Καλή Καλό: Όσα δεν πήρε ο άνεμος | Από την αυτοβιογραφία μιας θεατρίνας
ΠΑΝΤΑ με κατάτρεχε η εικόνα που είχε βγει προς τα έξω για τις παλαιότερες γενιές ηθοποιών, οι οποίοι, με το πάθος που είχαν γι’ αυτό το ονειρικό αντικείμενο που λέγεται Θέατρο και Τέχνη, ταλαιπωρούσαν τους εαυτούς και τις οικογένειές τους δημιουργώντας μικρές ομάδες θιάσων –συνήθως οικογενειακών– και βγαίναν στην επαρχία, μην μπορώντας, βεβαίως, να σταθούν στο κοινό της Αθήνας. Σημειωτέον δε ότι πολλοί απ’ αυτούς ήταν από μεγάλες και πλούσιες οικογένειες της Ελλάδας. Αυτά ήταν τα περίφημα μπουλούκια. Όμως, απ’ αυτούς τους μικροθιάσους είχαν βγει και μεγάλοι ηθοποιοί, όπως: Βεάκης, Νέζερ, ακόμα και η Κοτοπούλη με την οικογένειά της, όταν ήταν μικρό κοριτσάκι. Αυτά, λοιπόν, τα μπουλούκια που παίζαν σε καφενεία, σε πλατφόρμες αγροτικές, ή μέσα στην πλατεία του χωριού με τον παπά να τους αφορίζει (άντε να πάνε στο θέατρο οι χωρικοί μετά!), που ταξίδευαν, πάντα, με τρίτης θέσης εισιτήριο σε ξύλινα βαγόνια, τουρτουρίζοντας απ’ την ταλαιπωρία και το κρύο, πολλές φορές δε με τα ζώα (ίπποι οκτώ, άνδρες δέκα), που περπάταγαν μες στα χιόνια με τρύπια παπούτσια για να φτάσουν κάπου να δώσουν θεατρική παράσταση· αυτά λοιπόν τ’ αξιοσέβαστα μπουλούκια, στα οποία, πολλές φορές, οι χωρικοί αντί για εισιτήριο έδιναν αυγά, κότες, λάδι, κ.λπ. Τρόφιμα, αν υπήρχαν κι αυτά, ήταν οι προπομποί των μεγάλων θεάτρων και θιάσων που χαιρόμαστε σήμερα.
Πολλές φορές, εκείνοι οι ηθοποιοί μην έχοντας να πληρώσουν τα χάνια ή τα πανδοχεία όπου μένανε, φεύγανε νύχτα από τα παράθυρα, κρεμώντας στα σεντόνια τα λίγα πράγματά τους κι έτσι το ’σκαγαν, γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Αυτήν την πραγματικότητα την έζησα κι εγώ μικρή με τη μητέρα μου, στην Κατοχή. Όλη αυτή η θλιβερή και μίζερη εικόνα μ’ έκανε –όταν έγινα επιχειρηματίας ηθοποιός– να προσπαθήσω να την αλλάξω στην επαρχία. Κι έτσι, όταν έμαθα ότι δεν δέχτηκαν τη μεγάλη Κατερίνα Ανδρεάδη στην Ξάνθη, αποφάσισα να ξοδέψω και την περιουσία μου ακόμα για να μην ξανακούσω, απ’ το κοινό της επαρχίας τουλάχιστον, τη φράση: Ηθοποιός ίσον “πειναλέος” – “αλήτης” – “απατεώνας”… Κι έτσι, όταν έκανα θιάσους, τους ταξίδευα πάντα πρώτη θέση, τους πλήρωνα διπλούς μισθούς, και τους επέβαλλα να μένουν σε ξενοδοχεία πρώτης τάξεως.
Έτσι, σιγά-σιγά, άλλαζε η προς τα έξω εικόνα των ηθοποιών, σε σημείο πια που να θεωρεί τιμή της η επαρχία να καλεί τους ηθοποιούς και στα σπίτια τους ακόμα! Βέβαια, όση οικονομική επιτυχία κι αν είχαν οι θίασοί μου, πολλές φορές δεν έφταναν για ν’ αντεπεξέλθω. Κι έτσι, κομμάτι-κομμάτι, ξεπούλαγα την περιουσία μου για να συντηρήσω τους θιάσους μου.
Όμως, δεν μπορώ να μη μνημονεύσω ένα αριστουργηματικό ποίημα του αγαπημένου μου φίλου Μίμη Τραϊφόρου, γραμμένο για τα “μπουλούκια”, το οποίο, σε ηλικία έξι ετών στον Αττίκ, μ’ έβαλε να το απαγγείλω.
ΤΑ ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ
Και παίρνουν τις βαλίτσες το φθινόπωρο
και με πικρία μιαν εσπέρα ξεκινάνε…
Και στο σταθμό δεν βρίσκεται ένας γνώριμος!
Κι ένα μαντίλι απ’ το λιμάνι δεν κουνάνε…
Και πάνε σ’ άλλες πιάτσες για να παίξουνε!
Και ταξιδεύουν μες στα ξύλινα βαγόνια!…
Με “τρίτης” θέσης πάντοτε εισιτήριο
και μ’ αγωνία σιγοτρέμουν τα σαγόνια!…
Σε θέατρα παράξενα και πρόχειρα
με τα παλιά ξεθωριασμένα σκηνικά τους
με μια σκισμένη αυλαία πρώην κόκκινη
με τα θαμπά χρωματισμένα ηλεκτρικά τους
Σε καφενέδες ή σε σκούρες αίθουσες
οι θεατρίνοι μας τους ρόλους τους κρεάρουν…
Κι οι λιγοστοί πελάτες τους νυστάζουνε,
και τα finale κοιμισμένοι δεν μπιζάρουν
Δεν βρίσκουν καμαρίνια κι έτσι ντύνονται
όπου βρούνε, σ’ αποθήκες σε υπόγεια,
ένας σφυρίζει κι ένας άλλος βάφεται
άλλοι διαβάζουν του ρολάκου τους τα λόγια
Το βράδυ θα μοιράσουνε την είσπραξη
και θα καθίσουν μια παρέα να τα φάνε
άλλος θα πάρει την κιθάρα κι ώς το χάραμα
την αγωνία τους με κέφι θα γλεντάνε
Μπορεί την άλλη νύχτα να ‘ναι αδέκαροι
γιατ’ ίσως ένα χιόνι δεν θ’ αφήσει
να κάνουν την παράσταση την πείνα τους
ποιος τότε χριστιανός θα συμπαθήσει…
Κανένας απ’ τους άσπιλους κι αμόλυντους
δεν τους πλησιάζει εκεί στις τίμιες επαρχίες
τις θεατρίνες κυνηγούν όμως οι κύριοι
και τους θεατρίνους οι ανεπίληπτες κυρίες
Κι άλλους δίχως λουλούδια σαν κατάδικους
δαπάναις της κοινότητας τους θάψαν
και παίξαν και γελάσαν οι συντρόφοι τους
το ίδιο βράδυ κι έπειτα τους κλάψαν
Και το ταξίδι πάντα συνεχίζεται
είτε λιοπύρια τους κυκλώνουν είτε χιόνια
με “τρίτης” θέσης πάντα εισιτήριο
σαν τους αλήτες μες στα βρόμικα βαγόνια…
[…] Τελείωσε ο θίασος τις παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη, εν τω μεταξύ έχω κλείσει το θέατρο “Περοκέ” στην Αθήνα για; την καλοκαιρινή σαιζόν και κατεβαίνω πλέον οριστικά στην Αθήνα για ν’ αρχίσω δοκιμές στην καινούργια επιθεώρηση. Κράτησα όλο το θίασο της Θεσσαλονίκης, συν Σοφία Βερώνη και μαέστρο Θεοφανίδη (μη σας κάνει εντύπωση ότι συνεργάστηκα, μετά το πάθημα της Αιγύπτου, με τους ίδιους ανθρώπους που μ’ έβλαψαν τότε. Βλέπετε, την εποχή εκείνη, οι καλοί ηθοποιοί ήταν λίγοι, δεν βγαίναν ανεξέλεγκτες φουρνιές όπως τώρα).
Στο θίασό μου του “Περοκέ” έφερα από τη Θεσσαλονίκη και το εύρημά μου. Τον Κώστα Βουτσά, ο οποίος, φτάνοντας στην Αθήνα για τις πρόβες, μου εξομολογείται ότι δεν έχει χρήματα να συντηρηθεί έως ότου αρχίσουν οι παραστάσεις (τότε οι πρόβες δεν πληρωνόντουσαν ακόμα), όπως επίσης δεν είχε και κρεβάτι να κοιμηθεί στην καμαρούλα που είχε νοικιάσει. Τότε, του λέω ότι θα του δίνω εικοσιπέντε δραχμές την ημέρα (το ημερομίσθιό του ήταν πενήντα δραχμές), αλλά τον παρακαλώ να μην το πει πουθενά, γιατί θα ξεσηκωθούν όλα τα θέατρα εναντίον μου, γιατί κανένας μέχρι τότε δεν πλήρωνε τις πρόβες, διότι δεν είχαν κατοχυρωθεί δια νόμου, κι έτσι θα ήταν μια “κακή” αρχή η ριζοσπαστική αυτή ενέργειά μου και θα στρεφόντουσαν όλοι οι επιχειρηματίες εναντίον μου. Έτσι κι έγινε. Του έδωσα κι ένα κρεβάτι μ’ ένα στρώμα, και προχωρήσαμε κανονικά στις πρόβες μέχρι την πρεμιέρα της επιθεώρησης Πάρε κόσμε.
Κατά τη διάρκεια των δοκιμών με βρίσκει ο Χατζηχρήστος και με παρακαλεί να πάρω για το μπαλέτο μια κοπελίτσα, που για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να την έχει στο θίασό του, λόγω του ότι ήταν παντρεμένος ακόμη με την Ντιριντάουα. Του λέω “εντάξει, φέρε μού την”. Και πράγματι, την άλλη μέρα έρχεται μια πάρα πολύ ωραία μελαχρινή κοπέλα, με ωραιότατο σώμα, που δεν ήταν άλλη απ’ τη Μάρθα Καραγιάννη. (Τελείως άσημη τότε.) Την εποχή εκείνη, για να παίξει κανείς στο θέατρο, έπρεπε να έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού. Δηλαδή, να περάσει απ’ την ειδική επιτροπή του υπουργείου Παιδείας, στην οποία συμμετείχαν ανώτεροι υπάλληλοι του υπουργείου και ορισμένες προσωπικότητες του θεάτρου. Εάν σε ενέκριναν, έπαιρνες την άδεια και μπορούσες πλέον να εργαστείς ελεύθερα στο θέατρο· εάν σε απέρριπταν, μπορούσες να εργαστείς μόνο ως βωβό πρόσωπο ή χορευτής. Μια λέξη όμως δεν είχες δικαίωμα να πεις. Έτσι, παραμονές πρεμιέρας, έχω στο θίασό μου τους μαθητευόμενους ηθοποιούς Μάρθθα Καραγιάννη, Τάσο Γιαννόπουλο, Σούλη Σαμπάχ και Μποζώνη. Καλώ, λοιπόν, την επιτροπή αδείας να δώσουν εξετάσεις για να μπορέσουμε να κάνουμε πρεμιέρα. Αν θυμάμαι καλά, στην επιτροπή ήταν πρόεδρος ο κύριος Κουρνούτος, η Έλλη Λαμπέτη, ο Βαμβάκης και δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι, όλοι γνωστοί και φίλοι. Και έτσι, τους παρακάλεσα ιδιαιτέρως, αν δούνε ότι με κάποιον απ’ τους πιο πάνω κάτι δεν πάει καλά, να μην τον σταματήσουν και να δώσουν σε όλους την άδεια ασκήσεως, γιατί δεν θα μπορούσα να κάνω πρεμιέρα αν μου έκοβαν έστω κι έναν. Κι έτσι, πέρασαν όλοι και πήραν τις κανονικές άδειές τους.
Η Καλή Καλό ως Ιουλιέτα σε επιθεώρηση στο θέατρο Παπαϊωάννου το 1952
Με την ευκαιρία, πρέπει ν’ αναφερθώ σε κάτι πολύ αστείο σχετικό με την άδεια, που συνέβη σε μένα προσωπικά στο θέατρο “Σαμαρτζή”. Όπως έχω ήδη γράψει, απ’ την κοιλιά τής μάνας μου είμαι στο θέατρο. Κι επειδή στα παιδικά χρόνια δεν μου δίναν –λόγω ηλικίας– άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, μου είχαν δώσει αυτήν την πρόχειρη της χορεύτριας. Εγώ όμως πια είχα μεγαλώσει, ήμουνα φίρμα αθηναϊκών θιάσων. Κι ένα πρωί, όπως κάναμε πρόβα στο θέατρο “Σαμαρτζή” με το θίασο Καλουτά κ.λπ., σύμπραξη Καλής Καλό, μπαίνει μέσα ο αξέχαστος κλητήρας της αδείας ονόματι Βεράρδος (οι παλαιότεροι πρέπει να τον θυμούνται), με σταματάει και μου φωνάζει: “Ε, Καλάκι, κατέβα κι έλα μαζί μου να πάμε στο Rex, όπου σε περιμένει η επιτροπή αδείας να δώσεις… εξετάσεις!” Τα ’χασα εγώ, γελάγανε οι συνάδελφοί μου και νόμιζα ότι αστειεύεται. “Έλα καλέ κύριε Βεράρδε”, του λέω, “αστεία μου λες! Κοτζαμάν γαϊδούρα, τώρα θα δώσω εξετάσεις; Πλάκα μού κάνεις!” “Άντε, κατέβα απ’ τη σκηνή να πάμε γιατί σε περιμένουν η Κοτοπούλη και οι άλλοι”. “Σοβαρολογείς;”, του λέω. “Βεβαίως”, μου λέει, “μάζεψ ’τα και πάμε. Θα τελειώσεις γρήγορα”. Και ο Κρίτας ξερός! “Βρε Καλάκι, δεν έχεις άδεια;;” Με πήραν στο ψιλό όλοι.
Τι να κάνω; Παίρνουμε ένα ταξί με τον μπαρμπα-Βεράρδο και πάμε στο Rex. Μπαίνοντας στην πλατεία του Rex, βλέπω την επιτροπή – Κοτοπούλη, Μυράτ, Χέλμης, Βαμβάκης και άλλοι του υπουργείου… Λέω στην Κοτοπούλη, γελώντας: “Κυρία Μαρίκα, στ’ αλήθεια πρέπει να δώσω εξετάσεις;” “Βεβαίως”, μου λέει εκείνη, “τώρα ενηλικιώθηκες!” “Μα, κύριε Μυράτ, κύριε Χέλμη”, λέω εγώ, “αφού με ξέρετε από μωρό στο θέατρο, δεν είμαι ηθοποιός;” Τότε, μου λένε: “Το τυπικό, παιδί μου, το τυπικό μέρος”. Και η αθυρόστομη Κοτοπούλη: “Άντε, βρε κωλόπαιδο, που με κατούραγες. Ανέβα επάνω να μας πεις κάτι για να σε… εγκρίνουμε!” Όλα αυτά μου φαινόντουσαν παρανοϊκά και γελοία. Όμως το τυπικό, παιδί μου, το τυπικό! Ανέβηκα στη σκηνή. Ξεκαρδισμένη στα γέλια όλη η επιτροπή από κάτω. Τους ρωτάω: “Τι θέλετε να σας πω; Το Λούβαρο;” “Άντε, ξεκίνα και μη μας καθυστερείς!”
Αρχίζω και λέω μια παρλάτα και μετά το πρώτο τετράστιχο σταματάω και τους λέω: “Εντάξει, τώρα φτάνει;” Τότε, εν χορώ όλοι, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, αρχίζουν την πλάκα τους: “Κι άλλο, κι άλλο! Όλο, όλο, πεσ’ το μας όλο!”, ώσπου, στη μέση πια της παρλάτας έχουμε πεθάνει όλοι στα γέλια και δίνω έναν πήδο, κατεβαίνω στην πλατεία, “αρκετά”, τους λέω, “με περιμένουν για πρόβα στου ‘Σαμαρτζή’, σας ευχαριστώ ΄πολους για την πλάκα που μου κάνατε, τουλάχιστον την πήρα τη ρημάδα την άδεια;” Εν χορώ όλοι, “την πήρες, την πήρες”, και η Κοτοπούλη: “Παιδάκι μου, εσύ την είχες πάρει την άδεια από τον καιρό που σ’ έπιασα στην αγκαλιά μου! Άντε τρέχα στην πρόβα σου τώρα, μη σε περιμένουνε”. Τα πράγματα ήταν αυστηρά τότε. Σκεφτείτε ότι τον Ντίνο Ηλιόπουλο τον είχε απορρίψει η επιτροπή αδείας δυο φορές και την Έλλη Λαμπέτη μια! Τώρα… άσ’ τα να πάνε! Όμως η μεγάλη Μαρίκα με τον άνδρα της Χέλμη ερχόντουσαν τακτικά στα θέατρα που δούλευα και πολλές φορές τα μεσημέρια μ’ έπαιρναν για φαγητό στου εωνίδα” στη Βαρυμπόμπη.
Κι ερχόμαστε στο θίασό μου τού “Περοκέ”. Είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι βγάζοντας καινούργιους ανθρώπους στο ελληνικό θέατρο, ο κόσμος θα το χαιρότανε και θα το υποστήριζε. Όμως φαίνεται ότι από τότε το κοινό προτιμούσε τις μεγάλες φίρμες. Κι έτσι, ενώ ο Χατζηχρήστος, στο θέατρο “Ριάλτο” (Κυψέλης), έκανε τον τεράστιο θίασο με Ντιριντάουα, Λειβαδίτη, Ρένα Ντορ Λίντα Άλμα – Φλερύ, κ.λπ., και απ’ την άλλη μεριά “Βέμπο” – “Σαμαρτζή” με μεγάλες φίρμες κι εκείνοι, βρέθηκα εγώ, η ονειροπόλα, γυμνή από θίασο μπροστά σ’ αυτούς τους γίγαντες, με μοναδικούς πρωταγωνιστές – εκτός του Τάκη Μηλιάδη και της Σοφίας Βερώνη – τους νεόφερτους Βουτσά – Καραγιάννη – Σαμπάχ – Γιαννόπουλο – Μποζώνη – Φέρμη, και τον πάντα πιστό μου Γιάννη Στεφάνου κ.λπ., που ήταν εντελώς άγνωστοι τότε στο κοινό της Αθήνας. Μεταξύ άλλων σκετς υπήρχε ένα κουαρτέτο που ήταν το πιο σουξάτο νούμερο της επιθεώρησης. Σατιρίζαμε “Τ’ αφρικάνικα μπαλέτα” που μόλις είχαν έρθει στην Ελλάδα, κι έτσι έβγαιναν σαν μπαλαρίνες Αφρικάνες, βαμμένοι, βέβαια, ολόμαυροι οι: Φέρμης – Στεφάνου – Βουτσάς – Μποζώνης!
Η Σοφία Βερώνη, με την πείρα της, είδε αμέσως ότι το νούμερο αυτό θα είχε πολύ σουξέ. (Όπως και είχε.) Έτσι, στην πρόβα τζενεράλε, τη βλέπουμε, ξαφνικά ντυμένη και βαμμένη Αφρικάνα να μπαίνει μες στο νούμερο, το οποίο από κουαρτέτο έγινε κουιντέτο. Έπεσε πολύ γέλιο από εμάς, όπως καταλαβαίνετε. Πραγματικά, όμως, βγήκε το ατού της επιθεώρησης. Η πρεμιέρα της επιθεώρησης Πάρε κόσμε, των Ναπολέοντα Ελευθερίου και Ηλία Λυμπερόπουλου, με μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη (είχα πάρει ως ατραξιόν και τον Γιώργο Μητσάκη, αυτόν τον καταπληκτικό μουσικό και άνθρωπο), υπήρξε θριαμβευτική. Δεκάδες περιστέρια, λουλούδια κ.λπ.!
Πραγματικά, ήτανε μια πάρα πολύ καλή σε κείμενα και εκτέλεση παράσταση. Την πρώτη βδομάδα πήγα πολύ καλά εισπρακτικώς. Όμως, τα ζόρια άρχισαν όταν κάναν πρεμιέρα και τ’ άλλα θέατρα. Σιγά-σιγά το κοινό στις παραστάσεις άρχισε ν’ αραιώνει και να τραβιέται στα θέατρα με τις φίρμες. Έτσι άρχισε η κατάρρευση η οικονομική. Δεν ήξερα πια τι να κάνω… Και με συμβούλευσαν οι άλλοι (λίαν κακώς που τους άκουσα) ν’ αλλάξω έργο. Απ’ την αρχή, πρόβες-σκηνικά-κ0στούμια-διαφημίσεις, κι ένα σωρό άλλα έξοδα. Εν τω μεταξύ ο Λυμπερόπουλος, ψιλοερωτευμένος μαζί μου, μού γράφει το ωραιότατο τραγούδι “Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω…”, το οποίο, τελικά έγινε σουξέ μετά από τριάντα χρόνια!
Τέλος πάντων, αποφασίζω ν’ αλλάξω έργο, κι ανεβάζω ένα τρίπτυχο των Σακελλάριου -Γιαννακόπουλου. Είπαμε να φέρουμε και μια τραγουδίστρια ακόμα, εκτός της Σαμπάχ, για να ενισχύσουμε το πρόγραμμα… Μαθαίνω ότι στο “Γκρην Παρκ” τραγουδούσε μια πολύ όμορφη κοπέλα μ’ εξαιρετική φωνή. Στέλνω και τη φέρνουνε για να τη δοκιμάσει ο Θεοφανίδης στο πιάνο. Αφού τραγούδησε ένα-δυο τραγούδια, ο Σακελλάριος, ο Γιαννακόπουλος κι εγώ τρελαθήκαμε με τη φωνή της και με τη σκηνική παρουσία της. Ήταν καταπληκτική! Δεν ξέρω για ποιους λόγους, ο μαέστρος Θεοφανίδης την απέρριψε… Αυτή η κοπέλα δεν ήταν άλλη από την εκπληκτική Νάντια Κωνσταντοπούλου που τότε, μόλις, είχε πρωτοβγεί. Την κυρία αυτή –γιατί, πράγματι, πρόκειται για μεγάλη Κυρία του τραγουδιού– τη θαύμαζα και τη θαυμάζω πάντα σαν τραγουδίστρια, στιχουργό και σύζυγο του αείμνηστου φίλου μου και μεγάλου μουσικού Τάκη Μωράκη. Στα μάτια μου, ήταν το ιδανικό ζευγάρι.
Για να ενισχύσω δε το καινούργιο έργο, φέρνω και την παγκοσμίου φήμης στριπτιζέζ Dodo d’Hamburg, η οποία ήταν μια κοπελάρα μέχρι εκεί πάνω, με καταπληκτικό σώμα και ομορφιά. Το νούμερο του στριπτίζ που έκανε ήταν το μοναδικό στην Ευρώπη τότε. Στην πρεμιέρα, λοιπόν, περιμένουμε αποθέωση. Αντ’ αυτού, πληρωμένοι μπράβοι του Μπουρνέλλη μας γιουχάισαν. Δεν ξέραμε πού να σταθούμε. Βγαίνει η Σαμπάχ να τραγουδήσει και της φωνάζανε “σύκα…”. Μπαίνει μέσα η Σούλη, μ’ απορημένες τις ματάρες της, και μας λέει: “Καλέ, με είπανε συκιά, γιατί;” Σ’ άλλη στιγμή βγαίνει στη σκηνή ο Δημήτρης Νικολαΐδης – άντρας της τότε – που ήταν ντυμένος σε στυλ παλιού αξιωματικού με μια τεράστια σπάθα στο πλευρό του . Οπόταν, αρχίζει η γαλαρία να χειροκροτεί και να φωνάζει “ο Ομέρ Βρυώνης έφτασε!”. Μέσα σ’ όλη αυτήν την κωμικοτραγική ατμόσφαιρα συνεχίστηκαν οι παραστάσεις, παρόλο που ορισμένες εφημερίδες χτύπαγαν το έργο μου ότι ήταν… ανήθικο λόγω στριπτιζέζ…
- Καλή Καλό: Όσα δεν πήρε ο άνεμος. Η αυτοβιογραφία μιας θεατρίνας. Εκδόσεις Άγρα. 1998.
______________________________________
Η Καλλιόπη Δαμβέργη, γνωστή με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Καλή Καλό, γεννήθηκε στην Αθήνα (στις 20 Δεκεμβρίου του 1926), αλλά όλη η καταγωγή της είναι από το Ρέθυμνο. Μητέρα της ήταν η Χρύσα, κόρη του στρατηγού Γ. Καλοχριστιανάκη, υπασπιστή του Βενιζέλου, επίσης ηθοποιός και μια χειραφετημένη για την εποχή γυναίκα. Πατέρας της ήταν ο Νίκος Δαμβέργης, της οικογένειας των φαρμακοβιομηχάνων.
Η πρώτη παρουσία της Καλής σε θεατρική παράσταση ήταν σε ηλικία μόλις τριών ετών, στη Δασκαλίτσα του Ντάριο Νικκοντέμι, μετά από απόφαση της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο θέατρο της οποίας έπαιζε η μητέρα της. Ο πρώτος πραγματικός της ρόλος όμως ήταν σε ηλικία 5 ετών, ειδικά γραμμένος για αυτή από τον Σπύρο Μελά στο έργο του Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται, όπου σημείωσε εξαιρετική επιτυχία παίζοντας δίπλα στον Βασίλη Λογοθετίδη και στο ζεύγος Μουσούρη στο θέατρο «Αλίκη». Τόση ήταν η επιτυχία, ώστε ο Αττίκ έστειλε τον διευθυντή της «Μάντρας» του, Χρ. Δημητρόπουλο, να ζητήσει από τη μητέρα της συνεργασία. Και όταν αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της, εκείνος έγραψε της «Μπέμπας» τραγούδια και παρλάτες, τη δίδαξε ηθοποιία, της έδωσε το ψευδώνυμο «Καλή Καλό» και την εμφάνισε σε παραστάσεις του. Παράλληλα, μαθήτευε επί πολλά χρόνια στη σχολή κλασικού μπαλέτου του Βασιλικού (σήμερα Εθνικού) Θεάτρου και άλλες. Σχηματιζόταν έτσι μια εικόνα της ως παιδιού-θαύματος, κάτι σαν τη Σίρλεϊ Τεμπλ της Ελλάδας, ωστόσο το διαζύγιο της μητέρας της και ο πόλεμος με την Κατοχή διέκοψαν αυτή την εξέλιξη, καθώς μητέρα και κόρη άρχισαν να περιοδεύουν με «μπουλούκια» στην επαρχία για την επιβίωσή τους. Η μεταπολεμική ένταξή της στο ΚΚΕ οδήγησε στη σύλληψή της το 1947 από το θέατρο, ενώ εμφανιζόταν στην επιθεώρηση «Το παρδαλό κατσίκι», και στον εκτοπισμό της επί εξάμηνο στην Ικαρία.
Μετά την επιστροφή από την εξορία, που συμπίπτει με την ενηλικίωσή της, η Καλή Καλό δημιούργησε τον δικό της θίασο (1950) και ερμήνευσε ρόλους σε όλα τα είδη του θεάτρου, δηλαδή βαριετέ, επιθεώρηση, οπερέτα, ελεύθερο θέατρο, και πρόζα. Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Μινωτή, Κυβέλη, Μιράντα Μυράτ, Κατράκη, Τραϊφόρο, Χριστόφορο Νέζερ, Αυλωνίτη, Μαυρέα, Κοκκίνη, Σταυρίδη, Καλουτά, Ρένα Ντορ και Ρένα Βλαχοπούλου. Επίσης πρωταγωνίστησε στο Εθνικό Θέατρο και στο ΚΘΒΕ, παίζοντας έργα των Μπρεχτ, Πιραντέλλο και άλλων. Το γεγονός ωστόσο ότι δεν την ενδιέφερε ο κινηματογράφος, κι έτσι έπαιξε μόνο σε 4 κινηματογραφικές ταινίες, συνετέλεσε στο να είναι σχεδόν άγνωστη στις νεότερες γενεές. Στο τέλος της σταδιοδρομίας της εμφανίσθηκε και σε λίγες τηλεοπτικές σειρές.
Εκτός από τη θεατρική της σταδιοδρομία, η Καλό έμαθε μόνη της ξένες γλώσσες και ακολούθησε πανεπιστημιακές σπουδές στην παιδοψυχολογία στη Λωζάνη, και πιο συγκεκριμένα στα συστήματα των Μοντεσσόρι, Ντεκρολύ και Πεσταλότσι. Είναι, μάλιστα, δημιουργός των «Πρότυπων Εκπαιδευτηρίων Καλής Δαμβέργη».
Το 1998 η Καλή Καλό δημοσίευσε την αυτοβιογραφία της, με τον τίτλο Όσα δεν πήρε ο άνεμος και υπότιτλο «Η αυτοβιογραφία μιας θεατρίνας» (εκδ. Άγρα, 275 σελ.). Το βιβλίο αναμνήσεων με τίτλο Περίπατος ψυχής στην Αθήνα του κάποτε… του τώρα… του τότε… (Εκδ. Οίκος Α.Α. Λιβάνη, 95 σελ.) κυκλοφόρησε το 2011.
Η ηθοποιός πραγματοποίησε τρεις γάμους: Τον πρώτο ανήλικη, το 1945, με τον φοιτητή τότε της Σχολής Ικάρων Γιώργο Μαμαλάκη, που σκοτώθηκε ένα έτος αργότερα, προτού γεννηθεί η κόρη τους Γιούλη. Το 1957 παντρεύτηκε τον Δημήτρη Βαλμά, τον οποίο είχε γνωρίσει σε περιοδεία στη Σύρο, και με τον οποίο έζησαν στη Θεσσαλονίκη (το εκεί «Στρατιωτικό Θέατρο» τώρα φέρει το όνομά της). Τέλος, από το 1959 έως το 1979 ήταν παντρεμένη με τον πλοίαρχο Κώστα Καρανικόλα, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Χρήστο. Αλλά σε ηλικία 13 ετών ο Χρήστος τραυματίσθηκε σοβαρά από έκρηξη σε πείραμα χημείας και, παρά το ότι η μητέρα του ξόδεψε όλη της την περιουσία για να θεραπευθεί, απεβίωσε το 1988, σε ηλικία 27 ετών. Για χρόνια μετά την απώλεια του γιου της, η ηθοποιός είχε αποτραβηχτεί στην Αστυπάλαια.
Από τις προσωπικότητες που την «κράτησαν στα γόνατά τους» μωρό (Κώστας Βάρναλης, Γεώργιος Παππάς, Λιλή Ιακωβίδου, Βεάκης, Λουντέμης, Παντελής Χορν κ.ά.), η Καλή Καλό διατήρησε στενή γνωριμία και φιλία με τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο μέχρι τον θάνατό του.
- Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: www.lifo.gr
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024