Η αλήθεια και ο πόνος στον Πιραντέλο

Η αλήθεια και ο πόνος στον Πιραντέλο

Μοιράσου το!

Το θέατρο του Πιραντέλο, που είχε τόσο σκανδαλίσει την επομένη του πρώτου μεγάλου πολέμου, σήμερα είναι ανεγνωρισμένο καθεστώς. Αυτό δεν το εμποδίζει ωστόσο να προκαλεί πάντα την προσοχή, κι όχι μόνο των ανθρώπων του θεάτρου ή των διανοουμένων, που είχαν βαλθεί τότε να το συζητούν, για να το αξιολογήσουν, ή και, απλούστερα ακόμα, να το αμφισβητήσουν. Οι καταστάσεις που το εικονοκλαστικό πιραντελικό δράμα προέβαλλε, σήμερα μας έχουν γίνει οικείες. Τα προβλήματα που ανακινούσε ο δαιμόνιος Σικελός, αν δεν λύθηκαν πρακτικά, έχουν πάντως αφομοιωθεί από τη συνείδηση του συγχρόνου ανθρώπου, δεν τον ξαφνιάζουν όπως τότε που τα πρωταντίκρυζε.

Κι όμως, ελάχιστοι μεταγενέστεροι δραματικοί συγγραφείς έχουν αξιωθεί να εκπροσωπήσουν τόσο αυθεντικά το νεώτερο πνεύμα όσο ο δραματουργός αυτός που είχε βγει αργά στο θέατρο, σαρανταπεντάρης σχεδόν. Κάτι περισσότερο: Η εσωτερική διάσπαση του ενιαίου ώς τότε ανθρώπινου προσώπου, που πρώτος είχε επιχειρήσει ο Πιραντέλλο με τόση θεατρική συνέπεια, έφτασε στα χέρια των διαδόχων του να γίνει συχνά απλή διάλυση κάθε μορφής εσωτερικής κι εξωτερικής, χωρίς καμμιάν ανασύνθεση. Στον Πιραντέλο χρωστάμε έργα που, αν εγκαινίασαν τη δραματική αμφιβολία μπροστά στην αντικειμενική αλήθεια, ομως υπογράμμισαν σύγκαιρα, με τρόπο έντονα παραστατικό, το πάθος του ανθρώπου για συνέπεια, ενότητα, την αναζήτηση κάποιου χαμένου παραδείσου. Είναι η εικονογράφηση ενός Μύθου ανάλογου με τον πανάρχαιο εκείνον ελληνικό, όπου έβλεπε κανένας τον Πενθέα να διαμελίζεται από τις Μαινάδες, με επικεφαλής τους τη μαστιζόμενη από θεία μανία Αγαύη, τη μητέρα του…

Μαζί με τον Ερρίκο Δ΄, το Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα τοποθετείται στην κορυφή της πιραντελλικής δημιουργίας. Είναι περίεργο από μίαν άποψη πώς το έργο αυτό – όπου ο συγγραφέας βρίσκει τον πιο επιγραμματικό συνδυασμό για να εκφράσει την κοσμοθεωρητική του στάση – εμφανίζεται στη σειρά της παραγωγής του όχι προγραμματικά, από τα πρώτα, αλλά μόλις εικοστό δεύτερο. Θα ’λεγε κανένας πως τόσο αποθησαύρισμα πείρας της ζωής και της σκηνής χρειάστηκε στο δραματουργό για να ξεκαθαρίσει το εσωτερικό του όραμα και να το στερεώσει σε μια λαμπικαρισμένη εικόνα.

Λαμπικαρισμένη όσο τουλάχιστον το επιτρέπει η ρευστότατη μεταφυσική του πιραντελλισμού. Γιατί καλό είναι να τονιστεί εδώ πως αν η διαλεκτική του Πιραντέλο είναι οξύτατη, κοφτερή, αν ο μηχανισμός της λειτουργεί με τρόπο τόσο τέλειο που να μας δίνει πότε-πότε την εντύπωση πως βρισκόμαστε μποστά σε σόφισμα, το αποτέλεσμα, οι διαπιστώσεις, δεν έχουν την ίδια στερεότητα. Ούτε τα ελατήρια των πράξεων είναι αποσαφηνισμένα καθώς στο ορθόδοξο θέατρο, ούτε τα συμπεράσματα που θα ήθελε ν’ αποκομίσει ο θεατής τόσο “λογικά”. Η αοριστία αυτή είναι ηθελημένη. Ο Πιραντέλο αρνείται να διατυπώσει καταφάσεις εκεί όπου η ίδια η ζωή τις αποκλείει. Προτιμάει – καθώς όλοι οι αληθινοί δημιουργοί – να θέτει τα προβλήματα, να ερεθίζει τη φαντασία του θεατή, κ’ ύστερα ν’ αποσύρεται βουβά πίσω από την αυλαία, για να τον αφήσει απερίσπαστον να σκεφτεί. Ξέρει καλά πως ούτε ο θεατής θα βρει λύσεις, γιατί λύσεις μπορεί και να μην υπάρχουν. Όμως για το Δράμα, εκείνο που βαραίνει δεν είναι οι λύσεις. Είναι το θετικό κι αναμφισβήτητο γεγονός: η δοκιμασία, το πάθος των ανθρώπων απέναντι στο αίνιγμα της ζωής τους.

Το Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα αρχίζει μέσα σε μιαν άδεια σκηνή θεάτρου. Μας υποδηλώνει έτσι ο Πιραντέλο τη διαθεσιμότητα του χώρου. Είναι σαν ένας μαυροπίνακας άγραφος, έτοιμος να δεχτεί το θέμα που θα προταθεί. Το επίπεδο αυτό, κατά τ’ άλλα, είναι ρεαλιστικό: Μια δοκιμή έργου ετοιμάζεται, οι τεχνικοί και οι ηθοποιοί πηγαινόρχονται, το έργο που θα δοκιμαστεί είναι του ίδιου του Πιραντέλο. Στη λεπτομέρεια τούτη ας μην ιδούμε μόνο τη χιουμοριστική διάθεση του συγγραφέα, που εισάγει άμεσα τον εαυτό του στη σκηνή. Ας ιδούμε και τη σκοπιμότητα να διαλυθεί εξαρχής η καθιερωμένη σύμβαση του θεάτρου, για να μπορέσει να καταλάβει τη θέση της σε λίγο η άλλη σύμβαση, αυτή που ο συγγραφέας θεωρεί ουσιαστική. Μέσα στο προβληματικό κιόλας επίπεδο της σκηνής, θα εισβάλει σε λίγο η φαντασίωση, που κάνει στο εξής προβληματικότερη ακόμα κάθε αντικειμενική αλήθεια.

Άλλο έργο ετοιμαζόταν, άλλο θα παιχτεί. Η ζωή είναι γεμάτη ενδεχόμενα. Τι είναι εκείνο που επέβαλε τη νέα πραγματικότητα; Η αδόκητη εμφάνιση μερικών προσώπων που ξέφυγαν ανολοκλήρωτα, μισοτελειωμένα, από την πέννα κάποιου συγγραφέα. Τα πρόσωπα αυτά, που περιφέρονται τώρα στον κόσμο σαν κολασμένες ψυχές, ζητάνε να υπάρξουν, δεν μπορούν να βρουν τη γαλήνη αν δεν τους δοθεί η ευκαιρία να ζήσουν άρτια το δράμα τους, να το στερεώσουν με τη διάρκεια της Τέχνης. Θα υποχρεώσουν λοιπόν το διαθέσιμο θίασο και το θιασάρχη του να στεγάσουν αυτό το θέμα, να επιχειρήσουν να του δώσουν υπόσταση. Θα επιβάλουν τη δική τους, την πλασματική πραγματικότητα, μέσα στον κόσμο της πραγματικής ζωής, που θ’ αποδειχτεί άλλωστε ανίκανος να συλλάβει ο ίδιος την πραγματικότητά του…

Η οικογένεια των έξη προσώπων είναι βασανισμένη. Το καθένα από τα μέλη της έχει το δικό του δράμα, η περιπλοκή όμως προέρχεται από το ότι όλα αυτά τα δράματα απομένουν με κάτι το ασύμπτωτο μεταξύ τους. Διασταυρώνονται, μπλέκονται, συνυφαίνονται, χωρίς κανένα από τα πρόσωπα να μπορεί να βρει κατανόηση από τον διπλανό του. Το καθένα μένει κλεισμένο στη δική του την αλήθεια, και παρ’ όλες τις απεγνωσμένες προσπάθειες που κάνει για να βγει, να επικοινωνήσει, να εξηγήσει, να γίνει νοητό, δεν το κατορθώνει. Εκείνο που επιτείνει την αγωνία είναι πως τα πρόσωπα αυτά που διψάνε για κάποιου είδους πραγματικότητα στερεή, αρνούνται μ’ όλες τους τις δυνάμεις να καθηλωθούν σε μια μόνη στάση, που να τα εκφράζει και να τ’ αντιπροσωπεύει στο εξής τελειωτικά, δεσμευτικά. Ενώ φλέγονται από το πάθος να υπάρξουν, θέλουν ωστόσο, απαιτούν τη ρευστότητα της ζωντανής ζωής, όχι τη σχηματική παράσταση που εννοεί να τους επιβάλει ο διπλανός τους για να τα φυλακίσει σε μια στιγμή ευσύνοπτη. Γιατί δείγμα αδιάψευστο της αλήθειας – μας λένε με όλους τους τρόπους – είναι η ασυνέπεια. Το αληθινό είναι “απίθανο” και φαίνεται παράλογο. Το πιθανοφανές δεν είναι κι αληθινό.

Έτσι, τα έξη στοιχειωμένα πρόσωπα του Πιραντέλο, αν ήρθαν για να ζητήσουν τη φιλοξενία της Τέχνης, εννοούν και να της υπαγορέψουν νόμους άλλους από τους ίσαμε σήμερα γνωστούς. Η μανία της πιθανοφάνειας – όπως εξηγεί ο Πατέρας – μαστίζει την τέχνη του θεάτρου. Η αποστολή της Τέχνης όμως είναι να συνεχίζει σ’ επίπεδο υψηλότερο το έργο της Δημιουργίας, υψηλότερο από το επίπεδο του κοινότοπα “πιθανού”. Το αποτέλεσμα είναι, ακόμα και η ελπίδα να εκφραστούν τα έξη πρόσωπα με το μέσο της δραματικής τέχνης, ν’ αποβαίνει χιμαιρική. Όπως ήρθαν φέροντας το απαρηγόρητο δράμα τους, έτσι και θα φύγουν, δίχως την ανακούφιση πως βρήκανε το μέσο να ολοκληρωθούν. Έχουμε εδώ κάτι περισσότερο από την πολυσχολιασμένη πιραντελλική σχετικότητα της αλήθειας. Έχουμε μια γεύση μοναξιάς “τραγική” – που διαφέρει από την Τραγωδία κατά το ότι δεν έχει λύτρωση. Είναι μια μοναξιά καθαρά σύγχρονη…

Άρης Μαλλιαγρός (Πρωταγωνιστής), Βάσω Μεριδιώτου (Νέα ηθοποιός), Πόπη Παπαδάκη (Πρωταγωνίστρια), Γεώργιος Γληνός (Πατέρας), Αθανασία Μουστάκα (Μαντάμ Πάτσε), Άννα Συνοδινού (Κόρη), Δέσπω Διαμαντίδου (Μητέρα), Αικατερίνη Ζιώτα (Κοριτσάκι), Κώστας Ζιώτας (Αγοράκι). Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 05/11/1959 – 11/12/1959

Με το συνδυασμό των δυο επιπέδων ζωής-σκηνής, που του εξασφάλιζε το εκπληκτικό επινόημα αυτού του έργου, ο Πιραντέλο μπόρεσε να βρει το ιδανικότερο σχήμα που του χρειαζόταν για να διατυπώσει τις ιδέες του. Το επίπεδο της σκηνής, αντιπαραβαλλόμενο στο επίπεδο της ζωής, κάνει αισθητή την ύπαρξη διαφόρων εκδοχών της αλήθειας. Οι ηθοποιοί, δοκιμάζοντας να υποδυθούν το δράμα των έξη προσώπων, βάζουν μέσα του, ακούσια κι αναγκαστικά, το δικό τους το περιεχόμενο, τη δική τους την πραγματικότητα. Παραστατικότερα δεν μπορούσε να υποβληθεί η αδυναμία να θεμελιωθεί κάτι το αντικειμενικά στερεό. Αλλά και πέρα από τη διασταύρωση των επιπέδων ζωή-σκηνή, διασταυρώνονται εδώ τα επίπεδα παρόν-παρελθόν-μέλλον; Τα έξη πρόσωπα αφηγούμενα την περίπτωσή τους, πασχίζουν να προβάλουν το παρελθόν στο παρόν, να το ενεργοποιήσουν, να το συνεχίσουν, για να ολοκληρωθεί τέλος σε κάποιο ζωντανό μέλλον. Όταν όμως το μέλλον αυτό θα γίνει δράση, δηλαδή παρόν, τότε θα μας δημιουργηθεί η εντύπωη όχι πως κάτι τελειώθηκε, αλλά πως όλα ξαφνικά καταρρέουν, σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Ολάκερο το επίπονα στημένο οικοδόμημα της αλήθειας δεν είχε περισσότερη υπόσταση, αντοχή, από ένα σχήμα φτιαγμένο στον αέρα από σύννεφα ή καπνό.

Λυκούργος Καλλέργης (Θιασάρχης), Άννα Συνοδινού (Κόρη). Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 05/11/1959 – 11/12/1959

Και πάλι; Ναι – θα πει κανένας – η φαντασίωση της ζωής και της Τέχνης διαλύεται. Υπάρχει όμως κάτι που απομένει; Το γεγονός του ανθρώπινου πόνου. Αν το θέατρο του Πιραντέλο δεν μας το υπέβαλλε αυτό, και μάλιστα με τρόπο τόσο οξύ, θα είταν ίσως κάτι μάταιο και απάνθρωπο, παρ’ όλη τη θαμπωτική διαλεκτική του. Το αντίθετο ωστόσο είναι που αληθεύει: Αποκομίζει κανένας την εντύπωη πως όλο αυτό το οικοδόμημα συναρμολογήθηκε για να κάνει ακριβώς περισσότερο αισθητή την πραγματικότητα του πόνου. Είναι μια νεώτερη επανατοποθέτηση του αιώνιου θέματος, που έχει το αγαθό να γεφυρώνει, ώς ένα τουλάχιστο σημείο,το μαθηματικό πνεύμα των καιρών μας με τη ματωμένη εμπειρία του γένους μας.

      • Πρώτη δημοσίευση: Στο πρόγραμμα της παράστασης Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 05/11/1959 – 11/12/1959

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version