Τρεις παραστάσεις του 1935
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
Γρ. Ξενόπουλου : “Φοιτηταί”, Εθνικό Θέατρο – Δ. Μπόγρη : “Το Μπουρίνι”, θίασος Αλίκης-Μουσούρη – Αλ. Τολστόι : “Ο θάνατος του Ιβάν του Τρομερού”, Εθνικό Θέατρο.
Η ηθογραφία, στο νεοελληνικό θέατρο, διατηρήθηκε σε ζωή περισσότερο παρ’ όσο στην αφηγηματική πεζογραφία. Ο λόγος δεν ξέρω αν είναι άσχετος με την κρίσιμη εποχή που περνάει η θεατρική παραγωγή σ’ όλο τον κόσμο. Όταν καινούργιο αίμα δε μπορεί να χυθεί στις αρτηρίες σημαίνει πως ο οργανισμός είναι άρρωστος. Κ’ η αναιμία αυτή, σε χώρες δίχως παράδοση καθώς η Ελλάδα, εκδηλώνεται με βαρύτερη μορφή. Η γενεά των νέων ελάχιστα δραματικά ταλέντα παρουσίασε. Από το μέτωπό τους λείπει η συνοχή. Ηθογραφίες του παλιού τύπου από τη μια μεριά και κοσμικοαισθηματικά δράματα από την άλλη. Ωστόσο οι πρώτες διατηρούν αυθεντικότερη την ειλικρίνειά τους. Είναι πιο αγνές, πιο συμπαθητικές. Τα δεύτερα, ξεσηκωμένα πάνω στο γαλλικό θέατρο του βουλεβάρτου, αποδίνουν μοιραία τα ήθη μιας κοινωνικής μερίδας λίγο-πολύ ευτράπελης και που μαϊμουδίζει αδέξια ξένα φερσίματα.
Οι “Φοιτηταί” του κ. Ξενοπούλου, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, είναι έργο γνωστό από παλιά και δοκιμασμένο. Είχε παιχτεί μ’ επιτυχία μεγάλη από το θίασο της “Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου” στα 1919, πήρε το Αβερώφειο βραβείο, τυπώθηκε σε βιβλίο. Ερασιτεχνικοί και ωδειακοί θίασοι το ανέβασαν. Κι όμως η γοητεία του δεν είχε εξαντληθεί. Από τη σκηνή του Εθνικού τουλάχιστον, πήρε τις προάλλες μια καινούργια ζωή κι έδειξε μιαν αναπάντεχη φρεσκάδα. Όταν πέρυσι έβλεπα την Κα Αλίκη να παίζει τη “Φωτεινή Σάντρη” θυμούμαι πως είχα την εντύπωση ότι το έργο αυτό έχει κάμποσο ρυτιδωθεί. Με τους “Φοιτητές” δεν συμβαίνει το ίδιο. Κ’ η εξήγηση θαρρώ πως βρίσκεται στην ιστορική δικαίωση των δυο τούτων έργων.
Η “Φωτεινή Σάντρη” παρουσιάζεται σα δράμα σύγχρονο, κι από την έποψη αυτή κιόλας μοιάζει αναχρονιστικό. Οι “Φοιτηταί” είναι έργο νοσταλγίας. Η αισθηματική αναπόληση τούς στέκεται σαν προϋπόθεση κι αυτή είναι κείνη που διαλύει προκαταβολικά όλες τις ενδεχόμενες παρεξηγήσεις. Ο “Ποπολάρος”, αν δεν είχε την ιστορική μορφή της απομακρυσμένης εποχής του, θα είταν αδύνατο κι αυτός να θερμάνει ένα κοινό συνηθισμένο να ζει μ’ άλλα έθιμα κι άλλες αντιλήψεις. Στο θέατρο, περισσότερο παρ’ όσο σε κάθε άλλο είδος λόγου, η ιστορική τοποθέτηση είναι αναγκαία. Η κοινωνία εξελίσσεται, οι τύποι της αλλάζουν κι έρχεται στιγμή που ένας ολάκερος Ίψεν κινδυνεύει από τον κίνδυνο του αναχρονισμού. Στην ηθογραφία, το πιο πρόσκαιρο είδος τέχνης, ο ενσυνείδητος νοσταλγικός τόνος και το γραφικό στοιχείο, κατάλληλα επεξεργασμένα από το συγγραφέα, βοηθούν κάποτε για να περισωθεί το ζωντανό ενδιαφέρον.
Οι “Φοιτηταί” δεν είναι ηθογραφία του στενού, ασφυχτικού εκείνου τύπου που μας έδωσαν τα λαογραφικά κατασκευάσματα. Σε πρώτη γραμμή βάζουν ένα σύμβολο : Τα αιώνια νιάτα. Έπειτα, το έργο αυτό ολάκερο, είναι ένα θαυμάσιο φωτεινό παιγνίδι, κομψό και ροδινό, όπως όλα τα έργα που έδωσε στις καλλίτερες στιγμές του κεφιού του ο κ. Ξενόπουλος. Μια ασήμαντη, διακριτική ιστοριούλα, ζωντανεμένη από χαριτωμένο διάλογο, φυσική πλοκή και καλοσχεδιασμένους τύπους. Υπάρχει ποίηση στη σύλληψή τους και συγκίνηση αρκετή στις συγκρούσεις τους. Οι ηθοποιοί που το έπαιξαν τού έδωσαν όλη τη δροσιά και το μπρίο που του ταιριάζει. Σε πρώτη γραμμή η κ. Μανωλίδου και ο κ. Μινωτής. Για την κ. Μανωλίδου μάλιστα δεν είναι υπερβολικό να πει κανείς πως το έργο αυτό στάθηκε η καλλιτεχνική της καθιέρωση. Πέρυσι, στο “Φυντανάκι” του κ. Χορν, είχε δείξει ακόμη κάποιαν νεανικήν απειρία. Φέτος, δίχως ν’ αποβάλει τη χάρη της νιότης της, παρουσιάστηκε και καλλιτεχνικά ωριμασμένη. Είχε στιγμές που μετέδιναν άμεσα τη συγκίνηση στο θεατή, δίχως φορτική προσπάθεια και με την απλότητα της γνήσιας τέχνης. Οι κ.κ. Φαρμάκης, Δεστούνης και Παρασκευάς καθώς κ’ οι δ. Ροζάν και Γαρμπή δημιουργούσαν ένα άρτιο σύνολο. Περίφημη όπως πάντα η κ. Αλκαίου. Στον κ. Δενδραμή ο ρόλος του Τάσου Λούζη έρχεται σα γάντι, όμως στην πρεμιέρα είταν αδιάβαστος. Ή τουλάχιστον έδινε αυτή την εντύπωση, που είναι χειρότερο.
Και με την ευκαιρία τούτη θα ήθελα να τονίσω πάλι μια λεπτομέρεια που είναι κιόλας ένα μικρό σκάνδαλο για το Εθνικό : Ακούγεται εκνευριστικά ο υποβολέας ! Με το να τον βγάλουν από το καβούκι του και να τον μεταθέσουνε στις κουίντες το ζήτημα δε λύθηκε. Επιδεινώθηκε μάλιστα γιατί από κει η απόσταση που τον χωρίζει από τους ηθοποιούς είναι πιο μεγάλη κι αναγκάζεται έτσι να φωνάζει περισσότερο…
Έγραψα κι άλλοτε πως το Εθνικό πετυχαίνει κυρίως στα ρεαλιστικά ντεκόρ. Οι σκηνογραφίες των “Φοιτητών” είτανε τέλειες, ιδίως η πρώτη. Από τη δεύτερη, του επιλόγου, μου φάνηκε πως έλειπε κάπως η ελληνική επαρχιακή ατμοσφαίρα, έστω και εύπορου σπιτιού. Είτανε λιγάκι… σνομπ.
***
Ύστερα από τ’ “Αρραβωνιάσματα” και τη “Δράκαινα”, ο κ. Μπόγρης προσθέτει με το “Μπουρίνι” νέαν επιτυχία στο ενεργητικό του.
Έχει ειδικευτεί στη νησιώτικη ηθογραφία. Κινείται στο πλαίσιό της με άνεση κι όσο προχωρεί υποτάσσει πιο επιδέξια το “χρώμα” στο “δράμα”. Αυτό είναι απαραίτητο για να σταθεί σήμερα ένα ηθογραφικό κομμάτι. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Είναι απαραίτητο και για να γίνει έργο τέχνης. Από τις δυο όψεις με τις οποίες προσφέρεται η ηθογραφία, τη γραφική και τη σατιρική, η πρώτη μοιάζει ευκολότερη μα σχεδόν πάντα ξεπέφτει στον άγονο αισθηματισμό. Η δεύτερη απαιτεί βέβαια μια κοινωνική παρατηρητικότητα οξύτερη, ένα ειδικό μυκτηριστικό ταλέντο, μα κι επιδέχεται τύπους σχεδιασμένους έστω και σχηματικά, αλάτι χονδρότερο στην ανάγκη. Η ηθογραφία στάθηκε πάντα ανίκανη να τροφοδοτηθεί από την ίδια της “ποίηση”. Η φλέβα της αποδείχτηκε ισχνή, η ποιότητα αμφίβολη. Αναφτερώθηκε μονάχα όσες φορές την άρπαξαν χέρια δημιουργικά μεγάλα για να τής φυσήξουνε την πνοή της ανώτερης ποίησης, της άσχετης με κάθε τοπικό χρώμα (Synge). Αν θα ’θελε κανείς να βρει το αντίστοιχο της σατυρικής μορφής της θα ’πρεπε ν’ ανατρέξει στη Ρωσία του 19ου αιώνα (Gogol).
Ο κ. Μπόγρης, στο “Μπουρίνι”, δεν υπονοεί περισσότερα απ’ όσα λέει. Βέβαια υπάρχει εκεί μέσα ένα είδος παραλληλισμού μεταξύ δραματικού ανθρώπου της σύγχρονης πολιτείας και αγνού τύπου της συντηρητικής επαρχιακής ζωής. Όμως το σύμβολο αυτό, το όχι πρωτότυπο, δεν είναι ό,τι καλλίτερο βρίσκεται στο “Μπουρίνι”. Το δραματάκι του κ. Μπόγρη είναι προ παντός ένα έργο δεξιοτεχνίας, καλοζυγισμένο κι ομορφογραμμένο, με άπειρη χάρη σκηνική. Οι τύποι διαγράφονται όπως οι μορφές στο ανάγλυφο, έκτυποι και με την ψευδαίσθηση του βάθους. Ο διάλογος είναι θαυμάσια ζωντανός. Η σκηνική πλοκή των επεισοδίων καμωμένη από χέρι έμπειρο και σταθερό. Ο κ. Μπόγρης είναι ένα ταλέντο αδρό και γι’ αυτό πετυχαίνει λιγότερο στις καθαρά αισθηματικές σκηνές. Ο λυρισμός του εκεί πέφτει συχνά στην κοινοτοπία. Όμως η ψυχολογική λεπτότητα δεν του είναι ξένη. Αναφέρω την ωραιότατη σκηνή Τούλας – Ασιμής στη δεύτερη πράξη, την τόσο σύντομη και με διάφανες αποχρώσεις δοσμένη.
Το έργο ανεβάστηκε από το θίασο Αλίκης – Μουσούρη με πολλή χάρη κι επιμέλεια. Βέβαια, τα γνωρίσματα του ελευθέρου θεάτρου δεν έλειπαν κι εδώ. Έχει γραφεί κάμποσες φορές ότι το σύστημα των ηθοποιών μας να παίζουνε καθένας για λογαριασμό του κι άσχετα ο ένας με τον άλλο καταστρέφει συχνά το σύνολο κι αποσυνθέτει την ομοιογένεια την απαραίτητη για την ευσυνείδητη ερμηνεία των έργων. Η δυσαρμονία αυτή φτάνει κάποτε την υπερβολή και τότε έχεις την εντύπωση ότι την ίδια στιγμή πάνω στη σκηνή ο ένας ηθοποιός παίζει δράμα κι ο άλλος φάρσα… Έτσι συνέβη με την αρχική σκηνή της δεύτερης πράξης στο “Μπουρίνι”. Κάθε προσπάθεια της κ. Αλίκης να μεταδώσει δραματική συγκίνηση στο κοινό καταστρεφόταν από τις ξεκαρδιστικές εξάψεις του κ. Λογοθετίδη. Δε μου διαφεύγει πως ο συγγραφέας θέλησε αυτή την αντίθεση, που είναι κιόλας ένα σκηνικό εύρημα. Αλλά οι αντιθέσεις διέπονται πάντα από το γενικό πνεύμα ενός έργου και δεν επιτρέπεται να κουρελιάζεται η καλαισθησία εν ονόματι μιας επιπόλαιας εντύπωσης.
Έπειτα, μου φαίνεται πως η αδιαφορία αυτή του ενός ηθοποιού για το παίξιμο του συναδέλφου του αποτελεί ένα είδος έλλειψης τακτ. Δεν έχω τη γνώμη, καθώς άλλοι, πως ο κ. Λογοθετίδης είναι αλύγιστο ταλέντο φάρσας. Τον πρόσεξα στις βουβές του στιγμές, στις αδιάφορες – και τώρα και άλλοτε – και είδα πως το κωμικό του ταλέντο είναι τόσο γνήσιο, τόσο πηγαίο, που δεν έχει ανάγκη από τις ασύνδετες εκείνες μεταπτώσεις για να σκορπίσει τη φαιδρότητα. Το θορυβώδες γέλιο δεν είναι, όπως κοινά νομίζεται, το αποκορύφωμα της επιτυχίας ενός κωμικού. Ο αληθινός του θρίαμβος είναι η διάχυτη εκείνη κι ευαίσθητη χαρά που δροσίζει τον ακροατή όταν τον βλέπει κι όταν τον ακούει, η διακριτική, δίχως νευρικούς κλονισμούς φαιδρότητα που έχει το ανυπολόγιστο αισθητικό αποτέλεσμα να μας δείχνει για λίγες στιγμές τη ζωή ευχάριστη… Το κωμικό ταλέντο είναι Τέχνη, ολότελα γνήσια Τέχνη. Κι ο κ. Λογοθετίδης δεν υστερεί σε φυσικά χαρίσματα.
Ο κ. Μουσούρης και η κ. Αλίκη είταν άρτιοι στο παίξιμό τους. Του πρώτου ο ρόλος διαγράφεται καθαρότερα από το συγγραφέα και για τούτο υπερτερεί και σκηνικά. Από τους δευτερεύοντες ξεχωρίζω τη δ. Βολανάκη που είχε μια τόσο τέλεια φυσικότητα πάνω στη σκηνή ώστε συχνά σ’ έκανε να λησμονείς ότι βλέπεις θέατρο. Ένας άλλος πολύ υπολογίσιμος καλλιτέχνης είναι ο κ. Γιαννίδης. Του καλού αυτού ηθοποιού μού μένει ζωηρή η ανάμνηση από την εμφάνισή του στη “Μαρία Στούαρτ”. Νομίζω πως ο θίασος Αλίκης πρέπει να του δώσει την ευκαιρία να παρουσιαστεί σε ρόλους με δράση πλατύτερη. Καλός κι ο κ. Παπαδάκης.
Οι σκηνογραφίες τού κ. Καλικώφ είναι καμωμένες με πολύ γούστο, η δεύτερη όμως καλλίτερη απ’ όσο έπρεπε… Θύμιζε μάλλον εσωτερικό περιπτέρου του Οργανισμού Τουρισμού που “κάνει λαϊκή τέχνη” παρά την τραπεζαρία επαρχιώτικου σπιτιού που μάλιστα υποφέρει οικονομικά. Δεν υπήρχε τίποτα στο κολλαρισμένο εκείνο περιβάλλον από την κουρασμένην ατμοσφαίρα του οικονομικού δράματος που με τόση λεπτότητα τοποθετεί στο φόντο του έργου του ο συγγραφέας.
***
Ο Πούσκιν, γράφοντας στο Ραϊέφσκι για να του παρουσιάσει την τραγωδία του “Βόρις Γκοντουνώφ” σημειώνει : “Κατά το παράδειγμα του Σαίξπηρ περιορίστηκα στο ν’ αναπτύξω μιαν εποχή και πρόσωπα ιστορικά δίχως να επιζητήσω τις θεατρικές εντυπώσεις, την περιπάθεια και το ρωμαντισμό…” Δεν ξέρω αν αυτή είναι και πραγματικά η συνταγή των σαιξπηρείων έργων, βέβαιο όμως μπορεί να θεωρηθεί πως το ελισαβετιανό θέατρο χρησίμεψε πάντα για πρότυπο των ρωσικών ιστορικών δραμάτων. Το Εθνικό Θέατρο, που είναι αξιέπαινο για την έμπνευσή του να μας παρουσιάσει έργο αντιπροσωπευτικό της ρωσικής κλασσικής εποχής, θα μπορούσε ίσως να έχει προτιμήσει την τραγωδία τού Πούσκιν για την ιστορικότερη θέση της στα ρωσικά γράμματα. Ο “Θάνατος Ιβάν του Τρομερού” όμως, του Αλέξη Τολστόι, παρουσιάζει περισσότερα σκηνικά προτερήματα, προσφέρεται καλλίτερα στη σκηνοθέτηση κι έχει την αρχιτεκτονικήν ενότητα που λείπει από τον “Βόρις Γκοντουνώφ”.
Το δράμα τού Τολστόι έχει δυο άξονες. Από τη μια μεριά τον Ιβάν, στη δύση της αμαρτωλής ζωής του, τον παλιό τύραννο, από την άλλη το Βόρις, το μελλούμενο τύραννο στην ανατολή της δικής του. Το σχεδίασμα κ’ η ανάπτυξη των δυο αυτών τύπων στην εξέλιξη του δράματος είναι αληθινά έργο μεγάλου δραματουργού. Τον Ιβάν ο ποιητής έχει δώσει με φωτοσκιάσεις σκληρές, μορφή αδρά σχεδιασμένη με κάρβουνο, δίχως ενδιάμεσους τόνους. Η παρακρουστική του ασυνέπεια με τις απροσδόκητες αυξομειώσεις δημιουργούν ένα ρόλο ικανό να ρίξει έξω τον πιο δοκιμασμένο ηθοποιό. Μπορεί να μην έχει την αινιγματική προέκταση σε βάθος κάποιων σαιξπηρείων ηρώων, στην εντυπωσιακή του όμως αυτήν ασυναρτησία, αν δεν τηρηθεί αυστηρά μια εσωτερική συνοχή, έτσι που να οικοδομείται άρτια ο ανθρώπινος τύπος, υπάρχει κίνδυνος ν’ αποσυντεθεί η ερμηνεία σε παρωδία και ο αξιοθαύμαστα ζωγραφισμένος χαρακτήρας να πάρει τη θλιβερήν ειδή παθολογικής περίπτωσης. Ο κ. Βεάκης είναι αλήθεια πως εκράτησε τον καταθλιπτικό τούτο ρόλο σε πολλά σημεία με άνεση και σ’ άλλα με αξιοθαύμαστη προσπάθεια. Κάποιες στιγμές του όπως εκείνη του τέλους της γ΄ πράξης, έφταναν την αληθινή δημιουργία. Δίπλα του στάθηκε περίφημος Γκοντουνώφ ο κ. Μινωτής, για ν’ αγγίξει το απόγειό του στο μονόλογο της ε΄ πράξης. Ξεχώρισαν ακόμη ο κ. Ροζάν στο ρόλο του Ζαχάριν κι ο κ. Φαρμάκης στου Φεντόρ. Άτυχη όμως είτανε δίχως άλλο η ανάθεση του ρόλου της Τσαρίνας στην κ. Μυράτ. Άτυχη και άδικη. Γιατί να μετατίθενται έτσι οι ηθοποιοί σε ρόλους έξω από την ειδικότητά τους ;
Ο κ. Ροντήρης σκηνοθέτησε το έργο με ακρίβεια και συχνά με φαντασία, δίχως περιττήν εκζήτηση. Η ατμοσφαίρα δόθηκε αυστηρά, με τόνους τεφρούς, σχεδόν ψυχρούς, όπως αρμόζει, και σε τούτο συνέβαλε φυσικά η σκηνογραφική εργασία του κ. Κλώνη. Ξεχώριζε το δωμάτιο του Τσάρου, μια αληθινή έμπνευση, και η αίθουσα του θρόνου.
_____________________________
- Δημοσιεύτηκε στη Μηνιαία Λογοτεχνική Επιθεώρηση “Τα Νέα Γράμματα”. Διευθυντής: Αντρέας Καραντώνης. Χρόνος Α΄, αριθμός 2, Φλεβάρης 1935
- Κεντρική φωτογραφία: Ρένα Ροζάν (Κούλα Μεταξοπούλου), Βάσω Μανωλίδου (Φανίτσα), Χρήστος Ευθυμίου (Βάσος Ιωαννίδης), Ηλίας Δεστούνης (Πλάτωνας), Νίκος Δενδραμής (Τάσος Λούζης), Σαπφώ Αλκαίου (Κυρά-Μάρω), Τιτίκα Νικηφοράκη (Κλειώ Γρηγοριάδου), Αλέξης Μινωτής (Θάνος Πετρόπουλος). Φοιτηταί (1935). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 18/12/1934 – 13/01/1935
Latest posts by dromena (see all)
- Κυκλοφορεί σε μετάφραση του Καθηγητή Βάιου Λιαπή το βιβλίο «Το Αρχαίο Θέατρο μέσα από τις Πηγές» - 14 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (3) - 11 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (2) - 10 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (1) - 10 Νοεμβρίου, 2024
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024