Χάινερ Μίλερ – Ήταν ένας μύθος του ευρωπαϊκού θεάτρου
Ο Χάινερ Μίλερ [Heiner Müller] ήταν ένας από τους «μύθους» όχι μόνο του γερμανικού αλλά και του ευρωπαϊκού θεάτρου. Μετά το πέρασμα του Brecht, ο Müller θεωρήθηκε ως ένας από τους πλέον σημαντικούς γερμανόφωνους θεατρικούς συγγραφείς. Γεννήθηκε το 1929 στο Έπεντορφ της Σαξονίας και σε ηλικία 16 ετών κατετάγη υποχρεωτικά στο στρατό, πολέμησε και μετά από βραχύχρονη αιχμαλωσία, τελείωσε το 1945 τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1946 θα παρακολουθήσει την παράσταση του Βόιτσεκ του Büchner, που θα του αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις. Κατά την περίοδο 1948-49 ο Müller διαβάζει για πρώτη φορά Brecht, κι αυτό το γεγονός θα τον σημαδεύει για όλη του τη ζωή. «Μοναδικός μου στόχος ήταν πια να γίνω μέλος της ομάδας του Berliner Ensemble και να συνεργαστώ μαζί της».
Θα εργαστεί ως υπάλληλος βιβλιοπωλείου και ως δημοσιογράφος στο περιοδικό Sonntag, όπου και δημοσιεύει μερικά σύντομα πεζογραφήματα. Θα επιχειρήσει να προσεγγίσει τους ανθρώπους του Berliner Ensemble. Εκείνοι όμως θα του απορρίψουν ένα έργο του για τον κομμουνιστή αθλητή Werner Seelenbinder. Διυλίζοντας τα πολιτικά γεγονότα που επισυμβαίνουν στην περιοχή του ανατολικού συνασπισμού, θα κρίνει το θάνατο του Στάλιν, που πέθανε στις 5 Μαρτίου 1953, ως ένα απλό γεγονός, που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τη διάσταση που του έδωσε το καθεστώς της ΕΣΣΔ. Την ίδια στάση θα τηρήσει φυσικά σε όλη του τη ζωή. Η εξέγερση της 17ης Ιουνίου 1953, θα αποτελέσει για τον Müller υλικό που θα το αξιοποιήσει στα μελλοντικά έργα του..
Θα διατελέσει επιστημονικός συνεργάτης του Θεατρικού Τμήματος της Ένωσης των Ανατολικογερμανών Συγγραφέων. Συνεργάστηκε με το Θέατρο Maxim Gorki στο Ανατολικό Βερολίνο. Διασκεύασε για το θέατρο το έργο του John Reed, Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο (σε συνεργασία με τον Hagen Müller Stahl), που παρουσιάστηκε στις 22 Νοεμβρίου 1957 στο θέατρο Berliner Volksbühne.
Το 1959 του απονεμήθηκε το Βραβείο Heinrich Mann από κοινού με τη γυναίκα του Inge Müller, για το έργο Μείωση του μισθού. Το 1961 και μετά την 11η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, που θ’ αρχίσει διωγμός εναντίον εκείνων που δεν συντάσσονται με την επίσημη κομματική γραμμή και αδιαφορούν για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού», διαγράφεται από την Ένωση των Συγγραφέων.
Μεταξύ των ετών 1958-64 γράφει τον Φιλοκτήτη, εμπνευσμένο από τη θεματολογία του ομηρικού έπους, και βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Ο προβληματισμός του θα προσδιορίζεται από την αιτιολόγηση των κλιμακούμενων μηχανισμών βίας. Το έργο θα παρουσιαστεί το 1968 στο Residenztheater του Μονάχου, σε σκηνοθεσία του Hans Lietzau και στη συνέχεια το 1969, στη Θεατρική Συνάντηση του Βερολίνου [Berliner Theatertreffen], από όπου θα πάρει το «εισιτήριο» της γνωριμίας του με το δυτικό κόσμο.
Τα τρομερά γεγονότα του 1968, στην Πράγα, όταν εισέβαλαν τα σοβιετικά τανκς και οι συγκρούσεις των Τσεχοσλοβάκων με τις δυνάμεις εισβολής, θα αποτελέσουν υλικό και αφορμή για τη συγγραφή του έργου Ο ορατιακός [Der Horatier], για να κριτικάρει τη μονόχνωτη κομματική αντίληψη για τα πράγματα: «Να μην αποκρύψουμε τα κατάλοιπα / που δεν βρήκαν λύση στην αναπότρεπτη αλλαγή». Θα επιχειρηθεί να παρουσιαστεί το έργο αυτό στο Berliner Ensemble αλλά η τοπική κομματική οργάνωση θα το εμποδίσει. Το έργο θα ανέβει το 1973 στο Schillertheater του Δυτικού Βερολίνου, σε σκηνοθεσία του Hans Lietzau. Πάντως, θα ακολουθήσουν κι άλλες απαγορεύσεις και τα εμπόδια θα είναι συνεχή για τον Müller και αρκετά από τα έργα του θα είναι υπό απαγόρευση. Αυτό θα αποτελέσει ανασταλτικό στοιχείο για τη δουλειά του Müller, ο οποίος θα αρχίσει έτσι να επεξεργάζεται ξένα πρότυπα. Ο Οιδίπους Τύραννος, ο Προμηθέας, ο Γλάρος του Checkov, έργα του Molière και του Shakespeare…
Το 1970 αρχίζει συνεργασία με το Berliner Ensemble. Το 1971 το επιτελείο του περιοδικού Έννοια και Μορφή [Sinn und Form] ασκεί κριτική στο συγγραφέα για την πεσιμιστική απεικόνιση της ιστορίας που κυριαρχεί στα έργα του. Αφορμή της επίθεσης θα αποτελέσει το έργο Μάκβεθ που βασίζεται στην ομώνυμη σεξπιρική τραγωδία.
Το 1975 του απονέμεται το βραβείο Lessing (Δυτ. Γερμανία) και το 1979 το θεατρικό βραβείο της πόλεως Μίλχαϊμ (Δυτ. Γερμανία) για το έργο του Γκερμάνια, θάνατος στο Βερολίνο [Germania, Tod is Berlin], που θα παρουσιαστεί στις 20 Απριλίου 1978 στο θέατρο Kammerspiele του Μονάχου, σε σκηνοθεσία Ernst Wendt και όπου ο Müller προβάλλει τη «γερμανική κακομοιριά» και τον κατακερματισμό του προλεταριάτου.
Από το Berliner Ensemble θα φύγει το 1976, όταν θα αναλάβει τη διεύθυνση ο Manfred Wekwerth. Τότε θα συνεργαστεί με το θέατρο Volksbühne του Ανατ. Βερολίνου, όπου το 1980 για πρώτη φορά σκηνοθετεί ο ίδιος δικό του έργο, την Αποστολή [Der Auftrag]. Το 1982 έχοντας στη διάθεσή του σημαντικότερα σκηνικά και οικονομικά μέσα σκηνοθετεί το ίδιο έργο στο θ. Bochumer Kammerspiel της Δυτικής Γερμανίας. Μάλιστα δε, στο χώρο των θεατών θα τοποθετήσει ένα κλουβί μ’ έναν πάνθηρα μέσα που θα το δικαιολογήσει ως εξής: «Διάβασα πρόσφατα στον ζωολογικό μας κήπο κάτι για τους πάνθηρες που με εντυπωσίασε. Διάβασα ότι στους πάνθηρες το ζευγάρωμα διαρκεί έξι ώρες και κάθε δύο λεπτά έρχονται σε οργασμό. Πόσο θα ήθελα να ήμουν και εγώ ένας τέτοιος πάνθηρας. Επειδή όμως γερνάει κανείς, αυτό ίσως και να αποτελέσει κάποιο πρόβλημα»…
Το 1983 το ετήσιο Ολλανδικό Φεστιβάλ (στην πόλη Ντεν Χάαγκ) αφιερώνεται αποκλειστικά στο έργο του συγγραφέα, ενώ διοργανώνεται κι ένα συμπόσιο για το έργο του.
Το 1985 του απονέμεται το βραβείο Georg Büchner (Δυτ. Γερμανία), ο συγγραφέας βραβεύεται για «τα θεατρικά του κείμενα που διακρίνονται για τη βίαιη γλώσσα και τις συναρπαστικές εικόνες τους, καθώς και για την προκλητική του στάση με την οποία συνοδεύει την ενασχόλησή του με το θέατρο» (απόσπασμα από το σημείωμα της Επιτροπής που απένειμε το βραβείο).
Το 1987 ο Müller θα ολοκληρώσει το έργο Η οδός των τεθωρακισμένων [Wolokolamsker Chaussee], που περιγράφει την πορεία των τεθωρακισμένων από το Βερολίνο στη Μόσχα και την επιστροφή τους, αλλά και την πορεία τους από τη Μόσχα στη Βουδαπέστη και στην Πράγα και θα το χαρακτηρίσει ως «ρέκβιεμ για το τέλος του σοσιαλιστικού κόσμου».
Το 1992 ορίζεται συν-διευθυντής στην πενταμελή διεύθυνση του Berliner Ensemble, μαζί με τους Peter Zadek, Fritz Marquardt, Matthias Langhoff, και Peter Palitzsch. Το 1993 ο Müller στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, θα σκηνοθετήσει το έργο Τριστάνος και Ιζόλδη.
Λίγο αργότερα οι εξελίξεις θα είναι αναπότρεπτες και το πολιτικό σκηνικό με τις λαϊκές κινητοποιήσεις θα μεταμορφωθεί. Στις 9 Νοεμβρίου θα γκρεμιστεί το τείχος του Βερολίνου. Κι αυτό φυσικά θα είναι το τέλος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η νέα κατάσταση δεν θα είναι εύκολο να κατανοηθεί και το γεγονός ότι την ιστορία δεν την πυκνώνουν πλέον δραματικές νότες, θα αναγκάσει τον Müller να δηλώσει: «Δεν υπάρχουν δράματα, αφού δεν υπάρχουν πια και αντίπαλοι»! Το 1994 αρχίζουν οι περιπέτειες με την υγεία του, η οποία ραγδαία θα επιδεινωθεί και ο Müller θα αφήσει τον μάταιο κόσμο στις 30 Δεκεμβρίου 1995.
Ο Müller είχε επισκεφθεί την Ελλάδα και έλεγε πάντα ότι οι ελληνικοί μύθοι είναι ζωντανοί ανάμεσά μας! Για πρώτη φορά στα ελληνικά δημοσιεύτηκε ένα μικρό κείμενό του στο περιοδικό Ausblicke της Θεσσαλονίκης και το 1987 το θεατρικό περιοδικό Δρώμενα αφιέρωσε πολλές σελίδες στον Müller, δημοσιεύοντας τα έργα του Περιγραφή εικόνας και Εγκαταλελειμένη όχθη – Υλικό για Μήδεια – Τοπίο με Αργοναύτες [Verkommenes Ufer Medeamaterial Lanschaft mit Argonauten], σε μετάφραση του Νίκου Καραναστάση.
Με αφορμή τα πέντε χρόνια από το θάνατο του Müller, στις 29 Ιανουαρίου 2001, θα γίνει μια μεγάλη εκδήλωση στο Ινστιτούτο Goethe της Αθήνας, στην οποία θα συμμετέχουν οι σκηνοθέτες Θεόδωρος Τερζόπουλος, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Γιώργος Μιχαηλίδης, Νίκος Διαμαντής, Βίκτωρ Αρδίττης, η θεατρολόγος Ελένη Βαροπούλου, ο καθηγητής Χανς Τις Λέμαν και ο δραματολόγος Βόλφγκονγκ Στορχ.
Ερωτήματα χωρίς να αξιώνουν απαντήσεις θα τεθούν για τον Müller: Ποιος ήταν ο Müller; Ενας ριζοσπαστικός δραματουργός ή κάποιος κυνικός; Ενας κριτικός της κουλτούρας ή μια εικόνα των ΜΜΕ με μαύρα κοκάλινα γυαλιά κι ένα ποτήρι ουίσκι που έδινε χρησμούς σε διάφορα πάνελ; Μήπως «το θεατρικό του όραμα είναι ένα ντοκουμέντο του παρελθόντος;». Η μήπως εκείνος είχε δει καθαρότερα την αλήθεια των καιρών μας (με τη μελοδραματική της, όμως, φόρμα);
Το 2001 παίχτηκε από το Θέατρο Λύκη Βυθού το Μαύρο Παραμύθι. Σκηνοθεσία-μετάφραση Δαμιανός Κωνσταντινίδης, σκηνικά-κοστούμια Απόστολος Αποστολίδης, μουσική Γιώργος Βασικαρίδης. Ηθοποιοί: Παύλος Δανελάτος, Έφη Δρόσου, Μαρία Ταρατόρη, Κώστας Καπετάνιος, Θόδωρος Καπετάνιος, Μάριος Μεβουλιώτης, Σωτήρης Ταχτσόγλου. Το έργο: Με σύντομες σκηνές, ξεδιπλώνεται η ζωή του Φρειδερίκου Β’ της Πρωσίας -από την παιδική ηλικία έως το θάνατο-, μιας μυθικής μορφής της γερμανικής ιστορίας, ταυτόχρονα φιλόσοφου, φίλου του Βολταίρου και του γαλλικού κλασικισμού, μέτριου ποιητή και ικανότατου στρατηλάτη, που θεωρήθηκε μοντέλο πεφωτισμένου μονάρχη. Δράμα με μαύρο χιούμορ ή κωμωδία με πεσιμιστική φιλοσοφία; Το Μαύρο Παραμύθι διαπραγματεύεται, με πνεύμα έντονα κριτικό και απαλλαγμένο από παρηγορητικές αυταπάτες, όχι μόνο την παράλογα ορθολογιστική περίοδο του Διαφωτισμού που αποτελεί το ιστορικό του πλαίσιο, αλλά κυρίως κάθε είδους σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης (πατέρα-γιου, βασιλιά-υπηκόων, θεού-ανθρώπου, γιατρού-ασθενή, συγγραφέα-φανταστικών προσώπων, μαικήνα-διανοούμενων, καλλιτεχνών και επιστημόνων…), προβάλλοντας την -αναγκαστική- αλλοτρίωση του ατόμου, όποια θέση κι αν κατέχει, του εξουσιαστή ή του εξουσιαζόμενου, καθώς και την αποτυχία κάθε απόπειρας επανάστασης…
Στις 24 και 25 Μαΐου 2002 παίχτηκε στο Βασιλικό Θέατρο του ΚΘΒΕ το έργο Μήδειας υλικό, σε σκηνοθεσία του Ανατόλι Βασίλιεφ. Ένας από τους τελευταίους «γκουρού» του ευρωπαϊκού θεάτρου, ο ρώσος σκηνοθέτης Ανατόλι Βασίλιεφ, μας συστήνει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο τη Μήδεια του Χάινερ Μίλερ. Ανάμεσα στην έκσταση του έρωτα και το παραλήρημα του πόνου, αυτή η αρχαία ηρωίδα αγγίζει το θεατή με την αμεσότητα μιας σύγχρονης γυναίκας, που συνθλίβεται κάτω από πρωτόγονες επιθυμίες. Η συγκλονιστική ερμηνεία της σπουδαίας γαλλίδας ηθοποιού Βαλερί Ντρεβίλ, αναδεικνύει την ιδιοφυία του Βασίλιεφ με τη διπλή του ιδιότητα: του σκηνοθέτη αλλά και του δασκάλου. Σκηνικά Ανατόλι Βασίλιεφ – Βλαντιμίρ Κοβαλτσούκ, επεξεργασία εικόνας-βίντεο Αλεξάντρ Σαπόσνικοφ, μακιγιάζ Μ. Λογιέφσκαγια, σκηνικά αντικείμενα Τ. Μισλάνοβα, ηχητική σύνθεση Α. Ζατσέσοφ, ορθοφωνία Μ. Ζαϊκόβα, μετάφραση από τα γερμανικά Ο. Ρομάντσοβα.
Στις 14 Φεβρουαρίου 2004 το άπαιχτο στην Ελλάδα έργο του Χάινερ Μίλερ «Οδός: Βολοκολάμσκερ 1 – Το ρωσικό άνοιγμα», το οποίο διαπραγματεύεται το ίδιο θέμα με την τραγωδία του Αισχύλου: τα μετόπισθεν του πολέμου, παρουσιάστηκε στο θέατρο Ροές, από την ομάδα Omicron 2. Μετάφραση Ελένη Βαροπούλου, σκηνοθεσία Σταύρος Τσακίρης, σκηνικά-κοστούμια Άση Δημητρολοπούλου, μουσική επιμέλεια Ιάκωβος Δρόσος. Διανομή: Μαριάνθη Τσοντάκη, Ανδρέας Κουτσουρέλης, Όλγα Παππά, Χρίστος Μαλάκης, Δημήτρης Αντωνιάδης.
Στις 22 και 23 Μαΐου 2006 παίχτηκε στο χώρο του Πτωχοκομείου της Πάτρας ο Ηρακλής, σε μετάφραση Ελένης Βαροπούλου και σκηνοθεσία Νίκου Μστοράκη. Σε μία εποχή καθ’ ολοκληρίαν αντιηρωική, με την «επιζωγράφιση» των άθλων του Ηρακλέους, του μεγαλύτερου ήρωα των αρχαίων ελληνικών χρόνων, ενός ημίθεου, ο Heiner Müller συνδιαλέγεται με τα θεμελιακά συστατικά της μυθολογίας του ηρωισμού: άθλος και αθλιότητα. Ο ήρωας ως μισθωτός. Κίνηση-βοηθός σκηνοθέτη Μαρία Αλβανού, φωτισμοί Κατερίνα Μαραγκουδάκη, διεύθυνση παραγωγής Τίνα Γιοβάνη. Ηθοποιοί: Δημήτρης Λιόλιος, Χρήστος Νάστος, Γιάννος Περλέγκας, Γιάννης Χαριτοδιπλωμένος
Ο Φιλοκτήτης παίχτηκε στο Θέατρο Απόλλων της Πάτρας στις 2 και 3 Ιουνίου 2006. Ηθοποιοί: Dimiter Gotscheff (Φιλοκτήτης), Samuel Finzi (Νεοπτόλεμος), Josef Bierbichler (Οδυσσέας). Κοστούμια Ellen Hofmann, σχεδιασμός φώτων Henning Streck / Torsten König, δραματουργική επεξεργασία Carl Hegemann, βοηθός παραγωγής Sophia Simitzis, τεχνική διεύθυνση Hans–Joachim Busch, φωτισμοί Anja Schubert, ήχος Christoph Kalkowski, υπεύθυνος σκηνής Alexandra Bentele, ενδυματολόγος Barbara Schirmer. Μετάφραση υποτίτλων: Νατάσσα Σιουζουλή.
Η παράσταση πρωτοπαρουσιάστηκε στις 9 Ιανουαρίου 2005. Ο Dimiter Gotscheff σκηνοθέτησε το έργο Φιλοκτήτης του Heiner Müller στη Βουλγαρία, το 1983. Ο Heiner Müller σε μία επιστολή του έγραψε: «Στη γλώσσα του σώματος της σκηνοθεσίας σου, στο θέατρο της Σόφιας, είδα το κείμενο να μεταφράζεται σε θέατρο, το παραμύθι να μετατρέπεται από μία κατάθεση αντιφάσεων σε μία δοκιμασία για τους εμπλεκόμενους, την αντίσταση των σωμάτων ενάντια στη βία της έμφυτης αναγκαιότητας των ιδεών, τη ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΟΝΟΣ».
Για τον ηθοποιό Josef Bierbichler, ο ίδιος ο Gotscheff είναι η ιδανική προσωποποίηση του Φιλοκτήτη, ο οποίος μισεί το ψέμα, αλλά γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς ψέματα, που θέλει να σκοτώσει τον ψεύτη, αλλά θα φτάσει μονάχα έως το δικό του θάνατο, στο όνομα μιας ανώτερης αλήθειας, το raison d’ état. Για τον Heiner Müller ο Φιλοκτήτης αποτελεί ένα πρότυπο: για τις δικές του μάχες ενάντια στους πολιτιστικούς ταξικούς θεσμούς της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, για την ήττα των εφευρετών της ατομικής βόμβας από εκείνους που την χρησιμοποίησαν και γενικότερα για τη θανάσιμη αμφιβολία της αλήθειας και του ψεύδους στην «παγκόσμια δομή της απάτης». Στην πραγματικότητα, με τα διαδεδομένα ψέματα μπορεί να επιτευχθεί η επιτυχία -όχι μόνο στο θέατρο. Αλλά αυτή η επιτυχία γίνεται ένα ψέμα και η πορεία του πολιτισμού γίνεται ένας σωρός από λογοπαίγνια με θανάσιμη κατάληξη.
Η εμπειρία της διάλυσης -η αίσθηση της αλήθειας και της βεβαιότητας που λάβαμε με την ανατροφή μας, χρησιμοποιείται και από εκείνους που θέλουν να μας εξαπατήσουν- οδηγεί τους ηθοποιούς να στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου. Ωστόσο, το σκληρό κείμενο του Müller περιλαμβάνει και ένα ίχνος ρομαντισμού που μειώνει το ορθολογικό σύστημα των ψεμάτων -ενσωματωμένο στο πρόσωπο του Οδυσσέα-στον παραλογισμό. Εκείνος που δεν μπορεί να ψεύδεται πρέπει να πεθάνει. Εκείνος που μόνο ψεύδεται είναι ήδη νεκρός.
Αφορισμοί του Heiner Müller
ΑΛΚΟΟΛ: Για μένα, μια αναγκαιότητα. Μέσα σε δέκα χρόνια, ίσως η τελευταία τροφή που έχει παραμείνει ανόθευτη ακόμη. Χωρίς τα δηλητήρια που βρίσκει κανείς στο γάλα. Εν πάση περιπτώσει, περισσότερο ανόθευτη από το μητρικό γάλα. Προτιμώ αλκοόλ με γάλα.
ΤΟΜΑΣ ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ: Τρέφω μεγάλο σεβασμό για τη ζωή του, δεν κατάφερα ποτέ να διαβάσω τα πεζά του. Η Αυστρία είναι ένα πτώμα που δεν μ’ ενδιαφέρει.
ΘΕΟΣ: Δεν σημαίνει τίποτε για μένα. Τίποτε, απολύτως.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ: Υπάρχει ένας καλός ορισμός από τον Karl Krauss. Είναι ορισμός της σοσιαλδημοκρατίας αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι εδώ: «Είναι σαν την αφαίρεση ενός κάλου στο πόδι, ενός σώματος γεμάτου καρκινώματα. Αυτό το γεμάτο καρκινώματα σώμα είναι η ελπίδα της ανθρωπότητας. Η ελπίδα ότι θα πάμε στη Σελήνη επειδή δεν θα είναι πλέον δυνατό να ζήσουμε στη Γη. Το Παρίσι θα σκεπαστεί από τα νερά σε πενήντα χρόνια. Είμαι σίγουρος, εξάλλου, ότι θα είναι πολύ ενδιαφέρον να επισκεφθεί κανείς το Παρίσι, σκεπασμένο από τα νερά, να πάει κανείς στο Λούβρο υποβρυχίως».
ΕΥΡΩΠΗ: Δεν την έχω ανάγκη.
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ: Πάντα έλεγα ότι το πρόβλημα με το ποδόσφαιρο –και κανείς δεν το έχει επιλύσει– είναι ότι υπάρχει μόνο μία μπάλα και πολλοί παίκτες.
ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ: Είναι σαν το ουίσκι Black & White: Δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις ποιο είναι άσπρο και ποιο είναι μαύρο.
ΜΑΡΞ: Ήταν, εν πάση περιπτώσει, καλύτερος από τους αναγνώστες του. Το κύριο προσόν του είναι ότι φοβόταν τους Μαρξιστές.
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ [στο θέατρο]: Εφεύρεση του καπιταλισμού. Σημάδι παρακμής.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Πιστεύω σε αυτόν. Είναι ένα από τα σπάνια πράγματα τα οποία δεν αμφισβητώ.
ΝΕΚΡΟΙ [πτώματα]: Οι πρώτοι που θυμάμαι, χρονολογούνται από τα χρόνια μετά τον πόλεμο. Έχω ξεχάσει τους άλλους. Πιστεύω ότι όταν είμαστε νεκροί δεν μπορούμε πια να λέμε ψέματα. Γι’ αυτό το λόγο μ’ ενδιαφέρουν οι νεκρικοί διάλογοι.
ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ: Ένα μνημείο που ο Στάλιν ανέγειρε στη μνήμη της Rosa Luxeburg και του Karl Libeknecht. Βεβαίως, θα τους είχε σκοτώσει ο ίδιος, αάν η Δεξιά δεν το είχε κάνει πρωτύτερα.
ΠΟΡΝΗ: Γερνώντας, καταλήγουμε να μισούμε τις προκαταρκτικές του σεξ. Το σεξ χωρίς επικοινωνία είναι καλό πράγμα.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: Ένα όνειρο. Παραμένω όμως στα δικά μου όνειρα.
ΡΩΣΙΚΑ: Πολύς κόσμος στην Ανατολική Ευρώπη λυπάται που δεν τα έχει μάθει καλύτερα ώστε να μπορεί να διαβάζει τις εφημερίδες σήμερα.
ΣΕΞ: Απαραίτητο. Ίσως πολύ ανακουφιστικό να ζει κανείς χωρίς αυτό. Δεν ξέρω.
ΣΕΞΠΙΡ: Ένας εφιάλτης. Θα ήθελα να μην είχε ποτέ γεννηθεί. Είναι αδύνατον ένας άνθρωπος να μπόρεσε να κάνει όλα αυτά.
ΠΕΤΕΡ ΣΤΑΪΝ: Δεν μπορώ να υποφέρω τις σκηνοθεσίες του. Μπορεί να είναι πολύ καλές, όμως είναι ένας κόσμος που τον έχω αφήσει πίσω μου.
ΤΡΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ: Τον έχω ανάγκη. Η Ευρώπη θα ήθελε να μην τον σκέφτεται,αλλά της πέφτει πολύ μεγάλος. Μου αρέσει που υπάρχουν όλο και περισσότερες τριτοκοσμικές πόλεις. Η Νέα Υόρκη είναι μια τριτοκοσμική πόλη. Η Γερμανία γίνεται μια τριτοκοσμική χώρα.
ΠΡΟΔΟΣΙΑ: Ένα μέσον επιβίωσης.
ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ [του Βερολίνου]: Στους γερμανικούς ζωολογικούς κήπους πάντα συμπεριφέρονταν καλά στα ζώα. [Εξόρμηση, 08/06/1989]
«Η τελευταία ιδέα του μέλλοντος που απομένει είναι η τρομοκρατία…»
Ο Χάινερ Μίλερ, το 1989 επισκέφθηκε για τέσσερις ημέρες το Παρίσι για να ανεβάσει το θεατρικό έργο του Ο σταχανοβίτης [Der Lohndrücker], το οποίο έγραψε το 1956 σχετικά με τη γέννηση του κράτους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ). Ο τίτλος του έργου αναφέρεται σε εκείνον που, ανεβάζοντας τις νόρμες της ατομικής παραγωγής, «σπάει» τους μισθούς.
Για πρώτη φορά ο Μίλερ, πάντα σκεπτικιστής όσον αφορά τη σκηνοθεσία, σκηνοθέτησε μόνος του τις παραστάσεις στο Deutsches Theater, ένα από τα τρία κύρια θέατρα της Ανατολικής Γερμανίας.
Το θέατρο Οντεόν στη γαλλική πρωτεύουσα, φιλοξένησε για τέσσερις ημέρες το έργο το οποίο ανακαλεί στη μνήμη τον εργάτη-πρότυπο, εκείνον που ανεβάζει τους ρυθμούς εργασίας, προς μεγάλη δυστυχία των συντρόφων του. Η ιστορία τοποθετείται στο 1948-49 και αναφέρεται στον Μπάλκε, έναν σταχανοβίτη και ήρωα του σοσιαλισμού την περίοδο της ανοικοδόμησης της χώρας του. Το πρόσωπο του Μπάλκε εμπνεύστηκε ο συγγραφέας από τον οικοδόμο Χανς Γκάρμπε [Hans Garbe] που όφειλε τη φήμη του σε δύο κατορθώματα κατάλληλα για να πυροδοτήσουν τη φαντασία των σταλινικών προπαγανδιστών: είχε καταφέρει να χτίσει ένα λεβητοστάσιο σε δεκατρείς ώρες αντί σε πενήντα. Και κάτι ακόμη πιο εντυπωσιακό – είχε κατορθώσει να ξαναχτίσει έναν φούρνο από τούβλα χωρίς να σταματήσει την παραγωγή του. Μοναδικό πρόβλημα: τα εν λόγω κατορθώματα έχαιραν μέτριας εκτιμήσεως από τους συντρόφους του στη δουλειά, οι οποίοι έκαναν σκοπό τους να σαμποτάρουν την εργασία του Γκάρμπε πριν τον κάνουν μαύρο στο ξύλο.
Την εποχή που ο Μίλερ έγραφε αυτή τη «βιογραφία» του Μπάλκε-Γκάρμπε, η λογοκρισία δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή: βιογραφία ενός φανατικού κομμουνιστή με παρελθόν καλού ναζιστή. Ο Μίλερ εξηγούσε αργότερα: «Για μένα, υπήρξε ένας πολύ καλός εργάτης πριν τον Χίτλερ, ένας πολύ καλός εργάτης στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Εκπροσωπούσε τη συνέχεια της πειθαρχίας της γερμανικής εργατικής τάξης». Παρ’ όλα αυτά, δεν υποστηρίζει ότι έγραψε ένα εμπρηστικό έργο: «Το νόημα ενός έργου δεν συνδέεται πάντα με τη συνείδηση του δημιουργού του».
Ο συγγραφέας δεν σκέφθηκε ποτέ να εγκαταλείψει τη ΛΔΓ, πεπεισμένος ότι η εγκατάστασή του στη Δύση θα σήμαινε το τέλος της καλλιτεχνικής δημιουργίας του. Θύμιζε όμως την «ανικανότητα» του Μπέρτολτ Μπρεχτ να κατανοήσει την πραγματικότητα της πατρίδας του: «Ο Μπρεχτ συνέχιζε να σκέφτεται με κλασικούς μαρξιστικούς όρους –εργατική τάξη, πάλη των τάξεων– και όλα αυτά δεν είχαν τίποτα πλέον να κάνουν με την πραγματικότητα της χώρας. Αυτή την εργατική τάξη, τη γεμάτη από πρώην ναζί –όπως εμφανίζεται στο θεατρικό έργο μου– δεν μπορούσε ούτε να τη δει ούτε να την καταλάβει».
Ο Χάινερ Μίλερ δεν τράφηκε ποτέ με ψευδαισθήσεις. Ο πατέρας του, στρατευμένος σοσιαλιστής, φυλακισμένος από τον Χίτλερ και υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη ΛΔΓ, δεν υπήρξε ποτέ σταλινικός. Ο ίδιος λέει ότι δεν έχει την ταυτότητα μέλους του κόμματος από τις αρχές της δεκαετίας του ’50: «Αυτοί είναι που ξέχασαν να μου την ξαναστείλουν. Έλειπε, φαίνεται, μια φωτογραφία»…
Στα σχέδιά του υπήρχε ένα θεατρικό έργο για τον Χίτλερ και τον Στάλιν, μια ιστορία που ήθελε να θυμίσει ότι δεν έχουμε ακόμη τελειώσει με τον πόλεμο και τα πτώματα, τα οποία ξεθάβονται. Κι ένα άλλο έργο για την τρομοκρατία: «Πιστεύω ότι είναι ένα θέμα υψηλής προτεραιότητας και σπουδαιότητας για το θέατρο. Είναι ένα πρόβλημα του μέλλοντος. Υπάρχει αυτή η γενική εντύπωση ότι δεν υπάρχει μέλλον. Σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Γκορμπατσόφ είναι το τέλος της τελευταίας ιδεολογίας που είχαμε, του κομμουνισμού. Η τελευταία ιδέα του μέλλοντος που απομένει είναι η τρομοκρατία. Ακόμη κι αν πρόκειται για λανθασμένη ιδέα.».
Έλεγε ότι δεν μπορούσε να γράψει ένα μυθιστόρημα. Γιατί; «Είμαι ανίκανος να καθίσω για ικανοποιητικό χρόνο σε μια καρέκλα». Και μετά πρόσθετε: «Πώς να τολμήσεις να γράψεις ένα μυθιστόρημα στον 20ό αιώνα μετά τον Φόκνερ;»…
_________________________________
- Το σκίτσο τού Χάινερ Μίλερ φιλοτεχνήθηκε από την Βασιλική Ηλιακοπούλου
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024