Οι περιοδείες θιάσων μιας άλλης εποχής

Οι περιοδείες θιάσων μιας άλλης εποχής

Μοιράσου το!

Από τα πλέον ενδιαφέροντα στη ζωή του ηθοποιού είναι οι περιοδείες των θιάσων από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη, όχι σπάνια και από χωριό σε χωριό. Στην εποχή μας επικρατούσε η γαλλική λέξη “τουρνέ”.

Σε μια θεατρική καριέρα πολλών δεκαετιών, είναι φυσικό να υπάρχουν περισσότερες ή λιγότερες περιοδείες. Άλλες πετυχημενες και άλλες καταστροφικές. Και μπορώ να πω ότι γνώρισα πολλών ειδών… περιοδείες. Είναι δύσκολο να τις θυμηθώ όλες χρονολογικά. Όταν είσαι νέος, δεν βρίσκεις να έχουν και τόση σημασία τα ευχάριστα ή και τα δυσάρεστα γεγονότα της ζωής σου. Στα δυσάρεστα αντέχεις και τα ξεπερνάς με τη βεβαιότητα του καλύτερου “Αύριο”. Όσο για τα ευχάριστα, νομίζεις ότι σου οφείλονται και ότι πάντα έτσι θα συμβαίνει.

Από ό,τι μπορώ να θυμηθώ, νομίζω ότι η πρώτη μου τουρνέ ήταν ένα Σαββατοκύριακο στο Λαύριο. Αμέσως μετά την περίοδο του θιάσου “Οι Νέοι” στο θέατρο Κυβέλης, της οδού Πεσμαζόγλου, εκεί που βρίσκεται τώρα το Υπουργείο Πολιτισμού.

Διευθυντής των μεταλλείων Λαυρίου ήταν τότε ένας ευγενέστατος κύριος, νέος, σπουδαγμένος στη Γαλλία, που ίσως για τούτο ενδιαφέρθηκε για τον θίασο “Οι Νέοι” όπου παίζαμε –στην αρχή τουλάχιστον– έργα της μεσοπολεμικής πρωτοπορίας, όπως το “Έλα να φύγουμε” του Ζαν-Ζακ Μπερνάρ, “Τα ωραιότερα μάτια του κόσμου” του Ζαν Σαρμάν, την “Ανθρώπινη γη” του Φρ. Ντε Κιουρέλ, το “Σκέψου το καλά Τζιακομίνο” του Πιραντέλλο και άλλα.

Στο Λαύριο μας ζήτησαν να παίξουμε το έργο της έναρξης του θιάσου “Οι Νέοι”, “Όταν οι γυναίκες αγαπούν”. Θυμούμαι μάλιστα ότι μας ζήτησαν να κάνουμε –με έξοδα δικά τους– το ίδιο σκηνικό που είχαμε στο θέατρο Κυβέλης: ένα φαντασμαγορικό σαλόνι, στυλ “Διακοσμητικής έκθεσης του 1925” του Παρισιού, αντίγραφο του σκηνικού που είχε σχεδιάσει ο ζωγράφος Κώστας Πλακωτάρης.

Δυο πράγματα δεν θα ξεχάσω, όσα χρόνια κι αν περάσουν, από κείνη την πρώτη μου “τουρνέ”. Το ξενοδοχείο του Λαυρίου όπου μέναμε, και που στους τοίχους των υπνοδωματίων του, οι διάφοροι ξένοι τεχνικοί –που είχαν περάσει από κει για τις ανάγκες των μεταλλείων– είχαν ζωγραφίσει πάνω από κρεβάτια τούς παντός είδους και διαστάσεων κοριούς, απ’ αυτούς που αφθονούσαν στα κρεβάτια, στο πάτωμα, στην οροφή, παντού. Με επιγραφές σε στίχους ή και σε πρόζα, για να εκφράσουν την δίκαιη αγανάκτησή τους γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά…

Παράλληλα και απροσδόκητα ο διευθυντής των μεταλλείων μάς είχε καλέσει, μετά την παράσταση, στο σπίτι του, που βρισκόταν στην κορυφή του λόφου, ένα σπίτι σε απίθανη αντίθεση με το ξενοδοχείο: ένα σπίτι που από την πόρτα του μύριζε Ευρώπη! Από την καλαισθησία και την διάταξη των χώρων ώς το φέρσιμο του οικοδεσπότη. Ο χώρος με συγκίνησε ιδιαίτερα γιατί, περιέργως, θύμιζε ακριβώς το σκηνικό τού “Έλα να φύγουμε”, το ίδιο με την παράσταση του Γκαστόν Μπατύ στο Στούντιο ντε-Σανζ-Ελυζέ, με την Μαργκερίτ Ζαμουά. Το ίδιο –σχεδόν– που προσπαθήσαμε να κάνουμε στο θέατρο Κυβέλης: με τα τεράστια παράθυρα που δίνανε στο πράσινο των Βοσγίων ώς το πιάνο με ουρά, όπου η ηρωίδα, η Μαρί-Λουίζ έπαιζε μια Nocturne του Chopin στην αρχή, και την “Invitation au Voyage” του Baudelaire σε μουσική του Raynaldom Hahn που τραγουδούσε στο τέλος, έργο που είχα αγαπήσει και που ήταν από τις μεγαλύτερες αποτυχίες του θιάσου “Οι Νέοι” στο θέατρο Κυβέλης.

Περιττό να προσθέσω ότι ο Αμφιτρύων μας έπαιζε θαυμάσιο πιάνο και έπαιξε για χάρη μου, την ίδια Nocturne του Chopin που έπαιζα στην παράσταση του έργου.

Θεσσαλονίκη – Αιγαίο

Επιτυχημένες περιοδείες –θριαμβευτικές θα μπορούσα να πω– ήταν, δυο χρόνια αργότερα, αυτές που έκανα το καλοκαίρι του 1928 στη Θεσσαλονίκη και συνεχίστηκαν το χειμώνα του 1929 στα νησιά του Αιγαίου: Σύρο – Σάμο – Χίο – Μυτιλήνη. Πριν λίγα χρόνια δοκίμασα μεγάλη έκπληξη όταν, ανηφορίζοντας από το “Μακεδονία Παλλάς” της Θεσσαλονίκης προς την οδό Βασιλέως Γεωργίου, μου είπαν ότι σε κείνη τη γωνία ήταν η στάση “Φάληρο”, όπου άλλοτε βρισκόταν ένα καφενείο-θέατρο και αργότερα κινηματογράφος. Σε κείνο, λοιπόν, το καφενείο-θέατρο, που τότε ήταν ακριβώς πάνω στη θάλασσα, έκανε την πρώτη τουρνέ του ο “θίασος Ελένης Χαλκούση”, όπου –καθώς έμαθα αργότερα– πριν από μένα και τον θίασό μου, στην ίδια σκηνή, εμφανιζόταν ένας θίασος σκύλων! Πήγα για 15 μέρες με τα έργα που είχα παίξει στο θίασο “Οι Νέοι” και έμεινα ενάμιση μήνα.

Ένα θέατρο κατάμεστο, ενώ δίπλα και παραδίπλα υπήρχαν δυο γνωστά θέατρα, με θιάσους φημισμένους πρωταγωνιστών της Αθήνας, που παίζανε οπερέττα και επιθεώρηση. Στο θέατρο “Μέγας Αλέξανδρος”, ο θίασος “Λαουτάρη-Πρινέα-Πατρικίου” με συμπρωταγωνίστρια την, νεώτατη τότε, Μαρίκα Νέζερ (επιτυχία της η Μαμζέλ Νιτούς), ο Περδίκης και οι νέοι Χρ. Τσαγανέας, Στολίγκας, Κονταρίνης, ενώ στο Ακροπόλ χαλούσε τον κόσμο η οπερέττα του Σακελλαρίδη “Χριστίνα” με τη Νίτσα Φιλοσόφου.

Το τι έπαιξα εκείνον τον ενάμιση μήνα, αλλάζοντας έργο σχεδόν κάθε μέρα, από την “Τζοκόντα” του Ντ’ Αννούντζιο και τα “Ωραιότερα μάτια του κόσμου” του Ζαν Σαρμάν του δραματολογίου μου, ώς την “Κυρία με τας καμελίας” της Κυβέλης και την “Σκιά” του Νικοντέμι και το “Ισραήλ” του Μπερνστάιν της Μαρίκας Κοτοπούλη

Αυτό οφειλόταν στο ότι πρωταγωνιστής του θιάσου μου ήταν ο Λουδοβίκος Λούης, αναγνωρισμένος jeune-premier της Κυβέλης και της Μαρίκας, που ήξερε όλα αυτά τα έργα και είχε και τις μεταφράσεις τους. Πώς κατάφερνα να συγκεντρώνω όλες τις ευθύνες, καλλιτεχνικές, οικονομικές, διοικητικές! Να διαβάζω τα έργα μετά την παράσταση, να κάνω πρόβα το πρωί και να ’χω πρεμιέρα, σχεδόν κάθε βράδυ. Έστω και με πρωταγωνιστή τον… υποβολέα!!!

1928-1929 | Αιγαίο: Σύρος – Σάμος – Χίος – Μυτιλήνη

Από το Δεκέμβριο του 1928 ώς το Πάσχα του 1929, ακολούθησε μια, απροσδόκητα, πετυχημένη περιοδεία του θιάσου μου στα νησιά του Αιγαίου: Σύρος – Σάμος – Χίος – Μυτιλήνη.

Τότε η Σύρος είχε ακόμη το Δημοτικό της Θέατρο και ένα κοινό με θεατρική και μουσική παράδοση. Μια επιτροπή του θεάτρου που δύσκολα παραχωρούσε σε θιάσους το θέατρο του νησιού –απ’ όπου είχαν περάσει διεθνείς προσωπικότητες– αν δεν λάβαινε τις απαραίτητες πληροφορίες για τον θίασο που φιλοδοξούσε να εμφανιστεί στο απαιτητικό και δύσκολο κοινό του νησιού. Έγραψα λοιπόν ένα γράμμα στην επιτροπή του θεάτρου, με τα ονόματα των συνεργατών μου και το δραματολόγιο, και ω! του θαύματος! ήρθε η απάντηση, ότι μας παραχωρούσαν το θέατρο για το Δεκέμβριο 1928 και την Πρωτοχρονιά του 1929.

Ώς το Πάσχα του 1929 ακολούθησαν η Μυτιλήνη, η Σάμος, η Χίος από τις οποίες κρατάω θαυμαστές εντυπώσεις. Θα περιοριστώ σε μια βραδιά μου στη Μυτιλήνη του Ηλία Βενέζη, ζωντανή εικόνα από αφήγηση του μεσοπολέμου…

Μνήμη Στράτη Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη, Νίκου Σωτηράκη

Και ολίγην μουσικήν”

– Θυμάσαι το γεύμα που σου παραθέσαμε όταν πρωτοπέρασες με τον θίασό σου από την Μυτιλήνη; με ρώτησε ο Ηλίας Βενέζης.

– Αν το θυμάμαι! Ήμουν η μόνη γυναίκα στο τραπέζι. Πρωτοπορία για την εποχή εκείνη!

– Και δεν φαντάζεσαι τι πρωτοπορία! Γιατί εσύ ήρθες, έφαγες κι απήλθες. Δεν ξέρεις ούτε την προϊστορία, ούτε τον επίλογό του.

– …

– Δεν επρόκειτο για ένα γεύμα που παραθέτουν οι νεαροί διανοούμενοι επαρχιώτες στη νέα πρωταγωνίστρια που περνά από το νησί τους. Το γεύμα εκείνο, δεμένο με την ιστορία της πνευματικής ζωής της Μυτιλήνης γύρω στα 1930, με την ηρωική δεκαετία 1922-32, που παρόμοια δεν ξαναγνώρισε το νησί της Σαπφούς. Τέτοιες εποχές ανθίζουν μόνο την επαύριο μιας καταστροφής, σαν τα λουλούδια μέσα στα χαλάσματα των σεισμών.

Χάσμα σεισμού που βγάν’ ανθούς και τρέμουν στον αέρα”, που λέει ο Σολωμός.

– Η επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Δίχως να ξεχαστεί τίποτε από το Χθες, τα μάτια μας κι ο νους μας είναι ορθάνοιχτα προς το Αύριο. Χωρίς να υποτιμάμε την Ανατολή, που μας εσφράγισε για πάντα την σάρκα και την καρδιά με καυτερό σίδερο, ο νους μας κι ο λογισμός μας είναι στραμμένοι στην Δύση.

Με την τόλμη της νιότης, αρνητές κάθε συμβατικότητας είχε εκθρέψει απύθμενο μίσος ενάντια σε ό,τι θεωρούσαμε ρουτίνα, καθαρευουσιάνικη αρτηριοσκλήρωση, ρηχή πατριδόχαρη ηθογραφία, λιμνάζοντα νερά των “ευ φρονούντων”.

Ήμασταν “η ομάδα των βασιβουζούκων”. Έτσι αυτοκαλούμεθα:

Ο Στράτης Μυριβήλης, διευθυντής της “Καμπάνας” και αργότερα του “Ταχυδρόμου”, μαζί με τον Θείαλπι Λευκία, μεταφραστής των αρχαίων λυρικών, της Σαπφούς, των Γάλλων “ντεκαντάν”.

(Στην “Καμπάνα” πρωτοδημοσιεύθηκαν, στα 1924, “Η ζωή εν τάφω” και “Το νούμερο 31328”).

Ο Στράτης Παπανικολάου, διευθυντής της εφημερίδας “Δημοκρατία” και μετέπειτα του “Ελεύθερου Λόγου”.

Ο Παναγιώτης Νικήτας, που εξέδιδε την “Λεσβιακή Λαογραφία”, ο Κώστας Μάκιστος, μυθιστοριογράφος, που τον απασχολούσαν τα καινούργια ρεύματα του ευρωπαϊκού πνεύματος. Ο Στράτης Παρασκευαϊδης, έφορος αρχαιοτήτων, αισθητικός και ακόμη μαθητής του Θωμά Οικονόμου, ο Αριστείδης Δελής, εμπνευσμένος καθηγητής με ευρωπαϊκή παιδεία και πρύτανης της συντροφιάς, και ο συνομιλητής σου, που ήταν ο Βενιαμίν της “ομάδας των βασιβουζούκων”.

Ήμασταν ένας πολύ κλειστός κύκλος. Ξένους δεν βάζαμε στην συντροφιά μας και ξένος ήταν για μας και ο Νίκος Σωτηράκης, ο Χιώτης δάσκαλος, που μας ήρθε μια μέρα στην Μυτιλήνη. Ένας αξιόλογος νέος, γεμάτος ιδανικά και γνώση, που ήθελε πολύ να μπει στην συντροφιά μας, μα που εμείς τον… “σνομπάραμε”, όπως θα λέγαμε σήμερα. Το ίδιο και για τον Δημ. Βερναρδάκη, εγγονό του συγγραφέα της “Φαύστας”, λογοτέχνη αξίας, μα που τον θεωρούσαμε αντιπροσωπευτικό τύπο μιας νοοτροπίας που εμείς δεν την εγκρίναμε…

Και ξαφνικά πέφτει σαν μπόμπα ένα φέιγ-βολάν:

ΚΙΝΗΜΑΤΟΘΕΑΤΡΟΝ “ΣΑΠΦΩ

ΠΡΟΣΕΧΩΣ

ΖΑΝ ΣΑΡΜΑΝ: Τα ωραιότερα μάτια του κόσμου
ΖΑΝ-ΖΑΚ ΜΠΕΡΝΑΡ: Έλα να φύγουμε…
ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΝΤΕ ΚΙΟΥΡΕΛ: Απάνθρωπη γη.
ΝΤ’ ΑΝΝΟΥΝΤΖΙΟ: Τζοκόντα.
ΠΙΡΝΤΕΛΛΟ: Σκέψου το καλά, Τζιακομίνο.
ΖΩΡΖ ΝΤΕ ΠΟΡΤΟ ΡΙΣ: Τα περασμένα.

Από τον θίασον

ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΛΚΟΥΣΗ

Το πρόσωπο δεν μας είναι γνωστό, μα το όνομα δεν μας είναι άγνωστο:

1925: Πρώτη εμφάνιση στο “Θέατρο Τέχνης” του Σπ. Μελά.

1926: Ηρωικές μάχες του θιάσου των “Νέων” στο θέατρο Κυβέλης. Και ακόμα μακρύτερα, το όνομα του Γιάννη Χαλκούση, ιδρυτή του περιοδικού “Ο Λόγος”, που στάθηκε στα ανεπανάληπτα χρόνια 1918-1922 το προπύργιο του δημοτικισμού και των νέων ιδεών στην Πόλη.

Και να ’σαι τώρα στο νησί μας! Ερχόσουν από τα θρανία της Σορμπόννης! Είχες ακούσει τα μαθήματα του Ψυχάρη, είχες γνωρίσει πό κοντά τους εκπροσώπους της γαλλικής θεατρικής πρωτοπορίας.

Σεμια διάλεξη που έδωσες για τις “Μεταπολεμικές τάσεις του θεάτρου” μας μίλησες για τον Κοπώ, τον Γκαστόν Μπατύ. Για τον Ζούρε και τον Ζιρωντού, για τον Λενορμάν και τον Φρόυντ, για το λαϊκό θέατρο του Ρομαίν Ρολλάν, κι ακόμη για τον Στανισλάβσκι, τον Ταϊρωφ, τον Μέγιερχολντ και τον Βαχτάκωφ που περιέφεραν στις πρωτεύουσες της Ευρώπης τα θεατρικά τους επιτεύγματα και τους πειραματισμούς τους.

Αυτά τα καινούργια ρεύματα για τα οποία διαβάζαμε και ακούγαμε, μια κοπέλα τα είχε ζήσει από κοντά κι ερχόταν να τα κουβεντιάσει μαζί μας, να μας μεταδώσει τους ενθουσιασμούς της και την πίστη της.

Μέσα στη δίψα μας για τον δυτικό πολιτισμό ήσουν σαν μια απάντηση στα ερωτηματικά μας.

Με τους γλίσχρους μισθούς μας, ερχόμασταν όλη η ομάδα κάθε βράδυ στο θέατρο. Όμως, ούτε τα μέσα μας ούτε η φαντασία μας μάς επέτρεπαν να σκεφθούμε ότι μπορούσαμε να σε καλέσουμε σε γεύμα.

Ο Νίκος Σωτηράκης που σε συνόδευε πολλές φορές – υποθέτω λόγω της χιακής σου καταγωγής – έρχεται μια μέρα και μας φέρνει μια φαεινή πρόταση-κλειδί για να μπει στην παρέα των “βασιβουζούκων”.

– Μεθαύριο η Χαλκούση δίνει την τιμητική της. Τι θα λέγατε να την καλέσουμε μετά την παράσταση να φάει μαζί μας; Αναλαμβάνω εγώ να της διαβιβάσω την πρόσκληση και να σας την φέρω.

Ήθελε και ρώτημα πως ευχαρίστως όλοι μας θα βάζαμε ένα μικρό ρεφενέ για να φάμε μετά την παράσταση σ’ ένα από τα μικρά μαγαζάκια της παραλίας.

– Αφήστε να τα φροντίσω όλα εγώ, είπε ο Σωτηράκης.

Και έφυγε πανευτυχής.

Πανευτυχείς και μεις, περιμέναμε το βράδυ του… μυστικού δείπνου.

Το απόγευμα της ιστορικής εκείνης ημέρας, ενώ ανύποπτοι ετοιμαζόμασταν να ’ρθούμε στην παράσταση, καταφθάνει κάποιος, κομιστής μιας εμπρηστικής είδησης:

Το κεντρικότερο ζαχαροπλαστείο της πόλης είχε ήδη κλείσει τις πόρτες του και δεν δεχόταν πελάτες γιατί ετοίμαζε για το βράδυ το μεγάλο τραπέζι που ο Σωτηράκης παρήγγειλε για την Χαλκούση. Ένα πελώριο τραπέζι έχει στρωθεί πέρα-πέρα στην αίθουσα με βάζα και λουλούδια. Τα γκαρσόνια έχουν ντυθεί τα καλά τους. Στην κουζίνα ετοιμάζουν κάτι περίεργα φαγητά σε μεγάλες πιατέλες – αστακούς, ψάρια, πουλερικά και τούρτες.

Και ποιος θα τα πληρώσει όλα αυτά; διερωτηθήκαμε.

Ντυμένος στα καλά του και πανευδαίμων ο Σωτηράκης έρχεται να μας αναγγείλει πως όλα είναι εντάξει.

– Τι εντάξει;

Ένας-ένας οι “βασιβουζούκοι” αρχίσαμε να μετράμε τις δεκάρες μας. Ούτε ενός έτους μισθοί δεν θα έφθαναν για να πληρωθεί το γεύμα.

– Να πάρεις την Χαλκούση και να πάτε να φάτε οι δυο σας…

– Βρε συ, είπαμε να φάμε κάτι με την κοπέλα! Δεν είπαμε να πάμε φυλακή…

Μια λύση απόμενε: Να βρεθούν μερικοί εθελοντές που θα συμμετείχαν στο γεύμα και στον ρεφενέ.

Ο κύκλος μας φυσικά δεν αποτελείτο από ζάπλουτους.

Σκεφτήκαμε έναν δικηγόρο.

– Έρχομαι ευχαρίστως. Αλλά αν πρόκειται να πληρώσω…

Στην απογοήτευσή μας η προτίμησή μας στράφηκε σε έναν γραμματέα του ειρηνοδικείου, πανύψηλο με γενειάδα τύπου Λαντρύ!

Όλοι ερχόντουσαν ευχαρίστως, αλλά για ρεφενέ ούτε λόγος…

Τόση ήταν η έννοια μας για το τι έμελλε να συμβεί μετά το γεύμα, ώστε κανείς μας δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει την παράσταση ώς το τέλος! Όμως τα γενόμενα ουκ απογίγνονται…

Σαν ευγενείς πατρίκιοι πήγαμε να σε περιμένουμε στο εστιατόριο και αντικρίσαμε το ανθοστόλιστο τραπέζι με το απαστράπτον λευκό τραπεζομάντιλο, τις βενταλοειδείς πετσέτες, τις πιατέλες, τα ορεκτικά, τα πολυάριθμα ποτήρια, μας ξανάπιασε η αγωνία…

Καμιά φορά σε έφερε ο Σωτηράκης και ήμασταν τόσον ευτυχείς που τα βάζα με τα λουλούδια σχημάτιζαν ένα είδος παραβάν και δεν μπορούσες να δεις τα ανήσυχά μας πρόσωπα, τα γεμάτα πιάτα μας που δεν είχαμε όρεξη να τ’ αγγίξουμε, τις άγριες ματιές μας προς τον Σωτηράκη, διαμέσου των ανθέων.

Τα γκαρσόνια άλλαζαν πιάτα, σερβίτσια και ποτήρια, πιατέλες πηγαινοέρχονταν, μπουκάλια άδειαζαν… Ο Σωτηράκης, υπερήφανος που είχε φέρει εις πέρας την επικίνδυνη αποστολή του, σε μια στιγμή φώναξε γεμάτος κέφι στο γκαρσόνι:

– Πήγαινε να φέρεις τα όργανα!

Ο Μυριβήλης το είχε πάρει πια απόφαση:

– Ας προσθέσουμε και ολίγην μουσικήν, μου ψιθύρισε στωικότατα…

Ήρθαν και τα όργανα: Ένα σαντούρι, ένα βιολί και ένα φλάουτο! Σου είπα: Πρωτοπόροι. Από τότε είχαμε καθιερώσει τα μπουζούκια στις επίσημες δεξιώσεις!

Κάποια στιγμή έκρινες ότι το γεύμα κράτησε αρκετά, μας ευχαρίστησες, μας καληνύχτισες και σηκώθηκες να φύγεις.

Ο Σωτηράκης προθυμοποιήθηκε να σε συνοδεύσει. Τακτ ή ο φόβος να μη μείνει μαζί μας;

Του αποσπάσαμε την υπόσχεση πως θα γύριζε αμέσως να συμμερισθεί την τύχη όλων μας. Και τότε παρουσιάσθηκε ο ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου: Ψηλός, παχύς, με προτεταμένη ην κοιλιά με ύφος πωλούντος τοις μετρητοίς.

Δεν ξέρω πώς, βρέθηκε ανάμεσα στον Μυριβήλη και σε μένα. Και τότε, ενστικωδώς και οι δυο μας, χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί, γονατίσαμε ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά του, σταυρώσαμε τα χέρια σε στάση ικεσίας και είπαμε εν χορώ:

– Τον λογαριασμό!

– Τι κάνετε έτσι βρε παιδιά; Θα τον πληρώσετε με… δόσεις

– Και τα όργανα;

– Και τα όργανα! Δεν σου είπα; Πρωτοπόροι και σ’ αυτό! Εγκαινιάζαμε το σύστημα των δόσεων από το 1929! Σε οκτώ μηνιαίες δόσεις πληρώσαμε εκείνο το γεύμα!

– Πού να το ’ξερα!!

– Βλέπεις, εσύ γεύθηκες μόνον τα εδέσματα. Ενώ εμείς γευθήκαμε μόνο την αγωνία και τις δόσεις του…

Ας ήταν να ξαναρχόταν εκείνη η άνοιξη του 1929 στην Μυτιλήνη!

  • Ελένη Χαλκούση, Θεατρικό ημερολόγιο. Εκδόσεις Κάκτος. Αθηνα 1981.


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version