Η ανατίναξη του σπιτιού του Γρηγορίου Ξενόπουλου και των γραφείων της “Διαπλάσεως των Παίδων” από τον ΕΛΑΣ στις 17 Δεκεμβρίου 1944
Δεκέμβριος 1944: Συγκρούσεις μπροστά από το ξενοδοχείο «Βαλκάνια» (Σωκράτους και Σοφοκλέους γωνία).
- ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
Η περιοχή του Ψυρρή, από την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Δεκεμβρίου του 1944, αποτέλεσε χώρο φονικών συγκρούσεων. Και τα δύο αντίπαλα μέρη επιδίωκαν τον έλεγχό της. Κατά τη διάρκεια των σφοδρών οδομαχιών, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αναζήτησαν τρόπους, προκειμένου να ανακόψουν τις βρετανικές μονάδες. Μεταξύ άλλων, αποφάσισαν τις ανατινάξεις κτηρίων, με σκοπό τη δημιουργία οδοφραγμάτων. Έτσι, έκριναν ότι η προώθηση των αντιπάλων τους, μέσα από τους στενούς δρόμους της περιοχής, θα απέβαινε αδύνατη. Η ριψοκίνδυνη κίνησή τους δεν απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Οι μάχες, που συνεχίστηκαν με σφοδρότητα για μέρες, γνώρισαν πολλές διακυμάνσεις. Τερματίστηκαν το βράδυ της 27ης Δεκεμβρίου με την ήττα του 1/4 Τάγματος (Ψυρρή) του ΕΛΑΣ και την απώθηση όσων ανδρών του επέζησαν στο Μεταξουργείο. Ο απολογισμός της τελευταίας φάσης υπήρξε τραγικός. Σύμφωνα με βρετανικές αναφορές 46 άνδρες του ΕΛΑΣ ήταν νεκροί και 370 είχαν αιχμαλωτιστεί. Ανάμεσα στους τελευταίους, ήταν προφανώς και απλοί πολίτες.
Η εικόνα που εμφάνιζε το επόμενο διάστημα η περιοχή ήταν εφιαλτική. Δεκάδες κτήρια είχαν ανατιναχθεί από τον ΕΛΑΣ προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως οδοφράγματα. Εκατοντάδες άλλα είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από τις εκατέρωθεν βολές των όλμων. Οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι. Για αρκετές μέρες καπνός έβγαινε μέσα από τα ερείπια.
Λεπτομερέστερες πληροφορίες για όσα εξελίχθηκαν εκείνες τις εβδομάδες στου Ψυρρή, καθώς και σε όλη την Αθήνα, υπάρχουν στο υποδειγματικό από πολλές απόψεις βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, «Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας» (Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014).
Ο λόγος, όμως, για όσα συνέβησαν τότε στην οδό Ευριπίδου 42. Στο νεοκλασικό κτήριο, η ιδιοκτησία του οποίου ανήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διέμενε από τις αρχές του 20ού αιώνα ο πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, αρθρογράφος και εκδότης Γρηγόριος Ξενόπουλος με την οικογένειά του. Πιο συγκεκριμένα, η κατοικία του βρισκόταν στον τελευταίο όροφο. Ακριβώς κάτω, ήταν τα γραφεία της «Διαπλάσεως των Παίδων».
«Η Διάπλασις των Παίδων» αποτελούσε το γνωστότερο νεανικό περιοδικό της εποχής. Άρχισε να κυκλοφορεί από τον Φεβρουάριο του 1879 και εκδότης της ήταν ο Νικόλαος Παπαδόπουλος.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ήταν στενά συνδεδεμένος με το έντυπο. Μέσα από τις σελίδες του, σε ηλικία μόλις δεκατριών ετών, εμφανίστηκε στα Γράμματα. Τα χρόνια που ακολούθησαν, παράλληλα με την συγγραφική δραστηριότητά του, πάντοτε φρόντιζε να δίνει σε αυτό κείμενά του. Το 1896, μάλιστα, ανέλαβε την αρχισυνταξία του. Κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγησή του «Η Διάπλασις των Παίδων» αναδείχθηκε στο σημαντικότερο νεανικό περιοδικό του ελληνικού χώρου.
Στον χώρο του συνήθιζε να περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρες και να εργάζεται. Εδώ δεχόταν καθημερινά τους πολυάριθμους μικρούς αναγνώστες και αναγνώστριες του εντύπου και τους συμβούλευε για τα επόμενα βήματά τους. Συχνά, μάλιστα, οργάνωνε γι’ αυτούς φιλολογικές βραδιές.
Τον Ιούνιο του 1941, μετά τον θάνατο του Νικόλαου Π. Παπαδόπουλου, εκτός από την αρχισυνταξία ανέλαβε και τη διεύθυνση του περιοδικού. Η επόμενη περίοδος ήταν γι’ αυτόν δύσκολη. Είχε ήδη ξεκινήσει η δύσκολη περίοδος της Κατοχής. Ακολούθησε, το 1942, ο θάνατος της γυναίκας του Χριστίνας (Τίτας). Παρά τις αντίξοες συνθήκες, μέσα στις οποίες πλέον εργαζόταν, κατάφερνε ώστε το αγαπημένο του περιοδικό να εκδίδεται τακτικά. Οι συναθροίσεις με τους αναγνώστες του στην Ευριπίδου 42 συνεχίστηκαν.
Προς το τέλος της Κατοχής τα πράγματα μεταβλήθηκαν. Ύστερα από την κυκλοφορία του τεύχους του Ιουνίου του 1944 η έκδοση διακόπηκε. Το τεύχος του Ιουλίου, παρότι είχε στοιχειοθετηθεί, δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Το φθινόπωρο, μέσα στο κλίμα ευφορίας των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης, καταβλήθηκε προσπάθεια για την επανέκδοση του περιοδικού, χωρίς αποτέλεσμα.
Η αντίστροφη μέτρηση για το σπίτι του Γρηγόριου Ξενόπουλου και τα γραφεία της «Διαπλάσεως των Παίδων» ξεκίνησε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1944. Από τις πρώτες μέρες κιόλας των πολεμικών συγκρούσεων η οδός Ευριπίδου βρέθηκε στο επίκεντρο των εμπλεκομένων. Οι εκατέρωθεν πυροβολισμοί είχαν δημιουργήσει κλίμα τρόμου για όσους κατοίκους διέμεναν στην περιοχή.
Στην Ευριπίδου 42, εκείνο το διάστημα, εξακολουθούσε να παραμένει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με την οικογένειά του και την υπηρέτρια που τους εξυπηρετούσε. Κοντά τους, κάποια στιγμή, βρήκε φιλοξενία και ο Μαρίνος Σιγούρος. Ο Ζακυνθινός λόγιος και ποιητής ήταν παλιός φίλος τους. Διέμενε στην Κυψέλη αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του, φοβούμενος ότι θα συλλαμβανόταν όμηρος από τους άνδρες του ΕΛΑΣ.
Καθώς όμως καθημερινά η κατάσταση χειροτέρευε κρίθηκε σκόπιμο να αποχωρήσουν σχεδόν όλοι οι ένοικοί του. Στο σπίτι παρέμειναν μόνο ο 77χρονος Γρηγόριος Ξενόπουλος, η 70χρονη αδελφή του Χαρίκλεια και ο 59χρονος Μαρίνος Σιγούρος. Η διαμονή τους δεν κράτησε ωστόσο για πολύ.
Το Σάββατο, 16 Δεκεμβρίου, ενώ μαίνονταν οι συγκρούσεις στου Ψυρρή, διαπίστωσαν ότι διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο η ζωή τους. Έτσι, αποφάσισαν ότι έπρεπε και εκείνοι να φύγουν και να αναζητήσουν ασφαλέστερο καταφύγιο.
Εγκαταλείποντας μέσα στη νύχτα το σπίτι δεν πήραν μαζί τους παρά μόνο δύο σάκους με τρόφιμα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πρόλαβε να βάλει στην τσέπη του σακακιού του και αντίτυπο του τελευταίου βιβλίου του με τον τίτλο «Αθανασία κι’ άλλα 24 διηγήματα (1924-1943)» (Αθήνα, «Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1944). Θεωρούσε ότι η περιπέτεια που ζούσε, ήταν παροδική και ότι γρήγορα θα επέστρεφε πίσω.
Κινούμενοι με μεγάλες προφυλάξεις, βρήκαν προσωρινά καταφύγιο σε διπλανό ξενοδοχείο. Προς τα μεσάνυχτα, μόλις αντιλήφθηκαν ότι όλα τα σπίτια της περιοχής ανατινάσσονταν και κινδύνευαν να θαφτούν ζωντανοί, βγήκαν με προσοχή στο δρόμο και άρχισαν να ζητούν απελπισμένα βοήθεια. Οι άνδρες του ΕΛΑΣ, που τους είδαν, τους έδωσαν διορία ενός λεπτού για να εγκαταλείψουν τον χώρο. Ο τόνος της φωνής τους δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις.
Το τεύχος της επανέκδοσης («Η Διάπλασις των Παίδων», περ. Γ΄, έτος 67, τχ. 1, 5 Μαΐου 1945).
Μέσα στη σύγχυση, ξέχασαν στο ξενοδοχείο τους σάκους με τα τρόφιμα και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος το μπαστούνι του, χωρίς το οποίο με δυσκολία περπατούσε. Βαδίζοντας μέσα στο σκοτάδι, ξημερώματα πλέον της Κυριακής, 17 Δεκεμβρίου, κατάφεραν να φτάσουν στον Άγιο Δημήτριο του Ψυρρή. Στην εκκλησία, όπου είχαν συγκεντρωθεί ήδη αρκετοί κάτοικοι της περιοχής, διανυκτέρευσαν.
Μόλις έφεξε, αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να παραμείνουν εκεί αλλά έπρεπε να μετακινηθούν. Ο Μαρίνος Σιγούρος συνέστησε να καταφύγουν στο σπίτι της εξαδέλφης του Ασπασίας Σουμάκη, που βρισκόταν κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, στην οδό Ακαδημίας.
Η απόσταση, υπό κανονικές συνθήκες, δεν ήταν μεγάλη. Ώσπου όμως να φτάσουν στον προορισμό τους χρειάστηκε να υπερνικήσουν πολλά εμπόδια. Αποφεύγοντας τις σφαίρες, που έπεφταν από παντού, έπρεπε κάθε τόσο να ελέγχονται από άνδρες της Χωροφυλακής.
Σε ένα από τα τελευταία μπλόκα, στην οδό Πανεπιστημίου, ο σχολαστικός αξιωματικός ζήτησε τις ταυτότητές τους για εξακρίβωση στοιχείων, προτού τους δώσει η άδεια να συνεχίσουν την πορεία τους. Τόσο η Χαρίκλεια Ξενοπούλου όσο και ο Μαρίνος Σιγούρος την είχαν μαζί τους και πέρασαν. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, όμως, δεν την έφερε. Μπροστά στον κίνδυνο σύλληψής του, την κατάσταση έσωσε η επίδειξη της «Αθανασίας». Η κίνηση του λογοτέχνη να βάλει την τελευταία στιγμή της αποχώρησής του από την Ευριπίδου 42 στην τσέπη του σακακιού του αντίτυπο της συλλογής διηγημάτων του, στο εξώφυλλο της οποίας δημοσιευόταν ξυλογραφία με προσωπογραφία του από τον Δημήτρη Γιαννουκάκη, αποδείχτηκε σωτήρια.
Τελικά, κινούμενοι πάντα με μεγάλες προφυλάξεις, έφτασαν αποκαμωμένοι στο σπίτι της Ασπασίας Σουμάκη, στην οδό Σουλίου 2. Και οι τρεις τους αγνοούσαν όσα είχαν εξελιχθεί λίγες ώρες πριν.
Ενόσω πορεύονταν τις πρωινές ώρες σκουντουφλώντας προς τον Άγιο Δημήτριο Ψυρρή, οι άνδρες του ΕΛΑΣ, χωρίς καθυστέρηση, έζωσαν με δυναμίτες το σπίτι της Ευριπίδου 42 και το ανατίναξαν. Η έκρηξη, μέσα στη νύχτα, ήταν φοβερή. Το πρωινό της 17ης Δεκεμβρίου ένας μικρός λόφος ερειπίων διακρινόταν δίπλα στους υπολοίπους του δρόμου και της ευρύτερης περιοχής.
Σχεδόν αμέσως ξεκίνησε και η λεηλασία του. Όσα αντικείμενα είχαν διασωθεί (ρούχα, χαλιά, στρώματα, στρωσίδια, σκεύη, εικόνες, ρολόγια, μικροπράγματα), εκλάπησαν από αγνώστους.
Τις επόμενες μέρες, αποκλεισμένος ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στη Σουλίου 2, ζούσε δύσκολες ώρες. Ο κίνδυνος θανάτου από ασιτία ήταν υπαρκτός. Μόλις πληροφορήθηκε την εξέλιξη ο εφημέριος του κοντινού ναού της Ζωοδόχου Πηγής δραστηριοποιήθηκε και άρχισε να του στέλνει καθημερινά συσσίτιο.
Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού («Η Διάπλασις των Παίδων», περ. Δ΄, έτος 70, τχ. 8-9, 13 και 27 Μαρτίου 1948).
Αποκομμένος από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, που βρίσκονταν αλλού, ο γηραιός λογοτέχνης παρακολουθούσε ανήσυχος τις εξελίξεις. Η επιστροφή στην κατοικία του θεωρούσε ότι αποτελούσε θέμα χρόνου. Αρνούνταν να πιστέψει τις δυσάρεστες φήμες, που ήδη κυκλοφορούσαν, θεωρώντας τις ανυπόστατες.
Όταν πλέον οι μετακινήσεις στο Κέντρο της Αθήνας έγιναν ασφαλέστερες, επισκέφθηκε την οδό Ευριπίδου. Το θέμα που αντίκρισε τον αποσβόλωσε. Τα πάντα, κατά μήκος του δρόμου, είχαν ισοπεδωθεί. Το σπίτι, όπου διέμενε για δεκαετίες, δεν υπήρχε. Στη θέση του, κειτόταν μία άμορφη μάζα ερειπίων.
Για πολύ ώρα έμεινε ακίνητος. Περίλυπος, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τους λόγους για τους οποίους συνέβη κάτι τέτοιο.
Όλα τα υπάρχοντά του είχαν χαθεί. Η πλούσια βιβλιοθήκη του, στην οποία υπήρχαν εκατοντάδες σπάνιες εκδόσεις, είχε καταστραφεί. Τα χειρόγραφα εκδομένων και ανέκδοτων έργων του το ίδιο. Πολλοί πίνακες ζωγραφικής γνωστών ζωγράφων της εποχής είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός. Το προσωπικό αρχείο του, το οποίο τηρούσε με άκρα επιμέλεια για πάνω από εξήντα χρόνια δεν υπήρχε. Το πολύτιμο αρχείο της «Διαπλάσεως των Παίδων» είχε κι αυτό καεί.
Αποχωρώντας με δυσκολία από τον χώρο προβληματιζόταν έντονα για τις επόμενες κινήσεις του. Όντας πλέον άστεγος σκεφτόταν πώς θα μπορούσε στο εξής να πορευτεί. Έκρινε χωρίς νόημα τη συνέχιση της συγγραφικής δραστηριότητάς του.
Στη Σουλίου 2, όπου εξακολουθούσε να φιλοξενείται, συνέταξε στις 9 Απριλίου 1945 την οριστική διαθήκη του. Λίγες μέρες αργότερα μετακινήθηκε στο σπίτι του γαμπρού του Βάσου Βαλασάκη (σύζυγο της κόρης από τον πρώτο γάμο του Λεονής), που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Επτανήσου 38 και Αγίου Μελετίου.
Το Δελτίο Δημοσιογραφικής Ταυτότητας του Γρηγόριου Ξενόπουλου (1 Ιανουαρίου 1944).
Στο μεταξύ, έγινε γνωστή η ανατίναξη του σπιτιού της Ευριπίδου 42 αλλά και της δεινής θέσης, στην οποία είχε περιέλθει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Η είδηση, δημιούργησε μεγάλη αίσθηση στο κοινό της εποχής. Από πολλούς κατοίκους αποδοκιμάζονταν έντονα όσα είχαν συμβεί.
Ένας κύμα συμπαράστασης προς το πρόσωπό του εκδηλώθηκε αμέσως από διάφορες πλευρές. Δεκάδες Αθηναίοι και Αθηναίες άρχισαν να τον επισκέπτονται και να τον προμηθεύουν με τρόφιμα, ρούχα αλλά και χρήματα. Ύστερα από πιέσεις λογοτεχνών προς την Κυβέρνηση του Νικόλαου Πλαστήρα, του δόθηκε σημαντική χρηματική ενίσχυση τόσο από το Υπουργείο Πρόνοιας όσο και από το Υπουργείο Παιδείας.
Ο θεατρικός κόσμος δεν ολιγώρησε και αποφάσισε τη διοργάνωση τιμητικής παράστασης με το έργο «Φωτεινή Σάντρη». Η Μαρίκα Κοτοπούλη παραχώρησε δωρεάν το θέατρό της. Όλοι οι ηθοποιοί που συμμετείχαν (ανάμεσά τους ήταν η Βάσω Μανωλίδου, ο Κώστας Μουσούρης και ο Δημήτρης Χορν) αρνήθηκαν να αμειφθούν. Το μεγάλο χρηματικό ποσό που συγκεντρώθηκε προσφέρθηκε στον Γρηγόριο Ξενόπουλο.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μαζί με τους ηθοποιούς του «Ρεαλιστικού Θεάτρου» στην παράσταση του έργου του Νότη Περγιάλη «Νυφιάτικο Τραγούδι» που ανέβηκε στο Θέατρο «Περοκέ» το 1949. Δίπλα του, αριστερά, οι Λάκης Σκέλας και Αιμίλιος Βεάκης και, δεξιά, ο Νότης Περγιάλης.
Συγκινητική ήταν και η ανταπόκριση των Ελλήνων της Αιγύπτου. Από την «Εφημερίδα», το γνωστό έντυπο της Αλεξάνδρειας, ξεκίνησε έρανος. Μέσα σε λίγες μέρες συγκεντρώθηκαν πολλά χρήματα προκειμένου να βοηθηθεί ο άστεγος λογοτέχνης.
Ανάλογη κινητοποίηση εκδηλώθηκε το ίδιο χρονικό διάστημα από τα Διαπλασόπουλα και τις Διαπλασοπούλες. Από την πρώτη στιγμή, με διαφόρους τρόπους, συμπαραστάθηκαν στον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Οι καταγγελίες τους για τους αίτιους έλαβαν οξύτατη μορφή. Με την ανατίναξη των γραφείων του αγαπημένου εντύπου τους θεωρούσαν ότι αποκόπτονταν βίαια από παρελθόν τους. Όταν μάλιστα διαδόθηκε ότι θα διακοπτόταν οριστικά η έκδοσή του δραστηριοποιήθηκαν.
Απέναντι στην, ομολογουμένως συγκινητική, αντίδραση του νεανικού αναγνωστικού κοινού, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος κάμφθηκε. Άρχισε να αναζητά με στενούς συνεργάτες του τρόπους προκειμένου να επανεκδοθεί το περιοδικό. Σχεδόν αμέσως βρέθηκαν καινούργια γραφεία, στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου 28, αλλά η ανάγκη επίπλωσής τους ήταν επιτακτική.
Το πρόβλημα λύθηκε, για μία ακόμη φορά, χάρη στη νεανική κινητοποίηση. Από κάθε γωνιά της Πρωτεύουσας κατέφθαναν καθημερινά στον καινούργιο χώρο αγόρια και κορίτσια μεταφέροντας γραφεία και καρέκλες. Ακόμη, παλαιότερους τόμους του περιοδικού αλλά και μεμονωμένα τεύχη, ώστε να δημιουργηθεί ένα υποτυπώδες αρχείο, που μπορούσε να το συμβουλεύεται και να εργάζεται απερίσπαστος ο διευθυντής του.
Όλα πλέον ήταν έτοιμα για την επανεμφάνιση του περιοδικού στα περίπτερα. Και αυτή τη φορά, παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν, θα κυκλοφορούσε κάθε εβδομάδα. Η τρίτη περίοδος έκδοσής του αποφασίστηκε να ξεκινήσει τη Μεγάλη Εβδομάδα, προκειμένου να δοθεί στη νέα γενιά το μήνυμα της ελπίδας.
Πράγματι, το πρώτο τεύχος, κυκλοφόρησε το Μεγάλο Σάββατο 5 Μαΐου 1945. Καταλάμβανε έκταση δώδεκα σελίδων και στις σελίδες του δημοσιευόταν η συνήθης ύλη του περιοδικού. Ξεχώριζε η «Αθηναϊκή επιστολή» του διευθυντή του, με τον τίτλο «Καλώς σας βρήκα!..». Την υπέγραφε με το γνωστό ψευδώνυμο «Φαίδων».
Απευθυνόμενος στο αγαπημένο αναγνωστικό κοινό του περιέγραφε αναλυτικά τις κακουχίες που είχε αντιμετωπίσει τους τελευταίους μήνες. Έδειχνε, όμως, να μην κρατά μνησικακία για κανέναν. Για την κατάσταση, στην οποία βρισκόταν, σημείωνε χαρακτηριστικά: «Κι έτσι έμεινα χωρίς τίποτα –άστεγος, άπορος, γυμνός,– μ’ ό,τι φορούσα την ώρα της φυγής μου, που ύστερα είδα πόσο ήταν τραγική.»
Την επόμενη εβδομάδα, στο τεύχος της 12ης Μαΐου, στην επιστολή του με τον τίτλο «Το καλό του κακού», ανέφερε τις κινήσεις συμπαράστασης που εκδηλώθηκαν από μεμονωμένα πρόσωπα αλλά και φορείς προς το πρόσωπό του, μόλις έγινε γνωστή η περιπέτειά του, εκφράζοντας τη συγκίνησή του.
Η έκδοση της «Διαπλάσεως των Παίδων» συνεχίστηκε απρόσκοπτα και το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Για όσους ωστόσο παρακολουθούν τις εξελίξεις στον χώρο του νεανικού Τύπου της εποχής η φλόγα των προηγούμενων δεκαετιών σιγόσβηνε. Η απογοήτευση αλλά και η κόπωση του διευθυντή του είναι εμφανής.
Τη δύσκολη θέση, στην οποία άρχισε να περιέρχεται το ιστορικό έντυπο, αποδείκνυαν και οι λίγοι συνδρομητές του. Σταδιακά, η κυκλοφορία του μειωνόταν, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να αλλάζει η περιοδικότητά του.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με τους ηθοποιούς Βασίλη Λογοθετίδη, Ίλυα Λιβικού και Χρήστο Τσαγανέα.
Νέα έντυπα, είχαν κάνει την εμφάνισή τους, προσελκύοντας το ενδιαφέρον του ιδιαίτερα απαιτητικού νεανικού αναγνωστικού κοινού. Την πρώτη θέση στις προτιμήσεις κατείχε το «Ελληνόπουλο», που άρχισε να εκδίδεται στις 3 Μαρτίου 1945 από τον Εκδοτικό Οίκο «Αετός» του Κίμωνα Θεοδωρόπουλου. Όταν μάλιστα, από το πέμπτο τεύχος του, ανέλαβε την έκδοσή του ο εύρωστος οικονομικά Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δ. Δημητράκου και άρχισαν να δημοσιεύονται στις σελίδες του ωραία κείμενα, γραμμένα από επώνυμους συγγραφείς, πλαισιωμένα από χρωματιστές εικόνες, η κυκλοφορία του εκτοξεύτηκε σε ασύλληπτα για την εποχή κυκλοφοριακά επίπεδα.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος επιχείρησε να αντιδράσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αδυνατώντας να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, που πλέον διαμορφώνονταν, υποχρεώθηκε να λάβει την οδυνηρή απόφαση. Αμέσως μετά την έκδοση του τεύχους 8-9, στις 13-17 Μαρτίου 1948, ανέστειλε την έκδοση της «Διαπλάσεως των Παίδων». Το περιοδικό που συντρόφεψε την ελληνική νεολαία για εβδομήντα χρόνια, πιο συγκεκριμένα από το 1879 ώς το 1948, έπαψε να εκδίδεται.
Τα χρόνια που ακολούθησαν αποτραβήχτηκε διακριτικά από το προσκήνιο και αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Η ήδη επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε. Ώς το τέλος της ζωής του, στις 14 Ιανουαρίου 1951, εξέφραζε προς τους εκάστοτε συνομιλητές του την πικρία του για τον τρόπο αντιμετώπισης τόσο του ίδιου όσο και της πνευματικής εργασίας του τον Δεκέμβριο του 1944. Κυρίως, όμως, για την τύχη που γνώρισε μία σημαντική εκδοτική πρωτοβουλία του, «Η Διάπλασις των Παίδων».
Το επεισόδιο του Δεκεμβρίου του 1944, που μόλις περιγράφτηκε, είχε ολέθριες συνέπειες για την νεοελληνική ιστορία, φιλολογία και τέχνη. Κι αυτό επειδή είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί οριστικά μια σημαντική πηγή έρευνας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Στην Ευριπίδου 42, όπως ήδη αναφέρθηκε, σωζόταν, υποδειγματικά συγκροτημένο, το προσωπικό αρχείο του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Το μεγαλύτερο τμήμα του αποτελούνταν από την αλληλογραφία του με το σύνολο σχεδόν των λογοτεχνών της εποχής. Ξεχώριζαν, βέβαια, οι επιστολές που αντάλλασσε με τον Κωστή Παλαμά και τον Κ. Π. Καβάφη. Ειδικά ως προς τον τελευταίο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ήταν από τους πρώτους λογοτέχνες που είχαν επισημάνει τη μεγάλη σημασία της ποίησής του. Είχαν τακτικά επικοινωνία για περίπου τρεις δεκαετίες.
Στο αρχείο της «Διαπλάσεως των Παίδων», υποδειγματικά κι αυτό συγκροτημένο, σωζόταν η αλληλογραφία του διευθυντή της με χιλιάδες μικρούς αναγνώστες και μικρές αναγνώστριες του περιοδικού. Ένα πολύ μικρό τμήμα της είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό. Μεταξύ των αλληλογράφων εκατοντάδες ήταν εκείνοι που διακρίθηκαν αργότερα σε διάφορους τομείς δραστηριότητας. Όλοι και όλες τους συχνότατα έγραφαν προς τον Γρηγόριο Ξενόπουλο τις μύχιες σκέψεις τους. Μέσα από τις σελίδες του αγαπημένου εντύπου τους ήλθαν σε επικοινωνία με συνομηλίκους τους διαφόρων περιοχών της ελληνικής επικράτειας. Όταν μάλιστα δημοσιεύονταν τα πρωτόλειά τους, αισθάνονταν απέραντη ικανοποίηση.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σε μία από τις τελευταίες φωτογραφίες του μαζί με την ηθοποιό Έλλη Λαμπέτη που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του.
Στο ίδιο αρχείο, εκτός από τις επιστολές, σώζονταν και εκατοντάδες σχέδια. Προέρχονταν από αγόρια και κορίτσια, ορισμένα από το οποία είχαν αργότερα θεαματική εξέλιξη. Αναφέρονται, ενδεικτικά, οι περιπτώσεις των γνωστών μετέπειτα ζωγράφων Γιάννη Τσαρούχη και Διαμαντή Διαμαντόπουλου. Συχνότατα, στα τέλη της δεκαετίας του Είκοσι, αλληλογραφούσαν με τον διευθυντή του περιοδικού, του έστελναν τις δημιουργίες τους και ζητούσαν την κρίση του.
Αν σωζόταν όλος αυτός ο πολύτιμος αρχειακός πλούτος, η εικόνα που θα είχαμε για την ελληνική πνευματική ζωή του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, κατά γενική ομολογία, θα ήταν διαφορετική.
Παρά τις παραπάνω δυσκολίες, η έρευνα ως προς τη «Διάπλασι των Παίδων» δεν έχει σταματήσει. Νέοι μελετητές, προστίθενται διαρκώς στους παλαιότερους. Για τη συγκρότηση του υλικού τους βασίζονται, κατά κύριο λόγο, στα υπάρχοντα τεύχη του σημαντικότερου νεανικού περιοδικού της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικότερα, έχουν δημοσιευτεί αρκετές αξιόλογες μελέτες.
Ξεχωρίζουν, τα βιβλία της Μάρθας Καρπόζηλου, «Ελληνικός νεανικός Τύπος (1830-1914). Καταγραφή» (Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας-Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 1987), της Βίκυς Πάτσιου, «“Η Διάπλασις των Παίδων” (1879-1922). Το πρότυπο και η συγκρότησή του» (Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας-Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, 1987, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995) και του Κωνσταντίνου Δ. Μαλαφάντη, «Οι “Αθηναϊκαί επιστολαί” του Γρηγορίου Ξενόπουλου στη “Διάπλασιν των Παίδων” (1896-1947)» (Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», 1995). Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί και η αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή της Άννας Πολατίδου, «“Η Διάπλασις των Παίδων” (1879-1917). Ευρετήρια για τα λογοτεχνικά κείμενα της περιόδου» (Φλώρινα, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, 2004).
Η ανατίναξη του σπιτιού του Γρηγόριου Ξενόπουλου και των γραφείων της «Διαπλάσεως των Παίδων» συγκαταλέγονται στις μελανές σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας. Η ευθύνη για όσα συνέβησαν στην Ευριπίδου 42 τη νύχτα της 16ης προς τη 17η Δεκεμβρίου 1944 βαρύνει τον ΕΛΑΣ καθώς προχώρησε σε μία σπασμωδική και ανώφελη τελικά κίνηση.
Ο γνωστός κριτικός λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου είναι επικριτικός για τη στάση του. Στον τέταρτο τόμο της «Ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας», αναφερόμενος στις συνέπειες μετά τον Δεκέμβριο του 1944, μεταξύ άλλων, γράφει για το ζήτημα: «Σπίτια έχουν ανατιναχθεί για να γίνουν οδοφράγματα – ασκόπως τελικά. Ενδεικτικά, η κυριότερη ζημιά για τα Γράμματα: χάθηκε το αρχείο της “Διαπλάσεως των Παίδων” και ξεσπιτώθηκε ο 77χρονος Γρ. Ξενόπουλος.»
Μπορούσε να αποφευχθεί η ανατίναξη του σπιτιού του Γρηγόριου Ξενόπουλου και των γραφείων της «Διαπλάσεως των Παίδων»; Γνώριζαν οι επικεφαλής του ΕΛΑΣ τη μεγάλη σπουδαιότητα του κτηρίου της Ευριπίδου 42; Ήταν, όπως διατείνονται ορισμένοι, προσχεδιασμένη κίνηση από την πλευρά τους; Ποιοι θα μπορούσαν να λάβουν μία τέτοια απόφαση; Ποιες απόψεις έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για το ζήτημα; Συνδέονται με τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις; Στα παραπάνω ερωτήματα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα από πολλές απόψεις, θα καταβληθεί προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις κάποια άλλη φορά.
Latest posts by dromena (see all)
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Τζωρτζ Μπέρναρ Σω. Εικονοκλάστης και ηθικολόγος - 29 Νοεμβρίου, 2024
- Κυκλοφορεί σε μετάφραση του Καθηγητή Βάιου Λιαπή το βιβλίο «Το Αρχαίο Θέατρο μέσα από τις Πηγές» - 14 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (3) - 11 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (2) - 10 Νοεμβρίου, 2024
- ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΣ : Η Αυλή των Θαυμάτων (1) - 10 Νοεμβρίου, 2024