Η ερμηνεία του Αριστοφάνη

Η ερμηνεία του Αριστοφάνη

Μοιράσου το!

Η έγκριση ή η απόρριψη μιας καλλιτεχνικής ερμηνείας, όταν τυχαίνει είτε από το ίδιο της το θέμα είτε από την πρόθεση του ερμηνευτή, να έχει τα στοιχεία του σοβαρού, δεν μπορεί να γίνεται αξιωματικά και αβασάνιστα. Οφείλει να είναι κάπου θεμελιωμένη. Και θεμελίωση τέτοια δεν πρέπει να θεωρηθεί το αυθαίρετο προσωπικό μας γούστο –“μου αρέσει”, “δεν μου αρέσει”– ή η ρυμούλκησή μας από μια μόδα συμπτωματική, κατά βάση επιπόλαιη, όπως όλες οι μόδες. Εκείνο εξάλλου που πρέπει να κοιτάμε –και με πολλή προσοχή– είναι τι συνέπειες, τι επακόλουθα μπορεί να έχει η τέτοια ή αλλιώτικη προσωπική μας στάση μπροστά στο κρινόμενο φαινόμενο. Ένα ολάκερο κεφάλαιο ευθύνης ανοίγεται εδώ – ευθύνης, κάποτε, ιστορικής. Άλλο ζήτημα αν εκείνοι που τη συναισθάνονται, κρίνονται συχνά από τους άλλους σχολαστικοί, ανόητοι και μικρολόγοι.

Ο Αριστοφάνης δεν είναι υπόθεση απλή. Μας έμαθαν εξ απαλών ονύχων να τον θεωρούμε εθνικό κεφάλαιο. Αυτό, επιβάλλει πολλές υποχρεώσεις· περισσότερες από όσες φαίνονται σε πρώτη ματιά. Η μια, είναι να ελέγξουμε –ο κάθε άμεσα ενδιαφερόμενος προσωπικά– αν όντως είναι έτσι, εθνικό κεφάλαιο, ή αν το λέμε μόνο και μόνο γιατί μας το είπαν οι δασκάλοι. Βλέπετε ότι δεν βάζω σε πρώτη σειρά τον περιλάλητο “σεβασμό” προς τα εθνικά κεφάλαια, που όταν είναι μηχανικός, τυπολατρικός, άκριτος, καταντάει ηλίθιος και τίποτ’ άλλο. Τον υποτάσσω στον πρώτο όρο, και λέω: Αν πραγματικά πειστούμε –αφού βεβαιωθούμε πρώτα πως είμαστε σε θέση να το κάνουμε– πως ο Αριστοφάνης είναι εθνικό κεφάλαιο, τότε πρέπει, αμέσως ύστερα, να ιδούμε τούτο: Είναι περιορισμένα εθνικό κεφάλαιο, ή μήπως γενικότερα ανθρώπινο; Υποθέστε όμως ότι κι αυτό έγινε, , κι ότι φτάσαμε στο ευχάριστο συμπέρασμα –φτάσαμε με μέσα δικά μας, όχι, και πάλι, γιατί μας το είπαν– πως ο Αριστοφάνης είναι πνευματικό κεφάλαιο για την ανθρωπότητα. Τι απομένει να κάνουμε; Να τον λατρεύουμε παθητικά, έντρομα; Ή να κοιτάξουμε πώς θα τον αξιοποιήσουμε; Όσοι είμαστε σε θέση να κάνουμε το δεύτερο, τόσο το καλλίτερο! Εμπρός! Αλλά κι ας έχουμε υπόψη μας πως οι άλλοι, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, θα έχουν τα μάτια τους καρφωμένα πάνω μας άγρυπνα, εντατικά. Είναι κι αυτό, κι ας μη φαίνεται, ενεργητική προσφορά· φτάνει, καθώς είπαμε, να γίνεται με αίσθημα ευθύνης και μ’ εσωτερική συνέπεια. Κάποτε τα χειρότερα κακά, σ’ αυτόν εδώ ιδιαίτερα τον τόπο, γίνονται από μια διάθεση αόριστης κι ερασιτεχνικής ανοχής, δηλαδή από μια έλλειψη ουσιαστικής ευαισθησίας, που για να αυτοδικαιολογηθεί, το ρίχνει σ’ ένα είδος υψηλού ντιλεταντισμού, ψευτοφιλοσοφικής πόζας: Είναι η μπλαζεδική έξαρση του ευτράπελου, ο σαχλός αμοραλισμός, επιδημία επισημασμένη από καιρό στους κοινωνικά και στους πνευματικά νεοπλουτικούς μας κύκλους.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον Αριστοφάνη. Ο ένας τρόπος να υπηρετείς τη δόξα του, είναι, είπαμε, ο έντρομος σχολαστικισμός: “Μη εγγίζετε! Εύθραυστον!” Ο άλλος τρόπος, ο διαμετρικά αντίθετος, είναι ο θρασύς: “Πάρτε τον και κάντε τον κουβάρι. Σα στο σπίτι σας!” Βέβαια κανένας από τους δυο τρόπους δεν παρουσιάζεται έτσι ωμά που τον λέμε· ο καθένας τους φροντίζει να στολιστεί πρώτα με την κατάλληλη φιλολογία. Όμως εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι τα προσχήματα. Είναι η εσωτερική στάση. Και οι δυο εσωτερικές στάσεις, όταν διακριβωθούν, βλέπουμε με κάποια έκπληξη να έχουν στη βάση τους, αν και εξωτερικά τόσο αντίθετες, ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη “φιλολογία”! Με τούτη μόνο τη διαφορά: Πως του σνομπισμού η φιλολογία είναι υποκριτική: το βελούδο από μέσα, η φόδρα απ’ έξω. Λόγου χάρη: Φιλολογία του “λαϊκισμού”. Εκστατική λατρεία, υστερική αποθέωση, των “καλλιτεχνημάτων” που έχουν γίνει ταβανόβουρτσα στο καραβόπανο του Καραγκιόζη, περίπτυξη παράφορη από αρωματισμένα πιν-απ-γκερλς του άπλυτου μάγκα, εξιδανίκευση του χασικλιδισμού. Πολύ λίγοι σεβασμό, υποπτεύομαι, προς τον αληθινό, σεμνότατο ελληνικό λαό, κρύβουν οι θορυβώδεις αυτές υστερίες. Και άλλη τόση δημοκοπία θολή.

Δεν υπαινίσσομαι πρόσωπα. Αντίθετα: Άπειρες φορές μου δόθηκε η ευκαιρία να διαδηλώσω το θαυμασμό μου για καλλιτέχνες που τυχαίνει ωστόσο, από ορισμένες, αδύνατες πλευρές τους, να σχετίζονται με τη σχολή του παρεξηγημένου – κι από υπερβολή μόνον, έστω – αυτού “λαϊκισμού” (δεν ξέρω πώς αλλιώς να τον ονομάσω). Το ρεύμα είναι απρόσωπο. Αλλά και συχνά συμβαίνει να παρασύρεται κανένας καλόπιστα, ανεπίγνωστα, από ένα χείμαρρο με χαραγμένη πια κοίτη, ακατάσχετον, ρεύμα που ανακατεύει τη βουλή του με το σάλαγο του αιώνα. Ζαλίζεσαι, συνεπαίρνεσαι. Ανθρώπινα αυτά. Μόνο που πρέπει κάπου να σταματάνε.

Ο Αριστοφάνης είναι εθνικό κεφάλαιο, ο Αριστοφάνης είναι αρχαίος, δεν βλέπω όμως καθόλου το γιατί επειδή είναι αρχαίος πρέπει και να του αναγνωρίζουμε δικαιώματα περίεργα, που στους συγχρόνους μας τα αρνιόμαστε. Επιτέλους κάποια όρια πρέπει να έχει αυτή η υποκρισία των δυο μέτρων και των δυο σταθμών! Ή πάλι, αν δεν είναι υποκρισία –όπως και, αληθινά, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι– τότε έχει χρέος να προβάλλει τους λόγους της, να παρουσιάζει τα πειστήριά της. Ο Αριστοφάνης φαίνεται στη σημερινή αντίληψη άσεμνος, συχνότατα χυδαίος. Ήταν άσεμνος και στην αρχαιότητα, ούτε λόγος! Αν όμως εκείνο το άσεμνο και το τωρινό είναι τα ίδια, αν έχουν την ίδια ποιότητα, αν το χοντρό αστείο του Ε΄ π.Χ. αιώνα και το σημερινό είναι εξίσου φτηνά και πρόστυχα, τότε ο Αριστοφάνης δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένας ρυπαρογράφος. Γιατί ας προσέξουμε τούτο: Ή ο Αριστοφάνης ήταν, είναι, κατά κύριο λόγο ποιητής, ή δεν κάνει παρά για ότι τον προόριζαν στην προπολεμική μας Αθήνα: soirées noires. Θα μου πείτε πως του κόβουν τα νύχια, αφού του περιορίζουν τις αισχρολογίες του. Αφήνουν όμως τις χοντροκοπιές του, ή όχι; Και δεν βλέπω γιατί αυτές είναι λιγότερο “άσεμνες” –κάτι χειρότερο: αντιαισθητικές– αν είναι χοντροκοπιές και μόνο. Ο Αριστοφάνης αυτός προορίζεται δίχως αμφιβολία για κοινό στρατώνων, κι εμείς οι άλλοι, οι αδιάκριτοι, τρίβουμε κατενθουσιασμένοι τα χέρια μας γιατί, εν ονόματι της φιλολογικής ασυδοσίας, καταφέραμε να τρυπώσουμε στην αίθουσα και να δώσουμε διέξοδο στις πονηρές ροπές μας.

Όχι, όχι! η περίπτωση του Αριστοφάνη είναι εντελώς ειδική. Γι’ αυτό και δεν εξαντλείται σ’ ένα μόνο άρθρο.

***

Στη συνείδηση του περισσότερου κόσμου –που βέβαια δεν έχει ούτε τον καιρό ούτε την υποχρέωση ν’ ασχολείται σαν ειδικός με φιλολογικά ή καλλιτεχνικά ζητήματα– ο Αριστοφάνης περνάει για ένας παμπόνηρος βωμολόχος, ένα τρομερό παιδί, που το προστατεύει η ασυλία του Χρόνου. Ό,τι τον σώζει δηλαδή στην κοινή συνείδηση τον γιο του Φίλιππου και της Ζηνοδώρας, είναι ο τίτλος του κλασικού: Σέβομαι ό,τι δεν έχω τη δυνατότητα να ελέγξω. Η ασυλία όμως αυτή, η αναγκαία, η σωτήρια κάποτε, όταν λείπει κάθε άλλη, η ασυλία η κατά κανόνα αρκετή για τους συγγραφείς που πλουτίζουν στατικά τις βιβλιοθήκες, δεν φτάνει για ένα συγγραφέα προορισμένον ν’ αναζεί ολοένα, να εμψυχώνεται επί σκηνής, ν’ αντιμετωπίζει τη γεμάτη τρομαχτική ενάργεια, εκρηκτικό κι αδυσώπητο παρόν, πραγματικότητα του θεάτρου. Εδώ, η παθητική αναγνώριση δεν ωφελεί. Η παθητική αναγνώριση μπορεί, στην καλλίτερη περίπτωση, να δίνει λαβή σε μερικές τυπικές και δίχως επαύριο επιτυχίες. Δεν έχει τη δύναμη ν’ αποτελέσει καταβολή μόνιμη, γόνιμη, για έναν πνευματικό πολιτισμό. Δεν έχει την ικανότητα ν’ αποκαλύψει στο ουσιαστικό του μέγεθος ένα συγγραφέα εξαιρετικό και να τον εγγράψει στο ενεργητικό των κεφαλαίων που μένουν άφθαρτα, “κτήμα ες αεί” του ανθρώπου.

Όμως το θέμα είναι αυτό και κανένα άλλο. Το να μεταχειριζόμαστε κάπου-κάπου τον Αριστοφάνη σα μέσο για εύκολους, πρόχειρους, εντυπωσιακούς πειραματισμούς, δεν είναι ασέβεια – ας αφήσουμε αυτή την προληπτική φρασεολογία. Είναι κατασπατάληση ενός κεφαλαίου μοναδικού, κρυμμένου ίσως, δυσεύρετου αν θέλετε, αλλά κι αναντικατάστατου στον αδρό, χυμώδη, ιδιόμορφο δυναμισμό του. Μια φθορά και μια ασωτία που, αν ό,τι ονομάζουμε μέλλον δείξει μια μέρα πως έχει συνείδηση, δεν θα μας τη συχωρέσει.

Ή λοιπόν δεν καταπιανόμαστε με τον Αριστοφάνη, ή έτσι και καταπιαστούμε, έχουμε χρέος να είμαστε σοβαροί, δηλαδή να δείχνουμε πως συνειδητοποιήσαμε πριν απόλυτα το τρομαχτικό πρόβλημα που ο ποιητής αυτός αντιπροσωπεύει. Πως δεν “περιγράφουμε”, όπως λένε οι νομικοί, δεν το καταστρατηγούμε με τεχνάσματα και κατεργαριές, για να ξεγελάσουμε πως τάχα το έχουμε λύσει. Είναι πρόβλημα ασύγκριτα πιο περίπλοκο από της Τραγωδίας. Γιατί το “σοβαρό”, το τραγικό, το ζοφερό, έχουν μια μόνιμη ανταπόκριση στην ανθρώπινη ψυχή. Το κωμικό έχει το χρώμα του καιρού του. Του δραματικού την ποίηση την προσεγγίζετε εύκολα· του κωμικού η ποίηση είναι εχέμυθη, έμμεση, παράδοξα επιφυλακτική, άπιαστη σαν τη χρυσόσκονη της πεταλούδας:Έχει απομείνει στα δάχτυλα του Χρόνου. Κινδυνεύετε, αντί να χαρείτε το ζωντανό πλάσμα που χοροπηδούσε ιριδίζοντας μέσα σε μιαν ηλιαχτίδα, να ξεθάψετε από τα φύλλα κιτρινισμένου βιβλίου ένα έντομο ξερό. Πώς να ζωντανέψει μια “ψυχή” που φτεροκόπησε πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια, όταν ένας κωμικός ποιητής που έζησε πριν από τρεις μόλις αιώνες, ή και δυο, είναι συχνά για μας απρόσιτος, αινιγματικός; Κοιτάξτε τι γίνεται με τον Μολιέρο. Πόσοι σύγχρονοί μας διασκεδάζουν ειλικρινά μαζί του; Και ο αξιολάτρευτος εκείνος Γκολντόνι, που τον απαρνήθηκαν ώς κ’ οι λόγιοι; Ας πάμε όμως ακόμα πιο κοντά στο Χρόνο; Με τον Λαμπίς τα μέσα του περασμένου αιώνα, με τον Φεντώ τα τέλη του, λιποθυμούσαν στο γέλιο. Κάποιοι θίασοί μας που αποπειράθηκαν να επαναλάβουν το φαινόμενο με τον ένα ή με τον άλλο, την έπαθαν απροσδόκητα. Οι βασιλιάδες εκείνοι του γέλιου φανερώθηκαν πρόξενοι ενός χαμόγελου που αγγίζει τη συγκατάβαση, όταν δεν συναγωνίζεται τη μελαγχολία.

Ο Αριστοφάνης δεν είναι βέβαια ούτε Φεντώ ούτε Λαμπίς, ο Αριστοφάνης δεν είναι μικρόσωμος τεχνικός του γέλιου, ο Αριστοφάνης είναι ποιητή -εδώ όμως βρίσκεται κ’ η μεγάλη περιπλοκή. Γιατί η ποίηση του κωμικού είναι ζήτημα προϋποθέσεων κι εσωτερικών συσχετισμών απίστευτα αστάθμητων. Μας ξεγελάει το γέλιο, ο θόρυβος, η αδρή επιφάνεια, και μας κρύβουν το ποιητικό βάθος. Εκεί που η συνοφρύωση μας βάζει σε σκέψεις και μας παρακινεί να ψάζουμε, η ευθυμία μάς καθησυχάζει, καταργεί μεγαλόψυχα κάθε έγνοια. Είναι κ’ η προϋπόθεσή της άλλωστε αυτή, το εσωτερικό λύσιμο. Αλλά και γι’ αυτό η από μέρος μας ανταπόκριση πρέπει να είναι αυτόματη, ένα φαινόμενο ανακλαστικό. Ολάκερη η λειτουργία τούτη βασίζεται σ’ ένα λεπτότατο ψυχικό μηχανισμό, που η σχηματική του παράσταση μπορεί να νοηθεί έτσι: Γράφω το άλφα πράγμα για να προκαλέσει μέσα σου τη βήτα αντίδραση, τη σταθερά προϋπολογισμένη. Όταν όμως η σχέση αυτή διαταραχτεί, όταν γενικές ή ειδικές συνθήκες –ο Χρόνος, το πολιτιστικό υπόστρωμα,– την αλλοιώσουν, όταν αντί για τη βήτα αντίδραση προκαλείται στο εξής η γάμα, η δέλτα, ή και, απλούστερα, καμιά αντίδραση, τότε όλος ο μηχανισμός ατονεί· το αντικείμενο της Τέχνης χάνει το νόημά του. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για το αίσθημα του κωμικού. Ισχύει, βαθύτερα, για την κωμική ποίηση. Είναι βασισμένη σε μια διαμόρφωση ψυχικών κόσμων περίπλοκη, ανεξερεύνητη, όπου έχουν κατασταλάξει, μετουσιωθεί, καταβολές από βιώματα, κληρονομικότητες και δοξασίες, όλα τους ανεπανάληπτα, μοναδικά. Η κωμική μούσα είναι προσαρμοσμένη σ’ έναν ολόκληρο εσωτερικό κόσμο προσδιορισμένον χρονικά με ανένδοτη ακρίβεια. Εμείς, που βρισκόμαστε ιστορικά απ’ έξω, ακούμε λόγια και δεν μαντεύουμε τίποτα, γιατί έλειψαν οι υποκειμενικές προϋποθέσεις, οι μυστικοί σύνδεσμοι που τα διοχέτευαν και που τα γονιμοποιούσαν. Ακούμε λόγια και μένουμε κουφοί. Κάτι χειρότερο:Παρανοούμε. Γιατί όλα αυτά τα λεκτικά σύμβολα άλλαξαν στο μεταξύ νόημα, περιεχόμενο, ζωική αξία· μας λένε άλλα από εκείνα που σκόπευαν έναν καιρό. Καταλαβαίνετε τώρα τη σύγχυση. Είναι η περίπτωση του “άσεμνου” στον Αριστοφάνη.

Εδώ, θα δώσω το λόγο σ’ έναν απόλυτα αρμόδιο, και που έχει το πρόσθετο προτέρημα να είναι συγκαιρινός μας και δικός μας. Στον κ Θρασ. Σταύρου. Στο βιβλίο του για τον Αριστοφάνη –ένα χρησιμότατο βοήθημα για τον κάθε ανειδίκευτο– ο κ. Σταύρου γράφει τ’ ακόλουθα: “Ο άνθρωπος από τη στιγμή που αισθάνθηκε την εξάρτησή του από τη γη και τη γονιμότητά της, στάθηκε απέναντί της με λατρεία και φόβο. Η μεγάλη του ελπίδα και προσμονή ήταν η καλή σοδειά, η μεγάλη του αγωνία η ακαρπία. Για την ποθητή γονιμότητα γνοιαζόταν βέβαια ο ουρανός, που, ερωτεμένος με τη γη, όπως και η γη ήταν ερωτεμένη μ’ εκείνον, λαχταρούσε να σμίξει μαζί της και της έστελνε για φιλιά τη βροχή του κι έτσι γεννιότανε για τους θνητούς το χόρτο, η θροφή των ζωντανών του, και της Δήμητρας οι καρποί, ο “Δημήτριος βίος”, μα κι ο ίδιος ο άνθρωπος κοίταξε να επιδράσει στη γονιμότητα και να τη βοηθήσει με τα μέσα που πίστευε πως είχε. Δυο κυρίως ήταν αυτά, η δουλειά και η μαγεία. Ο γάμος που κάνει να καρποφορήσει η κοιλιά της γυναίκας, αν τελεστεί πάνω στην οργωμένη και σπαρμένη γη, θα μεταδώσει και σ’ αυτή (ομοιοπαθητική μαγεία) τη γονιμοποιητική του δύναμη, ώστε η γη να χαρίσει πιο πλούσιους και τους δικούς της καρπούς. Τέτοιες τελετές, τελετές της “ευετηρίας”, της καλής χρονιάς, συνηθίζονται και τώρα, και μάλιστα στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο και πολύ πιο ανοιχτά συνηθίζονταν φυσικά στην αρχαιότητα, και αυτονόητο είναι πως η ουσία τους ήταν ο άσεμνος λόγος και η άσεμνη πράξη. Άσεμνα δηλαδή για τη δική μας αντίληψη, γιατί για το λαό που έχει κρατήσει το έθιμο και πολύ περισσότερο για τους αρχαίους όλ’ αυτά ήταν και είναι γιορτή θρησκευτική, ιεροτελεστία, σοβαρή, επιβλητική, κατανυχτική.

Ακριβώς όμως από τέτοιες αγροτικές γιορτές γεννήθηκε η αρχαία τραγωδία, αυτών των τελετών τραγούδια ήταν και τα “φαλλικά άσματα”, για τα οποία μας λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του πως ήταν της κωμωδίας η πηγή. Πώς ακριβώς έγινε το ανέβασμα από τη λαϊκή αγροτική τελετή στο καλλιτεχνικό επίπεδο του θεατρικού έργου δεν είν’ εύκολο να φανταστεί κανείς. Μια φορά, της τελετής αυτής καλλιτεχνική μετουσίωση ήταν η κωμωδία, και το άσεμνο πέρασε από την πρώτη στη δεύτερη, όπως θα πέρασαν και πολλά άλλα στοιχεία. Και επειδή η αρχαία αττική κωμωδία διατήρησε, όσο έζησε, το θρησκευτικό της χαραχτήρα –μέρος της διονυσιακής γιορτής ήταν η διδασκαλία της, όπως και της τραγωδίας η διδασκαλία– και επειδή ό,τι συνδέεται με τη θρησκεία δεν αλλάζει εύκολα, η ασεμνολογία κρατήθηκε σ’ αυτήν επίμονα ώς το τέλος. Έτσι, όσο κι αν για μας αυτό μοιάζει σαν αντινομία, το άσεμνο της κωμωδίας οφείλεται στη θρησκευτική της προέλευση και στο θρησκευτικό της χαραχτήρα῾

Ορίστε να κάνετε τώρα αισθητή την ειδική αυτή γεύση, να άρετε την αντινομία, έτσι που ο σύγχρονος θεατής να βλέπει, να αισθάνεται διαφορετικά σε μιαν αριστοφάνεια παράσταση από τον οποιοδήποτε συγκαιρινό μας, που στο άσεμνο δεν βλέπει παρά μόνο μια γουρουνιά. Κ’ η αίσθηση αυτή να μην είναι εγκεφαλική, λόγια. Να είναι σφριγηλό άγγιγμα ζωής. Δύσκολο πράγμα! Μήπως ακατόρθωτο;Αυτό θα πρέπει να ιδούμε στη συνέχεια –και στο τέλος– της έρευνάς μας.

***

Το πρόβλημα της από σκηνής ερμηνείας του Αριστοφάνη, είναι πολύ πιο σύνθετο από όσο θέλουν να το πιστεύουν όσοι καταπιάνονται με τη λύση του. Δεν θα συζητήσω εδώ την άποψη τη στενά αρχαιολατρική, εκείνην δηλαδή που πασχίζει να αναπαραγάγει σα φαινόμενο μιαν αρχαία παράσταση με τα υποκειμενικά και τ’ αντικειμενικά της δεδομένα. Ανεξάρτητα από κάθε άλλη ενδεχόμενη αντίρρηση, αυτό είναι, απλούστατα, μια ουτοπία. Με τρόπο πρωθύστερο, ζωντανά φαινόμενα δεν δημιουργούνται. Η ζωή –και μια θεατρική παράσταση είναι πρώτα απ’ όλα ζωή συμπυκνωμένη– βλασταίνει οργανικά, οδεύει από το σπόρο στην τέφρα· όχι αντίστροφα. Μπορεί όμως να συζητήσει κανένας τις προσπάθειες ερμηνείας που ξεκινάν από την πρόθεση εκσυγχρονισμού του αρχαίου ποιητή. Σχηματικά βέβαια, ή το ένα θα παραδεχτεί κανένας ή το άλλο: ή την αρχαιολογική αναπαράσταση ή τη μοντερνοποίηση. Στην ουσία το πράγμα δεν είναι τόσο απλό. Ας ιδούμε όμως τη συγχρονιστική άποψη, αφού είναι κι εκείνη που περισσότερο επιδέχεται τη συζήτηση.

Με όλες τις καλές προθέσεις του κόσμου για πιθανά τους εφόδια, οι σχετικές απόπειρες βασίζονται, συνειδητά ή ασύνειδα, σ’ ένα συλλογισμό αρκετά απλουστευτικό, βολικό: Προεξοφλούν τι θα έκανε ο Αριστοφάνης, αν ζούσε στην εποχή μας. Και φυσικά, ο Αριστοφάνης παρουσιάζεται να κάνει ακριβώς εκείνο που αρέσει στους ερμηνευτές του. Αγνοούνται, έτσι, ή παραμερίζονται από σκοπού, κάποια ουσιαστικά δεδομένα του αρχαίου θεάτρου, που δεν έχουν ωστόσο χαρακτήρα συμπτωματικό ή διακοσμητικό. Είναι, αντίθετα, συστατικά του στοιχεία. Λόγου χάρη προβάλλεται ο ισχυρισμός: “Ο Αριστοφάνης ήτανε στον καιρό του κάτι σαν επιθεώρηση”. Μια φαινομενικά ανεπαίσθητη ώθηση με το δάχτυλο και η πρόταση γίνεται σόφισμα· λέει : “Ο Αριστοφάνης είναι επιθεώρηση”. Όμως εδώ χωρεί μια μικρή αντίρρηση. “Η επιθεώρηση δεν είναι ποιητικό είδος. Η αρχαία κωμωδία ήταν, κατά κύριο λόγο, ποιητικό είδος”. Μικρή η αντίρρηση, μόνο που, αλίμονο! τα λέει όλα. Το βάρος που είχε πέσει για μια στιγμή, επιτήδεια, στο επικαιρικό και στο ευτράπελο, πάει περίπατο και το πρόβλημα ξαναστήνεται στα πόδια του πιο ατίθασο από πρώτα.

Είδαμε την προηγούμενη φορά πως το άσεμνο του Ε΄ αιώνα και το άσεμνο το σημερινό δεν έχουν την ίδια ποιότητα. Μια μεταφορά λοιπόν μηχανική, τεχνητή, του αρχαίου κειμένου στα “καθ’ ημάς”, άλλο δεν μπορεί να κάνει παρά να διαστρέψει και να εκχυδαΐσει την αριστοφάνεια κωμωδία. Ο εκσυγχρονισμός των έργων Τέχνης με εξωτερικά καθαρώς μέσα δεν είναι σοβαρή καλλιτεχνική λύση.. Είναι στρατήγημα, ποντάρει στο εντυπωσιακό, στη φτήνια των αναχρονισμών, στην εύκολη χαζομάρα. Ή και εκφράζει την αφελέστατη εμπιστοσύνη μας πως το πρόβλημα τάχα λύθηκε. Κατεβάζοντας τον Αριστοφάνη στο επίπεδο του νούμερου δεν προσφέρουμε καμιάν απολύτως υπηρεσία σε καμιάν απολύτως υπόθεση. Ο ευγενέστερος τίτλος που μπορούμε να διεκδικήσουμε έτσι είναι ένα ελαφρυντικό: η αφέλειά μας.

Το κρεβάτι του Προκρούστη στην περίπτωση του εκσυγχρονισμού είναι πως όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τον ψυχισμό ενός κόσμου ορθρινού, οργιαστικού, μυθικού, τόσο πιο πολύ μπαίνουμε στον εντελώς ξένο προς τη φυσική αγνότητα δικό μας ιστορικό χώρο. Απλοϊκός άρα ο συλλογισμός να ζωντανέψουμε τον Αριστοφάνη με το “να το φέρουμε κοντά στη σύγχρονη ευαισθησία”. Όσο πιο κοντά τον φέρνουμε , τόσο πιο πολύ τον απομακρύνουμε. Δεν έχουμε παρά να ιδούμε τι γίνεται με τα άσεμνα. Ας υποθέσουμε πως, επειδή έτσι ωμά ειπωμένα όπως τότε, δεν είναι σήμερα ανεκτά, τα συγκαλύπτουμε, τα κάνουμε φίνα, “σόκιν”, υπονοούμενα. Ξέρετε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Μη βλέπετε που μας ξεγελάει και πάλι η ασυλία του “αρχαίου”. Το αποτέλεσμα θα είναι ο βωμολόχος να γίνει πορνογράφος! Ιδού η απροσδόκητη μεταμόρφωση. Γιατί πονηρό, είναι ακριβώς το υπονοούμενο, όχι πια η παραδεισιακή γύμνια, αλλά η σάρκα η διαφαινόμενη, που ροδίζει, διεγείρει…

Και τώρα, αφού περιγράψαμε τις Συμπληγάδες, ας ιδούμε τα “περάσματα”. Είναι στενά, πολύ στενά. Από μιαν άποψη βέβαια, καλύτερα που είναι τέτοια: προτείνουν ένα άθλημα, ερεθίζουν τη φαντασία των πιο δυνατών, επιτρέπουν τη διάβαση μόνο στους πολύ άξιους. Τους περιμένουμε να έρθουν. Κάποιοι βέβαια θα βρεθούν, αλλά πάνοπλοι, ώριμοι, ζυγιασμένοι. Ό,τι εμείς εδώ επιχειρούμε, δεν είναι παρά μια δίχως αξιώσεις προπαρασκευή του εδάφους. Το πρόβλημα το αληθινό, στον υπογραφόμενο τουλάχιστον, προκαλεί τον ίλιγγο.

Απαράβατος όρος: αν στην Τραγωδία επιχειρούμε κάποτε, για λόγους πειραματικούς και μόνο, να διασπάσουμε το Χορό, να τον διαλύσουμε σε άτομα μεμονωμένα (το επιτυχέστερο ώς τώρα; παράδειγμα: ο “Οιδίπους” του Φώτου Πολίτη), στην αρχαία Κωμωδία αυτό είναι ταυτόσημο με καταστροφή ης ουσίας της. Το στιλιζάρισμα, η εξιδανικευτική σχηματοποίηση, είναι κάτι απαραίτητο για τη διάσωση κάποιων τουλάχιστο στοιχείων του εσωτερικού ύφους της αττικής Κωμωδίας. Όταν την οργανική ενότητα του Χορού τη διασπούμε, ξεπέφτουμε μοιραία στο επίπεδο του νατουραλισμού. Γιατί στην κωμωδία δεν υπάρχει η εσωτερική συγκράτηση της αυστηρής ιδέας, όπως στην Τραγωδία, να μας πειθαρχήσει στο νόημα της τέχνης. Ο διαλελυμένος Χορός μεταβάλλεται αυτομάτως σε μορταρία αποχαλινωμένη και ασχημονούσα. Θα ήταν, λόγου χάρη, αφέλεια ασυχώρετη να φανταστούμε πως επειδή οι αρχαίοι εχόρευαν τον “κόρδακα”, μπορούμε εμείς – που τον αγνοούμε, που δεν τον είδαμε ποτέ μας,– να τον αντικαταστήσουμε με την οποιαδήποτε αηδία. Για τον κόρδακα ένα μόνον έχουμε το δικαίωμα να λέμε με βεβαιότητα: πως ήταν χορός άσεμνος αλλά και στιλιζαρισμένος. Όπως στιλιζαρισμένη ήταν όλη αρχαία Τέχνη του Θεάτρου. Η ασυναρτησία, το άρρυθμο, δεν είχαν θέση εκεί.

Τίποτα δεν μπορούμε, αληθινά, να θεωρήσουμε πιο ξένο στο νόημα του αρχαίου θεάτρου όσο το νατουραλισμό. Αν εμείς σήμερα βλέπουμε παραμορφωμένη την εικόνα της αττικής Κωμωδίας, αυτό συμβαίνει γιατί είμαστε μπολιασμένοι από τη νατουραλιστική ψύχωση των νεοτέρων χρόνων. Το πρίσμα μας έχει διαστρεβλωθεί. Για να το αποκαταστήσουμε, ανάγκη να πειθαρχήσουμε το σκηνικό φαινόμενο σε κάποιους ξεχασμένους νόμους ρυθμού και αρμονίας. Ας το επιχειρήσουμε και τότε βλέπουμε αν το “χοντρό” της αρχαίας Κωμωδίας δεν εξευγενίζεται ως εκ θαύματος: ξεφεύγει από τα πλαίσια του ευτελέστερα καθημερινού και υποβάλλεται στη μαγική επεξεργασία της Τέχνης. Γιατί για την τέχνη πρόστυχο είναι μόνο το φτηνό. Τις νατουραλιστικές μας κλίσεις ας τις φυλάμε για κάποια έργα του αμερικανικού θεάτρου· εκεί έχουν τη θέση τους. Μην πιτσιλίζουμε το αρχαίο ιμάτιο, που δεν μας φταίει τίποτα. Μη συγχέουμε τα έπη του διονυσιασμού με τα έπη της υστερίας.

Και το στιλιζάρισμα αυτό, ανάγκη να το επεκτείνουμε στην όλη σύλληψη και την από σκηνής ερμηνεία του αρχαίου έργου. Ο νεότερος κόσμος, οι νεότερες σκηνοθετικές έρευνες και τάσεις, μας βοηθάνε σ’ αυτό, γιατί εκεί ακριβώς κατατείνουν: Σε μιαν αναβάκχευση του Θεάτρου, σ’ ένα ξαναβάφτισμά του στις αρχικές πηγές. Όλη η ανανεωτική κίνηση της θεατρικής τέχνης, που ξεκινάει από τα τέλη του περασμένου αιώνα και τις αρχές του τωρινού, για ενιαίο της γνώρισμα έχει το ξεπέρασμα του νατουραλισμού. Εμείς ξαναγυρίζουμε πίσω;

Με γνώμονα την απογύμνωση της μορφής από τα καλλιτεχνικώς ακάθαρτα και συμπτωματικά στοιχεία, μπορούμε να ξεκινήσουμε για την εξερεύνηση του αρχαίου κωμικού χώρου. Η χρησιμοποίηση στοιχείων συγκαιρινών μας (μουσικά λαϊκά θέματα, χοροί), μπορεί να γίνεται, αλλά όχι αμετουσίωτα, αμάσητα, δίχως διάκριση. Ο αναχρονισμός είναι αθέμιτα εύκολο τέχνασμα. Ξιπάζει, δεν φωτίζει. Το ίδιο και κάθε εξασφάλιση επιτυχίας με μέσα που φτηναίνουν τον ποιητή, που του αφαιρούν το κύριο γνώρισμά του. Να μας κάνει αισθητό τον Ποιητή, αυτό είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να λύσει ο σκηνοθέτης. Όλα τ’ άλλα, είναι υπεκφυγές. Και για να μας κάνει αισθητό τον ποιητή, αφού πρώτα ξεκινήσει από το σωστό δρόμο, θα πρέπει ο ερμηνευτής ν’ αντιμετωπίσει το κορυφαίο πρόβλημα: Την επικοινωνία μας με τον διονυσιακό κόσμο που έδωσε λαβή στη δημιουργία του αρχαίου έργου.

Υπάρχει τρόπος γι’ αυτό; Ίσως ναι. Ίσως – παρά το τρομαχτικό χάσμα των δυόμισι χιλιάδων χρόνων. Μέσα μας, σε βάθη απώτερα, λαγοκοιμούνται τάσεις ενστικτικές, καταβολές θεμελιακές του φυσικού κόσμου που μας έπλασε. Σ’ αυτές έδινε διέξοδο ο διονυσιακός Χορός κι από αυτές το αρχαίο θέατρο αντλούσε τη δύναμή του, την ικμάδα του. Δεν μπορεί να είναι οριστικά νεκρές, γιατί η Φύση απωθείται όμως δεν ξεγράφεται. Είδαμε στο νεότερο κόσμο δραματικούς ποιητές σύγχρονους ν’ αναμοχλεύουν μέσα μας ανυποψίαστες δυνάμεις του υποσυνειδήτου, να προκαλούν συναισθήματα άγνωστα πριν, κραδασμούς που κόβουν την ανάσα. Πώς το κατόρθωσαν; Με μόνη την υποβολή του ποιητικού τους λόγου. Αυτό θα πει ποίηση: να εγκαινιάζεις δρόμους προς το ανεξερεύνητο, όχι να βαδίζεις πληχτικά την πεπατημένη. Να μια φορά άθλημα άξιο για καλλιτέχνες, και ο καθένας τους να το επιχειρεί με τον τρόπο του, με τα μέσα του να γίνεται ποιητής. Ο σκηνοθέτης επίσης.

Ο Αριστοφάνης είναι μια μεγάλη και παρθένα ευκαιρία. Το πείραμα αξίζει τον κόπο. Πήδημα τεράστιο βέβαια, ούτε λόγος! Αλλά και ακριβώς για τούτο πόσο ωραίο, πόσο περήφανο, πόσο συναρπαστικό!

_______________________________________

  • Πρώτη δημοσίευση: ΤΟ ΒΗΜΑ, 11, 18 και 25 Σεπτεμβρίου 1957 και ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΛΑ΄, τόμος 62ος, τεύχος 727, 15 Οκτωβρίου 1957
  • Κεντρική φωτογραφία: Τζένη Καρέζη (Μυρρίνη), Χριστόφορος Νέζερ (Κινησίας). Λυσιστράτη (1957). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 23/06/1957 – 23/06/1957 Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version