Ο Σαίξπηρ και ο σύγχρονος κόσμος

Ο Σαίξπηρ και ο σύγχρονος κόσμος

Μοιράσου το!

WOLFGANG CLEMEN

ΟΛΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ξέρουμε ότι οι μεγάλοι ποιητές μπορούν να διαβάζονται και να κατανοούνται από κάθε εποχή και κάθε γενιά, ότι συνεχώς ανακαλύπτονται καινούργιες πλευρές του έργου τους, και ότι βρίσκουν απήχηση σε κάθε γενιά μ’ έναν καινούργιο και διαφορετικό τρόπο. Ωστόσο η διαπίστωση αυτή γεννά το ερώτημα αν η κατανόηση και ερμηνεία του Σαίξπηρ σε κάθε καινούργια γενιά είναι αντικαθρέφτισμα των ενδιαφερόντων και των συγχρόνων προβλημάτων αυτής της γενιάς ή αντιπροσωπεύει μια γνήσια προώθηση της φιλολογικής έρευνας – μια καλύτερη, επειδή είναι πληρέστερη και πιο αντικειμενική, ενημέρωση. Η αλήθεια ίσως να βρίσκεται ανάμεσα στις δυο αυτές εκδοχές: γιατί η σημερινή μας γνώση και εκτίμηση του Σαίξπηρ επηρεάζεται όχι μόνο από ορισμένα δικά μας ενδιαφέροντα και προτιμήσεις αλλά και από όσα μας κληροδότησαν οι προηγούμενες γενιές. Πολλά απ’ αυτά που είδανε στον Σαίξπηρ ο δέκατος όγδοος αιώνας, η Ρομαντική περίοδος και οι τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα υιοθετήθηκαν από τη σημερινή κριτική και αποτελούν στοιχεία των εφοδίων μας για την προσέγγιση των έργων του. Έτσι μια ανάλυση της επιρροής του Σαίξπηρ στον σύγχρονο κόσμο θα έπρεπε να τονίζει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε νέες και χαρακτηριστικές αντιδράσεις του σημερινού κοινού στα Σαιξπηρικά έργα και στις βασικές τάσεις της σύγχρονης Σαιξπηρικής κριτικής, ιδωμένες και τις δυο σε συνάρτηση με τα τυπικά προβλήματα και ενδιαφέροντα της δικής μας γενιάς.

Αν θελήσουμε να προχωρήσουμε σε μια τέτοια ανάλυση, θα βρεθούμε αμέσως αντιμέτωποι με τρία βασικά και διαφορετικά μεταξύ τους ερωτήματα. Το πρώτο είναι να δούμε ώς ποιο σημείο οι πλευρές του Σαίξπηρ, που οι σύγχρονοι κριτικοί θεωρούν άξιες ιδιαίτερης προσοχής, υπαγορεύτηκαν σ’ αυτούς από το είδος των προβλημάτων που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν στον σημερινό κόσμο. Θα είχαν άραγε προσέξει ή τονίσει αυτές τις πλευρές αν δεν ήταν ήδη ισχυρά παρούσες μέσα στη σκέψη μας; Το δεύτερο ερώτημα αφορά τις καινούργιες κριτικές μεθόδους ή τρόπους που εφαρμόζονται στην ερμηνεία του Σαίξπηρ. Ώς ποιο σημείο οι τρόποι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν αποτέλεσμα της αλλαγμένης μας ευαισθησίας, αντιπροσωπεύοντας μια καινούργια συνείδηση, ένα καινούργιο στάδιο αντίληψης; Το τρίτο θα ήταν ν’ αναρωτηθούμε ποια στοιχεία των Σαιξπηρικών έργων μπορούν σήμερα να ιδωθούν κάτω από ένα εντελώς διαφορετικό φως. Πολλές φορές τα τρία αυτά ερωτήματα έχουν στενότατη σχέση μεταξύ τους.

Ένα καλό παράδειγμα είναι η κατανόηση των χαρακτήρων στο Σαιξπηρικό δράμα. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι οι χαρακτήρες ενός δραματικού έργου δεν είναι διόλου ίδιοι με ζωντανά πρόσωπα και κατά συνέπεια δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με ψυχολογικά κριτήρια, ωστόσο η ερμηνεία των δραματικών χαρακτήρων βασίζεται, ώς ένα μεγάλο σημείο, στις απόψεις ή θεωρίες που έχει κάθε γενιά για τη φύση γενικά του ανθρώπινου χαρακτήρα. Ο δέκατος ένατος αιώνας σκόπευε σε μια εντελώς συγκεκριμένη εικόνα χαρακτήρων με ορισμένα αλάθητα γνωρίσματα, γνωρίσματα που θα φανερώνονταν μέσα τους μέσα από τις πράξεις ενός ανθρώπου και που ελάχιστα θ’ άλλαζαν στο διάστημα της ζωής του. Η εκλογικευμένη αυτή ιδέα του σταθερού χαρακτήρα με τα ευκολοκαθόριστα γνωρίσματα, απ’ όπου λογικά θα πήγαζαν όλες οι πράξεις ενός ανθρώπου, υπάρχει σε κάθε προσπάθεια ερμηνείας των Σαιξπηρικών χαρακτήρων στο διάστημα του δέκατου ένατου αιώνα και αργότερα. Αλλά η προσεχτικότερη παρακολούθηση της Σαιξπηρικής κριτικής του δέκατου ένατου αιώνα, δείχνει ότι σκοπός της κριτικής αυτής ήταν να επιβάλει μια συγκεκριμένη εικόνα των γνωρισμάτων του δραματικού ήρωα. Οι κριτικοί μοιάζουν σαν να είχαν επιστρατευθεί για να εφοδιάσουν τους χαρακτήρες με συνεπή κίνητρα για όλες τις πράξεις τους, ερμηνεύοντας λογικά τη συμπεριφορά τους και προτείνοντας λογικές συνδέσεις για τα μέρη των έργων που νόμιζαν ασύνδετα. Προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτό που έμοιαζε να είναι ο ψυχολογικός πυρήνας του χαρακτήρα και στη συμπεριφορά του. Η εκλογικευτική και ψυχολογική αυτή ερμηνεία των Σαιξπηρικών ηρώων, οδήγησε αναγκαστικά στην ανακάλυψη διαφόρων ανακολουθιών του ποιητή στη δημιουργία των χαρακτήρων του και γέννησε παράπονα για ανεπαρκή κίνητρα δράσης. Κάθε ασυμφωνία ανάμεσα στον χαρακτήρα του ήρωα και στις πράξεις του γινόταν αμέσως ύποπτη και χαρακτηριζόταν “αψυχολόγητη”. Και όταν οι κριτικοί, με τα κριτήριά τους, δεν μπορούσαν να βρουν ικανοποιητικά κίνητρα για τις πράξεις ενός χαρακτήρα, άρχιζαν να τ’ αποδίδουν όλα στα πρωτόγονα σκηνικά μέσα που είχε στη διάθεσή του ο Σαίξπηρ. Εκείνο, ωστόσο, που οι κριτικοί δεν λάβαιναν συχνά υπόψη τους, ήταν το γεγονός ότι αυτές τις δήθεν “ανακολουθίες” και ασυμφωνίες στους Σαιξπηρικούς χαρακτήρες δεν τις προσέχει διόλου ο απροκατάληπτος θεατής στο θέατρο: τις βλέπουν μόνο οι σχολαστικοί καθηγητές που περιεργάζονται με τα ερευνητικά γυαλιά τους το έργο στίχο με στίχο. Στις δυο δεκαετίες μετά τη “Σαιξπηρική Τραγωδία” του Bradley έγινε σιγά-σιγά φανερό ότι τα ψυχολογικά και ρεαλιστικά κριτήρια δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στους χαρακτήρες του Σαίξπηρ και ότι τα πρόσωπα ενός δραματικού έργου κινούνται σε σφαίρα διαφορετική από τη σφαίρα της πραγματικότητας. Όμως αυτό δεν σταμάτησε την αναζήτηση κινήτρων και η προσπάθεια της ανάλυσης των χαρακτήρων συνεχίστηκε. Έτσι, ορισμένες πλευρές των χαρακτήρων του Σαίξπηρ ή παρανοήθηκαν ή αγνοήθηκαν εντελώς.

ΩΣΤΟΣΟ, τα τελευταία τριάντα χρόνια η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά, γιατί στον καιρό μας αναπτύχθηκαν πολύ πιο περίπλοκες ιδέες για τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Και οι ιδέες αυτές μας ευκόλυναν να δεχτούμε τα βασικά εκείνα γνωρίσματα των χαρακτήρων του Σαίξπηρ που πριν παρερμηνεύαμε ή απορρίπταμε. Μαζί μ’ αυτό, μπορούν σε μας σήμερα να βρουν πολύ μεγαλύτερη απήχηση γιατί είναι τα ίδια ακριβώς προβλήματα που η σύγχρονη εμπειρία μας έχει κάμει οικεία. Σήμερα δεν πιστεύουμε ότι υπάρχουν σταθεροί και απόλυτα σταθεροί χαρακτήρες και ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι γεμάτος από εκπλήξεις και αντιφάσεις, από παράδοξα και απρόβλεπτα, κάτι το ανεξερεύνητο και το άπιαστο. Κατά συνέπεια όχι μόνο βλέπουμε με συμπάθεια τις πλευρές αυτές των χαρακτήρων του Σαίξπηρ αλλά νιώθουμε ότι παρακολουθούμε ένα φαινόμενο που το συναντούμε γύρω μας κάθε μέρα. Και κάθε μέρα το ανακαλύπτουμε σαν μια δυνατότητα και στον ίδιο τον εαυτό μας.

Δεν θα ήταν ίσως άσκοπο ν’ αναφερθούν εδώ συνοπτικά μερικά απ’ αυτά τα προβλήματα χαρακτήρων που βρίσκονται κοντά στη σημερινή μας αντίληψη για τον άνθρωπο. Ορισμένοι πρόσφατοι κριτικοί λένε ότι πολλοί από τους κύριους χαρακτήρες του Σαίξπηρ παρουσιάζουν αλληλοσυγκρουόμενες ιδέες και φανερώνουν αντιθέσεις. Δεν μιλούν μόνο για την ηθική συμπεριφορά τ ων χαρακτήρων, αλλά και για κάτι πιο περίπλοκο, για τις αντιφάσεις που υπάρχουν στη στάση, στα συναισθήματα και στη σκέψη τους. Επίσης οι καταστάσεις εσωτερικής αποτυχίας, απογοήτευσης και βαθύτερης αμηχανίας, που τόσο συχνά επανέρχονται στα έργα του Σαίξπηρ, όχι μόνο επισημαίνονται και αναλύονται πιο αποτελεσματικά από τους σημερινούς κριτικούς αλλά φαίνεται ότι βρίσκουν μεγαλύτερη ανταπόκριση στους σύγχρονους αναγνώστες και θεατές. Ιδιαίτερη εντύπωση μας κάνει το γεγονός ότι οι χαρακτήρες του Σαίξπηρ κοιτάζουν τον εαυτό τους σαν κάτι ξένο και άγνωστο, ρωτώντας τι είναι πραγματικά οι ίδιοι, ψάχνοντας για αιτίες ή κίνητρα χωρίς να βρίσκουν κανένα ή να μη βρίσκουν το σωστό – κάτι που μας είναι πολύ γνώριμο από τον Άμλετ, τον Μάκβεθ και τον Άντζελο. Είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τα πρόσωπα αυτά όπως είναι, είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε το μυστήριο, την αβεβαιότητα του ανθρώπινου χαρακτήρα. Και φυσικά είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε τη μάταιη προσπάθεια για λογικές αιτίες ή συνδετικούς κρίκους που λείπουν από την αλυσίδα. Η αλλαγή της κριτικής στάσης στην περίπτωση του Άμλετ είναι ενδεικτική: “Ο θρίαμβος του Σαίξπηρ είναι ότι κάνει τον ήρωά του να μη μπορεί να καταλάβει τον εαυτό του. Ο Άμλετ μας δίνει αρκετούς λόγους, αλλά καμιά αιτία. Η αιτία μένει άγνωστη και σ’ αυτόν και σε μας”. Αυτό λέει ο John Lawlor στο τελευταίο βιβλίο του: “Το Τραγικό Αίσθημα στον Σαίξπηρ”. Κάτι ανάλογο γράφει και ο L.C. Knights: “Η Αμλετική σκέψη, η Αμλετική συνείδηση, αποκαλύπτεται όχι μόνο στο επίπεδο του συγκεκριμένου κινήτρου αλλά στα σκοτεινά βάθη της. Και αποκαλύπτεται μέσα από την ποίηση”.

Έτσι ο σύγχρονος αναγνώστης και μελετητής είναι έτοιμος να συλλάβει το νόημα ενός χαρακτήρα κι ενός ολόκληρου έργου όχι μόνο από συγκεκριμένες φράσεις και αποσπάσματα, αλλά και με άλλα μέσα που δεν χρειάζεται ν’ αναφερθούν εδώ. Η ετοιμότητα αυτή, που την αποκτήσαμε χάρη στη σύγχρονη ποίηση και τη σύγχρονη κριτική, μας βοήθησε σημαντικά να φτάσουμε πιο κοντά στην αλήθεια. Και, τελικά, όχι μόνο “η εξέλιξη της φιλολογικής έρευνας”, οι πιο λεπτοί και περίπλοκοι τρόποι ερμηνείας, αλλά η διαφορετική συνείδηση του συγχρόνου ανθρώπου έφερε αυτή την αλλαγή στην κριτική στάση. Επίσης φαίνεται ότι σήμερα είμαστε περισσότερο έτοιμοι να δούμε την αλληλοσυνάρτηση, ουσιαστικά τη συγχώνευση, σκέψης και αίσθησης, ιδέας και συναισθήματος στους χαρακτήρες του Σαίξπηρ. Δεν χωρίζουμε πια τόσο εύκολα τη σκέψη από το συναίσθημα, γιατί ξέρουμε ότι ο διαχωρισμός αυτός των λειτουργιών του ανθρώπου σε λογική, υπόθεση, συμπέρασμα, αίσθηση, αντίληψη κλπ., είναι τεχνητός. Ο λόγος του Coleridge “να κρατάμε ζωντανή την καρδιά στο κεφάλι” υιοθετήθηκε απόλυτα από τη γενιά μας, άσχετα μάλιστα από τις ανακαλύψεις της σύγχρονης ψυχανάλυσης.

Η κατάσταση είναι ανάλογη και στη στάση του σύγχρονου αναγνώστη απέναντι στον τρόπο που ο Σαίξπηρ εκφράζει δραματικά ορισμένα θεμελιώδη προβλήματα, στον τρόπο που θέτει ερωτήματα και δίνει απαντήσεις μέσα στα έργα του. Πολλές φορές διάφοροι κριτικοί του δέκατου ένατου αιώνα προσπάθησαν να βρουν τι μπορεί να είχε σκεφτεί ο ίδιος ο Σαίξπηρ πάνω στο θέμα ή το πρόβλημα που φαινόταν ν’ αποτελεί την κεντρική ιδέα ενός συγκεκριμένου έργου του. Η προσπάθεια γινόταν με σκοπό να καθοριστεί η “κοσμοθεωρία” του Σαίξπηρ και να βγουν συμπεράσματα για τις “ιδέες και πεποιθήσεις” του από ορισμένα αποσπάσματα των έργων του. Αλλά με τον καιρό φάνηκε καθαρά ότι η προσπάθεια αυτή ήταν μάταιη. Γιατί τα αποσπάσματα που χρησιμοποιήθηκαν για να δείξουν τις πεποιθήσεις του Σαίξπηρ αποδείχτηκαν – όταν μελετήθηκαν πιο προσεχτικά και μέσα στα συμφραζόμενά τους – ότι δεν ήταν παρά εκφραστικοί τρόποι ορισμένων δραματικών χαρακτήρων σε ορισμένες στιγμές μέσα στην πορεία της δράσης. Αρκετές φορές οι εκφραστικοί αυτοί τρόποι υπαγορεύονταν από τις κρυφές προθέσεις αυτών των χαρακτήρων και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αποκαλύπτουν τις βαθύτερες πεποιθήσεις τους. Έτσι η προσπάθεια να βρεθούν οι προσωπικές ιδέες του Σαίξπηρ, να καθοριστεί μια δική του κλίμακα “αξιών”, δεν οδήγησε πουθενά τους κριτικούς και τους φιλολόγους. Η επιθυμία να ανακαλυφθεί η “φιλοσοφία ζωής” του Σαίξπηρ ίσως να μη σβήσει ποτέ, αλλά η σημερινή γενιά τείνει να δεχτεί ευκολότερα την άποψη ότι η “κοσμοθεωρία” του Σαίξπηρ είναι κάτι το αδιαπέραστο. Και, το σπουδαιότερο, βλέπει σαν δείγμα μεγαλείου την ικανότητα του δραματουργού να κρύβεται πίσω από τον πολύμορφο κόσμο των χαρακτήρων του και να δίνει υπόσταση και δραματική αλήθεια στις δικές τους απόψεις και αρχές παρά στις δικές του άγνωστες πεποιθήσεις. Η ικανότητα του Σαίξπηρ να μπαίνει στη σκέψη των χαρακτήρων του, να ταυτίζεται απόλυτα με τη στάση και τις γνώμες τους, να παρουσιάζει και ενός φαύλου τις απόψεις με απόλυτη αντικειμενικότητα και αμεροληψία, έχει από καιρό αναγνωριστεί σαν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματά του. Αλλά μόνο στον αιώνα μας έγινε καθαρά αντιληπτό ότι αυτή η “αρνητική ικανότητα” του Σαίξπηρ αποκλείει ώς ένα σημείο τη δραματική έκφραση μιας σταθερής και συγκεκριμένης “φιλοσοφίας ζωής” που θα μπορούσε με κάποια βεβαιότητα να χαρακτηριστεί αποκλειστικά δική του. Μ’ αυτό δεν θέλουμε να πούμε ότι δεν υπάρχουν, μέσα στο σύνολο του Σαιξπηρικού έργου, διαρκώς επανερχόμενες ιδέες, αρχές και στοιχεία που μας φαίνονται απόλυτα Σαιξπηρικά και που μπορούν –με κάθε επιφυλακτικότητα– να χρησιμεύσουν σαν δείκτες και οδηγοί για μια Σαιξπηρική εικόνα του κόσμου. Αλλά το τελικό μυστήριο για το τι πίστευε ο ίδιος ο Σαίξπηρ θα μείνει πάντα μυστήριο, πράγμα που το δέχεται ευκολότερα ο σημερινός αναγνώστης από τον αναγνώστη τού δέκατου ένατου αιώνα. Έχουμε πια αντιληφθεί ότι το μυστήριο αυτό συνδέεται στενά με την ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή του Σαίξπηρ στη σύγχρονη γενιά.

Το ίδιο σχεδόν ισχύει όχι μόνο για την “κοσμοθεωρία” του Σαίξπηρ γενικά, αλλά και για την “κοσμοθεωρία” ενός μόνο έργου. Οι παλαιότεροι κριτικοί είναι πιο αισιόδοξοι και πιο βέβαιοι για τον εαυτό τους όταν καθόριζαν όχι μόνο το πρόβλημα που έθετε ένα έργο αλλά και την απάντηση που δινόταν σ’ αυτό, όπως έβγαινε από την όλη δράση κι από σκόρπιες φράσεις των βασικών χαρακτήρων. Μια από τις μεγαλύτερες επιδιώξεις της Σαιξπηρικής κριτικής ήταν πραγματικά να διασαφηνίσει και να αναλύσει τα κύρια θέματα, στοιχεία και προβλήματα των χωριστών έργων, ιδιαίτερα των τραγωδιών. Αλλά με την πρόοδο που έγινε σ’ αυτόν τον τομέα, φάνηκε καθαρά ότι και η μικρότερη αυτή κριτική προσπάθεια να βρεθεί η “κοσμοθεωρία” ενός μόνο έργου ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.

ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ για παράδειγμα την περίπτωση του “Βασιλιά Ληρ”. Στο έργο αυτό επανειλημμένα τίθεται το πρόβλημα της δικαιοσύνης των θεών που μας οδηγεί σ’ ένα άλλο πρόβλημα, το πρόβλημα της “έσχατης δύναμης” που κυβερνά αυτόν τον κόσμο και κατευθύνει τις πράξεις των ανθρώπων. Τα προβλήματα αυτά δεν γεννιούνται μόνο από τη γενική εντύπωση του έργου και από την πορεία της δράσης: τα σκέφτονται και τα θέτουν οι ίδιοι οι χαρακτήρες. Ωστόσο, η απάντηση που δίνουν σ’ ένα τέτοιο θεμελιώδες πρόβλημα και οι αναφορές που κάνουν σ’ αυτό αντιφάσκουν σημαντικά μεταξύ τους. Φαίνεται λοιπόν ότι όσα λένε υπαγορεύονται από την ιδιοσυγκρασία τους, από τη στιγμή που μιλάνε και από τις κρυφές προθέσεις που μπορεί να έχουν στον νου τους. Έτσι, θα φτάναμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα αν θεωρούσαμε ότι καθεμιά από τις χωριστές αυτές στιγμές του έργου αποκαλύπτει τη βαθύτερη ιδέα της τραγωδίας. Ωστόσο, η εντύπωση που κάνουν τα σχετικά αποσπάσματα στο κοινό είναι μεγάλη, γιατί γεννούν τα ίδια ερωτήματα στη σκέψη του ακροατή ή του αναγνώστη: δημιουργούν τη διάθεση της εσωτερικής εκείνης ανησυχίας, της ερωτηματικής αναταραχής που είναι ένας από τους μεγαλύτερους συντελεστές της βαθιάς επιρροής του όλου έργου στη συνείδηση του κοινού. Χιλιάδες θεατές θα πρέπει να το είχαν νιώσει αυτό στο διάστημα του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα. Αλλά οι κριτικοί, αναζητώντας συγκεκριμένες απαντήσεις στα προβλήματα που έθετε το έργο, δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι η ιδιαίτερη αυτή εντύπωση ανήκε στο δραματουργικό μεγαλείο του Σαίξπηρ να θέτει ερωτήματα χωρίς ν’ απαντά σ’ αυτά, να μας κάνει να σκεφτόμαστε έντονα για ένα πρόβλημα που η λύση του μπορεί να μας διαφεύγει ή δύσκολα να την πλησιάζουμε, βρίσκει μεγαλύτερη ανταπόκριση στον σύγχρονο αναγνώστη ή θεατή και γίνεται δεκτή, στην ουσία μάλιστα θαυμάζεται, ευκολότερα σήμερα παρά στον δέκατο ένατο αιώνα. Ο τρόπος του Σαίξπηρ ν’ αφήνει το κοινό να βγάζει δικά του συμπεράσματα και να διαμορφώνει δικές του απόψεις προϋποθέτει και απαιτεί μια πιο δραστήρια συμμετοχή του θεατή και του αναγνώστη. Είναι κάτι ανάλογο μ’ αυτό που κάνουν η σύγχρονη ποίηση και η σύγχρονη ζωγραφική στο σημερινό κοινό. Το ανοιχτό ερώτημα, το άλυτο πρόβλημα, το αναπάντητο θέμα και η ποτέ φανερή και ξέσκεπη ιδέα είναι από τα ισχυρότερα κίνητρα και στοιχεία στην πλατιά περιοχή της σύγχρονης τέχνης.

Ο “Βασιλιάς Ληρ” αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της ικανότητας του Σαίξπηρ να δίνει δραματική έκφραση σε βασικά θέματα που βρίσκουν άμεση απήχηση στο σύγχρονο κοινό. Γιατί στον “Ληρ” ο Σαίξπηρ δεν παίρνει καμιά από τις πατροπαράδοτες ηθικές ή θρησκευτικές αξίες για να τις χρησιμοποιήσει, θετικά ή αρνητικά, σαν βασικό υπόστρωμα για τη δράση και τις ιδέες των χαρακτήρων του. Αντίθετα, όλες τις συνηθισμένες αυτές αξίες τις αμφισβητεί: στις μεγάλες σκηνές του δάσους νιώθουμε ότι τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης γκρεμίζονται και ότι η βαθύτερη ουσία της φύσης του ανθρώπου κλονίζεται και κινδυνεύει. Ωστόσο το έργο προχωρεί σε θετικότερες καταστάσεις που προβάλλουν θαμπά στον ορίζοντα όταν φτάνουμε στην τέταρτη και πέμπτη πράξη. Αλλά οι θετικές αυτές καταστάσεις, που ο L.C. Knights τις θεωρεί “θεμελιώδεις Χριστιανικές αξίες”, πραγματοποιούνται, όπως λέει πάλι ο Knights, “με βαθιά ατομική αναζήτηση: το έργο δεν τις προϋποθέτει, δεν προϋποθέτει τίποτε εκτός από τη Φύση και τις φυσικές δυνάμεις και πάθη”. Η σημερινή γενιά συμμερίζεται τις αμφιβολίες που υπάρχουν στον “Βασιλιά Ληρ” για τις πατροπαράδοτες αξίες, και η “βαθιά ατομική αναζήτηση” τής φαίνεται ένας πειστικότερος και καλύτερος τρόπος για μια καινούργια βεβαιότητα και μια καινούργια πίστη. Και, ακόμη, ο απέραντος πόνος και το οδυνηρό γκρέμισμα των παλιών δοξασιών και ψευδαισθήσεων, που στον “Ληρ”συνδέονται αναγκαστικά με τον τελικό αυτό σκοπό, μπορούν, για ένα σύγχρονο κοινό, να έχουν περισσότερο νόημα απ’ όσο θα είχαν για παλαιότερες γενιές. Σήμερα είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε τη σημασία εκείνων μόνο των αξιών που, μέσα στη χοάνη μιας σκληρής βασανιστικής εμπειρίας και ενός έσχατου κινδύνου, φάνηκαν ότι μπορούν να επιζήσουν.

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ της ζωής, οι όψεις της ανθρώπινης φύσης και οι περιπέτειες του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, όπως παρουσιάζονται στα έργα του Σαίξπηρ, είναι αμέτρητες και καλύπτουν ένα πολύ εκτεταμένο πεδίο ανθρώπινης εμπειρίας. Οι περισσότερες άλλωστε από τις όψεις αυτές είναι τα αιώνια θέματα της ζωής, που βρίσκουν ανταπόκριση σε κάθε γενιά. Φαίνεται όμως ότι μερικά από τα αιώνια αυτά θέματα βρίσκουν ισχυρότερη ανταπόκριση στον καιρό μας παρά στον δέκατο ένατο αιώνα. Έτσι η προσοχή που δόθηκε τα τελευταία χρόνια από τους κριτικούς στο θέμα φαινομένου και πραγματικότητας, όπως παρουσιάζεται στον Σαίξπηρ, φαίνεται ν’ αντικαθρεφτίζει την ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της αντίθεσης αυτής από τον σύγχρονο κόσμο. Δεν θέλουμε μ’ αυτό να πούμε ότι η γενιά μας ήταν η πρώτη που ανακάλυψε ότι ο άνθρωπος εξαπατά τον εαυτό του και συνεχώς εξαπατάται, ότι ο κόσμος μας είναι γεμάτος από ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, και ότι όλοι μας φορούμε μια μάσκα. Αλλά η νεότερη ψυχολογία και το σκληρό ερευνητικό μάτι των συγχρόνων μυθιστοριογράφων μπορεί να έκαναν πιο κοφτερή την ικανότητά μας να διακρίνουμε τις πολύπλευρες και κρυφές αντιθέσεις ανάμεσα στη φανερή συμπεριφορά και στη βαθύτερη πρόθεση, ανάμεσα σ’ αυτό που ακούμε και στα πραγματικά του κίνητρα. Και μ’ όλο που ο πολιτισμός μας έχει δηλητηριαστεί από απατηλά συνθήματα και ισχυρισμούς, κι έχει αναπτύξει ένα ολόκληρο σύστημα εξαπάτησης και παραπλανητικής παρουσίασης των “φαινομένων” στη θέση της “πραγματικότητας”, εκείνοι που σήμερα ενδιαφέρονται για την τέχνη και τη λογοτεχνία και ανήκουν στη δική μας “γενιά του σκεπτικισμού” είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να βλέπουν “κάτω από την επιφάνεια”, να ψάχνουν για τη γυμνή και απροσποίητη αλήθεια, να αποφεύγουν τις ρομαντικές αυταπάτες και να βρίσκουν την πραγματικότητα. Η αυταπάτη του ανθρώπου, η μεγάλη του δυσκολία να ξεχωρίσει και να δει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, η ευκολία του ατόμου ή της ανθρωπότητας να εξαπατάται από τα φαινόμενα ή και να ικανοποιείται απ’ αυτά – όλα τούτα αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για όποιον προσπαθεί να βρει το δρόμο του “ανάμεσα στ’ αγκάθια και στους κινδύνους του κόσμου”. Έτσι η πολύπλευρη εικόνα της αντίθεσης αυτής ανάμεσα στα φαινόμενα και στην πραγματικότητα, όπως την παρουσιάζει ο Σαίξπηρ σε πολλές δραματικές καταστάσεις του και στον τρόπο που διαμορφώνει τους χαρακτήρες του και χειρίζεται την πλοκή και τα θέματά του, μπορεί να ιδωθεί και να κατανοηθεί με μεγάλη συμπάθεια από ένα καλλιεργημένο σύγχρονο κοινό.

Εδώ θα πρέπει ν’ αναφερθεί ένα άλλο στοιχείο των έργων του Σαίξπηρ που βρίσκει επίσης απήχηση στη σημερινή γενιά. Είναι το στοιχείο της ειρωνείας ;και του διφορούμενου, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενός φανερού ή “εξωτερικού” νοήματος σε αντίθεση μ’ ένα κρυφό εσωτερικό νόημα, ή μια διαφορά ανάμεσα σε συνειδητή και ασυναίσθητη διατύπωση. Η ειρωνεία και το διφορούμενο σχετίζονται στενά με το καθολικό και περιεκτικό θέμα φαινομένου και πραγματικότητας, και πρέπει να μελετηθούν μέσα στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο. Η ανακάλυψη της ειρωνείας και του διφορούμενου στα έργα του Σαίξπηρ δείχνει πόσο μπορεί πολλές φορές να παρεξηγηθεί ο “μοντερνισμός” του Σαίξπηρ. Γιατί μ’ όλο που η ευκολία του σύγχρονου αναγνώστη να κατανοεί ένα κείμενο “σε πολλά επίπεδα” και η ικανότητά του να βρίσκει σε λέξεις και φράσεις περισσότερα νοήματα οδήγησαν αναμφισβήτητα στην ανακάλυψη διαφόρων λεπτών αποχρώσεων που έμεναν ώς τώρα άγνωστες και μας βοήθησαν έτσι να καταλάβουμε πολλά από τα Σαιξπηρικά λογοπαίγνια -ωστόσο η αναζήτηση ειρωνικών και διφορούμενων στιγμών στα κείμενα του Σαίξπηρ φαίνεται ότι συχνά φτάνει στην υπερβολή. Γιατί μπορεί, έπειτα από δυο ή τρεις γενιές, το σημερινό ενδιαφέρον των κριτικών για την ειρωνεία και το διφορούμενο στη γλώσσα του Σαίξπηρ, όσο κι αν είναι δικαιολογημένο όταν εφαρμόζεται στη σύγχρονη ποίηση, να θεωρηθεί υπερβολή και ιδιοτροπία της γενιάς μας.

Από την άλλη μεριά, η έμφαση που δίνεται στην ειρωνεία και στο διφορούμενο σχετίζεται με τη σύγχρονη αντίληψη της ποιητικής υφής των έργων του Σαίξπηρ, όπου μεγάλο ρόλο παίζει και η εικονοπλαστική του δύναμη. Η ανανέωση του ποιητικού θεάτρου στην εποχή μας από τον T.S. Eliot, το Christopher Fry και τους δραματουργούς της “Ιρλανδικής Αναβίωσης”, δεν θα ήταν ίσως δυνατή χωρίς την επανεκτίμηση του δραματικού ρόλου της ποίησης στα Ελισαβετιανά έργα, χωρίς την αναγνώριση ότι το ποιητικό θέατρο έχει δραματικές δυνατότητες που μπορούν να φτάσουν μακρύτερα και να επηρεάσουν βαθύτερα από τη γλώσσα και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιεί το πεζό θέατρο. Οι εσφαλμένες γνώμες για την υπεροχή του πεζού θεάτρου (ότι είναι λιγότερο “τεχνητό”, περισσότερο φυσικό” και γι’ αυτό περισσότερο “δεκτό”) αναθεωρήθηκαν και τελικά αντικαταστάθηκαν από μια νέα αξιολόγηση του ποιητικού θεάτρου και κατά συνέπεια από μια νέα κατανόηση των ειδικών στοιχείων του. Οι φράσεις του Eliot ότι “η ανθρώπινη ψυχή, σε στιγμές έντονης συγκίνησης, προσπαθεί να εκφράζεται σε στίχο” και ότι “αν θελήσουμε να φτάσουμε το αιώνιο και το οικουμενικό θ’ αρχίσουμε να εκφραζόμαστε σε στίχο”, όσο παράξενες και επαναστατικές μπορεί να φαίνονταν στα 1928, έγιναν από τότε σπουδαίοι συντελεστές της εκπληκτικής και έντονης ανταπόκρισης του σύγχρονου κοινού στην ποίηση των δραματικών έργων του Σαίξπηρ. Η αισθητική τοποθέτηση της ποίησης αυτής από τη Ρομαντική εποχή, αντικαταστάθηκε στον καιρό μας από ένα καινούργιο αίσθημα για τη δραματική της ποιότητα, για την ανυπέρβλητη “σύγχρονη” εκφραστικότητα και δύναμη της ποιητικής γλώσσας και εικονοπλαστικής ικανότητας του Σαίξπηρ, Έτσι, ανάμεσα στ’ άλλα στοιχεία που δικαιολογούν την επιρροή του Σαίξπηρ στον σύγχρονο κόσμο, είναι και το στοιχείο της καινούργιας γοητείας που ασκούν η ποίηση και οι εικόνες των έργων του ακόμη και σ’ ένα μέσο κοινό. Η επιβολή του ποιητικού θεάτρου στην εποχή μας όπλισε μ’ ένα καινούργιο όργανο τον σύγχρονο αναγνώστη και θεατή για να μπορεί να βλέπει τα βασικά αυτά στοιχεία των έργων του Σαίξπηρ. Και άνοιξε ένα καινούργιο πεδίο αμοιβαίων επιρροών ανάμεσα στο σύγχρονο θέατρο και στο Ελισαβετιανό δράμα και στη θεατρική πράξη.

Μετάφραση: Γ. Ν.

___________________

  • Πρώτη δημοσίευση: ΕΠΟΧΕΣ. Μηνιαία έκδοση πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας. Διευθυντής: Άγγελος Τερζάκης. Τεύχος 12, Απρίλιος 1964.

Ο Βόλφγκαγκ Κλέμεν (Wolfgang Clemen, Βόννη 9 Μαρτίου 1909 – Bad Endorf, Βαυαρία 16 Μαρτίου 1990) ήταν διαπρεπής Γερμανός λόγιος της λογοτεχνίας που βοήθησε στην επανίδρυση των Αγγλικών Σπουδών στη Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνέβαλε ουσιαστικά στις σαιξπηρικές σπουδές. Το 1964, ο Κλέμεν ίδρυσε τη Βιβλιοθήκη Σαίξπηρ του Μονάχου, μια από τις σημαντικότερες συλλογές υποτροφιών για τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ εκτός Βρετανίας.

ΕΡΓΑ

  • Shakespeare’s Soliloquies
  • The Development of Shakespeare’s Imagery
  • Das Wesen der Dichtung in der Sicht moderner englischer und amerikanischer Dichter
  • Der junge Chaucer / Chaucer’s Early Poetry
  • Die Tragödie vor Shakespeare
  • Das Drama Shakespeares
  • Shakespeares Monologe

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version