Μήτσος Μυράτ: Ποθούσα να παίξω πρώτα για μένα κι έπειτα για το κοινό
ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΩ το κοινό μ’ ένα καλό παίξιμο, δεν ήταν το μόνο μου μέλημα. Τα χειροκροτήματα ήταν μια εξωατομιστική εκδήλωση κι εκτίμηση. Ποθούσα να παίξω πρώτα για μένα κι έπειτα για το κοινό. Δεχόμουνα τους μικρούς ρόλους με την ίδια χαρά όπως και τους μεγάλους κι έπαιζα με το ίδιο κέφι. Όταν τύχαινε (πράμα πολύ σπάνιο) να μην έχω μέρος ή μετέφραζα στο γραφείο ή διάβαζα κανένα θεατρικό έργο, έχοντας πάντα στημένο τ’ αυτί στην παράσταση τόσο εντατικά που δε μου ξέφευγε το παραμικρό λάθος ή χάσμα. Σπάνια χρειάστηκα τη βοήθεια οδηγού, ίσως ποτέ. Κι όταν παρίστανα, αν επρόκειτο για μετάφραση βιαστική που δούλευα στο γραφείο μου, έλεγα στον οδηγό που ερχότανε να με ειδοποιήσει: “Ξέρω, ξέρω, πλησιάζω να βγω”.
– Κι όταν δεν είχες μέρος, εύρισκες πάντα μια αφορμή να αναγγείλεις κάτι στο κοινό;
– Ναι. Ένα βράδυ στο Αργοστόλι, στο διάλειμμα της δεύτερης πράξης θα ξεπρόβαλα έξω απ’ την αυλαία τουλάχιστον τέσσερις φορές. Αυτό έγινε αφορμη να ξεφωνίσει η γυναίκα μου από το καμαρίνι της μέσα: “Καρφώστε τον επιτέλους με πινέζες”. Ξέρεις πώς παρομοιάζω τον εαυτό μου τώρα στη θύμηση αυτή; Σαν το πουλαράκι που μόλις πεταχτεί απ’ το σταύλο αμολυέται ακράτητο με τρελά πηδήματα και λοξοδρομικές τρεχάλες γύρω απ’ τη μάνα του.
– Δεν το είχες μόνο σαν επάγγελμα.
– Το θέατρο μου γεμίζει τα στήθια δροσιά, αέρα καθαρό του βουνού, θαλασσινή αύρα. Ένιωθα το ίδιο καθώς στον ανέφελο μαθητικό καιρό που σκασιάρχης μ’ άλλους συμμαθητές άρπαζα τη μπάλα του φουτ-μπωλλ, πηγαίνοντας μιάμιση ώρα ποδαρόδρομο στο Μπουρνόβα (έλειπαν τα ψιλά για το τραίνο) να παίξω Ριγκαμπέι… ν’ ακούσω πριν αρχίσει το παιχνίδι τις γλυκόλαλες εγγλεζοπούλες “Μιούρατ πας δη μπωλλ πληζ” να μου μεταδώσει το γλυκοτιτίβισμά τους ένα πλήθος ερωτικά σκιρτήματα στην καρδιά, που μ’ έκαναν να μπαίνω στο γήπεδο γιομάτος ηρωικό μένος, σαν ένας τορεαντόρ, σαν ένας ιππότης μονομάχος, με την ελπίδα να κερδίσω μετά τη νίκη την έκφραση θαυμασμού απ’ όλα εκείνα τ’ αριστοκρατικά πλασματάκια.
Το ίδιο και πιο έντονο συναίσθημα είχα στη σκηνή. Ήταν ένα ψυχικό δυνάμωμα, μια τόνωση των νεύρων, ο πλουτισμός σε θερμίδες, ο ίδιος ψυχικός παλμός, η ίδια θριαμβική ανάταση… μια υπέροχη άθληση. Όσο ζύγωνε η ώρα για την παράσταση μια συμπύκνωση όλου μου του είναι δούλευε μέσα μου. Νεύρα, καρδιά, νους, ψυχή, κορμί, σμίγανε όλα για τη λαχταριστή εξόρμηση. Συχνά παρομοίαζα τη λαχτάρα αυτή με τις στιγμές εκείνες που γυρίζοντας πεινασμένοι από ’να πολύωρο παιχνίδι καταβροχθίζαμε λιμασμένοι το αχνιστό ψωμί.
Η ερωτική διάθεση στη σκηνή όπως και στη ζωή, ομολογώ… δε μου ’λειψε ποτέ. Την ένιωθα σαν απαραίτητο στοιχείο για την κάρπωση της ψυχής, την έκφραση της τέχνης.
Τη στιγμή αυτή έρχεται στη θύμησή μου η κουβέντα του αγαπητού μας φίλου μακαρίτη Γιώργου Ζωγράφου: “Προσέχετε το Μήτσο, κάθε τρία χρόνια είναι ερωτευμένος”.
Μα χώρια απ’ αυτό ήμουν κάθε μέρα ερωτευμένος με την τέχνη μου. Πιο δυνατό κι απ’ τη ζωή ένιωθα το αίσθημα πάνω στη σκηνή. Ήμουν ερωτευμένος σε κάθε έργο που έπαιζα με την παρτεναίρ μου… Τι κι αν λεγότανε Μαρίκα, Κυβέλη, Φωτεινή, Χρυσούλα, Ειμαρμένη, Πασαγιάννη, Δημοπούλου, Ελένη Παπαδάκη… Θυμάμαι ακόμα σε κάποιο έργο… λίγο πριν εμφανιστώ στη σκηνή… ξέσπασα σε φλογερή ερωτική εκδήλωση για πρώτη φορά στην Πασαγιάννη… που ξαφνιασμένη μου είπε:
– Τι σας ήρθε κ. Μυράτ;…
– Σου κάνω κόρτε, Ελένη, της απάντησα, για να προδιαθέσω τον εαυτό μου για την ερωτική μας σκηνή!!!
Tout amour heureux
ou malheureux est une
veritable calamité si l’on
s’y adonne tout entier.
– Ποθούσες πάντα να προσφέρεις ό,τι καλό είχες μέσα σου, ό,τι πιο πολύ. Μα έπρεπε να ξέρεις πως υπερβολικοί και παράφοροι έρωτες όχι μόνο δεν ευδοκιμούν αλλά συχνά κακοπληρώνονται με την εγκατάλειψη και την αγνωμοσύνη. Τα πολλά ταξίδια είναι ευχάριστα και ψυχαγωγικά, μα κάποτε συμβαίνουν και ναυάγια.
– Τι σημασία μπορεί να ’χει αυτό. Η ψυχή να συμμετέχει στο κάθε ξύπνημα των πραγμάτων και η καρδιά να μας παρέχει για δώρο την απόλαψη της συγκομιδής. Τι άλλο από το αίσθημα μπορεί να αξιοποιήσει τη ζωή; Τι άλλο μπορεί να ’ναι παρά ένα ωραίο άρωμα ανάλογο με το είδος του άνθους που ’χει ο καθένας μέσα του;
– Πενήντα χρόνια… Όνειρο… στα βάθη του χρόνου. Μου το ξαναφέρνουν κάθε τόσο οι θύμησες σε εικόνες δουλεμένες με τα πινέλα της ψυχής.
Η ζωή φυσικά για κάθε άνθρωπο έχει τις πολύμορφες εκδηλώσεις στις ποικίλες μεταλλαγές της… μα πόσο πιο πολυκύμαντες είναι αυτές στη ζωή του ηθοποιού. Μια άοκνη πορεία, τραχειά, δύσβατη, στο ανηφορικό ανέβασμά της. Ζούμε ολοένα σ’ ένα περιβάλλον που το περιεχόμενό του, η ατμόσφαιρά του, δεν είναι δικά μας. Είναι ένας κόσμος διαποτισμένος με ξένο πνευματικό στοιχείο, ένας κόσμος που είμαστε καταδικασμένοι να τον κατεργαστούμε το ίδιο όπως ο εργάτης σφυρηλατεί το σίδερο. Πρέπει να ’χουμε ένα μόνο πρόσταγμα… που να μας γίνεται νόμος, “να ενσαρκώνουμε τα πνευματικά δημιουργήματα των άλλων και η υποταγή μας στο νόμο αυτόν είναι ένας ατελείωτος αγώνας, μα πρέπει σύγχρονα να είναι, αν θέλουμε ένα ευγενικό αποτέλεσμα, ένα ωραίο ψυχαγωγικό σπορ”.
Μπρος στην υποταγή αυτή, τώρα, βλέπω πως δεν μου απομένει άλλο από τις θύμησες, απαραίτητες για να αναμετρήσω και να ζυγίσω ειλικρινά την έκταση της σταδιοδρομίας, που είναι και έργο μιας εκλεκτής καλλιτεχνικής συντροφιάς. Μαζί, αδελφωμένοι, απομυζήσαμε γλυκά το χυμό των ανθών, για να προσφέρουμε στον κόσμο της εποχής μας τις καλλιτεχνικές κυψέλες μας.
– Έλα λοιπόν να βαδίσουμε πλάι-πλάι σ’ αυτή τη διπλή αναπόληση, ξεδιπλώνοντας ένα-ένα τα στάδια της διαδρομής μας, σε μια βυθοσκόπηση ειλικρινή, ώσπου να φθάσουμε στο τέρμα… ξαλαφρωμένοι από τα εγκόσμια. Ο άνθρωπος μια μέρα πρέπει μοιραία να νικηθεί… είναι νόμος της φύσεως… και είναι έγκλημα να λιποψυχάει κανείς μπρος στην αστάθεια του γήινου προορισμού του.
– Ποθούσα τα πάντα σαν το παιδάκι που λαχταράει ένα παιγνιδάκι και το κερδίζει πεισματικά, χτυπώντας τα ποδαράκια στο πάτωμα, καθώς στα τρυφερά του μαγουλάκια κυλούνε σα σταλαχτίτες λίγα διαμαντένια δάκρυα. Ένα ποίημα ήταν αρκετό να συντονίσει όλες τις ψυχικές χορδές τού είναι μου. Έτσι βάδιζα αλαφροφτέρουγα, κάποτε άστατος, άλλοτε πιστός σ’ όσους αγάπησα… μα πάντα προσηλωμένος στο έργο που διάλεξα ενάντια στη θέληση του πατέρα μου, αδιάφορος στις αντίξοες πεζότητες του επαγγέλματός μας. Η πίστη δέχεται τις επιταγές της ψυχής, η δυσπιστία τις απαρνιέται. Γι’ αυτό ακριβώς ένιωθα πάντα το δεσμό της τέχνης πιο στέρεο απ’ τους συγγενικούς δεσμούς.
Όταν έφτασε η μοιραία εκείνη ώρα του χωρισμού ύστερα από 28 χρόνια, είπα στη Μαρίκα:
– “Ξέρεις γιατί χωρίζομε; γιατί ο καλλιτεχνικός μας δεσμός, ήταν γραφτό να κοπή εδώ!” […]
Οκτώβριος 1906
Η Κυβέλη είναι στο Παρίσι. Ετοιμάζεται και η Μαρίκα για κει. Τρία αστέρια μεσουρανούνε την εποχή εκείνη στον καλλιτεχνικό ορίζοντα. Το καθένα σε ανάλογο μέγεθος. Μαρίκα – Κυβέλη – Ροζαλία Νίκα. Δίχως ένα απ’ αυτά τα πρωταγωνιστικά ονόματα ενισχυμένα από τον κωμικό, θέατρο δεν έπαιρνε κανείς εύκολα.
Το θέατρον “Νέα Σκηνή” ήταν η σπουδαιότερη “πόρτα” όπως λέμε στη θεατρική γλώσσα και φυσικά “το μήλον της έριδος”. Ο Χρηστομάνος είχε εκχωρήσει τα δικαιώματά του στο δικηγόρο και συνεταίρο του Πέτρο Θηβαίο. Ένα χειμώνα ολόκληρο πηγαινοερχόμουνα στο γραφείο του. Τον εκλιπαρούσα να μας δώσει το θέατρο και ενώ απ’ τη μια μεριά μου ’δινε ελπίδες, απ’ την άλλη, όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε, το είχε παραχωρήσει στο Σαγιώρ. Είχε την έμμονη ιδέα ότι δίχως Σαγιώρ δεν μπορούσε να δουλέψει ο θίασος. Με στριφογύριζε λοιπόν μ’ όλη τη δικανική του καπατσωσύνη και δικολαβία να πεισθεί η Μαρίκα να δεχθεί το συνεταιρισμό Σαγιώρ. Δεν είχα κανένα προσωπικό λόγο να μνησικακώ ή ν’ αντιπαθώ το λαμπρότατο κωμικό και εξαιρετικά ευγενικώτατο συνάδελφό μου αλλά συγχρόνως γνώριζα τον άμετρο εγωισμό του που τον προωθούσε να εμφανίζεται αυτός πρώτος σε γκρο-πλαν (κατά την κινηματογραφική έκφραση) και να έπονται οι άλλοι δορυφόροι του. Η συνεργασία μας αργότερα Μαρίκα Κοτοπούλη – Σαγιώρ το 1909, ήταν μια επαλήθευση των ενδοιασμών μου. Κι αλήθεια… η καλλιτεχνική υπόσταση της Μαρίκας με τον Σαγιώρ ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Ωστόσο ο Θηβαίος δεν άλλαζε γνώμη. Ο τύπος τιτλοφορούσε καθημερινά τον Σαγιώρ “Βασιλέα του γέλωτος”. Πώς ο Θηβαίος να τολμήσει να εκθρονίσει ένα τέτοιο “βασιλέα”; Έτσι μίαν καλήν πρωίαν (είμαστε στη Σύρο – Σαρακοστή 1907) ήρθε “ο κεραυνός εις φάκελλον ευώδη κεκλεισμένον”. Μας ειδοποιούσε η πεθερά μου Ελένη Κοτοπούλη ότι το θέατρο Ομονοίας δόθηκε στο συνδυασμό “Σαγιώρ – Ροζαλία Νίκα”.
Μήτσος Μυράτ. Αθήνα 1935 c. Φωτογράφος: Μελετόπουλος, Αναστάσιος ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΙΑ 03.14.P.0657
Νύχτες ολόκληρες έκλαιγα σα μωρό παιδί. Η Μαρίκα το δέχτηκε ψύχραιμα. Είχε πεποίθηση στ’ αστέρι της. Εγώ όμως έπασχα από μια παράξενη ψύχωση. Πίστευα πως ο Χρηστομάνος, οι μύστες της “Νέας Σκηνής”, το Θέατρο, όπου σμίξαμε τα πρώτα εφηβικά μας όνειρα… όλα μαζί ήταν μια αλυσίδα που ένας κρίκος αν ξέφευγε από αυτήν, θα είχε διαλυθεί το όνειρο.
Φανταζόμουνα πως δε θα μπορούσα σε καμιά άλλη σκηνή να παραστήσω έξω απ’ αυτήν που είχε φωλιάσει κοντά στο Χρηστομάνο όλες μας τις ελπίδες, όλη μας την αγάπη στην τέχνη. Ωστόσο όλο αυτό τον καιρό πέρασα μαύρες βραδιές στη Σύρο. Ένα μόνο είχα στο νου, τον τρόπο να εκδικηθώ το Θηβαίο!
Μετά τη βδομάδα του Πάσχα γυρίζουμε στην Αθήνα…
Το θέατρο του Συντάγματος με θεατρώνη το Μουρελάτο είχε παραχωρηθεί στον Ευτύχιο Βονασέρα. Ο αξιόλογος αυτός ηθοποιός απουσίαζε αρκετά φεγγάρια από το ελληνικό θέατρο. Ήταν όμως ξεσκολισμένος στα διάφορα τερτίπια για τον καταρτισμό θιάσου. Το ότι δεν είχαμε πού να κονέψομε το ’ξερε καλά και κρατούσε πόζα, σίγουρος πως πρώτοι εμείς θα πηγαίναμε να τον προσκυνήσουμε. Με δέχτηκε λοιπόν όταν πήγα να τον συναντήσω ως αντιπρόσωπος της Μαρίκας μ’ όλα τα ατού της θεατρίνικης διπλωματίας σαν μεγιστάν που δέχεται τους πρέσβεις ηττημένου κράτους και φυσικά δε δυσκολεύτηκε να με τυλίξει.
Στην παράσταση αυτή ένα μόνο για μένα ήταν πάνω απ’ όλα. Να μη μείνομε έξω από το θέατρο ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην Αθήνα. Κι έπειτα κοντά σ’ αυτό ένα άλλο αίσθημα κυριαρχούσε μέσα μου “Να μετρηθούμε με το θίασο Σαγιώρ και να του τρίψουμε τη μούρη”.
Μετά το θρίαμβο του Μωραϊτίνη, με το “Μαραθώνειο δρόμο” έρριξα τότε την ιδέα στο Θηβαίο να συνεννοηθεί με τον Τσοκόπουλο και τον Άννινο να γράψουν επιθεώρηση για την καλοκαιρινή σαιζόν του 1907. Έτσι τα Παναθήναια τολμώ να πω ήταν δική μου έμπνευση. Και μάλιστα στο ζήτημα αυτό λογοφέραμε ένα πρωί στο γραφείο του Θηβαίου… Του είπα ότι η πράξη του αυτή ήταν κάπως προδοτική!
Ο θίασος Βονασέρα σύμπραξη Μαρίκας Κοτοπούλη ήταν σχεδόν κατηρτισμένος, αλλά έλειπε ο κωμικός. Ο Βονασέρας μου ανέθεσε να βολιδοσκοπήσω τον Λεπενιώτη που δεν ήταν κατά τον Θηβαίο… “ο Βασιλεύς του Γέλωτος” – “Κρόμπριτζ” όμως ήταν ασφαλώς. Είχε βέβαια και ο Λεπενιώτης τα φούμαρα του μεγάλο κωμικού και στο ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας στο θίασο αρκετή απ’ τη συνηθισμένη τον καιρό εκείνο δόση ξεροκεφαλιάς… Με τα πρώτα λόγια μου ’κοψε το βήχα…
– Εσείς οι τρεις κάνατε τις συμφωνίες σας δίχως να με λογαριάσετε εμένα. Εγώ όμως δεν εννοώ να είμαι το ένα τέταρτο της κομπίνας σας.
– Αχ! Βρε Τηλέμαχε, του απάντησα… μανία που έχεις να κάνεις τον εαυτό σου κλάσμα.
Στην κουβέντα μας πάνω ήρθε λόγος για το θίασο “Κυβέλη – Σαγιώρ – Μυράτ”, το περασμένο καλοκαίρι. Ήταν τόσο πειραγμένος από το θρίαμβο της σαιζόν εκείνης που έγινε αφορμή να τον εξοντώσει και να τον αναγκάσει να διακόψει τις παραστάσεις του στο μέσον της εργασίας στο θέατρο “Βαριετέ” που δεν εδίστασε να μου ρίξει κατά πρόσωπο την παρακάτω προσβλητική φράση:
– Είναι παράξενο πώς δούλεψε ο θίασος αυτός πέρυσι, ήταν όλο μηδενικά εκεί μέσα.
Προτίμησα να γελάσω ακούγοντάς τον να μιλάει τόσο επιπόλαια για μια Κυβέλη… το ίνδαλμα του αθηναϊκού κοινού.
– Όλα αυτά τα μηδενικά, Τηλέμαχε, του είπα και άσσος η Κυβέλη, κάναμε το εκατομμύριο.
Εμούλωξε. Ευρήκα τέλος το μέσον να του θίξω την εαίσθητη χορδή.
– Είναι μοναδική ευκαιρία για σένα Λεπενιώτη να πάρεις τα σκήπτρα του κωμικού από το Σαγιώρ.
Κι έτσι τον έπεισα να κάνει λίγες αβαρίες στις αξιώσεις του. Και ο θίασος Βονασέρα ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις συμπληρώθηκε. Άντρες: Βονασέρας Ευτύχιος, Λεπενιώτης Τηλέμαχος, Λούης Λουδοβίκος, Νικολάου Πέτρος, Χέλμης Νώντας, Γάζος Μιχαήλ, Χαντάς Σπύρος, Μαμίας Γεώργιος, Μυράτ. Γυναίκες: Κοτοπούλη Μαρίκα, Ταβουλάρη Χαρίκλεια, Λούη Φωτεινή, Περίδου Αγαθή, Κοτοπούλη Χρυσούλα, Χαντά Βαλεντίνη, Μαμία Ρουμπίνα.
Στο διάστημα του χειμώνα του 1906 ίσαμε το Φεβρουάριο 1907, όσον καιρό έλειπε η Μαρίκα στο Παρίσι, εγώ εργαζόμουνα εντατικά προετοιμάζοντας την εργασία της καλοκαιρινής σαιζόν.
Αλληλογραφούσα τακτικά με τη Μαρίκα. Τα γράμματά της πλημμύριζαν ενθουσιασμό για το Παρίσι, για το γαλλικό θέατρο, τους γάλλους ηθοποιούς, ήταν ξετρελαμένη με την Σιμόν Λεμπαρζύ, με την οποίαν είχε συνδεθεί φιλικώτατα, και τον Λουσιέν Γκιτρύ που θριαμβεύανε στον “Κλέπτη” του Μπερνστάιν. Κατενθουσιασμένη με την κωμωδία, “Η Δεσποινίς Ζωζέττα η γυναίκα μου” των Καγιαβέ και ντε Φλερ.
Στο μεταξύ φιλοτέχνησα την μετάφραση της “Κυρίας του Μαξίμ” του Φεϊντώ. Η μετάφραση ομολογώ με απασχόλησε αρκετό καιρό και μου ’δωσε κάμποση σκοτούρα γιατί έπρεπε να αποφύγω ένα κάπως σοβαρό σκόπελο. Τα πολύ χτυπητά σόκιν, απαράδεχτα στη σεμνότυφη τότε διάθεση του κοινού, που στην τωρινή μας εποχή δεν θα έθιγαν ούτε την άκρη του νυχιού του πιο σεμνότυφου θεατή.
Το έργο μού το είχε παραχωρήσει σε χειρόγραφο ο Χρηστομάνος για 200 δραχμές.
Για όλη αυτή την τόσο κοπιαστική εργασία πληρώθηκα μόνο 200 δραχμές.
Μα ποιος λογάριαζε τότε τη χρηματική αμοιβή. Προβάδιζε η καλλιτεχνική επιτυχία. Κι έπειτα ο έπαινος που μου έκανε ο Άδωνις Κύρου στην “Εστία” για την επιτυχία της μεταφράσεως ήταν αρκετά ικανοποιητική. Η “Κυρία του Μαξίμ” ήταν το κλου της σαιζόν. Η Μαρίκα έπαιζε σαν Παριζιάνα την Μωμ-Κρεβέτ και το τραγούδι “Η Τονκινουάζ” που τραγούδησε γαλλικά είχε ξετρελάνει τους Αθηναίους.
Ο Βονασέρας κατάλαβε την αδυναμία μας και μας κινούσε όπως τα πιόνια στο σκάκι. Αδυναμία φυσική αφού μόνο μας μέλημα ήταν να κερδίσουμε όσο πιο γρήγορα τη θέση μας στο ελεύθερο θέατρο, μια που ήταν γραφτό να χειραφετηθούμε απ’ την κηδεμονία του Βασιλικού Θεάτρου και της “Νέας Σκηνής”. Το συμφέρον ερχότανε σε κατώτερη μοίρα.
________________________________________
- Μήτσος Μυράτ, Ο Μυράτ κ’ εγώ. Πενήντα χρόνια ζωή και θέατρο. Αθήναι 1950
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024