Καλοκαίρι του 1954
Θέατρο Σαμαρτζή, θίασος Φωτόπουλου, Ηλιόπουλου, Συναδινού : Δ. Ψαθά : “Μικροί Φαρισαίοι”, τρίπρακτη κωμωδία. – Θέατρο Ριάλτο, θίασος “Νέα Σκηνή” : Ονορέ ντε Μπαλζάκ, διασκευή Γ. Σταύρου, “Ευγενία Γκραντέ”, δράμα σε τρεις πράξεις, πέντε εικόνες. – Θέατρο Ραντάρ, θίασος Λ. Καλλέργη, Δ. Σκούρα : Στρογκ : “Έβδομος ουρανός”, τρίπραχτο δραματάκι.
Είναι δυνατό προπάντων το καλοκαίρι που, όπως έχει αποδειχθεί, είναι μια θεατρική περίοδος που δεν ευνοείται από το κοινό, και που οι ζέστες, οι θόρυβοι του υπαίθρου δεν ευνοεί τις παραστάσεις ποιότητας, να ευδοκιμήσουν έξι συγκροτήματα πρόζας ; Τόσοι είναι οι θίασοι που έχουν σχηματισθεί – χωρίς να υπολογίζομε και τους συνοικιακούς – χάρις στη φιλοδοξία του κάθε ηθοποιού που διακρίνεται, να σταθεί σε δικό του μπαϊράκι και να πρωταγωνιστήσει.
Οι δυσανάλογοι με τις δυνάμεις θίασοι αναγκαστικά συμπληρώνονται με ηθοποιούς δεύτερης ή και τρίτης σειράς. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της πληθωρικής αυτής θεατρικής προσφοράς ; Πολύ φοβούμαι μια κάθοδο ολοένα της στάθμης των θεατρικών παραστάσεων, πρόχειρα ανεβάσματα, και συνεπακόλουθα σχηματισμός ρεπερτόριου με έργα εύκολα, ασήμαντα, και χωρίς ενδιαφέρον, και πολλή γκρίνια για την περίφημη θεατρική κρίση που εμφανίζεται περιοδικά κάθε καλοκαίρι. Πώς να παραδεχθούμε ότι υπάρχει κι ουσιαστικά μια που δεν είναι καθόλου και χειμερινό φαινόμενο, και να μη νομίσομε ότι απορρέει αποκλειστικά από την επιμονή να συντηρηθεί, και μάλιστα χωρίς κανένα μέτρο, η παλιά παράδοση του καλοκαιρινού θεάτρου, το οποίο από τότε που εδραιώθηκε το χειμερινό, έχει καταδικασθεί ;
Είναι καιρός που υποστηρίζω ότι το καλοκαίρι θα ήταν σκόπιμο να παίζονται μόνον επιθεωρήσεις. Η πρόζα χρειάζεται κλειστό χώρο, ή το περιβάλλον των αρχαίων θεάτρων που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα της συγκέντρωσης και περισυλλογής.
Αλλά δεν είναι σωστό την ώρα των εκκινήσεων να είναι κανένας απαισιόδοξος μάντης κακών και φωτοσβέστης ενθουσιασμών. Ας αφήσουμε λοιπόν τις προβλέψεις κι ας περιορισθούμε να εξετάσομε τι παρουσίασαν οι τρεις από τους έξι θιάσους πρόζας που άρχισαν ίσαμε σήμερα να λειτουργούν.
***
Ο θίασος Φωτοπούλου, Ηλιοπούλου, Συνοδινού, ένα από τα δυναμικότερα συγκροτήματα του φετινού καλοκαιριού γιατί διαθέτει τρεις πρωταγωνιστές ολκής κι αρκετούς καλούς ηθοποιούς, παρουσίασε μια κωμωδία του κ. Ψαθά : οι “Μικροί Φαρισαίοι”. Με λίγη περισσότερη επεξεργασία θα μπορούσε να γίνει μια εξαίρετη σατιρική κωμωδία χαρακτήρων, μια κωμωδία που θα καυτηρίαζε το ελάττωμα της υποκρισίας και του συμφεροντολογικού φαρισαϊσμού, αλλά τα δυο κεντρικά του πρόσωπα, τους “Φαρισαίους”, ο κ. Ψαθάς περιορίσθηκε να τα σκιαγραφήσει ή να τα γελοιογραφήσει μ’ έναν τρόπο πολύ μονοκόμματο και πολύ υπερβολικό. Στάθμευσε έτσι στο επίπεδο της κωμωδίας ίντριγκας, αλλά σ’ αυτό το είδος το δευτερεύον που δυστυχώς καλλιεργείται με προσήλωση και σχεδόν με αποκλειστικότητα έδωσε ένα εργάκι με πολύ καλή τεχνική – το αρτιότερο νομίζω που έγραψε ίσαμε σήμερα – και που καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις ανάμεσα στην ανάλογη παραγωγή. Τα επινοήματα είναι άφθονα, ο διάλογος ζωηρός και έξυπνος και βγάζει πολύ γέλιο, χωρίς να καταφύγει σε καμιά βάναυση χυδαιότητα, η πλοκή καλοδεμένη· ο κ. Ψαθάς επιτυγχάνει ακόμα ενώ στο τέλος της δεύτερης πράξης η υπόθεση φαίνεται τερματισμένη, κι ο θεατής απορεί πώς θα συνεχισθεί, το επεισόδιο που γεμίζει την τρίτη πράξη, έστω κι αν είναι κάπως αυτοτελές, να έχει τόσο μπρίο ώστε να μη προκαλεί, τουλάχιστον αμέσως, πριν αναλύσει κανένας το σύνολο, την εντύπωση ότι πρόκειται για προσθήκη και παραγέμισμα· δίνει καινούργια φόρα στο εργάκι, και παρακολουθιέται με την ίδια διασκέδαση που χάρισαν και οι δυο πρώτες πράξεις.
Το εργάκι εξυπηρετείται φυσικά σημαντικά από τους ηθοποιούς, από τον μπριλλιάντικο, σπινθηροβόλο, ευφάνταστο κι ευλύγιστο κ. Ηλιόπουλο, από τον κάπως μονότονο αλλά πάντοτε μεταδοτή ευθυμίας κ. Φωτόπουλο, από την κ. Συνοδινού κι από το σύνολο που είχε άριστα διδαχθεί από τον κ. Κατσέλη· έχει άφθονη, ξεχειλιστή ζωηρότητα χωρίς να φθάνει όπως συχνά συμβαίνει και σε εύκολες νευροσπαστικές κινήσεις, άτοπες όταν η όλη ερμηνεία δεν είναι σχηματοποιημένη. Για την κ. Συνοδινού θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερο λόγο. Όσο κι αν περιμέναμε πολλά απ’ αυτήν ύστερα από τις τόσες καλλιτεχνικές ερμηνείες της, και ύστερα προπάντων από την πνευματικότητα και μαζί τη δύναμη που επέδειξε στο θέατρο της Αρένας, η άνεση με την οποία ενσαρκώθηκε σ’ ένα ρόλο φάρσας και η χάρη και η σπιρτάδα με τις οποίες τον έπαιξε καταπλήξανε. Θαυμάζω βέβαια τα πολυεδρικά ταλέντα· αναγνωρίζω ότι η θητεία σε διάφορα είδη είναι εμπλουτιστική και χρήσιμη. Εντούτοις ανησυχώ μήπως οι φθηνοί ρόλοι φθείρουν το ταλέντο της· το ταλέντο της αυτό είναι μεγάλο και πολύτιμο. Πρέπει να περιφρουρηθεί. Πιστεύω ότι η θέση της είναι στο Εθνικό Θέατρο που την έχει ανάγκη, και που το χρειάζεται και κείνη για να φθάσει στην πλήρη απόδοση όλων των δυνατοτήτων της.
***
Ο θίασος Καρούσου που στεγάζεται στο θέατρο Ραντάρ είναι ένας από τους ασθενέστερους θεατρικούς οργανισμούς γιατί περιλαμβάνει στα στελέχη του πολλούς ασήμαντους ηθοποιούς. Άρχισε τις παραστάσεις του με την “Ευγενία Γκραντέ” του Μπαλζάκ· κ’ έχει συχνά παρατηρηθεί ότι ένα μυθιστόρημα άμα μεταφέρεται στη σκηνή προδίνεται· ο διασκευαστής κ. Γ. Σταύρου μπορεί να εργάσθηκε φιλότιμα, αλλά προσέκρουσε κι αυτός στον ανυπέρβλητο πιθανόν σκόπελο. Ακόμα κι ο Baty όταν διασκεύασε το “Έγκλημα και Τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι απέτυχε· δεν ξέρω παρά έναν συγγραφέα που κατόρθωσε να νικήσει στη δοκιμασία και που είναι η εξαίρεση που επικυρώνει τον κανόνα, τον κ. Μ. Σκουλούδη που μας έδωσε έναν “Ηλίθιο” του Ντοστογιέφσκι άρτιο και σαν θεατρικό έργο.
Ο κ. Σταύρου δεν μπόρεσε να διατηρήσει στη διασκευή παρά μόνον ένα χλωμό ίχνος της ζωντάνιας του γέρου Γκραντέ και στην ανάπλασή του της Ευγενίας ούτε αυτό· η Ευγενία στη σκηνή παρουσιάσθηκε σαν μια ανυπόστατη σκιά.
Ίσως όμως το έργο να αδικήθηκε κι από τους ερμηνευτάς. Ο κ. Καρούσος είναι ένας ηθοποιός δυναμικός αλλά παλιάς, και, δύσκολα ανεχτής σήμερα, σχολής· φωνάζει, βογγά, σέρνει και τραγουδεί τις φράσεις, ρητορεύει, κάνει μεγάλες χειρονομίες, θυμίζει τους γέρους εταίρους της Γαλλικής Κωμωδίας· αγνοεί τη λιτότητα· μοχθεί απάνω στη σκηνή, κι ο μόχθος του γίνεται αδιάκοπα τόσο έκδηλος ώστε ο θεατής υποφέρει με τη δική του σωματική αγωνία πολύ περισσότερο παρά με τα πάθη των προσώπων που ενσαρκώνει. Γιατί δεν αποφασίζει κάτι να διδαχθεί από την κ. Κυβέλη, που πάντα, και ιδιαίτερα στο θέατρο της Αρένας, μας έδειξε μια θαυμαστή ικανότητα ανανέωσης;
Πλάι στον κ Καρούσο η κ. Παπαθανασίου έπαιξε με διάκριση, με λεπτότητα, με ευγένεια, με ευαισθησία, αλλά και πώς να εχτιμήσομε την ερμηνεία της, μια που ο ρόλος της, όπως το είπα, δεν είχε καμιά αναγλυφικότητα και βάρος, ήταν παραγκωνισμένος και σβησμένος στο περιθώριο, και προπάντων μια που το παίξιμό της δεν είχε καμιά συνοχή κι εναρμόνιση με κείνο του πρωταγωνιστή που την επισκίαζε με την κραυγαλέα του παρουσία ;
Οι άλλοι ηθοποιοί ενώ είχαν επιταχτική ανάγκη οδηγού και διδασκαλίας αφέθηκαν από τον σκηνοθέτη κ. Γιαννίση που η εποπτεία του δεν έγινε καθόλου αισθητή (την πληροφορηθήκαμε μόνο γιατί αναγράφεται το όνομά του στο πρόγραμμα), αφέθηκαν ο καθένας να κάνει ακριβώς ό,τι ήθελε. Το αποτέλεσμα : μια παράσταση που πολύ γρήγορα θα επιρρίψει στη “θεατρική κρίση”την αποτυχία της.
***
Ο θίασος Καλλέργη μας έδωσε μια φροντισμένη, ευσυνείδητη, και στιγμές και γνήσια καλλιτεχνική παράσταση ενός ασήμαντου αλλά και μάλλον συμπαθητικού, καθώς εξαίρει καλοπροαίρετα τα αγαθά συναισθήματα των ανθρώπων, μικρού αμερικανικού έργου. Το έργο αυτό ο “΄Εβδομος Ουρανός” είχε παιχθεί κι άλλοτε, στις αρχές του ελληνο-ιταλικού πολέμου, το 1940, με τον επίκαιρο τότε τίτλο “Μετά τη νίκη”από το θίασο Κατερίνας. Και τότε είχα παρατηρήσει ότι πρόκειται για ένα έργο περιστάσεως· γράφηκε αμέσως μετά το τέλος του πρώτου πολέμου -συμβατικό, μελοδραματικό, αλλά για τούτο ακριβώς ικανό να συγκινήσει τις μεγάλες λαϊκές μάζες.
Δεν υπήρχε λόγος να ξανανεβασθή, αλλά μια που ο θίασος Καλλέργη-Σκούρα στεγάζεται σ’ ένα μάλλον συνοικιακό θέατρο, και θα αποταθεί προπάντων σ’ ένα κοινό συνοικίας, πιθανόν η εκλογή να μην ήταν άστοχη.
Οπωσδήποτε και το δύσκολο κοινό της πρεμιέρας ικανοποιήθηκε τουλάχιστον από την ερμηνεία. Το θίασο τον απαρτίζουν αρκετοί αξιόλογοι ηθοποιοί και έτσι εκτός από τα πρωταγωνιστικά μέρη και μερικά δεύτερα παίχθηκαν όχι μόνο ευπρόσωπα αλλά και δημιουργικά από τον κ. Καλλέργη, την κ. Σκούρα, τον κ. Ζησιμάτο, την πάντα μπριόζικη και με πολύ ξεχωριστές ικανότητες καρακτερίστα κ. Μ. Ρώτα, και την κ. Μ. Βούλγαρη. Και οι άλλοι ηθοποιοί είχαν καλά διδαχθεί από τον κ. Καλλέργη που και σκηνοθέτησε το έργο· η ερμηνεία τους είχε άνεση και συνοχή. Οι σκηνογραφίες της κ. Μαριλένας Αραβαντινού παρ’ όλη την πενιχρότητά τους έδειχναν καλό γούστο στην ατμόσφαιρα.
Πώς να μην σφιχθεί η καρδιά μας όταν μαζί παρακολουθούσαμε αυτή τη φιλότιμη,συγκινητική προσπάθεια να σταθεί ο θίασος σ’ ένα καλλιτεχνικό επίπεδο και βλέπαμε γύρω μας ένα θέατρο αφιλόξενο, χαώδες, θλιβερό, ανεπαρκέστατα φωτισμένο, που πολύ γρήγορα, φοβούμαι θα εξαναγκάσει το θίασο να καταντήσει συνοικιακό μπουλούκι και να υποστεί όλες τις συνέπειες αυτής της προσαρμογής ;Οι φόβοι μου ενισχύθηκαν όταν στην έξοδο αντιλήφθηκα ότι το θέατρο εξυπηρετείται, εκτός από τις άλλες του ελαττωματικότητες, ελλιπέστατα κι από τα μ΄΄εσα συγκοινωνίας. Η ώρα δεν ήταν πολύ προχωρημένη κ’εντούτοις δεν υπήρχαν πια πουθενά στον ορίζοντα ούτε τραμ, ούτε μόνιππα, ούτε ταξί· χρειάσθηκε μια ολόκληρη συντροφιά να πεζοπορήσομε για ώρα για ν’ ανακαλύψομε ένα ταξί.
Και μια ακόμα παρατήρηση : δεν θα ήταν δυνατό η αστυνομία να απαγορεύει στα καλοκαιρινά θέατρα, όπως και στα χειμωνιάτικα, την είσοδο στα βρέφη και στα νήπια ; Το ξενύχτι είναι βλαβερότατο για την υγεία τους και ενοχλούν ανυπόφορα όλους τους άλλους θεατάς. Σ’όλη τη διάρκεια της παράστασης είχα πλάι μου ένα μωρό ενός χρόνου περίπου. Δεν έπαυσε να κλαυθμηρίζει και να κλωτσά και η γυναίκα που το κρατούσε στα χέρια της δε σταμάτησε, μάταια, να το νανουρίζει. Το κακόμοιρο δικαιολογημένα επιθυμούσε το κρεβατάκι του, και εγώ επιθυμούσα σφοδρά να βρίσκεται εκεί. Η γειτνίαση αυτή κάθε άλλο παρά με συμφιλίωσε με τα καλοκαιρινά θέατρα όπου άπειρα επεμβαίνουν για να αποσπάσουν την προσοχή μας απ’ όσα συμβαίνουν στη σκηνή.
_____________________________-
- ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Έτος ΚΗ΄, τόμος 55ος, τεύχος 647, 15 Ιουνίου 1954
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024