“Το μπαλκόνι” του Ζαν Ζενέ | Θίασος Έλσας Βεργή (1962) – κριτική Α. Τερζάκη

“Το μπαλκόνι” του Ζαν Ζενέ | Θίασος Έλσας Βεργή (1962) – κριτική Α. Τερζάκη

Μοιράσου το!

  • ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Είναι αξιέπαινη, και πολύ, η Έλσα Βεργή, που είχε το θάρρος ν’ ανεβάσει στο θέατρό της το “Μπαλκόνι” του Ζαν Ζενέ. Πολύ περισσότερο που δεν μπορεί να έχει αποβλέψει σε κανένα είδος εμπορικής επιτυχίας μ’ ένα τέτοιο έργο, και που για το ανέβασμά του θα ξόδεψε ένας Θεός ξέρει πόσα. Το βέβαιο είναι πως χάρη ς’ αυτή την πρωτοβουλία η Αθήνα έχει την ευκαιρία ν’ ακούσει έναν από τους πιο προσωπικούς, γνήσιους και νέους φθόγγους του συγχρόνου Θεάτρου. Δεν αμφιβάλλω πως θα ενοχληθεί γι’ αυτό τρομερά. Οι σχετικές αντιδράσεις ήταν αισθητές ακόμα και στο κοινό της πρεμιέρας.

Τι είναι το “Μπαλκόνι”; Παρ’ όλα τα φαινόμενα, παρά την υπογραμμισμένη αοριστία του έργου, δεν είναι και τόσο δύσκολο, με λίγη καλή θέληση, να το αφηγηθεί κανένας. Το δύσκολο – το καθαυτό αδύνατο – είναι Να συγκρατηθεί σε μια τέτοια συνοπτική ανάλυση η ουσία: το μαγικό στοιχείο. Γιατί ο Ζενέ είναι ποιητής, και μάλιστα όχι του κοινού επιπέδου. Υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν αφελέστατα πως η ποίηση μπορεί να υλοποιηθεί, να μεταγραφεί, ν’ αναπαρασταθεί με άλλα μέσα. Το “Μπαλκόνι” θα έπρεπε να τους πείσει για το αντίθετο, που ισχύει άλλωστε για κάθε ποίηση, ανεξάρτητα από σχολές κι εποχές. Όπως και θα έπρεπε να γίνει αισθητό, με την ευκαιρία τούτη, ότι η ποίηση – η ουσιαστική, η μόνη, – συμβαδίζει πάντοτε με κάποιαν αοριστία, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί η γλώσσα της, η υφή της, είναι υπέρλογα.

Ας αφήσουμε όμως τις κοινοτοπίες κι ας έρθουμε στο “Μπαλκόνι”. Ιδού ό,τι μπορούμε να στερεοποιήσουμε από το μύθο του: Πρόκειται για έναν “οίκο φαντασίας”. Έτσι προσδιορίζει η Ίρμα – και χωρίς ευφημισμούς – τον οίκο ανοχής που διευθύνει. Σ’ αυτόν βρίσκουν ικανοποίηση όσοι έχουν το πάθος φυγής από τον ασφυχτικό εαυτό τους. Υποπτευόμαστε πως αν μας προτείνονται από το έργο τρία μόνον σχετικά υποδείγματα, ο αριθμός θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί, να περιλάβει ίσως όλο τον κόσμο. Σε τι συνίσταται η “φαντασία” που προσφέρει η Ίρμα στους πελάτες της; Σε μερικές στολές, περούκες κι άλλα φτωχά εμβλήματα, που δημιουργούν όμως σ’ όποιον τα περιβληθεί μιαν άλλη προσωπικότητα. Έχουμε εδώ τη δίψα του προσωπείου, αλλά και την ψευδαίσθηση εξουσίας. Γιατί –αυτό ν’ ακούγεται– όσοι ζητάνε την αλλαγή του εαυτού τους στο Μπαλκόνι της Ίρμας, γυρεύουν και το αίσθημα πως ασκούν εξουσία· όπως, λόγου χάρη, αυτός ο φτωχοϋπάλληλος της Εταιρείας Αεριόφωτος που μασκαρεύεται σ’ επίσκοπο. Όπως ο Στρατηγός, όπως ο Δικαστής. Όπως, τέλος, όλος ο κόσμος. Είναι αυτονόητο ότι ιέρειες της Αφροδίτης στην υπηρεσία της Ίρμας, χαριτωμένες κι επιδέξιες, βοηθάνε τους πελάτες στην ολοκλήρωση της φρεναπάτης τους.

Η εσωτερική ευγλωττία του Ζενέ φανερώνεται όχι τόσο στο στήσιμο των επιμέρους αυτών καταστάσεων, όσο στη μαγική του δύναμη να διευρύνει το χώρο του έργου, να δίνει στο Μπαλκόνι της Ίρμας διαστάσεις οικουμενικές. Πρόκειται για την κοινωνία ολόκληρη; Μόνον; Έχω το αίσθημα πως εδώ μπαίνει μια διάσταση καθαυτό μεταφυσική. Όπως και πίσω από τα συγκεκριμένα περιστατικά, τον Επίσκοπο, το Δικαστή το Στρατηγό, γίνεται αισθητότατη μια διάθεση βλάσφημη, εωσφορική: ο διασυρμός εξουσιών στην απρόσωπη κι όμως αναπόδραστα προσωποπαγή τους μοίρα. Γιατί ο Ζαν Ζενέ εκφράζει, γενικά με το έργο του, μιαν από τις εντονότερες ανταρσίες του καιρού μας. Προβάλλει παντού την ηθική διαστροφή κι αναζητεί σ’ αυτήν το κλειδί υπερπραγματικών αποκαλύψεων. Με τον Ζενέ δεν έχουμε τη μαγεία για τη μαγεία. Έχουμε τον εωσφορισμό σαν μέσο για εκλάμψεις υπερβατικές.

Όλ’ αυτά, διοχετεύονται από ένα λόγο εκπληκτικά οιστρηλατημένο και που αναβράζει, αντιλαμπίζει, ξεχειλίζει. Τα όρια του συγκεκριμένου, τα πεζά και στεγνά, δρασκελίζονται, τιναζόμαστε θαμπωμένοι σ’ ένα στερέωμα αβυθομέτρητο και φαντασμαγορικό. Λιγότερο οίστρο δείχνει η δεύτερη πράξη του “Μπαλκονιού”, που είναι ακριβώς και η πιο νοητή. Ενώ στην πρώτη –με τους μακρινούς αντίλαλους μιας ανταρσίας, την επανάσταση που μαίνεται έξω, κάπου, και προεκτείνει ανησυχητικά την ατμοσφαίρα με τις ριπές των αυτομάτων– ενώ λοιπόν στην πρώτη πράξη είχαμε την εσωτερική απλοχωριά του απροσδιόριστου, με τη δεύτερη, στο στρατηγείο των επαναστατών, τα πράγματα συγκεκριμενοποιούνται, αλλά και φτωχαίνουν. Μόλις κατορθώνει να μας αποζημιώσει εδώ η ωραία μορφή της Σαντάλ, της πόρνης-ειδώλου του όχλου. Θ’ ανασάνουμε πάλι ελεύθερα με την επιστροφή μας στο Μπαλκόνι: Η επανάσταση κατέλυσε τις αρχές, για να τις αντικαταστήσει με άλλες αρχές: Την Ίρμα που παίρνει τώρα τη θέση της έκπτωτης βασίλισσας, τον Επίσκοπο, το Δικαστή και το Στρατηγό που καταδικάζονται να ενσαρκώσουν τα όνειρά τους. Μόνο ενός η θέση παραμένει αμφίβολη. Είναι ο Αρχηγός της παλαιάς Αστυνομίας, προστάτης του οίκου της Ίρμας. Εδώ υπάρχει το ωραιότερο ίσως εύρημα του έργου: Ο Αρχηγός δαιμονιζόταν γιατί κανένας απολύτως από τους πελάτες του “Μπαλκονιού” δεν ζητούσε ποτέ να υποδυθεί αυτόν και την εξουσία του. Του γινόταν έτσι καυτερά αισθητό το πόσο είναι ασήμαντος. Τώρα ο Αρχηγός περιβάλλεται το ρόλο του “εθνικού ήρωα”. Και στην τρίτη πράξη του έργου, θα έχει την αγαλλίαση να ιδεί επιτέλους ένα νέο πελάτη που ζητάει να τον παραστήσει. Είναι ο Ροζέ, ο πρώην επαναστάτης. Το πείραμα άλλωστε θ’ αποδειχτεί θανατηφόρο. Όπως θανατηφόρα θα είναι και η ρομαντική έξαρση της Σαντάλ…

Δεν συνοψίζω· νύξεις κάνω. Το “Μπαλκόνι” δεν συνοψίζεται. Έχει βέβαια ένα υπερβολικό μάκρος που αποθαρρύνει ακόμα περισσότερο τον κανονικό θεατή, αλλά ο κανονικός θεατής θα έχει άδικο αν αντιπεράσει περιφρονητικά, όπως θα έχει άδικο κι αν θελήσει ν’ αποκρυπτογραφήσει σ’ εύκολες αλληγορίες τα επεισόδια ή τις καταστάσεις του έργου. Αν η πορεία του μύθου στο “Μπαλκόνι” υποβάλλει κάποιες αναλογίες με τωρινές καταστάσεις, κοινωνικές ή άλλες, ας μην ξεχνάμε πως αυτό δεν ήταν ο στόχος του Ζενέ. Στόχος του δεν ήταν η σάτιρα. Ο σαρκασμός του πάει πολύ πιο βαθιά, δεν αναφέρεται σε θεσμούς εφήμερους. Έργο ιερόσυλο, το “Μπαλκόνι”, ενσαρκώνει τον εωσφορικό Μύθο μιας γενιάς ανθρώπων που έσπασε τις αλυσίδες της για να βρεθεί ηρωικά αντιμέτωπη στο αρχέγονο χάος.

Ο κ. Μίνως Βολανάκης έχει σκηνοθετήσει το έργο με βαθιά κατανόηση· τού αξιοποίησε όλες του τις εσωτερικές αποχρώσεις. Ορθότατα –και με πολλήν ικανότητα– μετεμόρφωσε την εκφορά του λόγου και το παίξιμο όλων σχεδόν των ηθοποιών. Η Έλσα Βεργή είναι μια αδρή, έντονα χρωματισμένη Ίρμα. Λαμπρός στους δυο ρόλους του, Επισκόπου και Μαρκ, ο Τάσος Παπαδάκης. Οι Λ. Χριστογιαννόπουλος, Φοίβος Ταξιάρχης, Ν. Δενδρινός, συμβάλλουν θετικά κι ανάλογα με τις προσωπικές του ο καθένας δυνατότητες στην οργάνωση του συνόλου. Κάπως αδύναμη είναι η Κάρμεν της Ξένιας Καλογεροπούλου· ο ρόλος όμως αυτός μου φαίνεται πως θα χρειαζόταν άλλου τύπου ηθοποιό. Λαμπρός ο Ορφέας Ζάχος στο ρόλο του Αυλάρχη και στέρεος πάντα ο Ν. Βασταρδής (Ροζέ). Χειροκροτώ, τέλος, τη Σαντάλ της Άννας Βενέτη.

Ο κ. Γιάννης Γαΐτης είναι κάτι καλλίτερο από σκηνογράφος: Ένας ποιητής του ανέκφραστου.

Και οι προβλέψεις μας; Ότι το “Μπαλκόνι”, όπως κάθε τι αληθινά επαναστατικό, θα σκανδαλίσει πολύ την επαναστατική εποχή μας. Γιατί, βλέπετε, όλες αυτές οι επαναστάσεις γύρω μας, δεν έχουν μέσα τους την Ανταρσία. Έχουν ένα υποψήφιο κι ανυπόμονο καθεστώς.

_________________________

ΤΟ ΒΗΜΑ, 26 Οκτωβρίου 1962


Μοιράσου το!
ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΡΙΤΙΚΗ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version