτη η σκοτεινή σκέψη τού ήταν άγνωστη ώς τώρα!) Η εξπρεσσιονιστική σχολή δε στάθηκε ποτέ καθοδηγητική για μένα. Βρισκόμουν ήδη πολιτικά δεσμευμένος. Παίζαμε Στρίντμπεργκ, Βέντεκιντ και Στέρνχαϊμ. Προετοιμάζαμε τον Τόλλερ. Οι προγραμματικές δηλώσεις μας και γενικά το θέατρο προκάλεσε την αντίδραση των αστικών και φοιτητικών κύκλων. Όταν, λοιπόν, άρχισα να κάνω και πολεμική ενάντια σ’ έναν κριτικό στο πρόγραμμα του θεάτρου, η οργή που κατέλαβε το κοινό και τον τύπο ήταν τέτοια ώστε αναγκάστηκα να κλείσω το θέατρο.
Όταν ξαναγύρισα στο Βερολίνο διαπίστωσα ότι είχαν συντελεστεί ακόμα πιο ξεκάθαροι διαχωρισμοί. Ο Νταντά είχε γίνει πιο κακοήθης. Η παλιά αναρχική στάση ενάντια στον αστικό κομπογιανιτισμό, η επανάσταση ενάντια στην τέχνη και την υπόλοιπη πνευματική λειτουργία είχε αποτραχυνθεί και είχε προσλάβει σχεδόν τη μορφή πολιτικού αγώνα. Το περιοδικό “Ο καθένας μπάλλα του εαυτού του”, ήταν ακόμα ένα αυθάδικο “épater le bourgeois”, “Η χρεοκοπία” που εκδίδονταν από τον Γκρος και τον Χάρτφιλντ) ήταν το βουκέντρι για την αστική κοινωνία. Τα σκίτσα και τα ποιήματα δεν κρίνονταν πια με καλλιτεχνικά κριτήρια, μα σύμφωνα με την πολιτική τους αποτελεσματικότητα. Το περιεχόμενο καθόριζε τη μορφή. Ή καλύτερα: άσκοπες μορφές αποκτούσαν με το περιεχόμενο, το οποίο σκόπευε δίχως περιστροφές κατευθείαν στο στόχο, πιο αυστηρές και καθορισμένες διαστάσεις.
Κι εγώ είχα τώρα μια σαφή θέση σχετικά με το πόσο η τέχνη αποτελεί μέσο για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Ένα πολιτικό μέσο. Ένα μέσο προπαγανδιστικό. Μορφωτικό. Όχι μόνο με το πνεύμα των Ντανταϊστών, μα και πάλι: ξέκομμα από την τέχνη, τελεία και παύλα!!! Στο Βερολίνο υπήρχαν άνθρωποι που είχαν μεταφέρει αυτές τις ιδέες στα πλαίσια του θεάτρου. Ο Καρλχάιντς Μαρτίν, ο Ρούντολφ Λέοναρντ και ο Χέρμαν Σίλλερ, πρώην φοιτητής της Θεολογίας, που είχε γίνει τώρα οργανωτής του προλεταριακού θεάτρου. Ένα νέο θέατρο γεννήθηκε.
Εμείς είχαμε ένα πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα από την ομάδα του Λέοναρντ. Λιγότερο καλλιτεχνική και πιότερο πολιτική: προλεταριακή τέχνη και κινητοποίηση. Τον τρόπο με τον οποίο δοκίμασα να το πραγματοποιήσω θα το δείξουν οι ακόλουθοι σταθμοί:
1919-20 Θέατρο “Tribunal”, Καίνιγκσμπεργκ
1920-21 Προλεταριακό Θέατρο, Βερολίνο
1923-24 Κεντρικό Θέατρο, Βερολίνο
1927-28 Σκηνή Πισκάτορ, Βερολίνο
1929 Σκηνή Πισκάτορ, Βερολίνο, νεα περίοδος
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
______________________________
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, δίμηνη θεατρική επιθεώρηση. Χρόνος Δ΄, τεύχος 21, Μάιος – Ιούνιος 1965
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024