Ζαν Ζενέ: “Με όλο μου το μίσος…”
“Αναζητώ τον κηρυγμένο εχθρό… Χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, χωρίς κοιλιά, χωρίς καρδιά, χωρίς φύλο, χωρίς κεφάλι, έναν εχθρό που να φέρει όλα τα σημάδια της κτηνωδίας μου, η οποία –νωθρή– δεν θα είχε πια λόγο να εκδηλωθεί. Θέλω τον ολοκληρωτικό εχθρό, αυτόν που θα με μισούσε υπέρμετρα και αυθόρμητα, αλλά υποταγμένο, νικημένο από μένα πριν καν με γνωρίσει. Θα τον χαστούκιζα, θα τον κλώτσαγα, θα ’βαζα να τον δαγκώσουν πεινασμένες αλεπούδες… Στο Μπάκινγχαμ ν’ ασελγεί πάνω στον πρίγκιπα Φίλιππο και να πηδιέται απ’ αυτόν… Να ντύνεται σαν εμένα, να κοιμάται και να ζει στη θέση μου…”.
Αυτό το κείμενο του 1970, στο οποίο εκρήγνυται η φρενιτιώδης βιαιότητα του Ζαν Ζενέ, είναι το πρώτο από μια σειρά άρθρων, διαλέξεων και συνεντεύξεων που καλύπτουν τα τελευταία είκοσι δυο χρόνια της ζωής του (1964-1986) και κυκλοφόρησαν από τον “Γκαλιμάρ”, με τον τίτλο “Ο κηρυγμένος εχθρός” [L’ ennemi déclaré].
Δυο χρόνια πριν πεθάνει, ο συγγραφέας είχε προγραμματίσει την έκδοση αυτών των κειμένων, την οποία πραγματοποίησε τελικά ο Αλμπέρ Ντισί [Albert Dichy], διευθυντής του Ιδρύματος Ζαν Ζενέ, με μεγάλη φροντίδα. Πρόκειται για σαράντα κείμενα που ήταν γραμμένα σε κασέτες ή διάσπαρτα σε εφημερίδες και περιοδικά όλου του κόσμου. Μερικά απ’ αυτά έχουν τη σφραγίδα του μεγάλου ποιητή και δραματουργού. Άλλα είναι πολιτικά κείμενα και διακηρύξεις που διαγράφουν την πορεία του ως “στρατευμένου” και “αμφισβητία”, εναλλασσόμενα με συνεντεύξεις ευρύτερα αυτοβιογραφικού χαρακτήρα.
Για τον στρατευμένο Ζενέ, ο “κηρυγμένος εχθρός” είναι η Δύση, η οποία ενσαρκώνεται κυρίως στις εικόνες του λευκού Αμερικανού, αφέντη και κυρίαρχου, του Γάλλου αστού και αποικιοκράτη, του Ισραηλινού στρατιωτικού, φονιά των Παλαιστινίων. Οι μεγάλοι πολιτικοί αγώνες, στους οποίους έλαβε μέρος, αφορούσαν την υπεράσπιση των μαύρων Αμερικανών, των έγχρωμων μεταναστών στη Γαλλία, των Παλαιστινίων και των τρομοκρατών της “Ομάδας Μπάαντερ”, των οποίων –αν και “λευκοί”– εξαίρει την “απελευθερωτική” βία, την οποία αντιπαραθέτει στην “κτηνώδη” θηριωδία του κυρίαρχου αστικού συστήματος.
Ο Ζενέ άρχισε να ενδιαφέρεται για την πολιτική ύστερα από μια σοβαρή κρίση κατάθλιψης, που έπαθε το 1964, εξαιτίας του τραγικού θανάτου του νεαρού εραστή του, ακροβάτη Αμπντάλα. Ο συγγραφέας είχε μάλιστα αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει τότε, αλλά απέτυχε. Όταν συνήλθε έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή και επέστρεψε στη Γαλλία τον Μάιο του ’68 (στο πρώτο πολιτικό του άρθρο εξυμνεί τον Κον Μπεντίτ, “τον ιδιοφυή εχθρό της μπουρζουαζίας”). Τα επόμενα χρόνια, συμμετείχε στο Παρίσι σε πολλές και διάφορες διαδηλώσεις υπέρ των μεταναστών, κατά του Συνδέσμου των Βιομηχάνων ή κατά του σωφρονιστικού συστήματος, στο πλευρό του Σαρτρ ή του Φουκώ. Αλλά τελικά όλα αυτά φαίνονταν σαν ένα διφορούμενο παιχνίδι στο οποίο η αστυνομία, την οποία “σέβονταν υπέρμετρα” οι επιφανείς διανοούμενοι, κατέληξε ν’ αποκτά συνενόχους.
Οι Παλαιστίνιοι
Η αληθινή, μεγάλη πολιτική περιπέτειά του αρχίζει το 1970 όταν πηγαίνει κατά μυστηριώδη τρόπο στις ΗΠΑ –του είχαν αρνηθεί τη βίζα για λόγους “ηθικής φαυλότητας”– και συμμετέχει ενεργά στους αγώνες των Μαύρων Πανθήρων, ζώντας την παράνομη ζωή τους, και γράφοντας πολλά άρθρα υπέρ του Μπόμπι Σιλ, του Τζορτζ Τζάκσον και άλλων μαύρων ηγετών που ήταν στη φυλακή. Με αποτροπιασμό, ο Ζενέ στιγματίζει τη βιαιότητα των λευκών και καλεί τους μαύρους να τους δολοφονούν αδιάκριτα για ν’ αποκτήσουν δικαίωμα στη ζωή. Προφητεύει δε τον θάνατο του αμερικανικού πολιτισμού που είναι θεμελιωμένος στην “ταπείνωση και την περιφρόνηση”.
Παράλληλα, το δράμα των Παλαιστινίων τροφοδοτεί το πάθος του. Ύστερα από τα θλιβερά γεγονότα του “Μαύρου Σεπτέμβρη”το 1970, ο Ζενέ, προσκαλεσμένος της ΟΑΠ, κάνει τέσσερα ταξίδια στην Ιορδανία, όπου επισκέπτεται τα στρατόπεδα των Παλαιστινίων προσφύγων και γράφει για τη ζωή τους. Συλλαμβάνεται όμως από τις αρχές του Αμάν και διώχνεται από τη χώρα. (Γεννιέται τότε το σχέδιο για ένα μεγάλο έργο αφιερωμένο σ’ αυτήν την τραγωδία, το οποίο θα πάρει τη μορφή του “Ερωτευμένου αιχμαλώτου”, που κυκλοφόρησε το 1986, μετά το θάνατο σου συγγραφέα). Τον Σεπτέμβριο του ’82, ο Ζενέ βρισκόταν πάλι στη Βηρυτό και παρακολούθησε με τα ίδια του τα μάτια τη σφαγή των Παλαιστινίων στη Σάμπρα και τη Σατίλα.
Ξαναπαίρνει τότε την πένα για Να γράψει το πιο σημαντικό από τα πολιτικά κείμενά του, το “Τέσσερις ώρες στη Σατίλα”: σ’ αυτές τις σελίδες το ταλέντο του καταφέρνει να κάνει τη φρίκη μεγάλη τέχνη, όπως γίνεται και στον “Ερωτευμένο αιχμάλωτο” με την ομορφιά των Φενταγίν, που γεννιέται από την εξέγερση.
Ο “Ροδόχρους Νέγρος”
Η αγάπη του Ζενέ για τους έγχρωμους καταπιεσμένους, με τους οποίους θα ήθελε να ταυτιστεί αυτοχαρακτηριζόμενος ως “Ροδόχρους Νέγρος”, και το φοβερό του μίσος για τους λευκούς, τους “κηρυγμένους εχθρούς” που ωστόσο αντανακλούν το δικό του πρόσωπο, είναι αισθήματα σκοτεινά και αμφίλογα, για τα οποία μπορεί ν’ αναζητήσει κανείς το κλειδί στις συζητήσεις πολιτικού χαρακτήρα που περιέχει αυτό το βιβλίο.
Ο Ζενέ λέει ότι η συμπάθειά του για τους Μαύρους Πάνθηρες και τους Φενταγίν προέρχεται εν μέρει από το ερωτικό πάθος που του ξυπνούν. Αυτός ο συγγραφέας, ο “κοινωνικά ανεύθυνος” –κατά πολλούς επικριτές του– ο στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων, ο περιπλανώμενος, προτιμά να χαρακτηρίζει τον εαυτό του “αλήτη” παρά επαναστάτη και αδελφό των απόβλητων, εγκαταλειμμένων και άστεγων. Ο ίδιος, παιδί εγκαταλειμμένο από τη μάνα του από τη γέννηση, αισθάνεται όχι μόνο χωρίς οικογένεια αλλά και χωρίς πατρίδα. Αρνείται τη Γαλλία και τη μισεί σε σημείο που χαίρεται για την ήττα της από τους ναζί το 1940. Η πολιτική του κρίση είναι τουλάχιστον περίεργη: υμνεί τον Χίτλερ, αλλά δικαιολογεί τον Στάλιν και τον Μπρέζνιεφ, μέχρι και τη σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν.
Καμαρώνει που είναι κλέφτης, προδότης, λιποτάκτης, δειλός και παιδεραστής, δηλώνει ότι έκλεβε όχι μόνο για να φάει αλλά και για να διασκεδάσει, ότι ήθελε “να ζήσει το Κακό για να μην εξαγοραστεί από τις κοινωνικές δυνάμεις που συμβολίζουν το Καλό”. Εξομολογείται, επίσης, ότι είναι ένας μανιώδης ψεύτης. Ότι μ’ όποιον και να μιλάει, δεν μπορεί παρά να λέει ψέματα. Ότι είναι ειλικρινής μόνο μέσα στη μοναξιά, όταν γράφει.
“Γι’ αυτό και η αλήθεια του πρέπει ν’ αναζητηθεί στα βάθη ενός έργου πολύπλοκου και παράφορα βίαιου, και όχι στις αντιφατικές και προβοκατόρικες πολιτικές δηλώσεις του”, λέει ο κριτικός της “Ρεπούμπλικα”. (Τα Νέα, 5/10/1991).
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024