Ένας βασιλιάς πεθαίνει

Ένας βασιλιάς πεθαίνει

Μοιράσου το!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΛΑΚΩΤΑΡΗ

I have been half in love with easeful Death” (“To a Nightingale” – John Keats)

Γιατί ο θάνατος ασκεί τέτοια γοητεία επάνω μας; Άνθρωποι απλοί κ’ εξελιγμένοι, αναλφάβητοι και διαβασμένοι, στοχαστές, επιστήμονες, φιλόσοφοι στέκονται ανήμποροι μπροστά του. Ο θάνατος μάς κυκλώνει από παντού, είναι ο μέγας θεός που όλοι υπηρετούμε, είναι ο κυρίαρχος της ζωής μας. Τον αντιμετωπίζουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Είναι το σύνορο ανάμεσα στην ύπαρξή μας και στην απεραντοσύνη της κτίσης. Κι ο αγώνας μας είναι μια συνεχής προσπάθεια να ευρύνουμε το σύνορο αυτό, αφού δεν μπορούμε τελικά να τον αποφύγουμε. Της δε τέχνης ο αγώνας είναι να το ξεπεράσει, να εξουδετερώσει το θάνατο και να φτάσει στην αθανασία.

Σ’ όλες τις μορφές τής τέχνης σημαντική θέση κατέχει ο θάνατος. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που η τέχνη υπηρετεί αποκλειστικά το θάνατο, όπως στην αρχαία Αίγυπτο. Και η θρησκεία ακόμη στη γοητεία τού θανάτου βασίζεται για πειστικότητα και δύναμη επιβολής, είτε σαν Θέλημα Θεού, ή αυτοθυσία. Κ’ η μετά θάνατον ζωή έρχεται σαν μια υπόσχεση, μια ποιητική ελπίδα αθανασίας.

Ο θάνατος σαν μια ζωική ανάγκη, ανάγκη για ανανέωση, ένας εκμηδενισμός για να υπάρξει κάτι άλλο, δεν είναι εύκολα αντιληπτός για τον κοινόν άνθρωπο. Ο θάνατος σαν απόληξη ζωής, ναι, κ’ εκεί πάνω ξεσπάει ο πόνος τού λαού, ο σπαραγμός, το δέος, με μύριες φωνές και τρόπους και μ’ έναν πλούτο αφάνταστο συμβόλων. Τού δίνει διάφορες μορφές, ανάλογα με τη διάθεσή του τον κάνει φίλο ή εχθρό. Τον εξιδανικεύει, τον θέλει λεβέντη, του χαρίζει μοιρολογήτρες να υψώσουνε τον θρήνο του, τον στολίζει λουλούδια, τολμά να πει για μια όμορφη κοπέλα:

“Όμορφη σαν την Παναγιά και σαν τον Επιτάφιο”.

Ο θάνατος ύστερα από δραματικές συγκρούσεις, όπως αντιμετωπίζεται σε τρία θεατρικά έργα, στον “Οιδίποδα στον Κολωνό” τού Σοφοκλή, στον “Βασιλιά Ληρ” του Shakespeare, και για να φτάσουμε στις μέρες μας, στο “Ο Βασιλιάς πεθαίνει” του Ιονέσκο, είναι το θέμα μας εδώ.

Το θέατρο από αρχαιότατους χρόνους υπήρξε το μέσο που με τη βοήθειά του ο ποιητής έρχεται σε επαφή με το ευρύτερο κοινό. Από την εποχή που τα βιβλία ήσαν λιγοστά και ελάχιστοι μπορούσαν να διαβάσουν, ώς σήμερα που τα βιβλία περισσεύουν και που σχεδόν όλοι μπορούμε να διαβάσουμε, αλλά που ίσως από αντίδραση συχνά αποφεύγουμε το διάβασμα, το θέατρο εξακολουθεί να είναι ο αμεσότερος τρόπος επαφής τού ποιητή με το κοινό.

Ο “Οιδίποδας στον Κολωνό”, ώριμο έργο του Σοφοκλή, δεν είναι παρά μια νοσταλγία θανάτου και μια βαθιά επιθυμία του ανθρώπου του κουρασμένου απ’ τη ζωή και τα πάθη της να επιστρέψει στις πρώτες ρίζες του. Η μνήμη έχει συμπληρωθεί, το σώμα περιττεύει, ο θυμικός κύκλος ξέχειλος, βαρύς, πάει να κλείσει. Το έργο είναι κατά μέγα μέρος έκδηλα αυτοβιογραφικό, κι ας μη μάς μιλά ο Σοφοκλής στο πρώτο πρόσωπο. Προσωπικές εμπειρίες από μιαν άμεση γνώση, από δραματικές συγκρούσεις που τον συγκλόνισαν ώς τα ριζοθέμελα, μα όχι κατ’ ανάγκην απαράλλακτες με αυτές που ξετυλίγονται στο έργο του, πλαισιώνονται μέσα σ’ έναν παλιό μύθο, κοινή κληρονομιά, και παίρνουν έτσι μια πλατύτερη σημασία, μιαν επισημότητα κι αυθεντικότητα μαζί. Ο μύθος προσαρμόζεται τέλεια στην ψυχική του κατάσταση. Στο πρόσωπο του Οιδίποδα τώρα ο Σοφοκλής μπορεί να μετουσιώσει την μακριά πείρα ζωής, ξεκαθαρίζοντάς την από την καθημερινότητά της, και τοποθετώντας την σ’ ένα υψηλό βάθρο ώστε να γίνει καθαρά αντιληπτή απ’ όλους.

Ο Οιδίποδας, όταν αρχίζει το έργο, έχει φθάσει στο δραματικό σημείο να νομίζει πως η ζωή δεν έχει να τού παρουσιάσει άλλες εκπλήξεις. Άλλωστε ούτε τις αποζητά πια, είναι κορεσμένος, θέλει να πεθάνει. (Χορός, Γ΄ στάσιμο.) Μα η κατάρα ακόμα κυκλοφέρνει πάνω από τις τελευταίες του στιγμές με τα νύχια αχόρταγα. Τού επιφυλάσσει κι άλλες εκπλήξεις, τέτοιες που να κάνουνε το θάνατο όχι μόνο μια λύτρωση, αλλά θεόσταλτη ευλογία.

Πού αρχίζει η ενοχή του Οιδίποδα; “Το ασυνείδητο είναι άφθαρτο, ό,τι παραμένει στο ασυνείδητο δεν υπόκειται στη φθορά”, λέει η Μαρία Βοναπάρτη. Με τη συνείδηση αρχίζει η ενοχή κι ο ψυχικός θρυμματισμός. Ο Οιδίποδας ζει ευτυχισμένος μέσα στην τέλεια άγνοια των πράξεών του ώς τη στιγμή που η γνώση αγγίζει το πρώτο σκαλί. Από κει και πέρα, κάθε βήμα και φθορά. Ούτε και αυτοτιμωρούμενος φθάνει στην εξιλέωση. Όπως με βαθιά πίκρα λέγει, από τα έργα του έπαθε περισσότερα απ’ ό,τι έπραξε ο ίδιος. Κι αν έβγαλε τα μάτια του, αυτά δεν είχαν δει ποτέ ό,τι έπρεπε να δούνε. Κι αν έκαμε παιδιά για να συνεχιστεί η γενιά του, τα κορίτσια δεν παντρεύονται, τ’ αγόρια αλληλοσπαράζονται για το ποιος θα βασιλέψει ενώ ακόμη ο πατέρας είναι στη ζωή. Πάνω από την αγάπη τους και τον σεβασμό τους γι’ αυτόν βάζουνε τη βασιλεία, κι αφού τον εξόρισαν, τώρα τον θέλουν πίσω, ζωντανό ή πεθαμένο, γιατί κάποιος χρησμός λέει πως επάνω του θα στηρίξουν τη δύναμή τους:

“Ότ ‘ ούκέτ ‘ ειμί, τηνικαύτ ‘ άρ ‘ είμ ‘ άνήρ;”

(Ώστε τώρα, που πια ούτε καν υπάρχω, άνθρωπος τώρα είμαι κι εγώ με αξία;)

“Τώρα πια που ούτε καν υπάρχω”, αυτό είναι το κυρίαρχο αίσθημα του Οιδίποδα. Κι όταν αργότερα ο Θησέας τον βρίσκει στον Κολωνό, όπου έχει φθάσει ικέτης, ακολουθώντας κι αυτός κάποιο χρησμό τού Φοίβου, και τού λέγει:

“τὰ λοίσθι᾽ αἰτῇ τοῦ βίου, τὰ δ᾽ ἐν μέσῳ
ἢ λῆστιν ἴσχεις ἢ δι᾽ οὐδενὸς ποιῇ.”

(Για τα στερνά σου εσύ μιλάς, μα ό,τ’ είναι

κι ανάμεσα, ή ξεχνάς ή δεν τους δίνεις σημασία καμιά.)

Τού απαντά ο Οιδίποδας: “ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται.”

(Γιατί σε κείνα κι όλα τ’ άλλα μαζεύονται για μένα.)

Ουσιαστικά λοιπόν ο Οιδίποδας έχει παύσει να ζει όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο παρελθόν. Η μόνη του έγνοια πια είναι ο θάνατος. Φτάνει ικέτης στον τόπο όπου έχουν την έδρα τους οι Κόρες του Σκότους και της Γης κι από κει δε λογιάζει πια να φύγει. Αυτές θα παρακαλέσει γονατιστός να λυπηθούν “το άθλιο αυτό το φάντασμα, που θα ’ταν Οιδίπους μια φορά, μα πια δεν είναι.”

Καταμεσής του έργου, στην πιο κρίσιμη στιγμή, εκεί που η αγωνία του θεατή κορυφώνεται, πριν αρχίσει η τελική κατάρρευση, διαλέγει ο ποιητής την ώρα για να υμνήσει με ακράτητο λυρισμό τις ομορφιές τής γης που τον γέννησε και που τώρα θα δεχθεί τον Οιδίποδα-Σοφοκλή νεκρό. Μια παρένθεση φωτεινή που θα ευφράνει τη σκοτεινιασμένη ψυχή μας είναι το χορικό αυτό, και θα μας προετοιμάσει να δεχτούμε το μοιραίο τέλος σαν μια ανακούφιση. Εδώ αξίζει να πεθάνει ένας βασιλιάς, εδώ θα βρει τη λύτρωση ένας μεγάλος πονεμένος. Το σώμα ας επιστρέψει στη μάνα γη, την πλούσια σαν την εμπειρία του, την ιερή σαν τη μνήμη του, κ’ η στιγμή του παραδομού θα είναι η τέλεια γνώση, η πιο μεγάλη έκσταση. Κήρυκες οι ίδιοι οι θεοί θα τού μηνύσουν πως έφθασε η ώρα, μ’ απανωτές βροντές κι αστροπελέκια, κ’ η τελευταία, η φτερωτή βροντή, αλάνθαστο σημάδι. (Όμοια δε βρόντηξε ο ουρανός και την ημέρα που πέθανε ο Χριστός;) Μόνος, χωρίς οδηγό πια ο τυφλός γέρος θα προχωρήσει με σταθερό βήμα προς τον Άδη. Ποιος χρειάζεται οδηγό όταν βαδίζει προς τον θάνατο; Κι ανώδυνο θα ’ναι το πέρασμά του απ’ τη ζωή, “κι όπως πιο καλύτερα κανείς δε θα μπορούσε να ποθήσει.” Τέτοιο μάς λένε πως ήτανε και το τέλος του Σοφοκλή.

Μετά τη λιτή, καθαρά διαγραμμένη πλοκή τού Οιδίποδα στον Κολωνό τού Σοφοκλή, ο Βασιλιάς Ληρ τού Shakespeare θα μας φαινόταν παραφορτωμένος, υπερβολικός, εκτός μέτρου, αν δεν δικαίωνε την εξέλιξη του μύθου η εξαίρετη ποίηση, δημιουργικά και φραστικά, που πλαισιώνει την αυτεξούσια ανάπτυξη και δράση των χαρακτήρων μέσα στα αχνάρια του.

Ο Ληρ, σαν τον Οιδίποδα, είναι ένας γέρος βασιλιάς στα πρόθυρα του θανάτου. Εδώ όμως η υπόθεση ενισχύεται με μια διπλή πλοκή, η δραματική σύσταση είναι πυκνότερη, και μάλιστα η δευτερότερη ιστορία που συμπλέκεται με την κεντρική και διέπεται από τους ίδιους σκοπούς βασίζεται σε πειστικότερα μοτίβα. Είναι φυσικότερο ένας νόθος γιος να ραδιουργεί ενάντια στον πατέρα του και τον νόμιμο γιο του, παρά δυο κόρες που ο πατέρας τους τίς φέρθηκε τόσο γενναιόδωρα, μοιράζοντας το βασίλειό του ανάμεσά τους προτού ακόμα πεθάνει. Στην πραγματικότητα η κεντρική υπόθεση μάς αφήνει κατάπληκτους, είναι, δηλαδή ένα πρόσχημα αφελές, αλλά αυτό γρήγορα παύει να μας απασχολεί, όπως συμβαίνει συχνά με τον Shakespeare διότι, όπως είπαμε παραπάνω, μας ανεβάζει η ποίηση στα δικά της μέτρα κι εκεί βρίσκουμε την ισορρόπηση. Είναι και η εποχή διαφορετική. Το κοινό έχει άλλα γούστα, και ο Shakespeare, όπως όλοι οι θεατρικοί συγγραφείς, γράφει για το κοινό της εποχής του. Το έργο είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ημερών του, έχει μια άμεση επικαιρότητα, κι ας είναι η ιστορία τοποθετημένη σε προχριστιανική εποχή. Ο Shakespeare έζησε σε εποχή που διατηρούσε ακόμα ζωντανή την ανάμνηση μεγάλων, ολέθριων σπαραγμών μέσα στην τάξη που κυβερνούσε τη χώρα. Οι βασιλιάδες που επικράτησαν εξακολουθούσαν να είναι ασύδοτοι, οι ευνοούμενοί τους δεν στέκονταν ποτέ μ’ ευστάθεια, το κύριο όπλο τους, λοιπόν, ήταν ο δόλος. Τη ζωή τού ανθρώπου δεν την σέβονταν κανείς. Οι άνθρωποι ζούσαν συνεχώς μέσα σ’ ένα όργιο συνταρακτικών γεγονότων. Νέοι ορίζοντες ανοίγονταν από τη μια μέρα στην άλλη. Νέες δυνάμεις καταργούσαν τις παλιές, νέες δοξασίες πάλευαν να επικρατήσουν και το κοινό απαιτούσε από τον συγγραφέα εκπλήξεις περισσότερες ακόμα κι απ’ αυτές που παρουσίαζε η ζωή. Η τέχνη, για να ικανοποιήσει, έπρεπε να υπερβάλλει.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν πολλά τα κοινά ανάμεσα στα δυο έργα, Οιδίποδα στον Κολωνό και Βασιλιά Ληρ, πολλές αντιστοιχίες. Οι Άγγλοι κριτικοί συχνά συγκρίνουν τον Άμλετ με τον Οιδίποδα Τύραννο. Μεγαλύτερη είναι νομίζω η συγγένεια μεταξύ Οιδίποδα στον Κολωνό και Βασιλιά Ληρ. Οι δυο φιλόδοξοι μέχρις ασέβειας και ανάρμοστης σκληρότητας γιοι του Οιδίποδα αντιστοιχούν με τις δυο απάνθρωπες και ακόρεστες κόρες του Ληρ, η δε στοργική, καρτερική Αντιγόνη με την συνετή, γλυκιά Κορδήλια, αν και η μορφή τής Αντιγόνης στο σύνολό της είναι πιο επιβλητική. Αλλά κι ο Οιδίποδας σαν άτομο έχει μεγάλη δυναμικότητα, δείχνει σθένος και δρα ώς την τελευταία στιγμή, ενώ ο Ληρ είναι παθητικός και γι’ αυτός πιο αξιολύπητος και πιο τραγικός. Ευθύς εξαρχής ο Ληρ δείχνει μειωμένη την αντίληψη πραγμάτων και καταστάσεων, χαλαρότητα θέλησης και μια παιδιάτικη ευπιστία. Βιάζεται ν’ αποσυρθεί, ν’ αποτινάξει τις έγνοιες και τις ευθύνες τής βασιλείας, να τις παραδώσει σε νέες δυνάμεις και να τραβήξει ελαφρωμένος πια προς το θάνατο: “Unburdened crawl toward death”. Κρατά τον τίτλο και τις τιμές του βασιλιά, αλίμονο, μόνο για λίγες ώρες, γιατί η πορεία προς τον θάνατο δεν θα είναι και τόσο απρόσκοπτη και ομαλή όσο τη φαντάζεται. Δεν έχουμε λεπτομέρειες από την προηγούμενη ζωή τού Ληρ, αλλά υποθέτουμε ότι δεν είχε κανένα από τα συγκλονιστικά συμπλέγματα που συντάραξαν τον Οιδίποδα. Και ενώ τα τραγικότερα παθήματα του τελευταίου ανήκουνε στο παρελθόν, του Ληρ (και σε δεύτερη μοίρα τού Γκλόστερ), μόλις αρχίζουνε. Και ο Ληρ, σαν τον Οιδίποδα είναι περισσότερο αδικημένος παρά που αδίκησε, “A man more sinned against than sinning”. Όλο το έργο είναι ένας ξέφρενος αγώνας μεταξύ του καλού και του κακού. Η αχαριστία, η προδοσία, το μίσος, η ζωική σκληρότητα συνεχίζουν ώς το τέλος την καταστρεπτική των δράση, ώσπου μέσα στην ίδια ορμή τού ολέθρου να καταστραφούν και οι ίδιοι οι αυτουργοί. Το καλό στέκει αδύναμο μέσα στην ακατάσχετη αυτή μανία. Ελάχιστες είναι οι φωτεινές κ’ εξιλεωτικές στιγμές, σκόρπιες εδώ και εκεί, κι αυτές τελικά πνίγονται μέσα στην ακορεσιά και στην κακοήθεια, στην αχαλίνωτη έκταση που έχει πάρει το κακό. Μόνο την ώρα που πεθαίνει ο Έντμοντ, ο νόθος γιος του Γκλόστερ, απ’ τους σκληρότερους, πιο δόλιους χαρακτήρες, σε μια στιγμή μετάνοιας κάνει μια προσπάθεια να προλάβει το τελικό, το πιο άδικο πλήγμα, τον φόνο της Κορδήλιας, αλλά είναι πολύ αργά, σε λίγο βλέπουμε τον Ληρ στη σκηνή με την Κορδήλια νεκρή στην αγκαλιά του, τα μυαλά για καλά σαλεμένα, δεν γνωρίζει φίλο από εχθρό. Έχει όμως μια χειρονομία στο ενεργητικό του που δείχνει ότι μια φλόγα ζωντάνεψε μέσα του για μια στιγμή, τόσο ώστε να βρει τη δύναμη να εκδικηθεί τον φόνο της κόρης του σκοτώνοντας το δήμιό της. Μ’ αυτήν την πικρή ικανοποίηση πεθαίνει. Απορεί κανείς πώς άνθεξε κ’ έζησε τόσο. “Σφετερίστηκε τη ζωή του”, λέγει ο Κεντ. Κ’ η μετάνοια του Έντμοντ, ήταν αληθινή, ή χαλάρωση ζωτικότητας τη στιγμή που επέρχεται ο θάνατος;

Και στο κτίσιμο των δυο έργων βρίσκει κανείς αντιστοιχίες. Και οι δυο συγγραφείς δίνουν στην κεντρική σκηνή ιδιαίτερη σημασία, συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις τους για να μας χαρίσουν ένα απαράμιλλο δείγμα της τέχνης των. Ο Σοφοκλής αρχίζει μια ιστορία με ταραγμένο παρελθόν, αλλά μας βάζει ένα στάσιμο γαλήνης ακριβώς στο κέντρο, στήνοντας την εικόνα ενός ωραίου, ειρηνικού τοπίου, “μυριόκαρπου”, αηδονόλαλου, “τὰ κράτιστα γᾶς ἔπαυλα”, ονειρεμένου από κάθε κουρασμένο άνθρωπο για να βρει γαλήνη κι ανάπαυση. Ύστερα συνεχίζει με νέες συγκρούσεις δραματικότερες, πιο άμεσα απειλητικές για να καταλήξει στο ποθητό για τον ήρωα τέλος μέσα στο πλαίσιο αυτό. Αντίθετα ο Shakespeare αρχίζει με τις ειρηνικότερες προϋποθέσεις για να καταλήξει σε ολέθρια αποτελέσματα, κορυφώνοντας την αγωνία μας στην τρίτη πράξη, την πιο συνταρακτική από όλες. Και οι δυο τεχνίτες κρεμούν, θα έλεγε κανείς, από τους ώμους της κεντρικής σκηνής το όλο έργο σαν μια ζυγαριά που θα κρατήσει το βάρος σταθερά ανάμεσα στην άνοδο και την κάθοδο προς την τελική λύση της πλοκής. Μια λυρική έξαρση που μας φέρνει μια ευχάριστη αναψυχή είναι το Α΄ στάσιμο του Σοφοκλή. Μια ξεμανιασμένη θύελλα, υπολογισμένη να συντονίσει απόλυτα την ψυχική διάθεση θεατών και ηθοποιών, εξαπολύει ο ουρανός ενάντια στη γη και τους αθλιότερους των ανθρώπων της στην τρίτη πράξη του Βασιλιά Ληρ: “Ποιος άλλος είναι εδώ εκτός απ’ τον κακό καιρό;” είναι οι πρώτες λέξεις. “Ένας που έχει την ίδια γνώμη με τον καιρό”, είναι η απάντηση. Τρεις τρελοί, ο ένας ο γερο-βασιλιάς Ληρ, ο δεύτερος ο εξ επαγγέλματος τρελός του, και ο τρίτος ο Έντγαρ, ο γιος τού Γκλόστερ που προσποιείται τον τρελό για να ξεφύγει από τα νύχια των εχθρών του, είναι τα τραγικά θύματα. Μια λέξη, “κρύο”, (cold) είναι η συμβολική ανθρώπινη κραυγή που σχίζει τον μανιασμένο αγέρα κι αντηχεί απ’ άκρη σ’ άκρη. “Μήπως κρυώνεις αδελφέ;” ρωτά ο γερο-βασιλιάς τον τρελό του, “κι εγώ κρυώνω”. Τη λέξη την παίρνει τώρα ο Έντγαρ σα νότα μουσική και την επαναλαμβάνει: “ο Τομ κρυώνει”, (Tom is a cold) και σε λίγο πιο έντονα: “Ο φτωχούλης Τομ κρυώνει.” (Poor Tom is a cold) ξανά και ξανά. Οι λίγες αυτές κοινότατες λέξεις, ξεστομισμένες μέσα σ’ αυτό τον τάραχο, από αυτούς τους ανθρώπους, παίρνουν μια νέα, μονόπλευρη σημασία, βαθιά υποβλητικότητα κι αφάνταστο μεγαλείο. Μια σπίθα ανθρώπινης διαμαρτυρίας εξακοντισμένη στην απειλή τής ουράνιας αστραψιάς. Το αίσθημα του “κρύου”, χαρακτηριστικό τού θανάτου, θα μείνει στο υποσυνείδητό μας ώς το τέλος τού έργου, που κλείνει με το ήσυχο σβήσιμο του Ληρ, “του πιο γέρου, που υπέφερε και τα περισσότερα”, και που κρατάει στα χέρια του χαμένη και την τελευταία ελπίδα ζωής και αγάπης, την Κορδήλια.

Με τη λιτή του γραμμή πλοκής και με τη μεγάλη του οικονομία προσώπων και σκηνικών εξαρτημάτων ο Ιονέσκο επανέρχεται στα σοφόκλεια μέτρα θεάτρου. Συμβολική είναι η ύπαρξη ανθρώπων και πραγμάτων επάνω στη σκηνή. Το μέλημά του, μια εικόνα των αντιδράσεων της εποχής μας καθώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι στο φαινόμενο ζωή-θάνατος. Πότε ο άνθρωπος έχει τη βεβαιότητα ότι υπάρχει; Όταν βρίσκεται στο όριο του μηδενός, ίσως την ώρα τού θανάτου. Ο “Βασιλιάς” τού Ιονέσκο πρόκειται να πεθάνει σε μιάμιση ώρα. Όλη η μακριά εξέλιξη από τον Descartes ώς σήμερα (ίσως θα ’ταν ακριβέστερο να πούμε από τον Σωκράτη ώς σήμερα) της θεωρίας τού υπάρχειν, συνοψίζεται μέσα στη μιάμιση αυτή ώρα.

Ο Βασιλιάς Beranger δεν είναι παρά ένας παλιός ήρωας του Ιονέσκο που σήμερα τιτλοφορείται βασιλιάς γιατί στις μέρες μας κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος, και ο κοινότερος των θνητών μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά. Αλλά ο Ιονέσκο προσθέτει στον Beranger και μερικά στολίδια του παραδοσιακού βασιλιά: κορώνα, θρόνο, βασίλειο, φρουρά, δυο γυναίκες, ή δυο συνειδήσεις νεανικού ερωτισμού και γεροντικής στυγνότητας κι απαισιοδοξίας, τέλος ένα πλήθος παραπειστικά προσαρτήματα που δίνουν μιαν εικόνα ιστορικής φθοράς, χωρίς να αποκλείουν τον τόνο ειρωνείας και οίκτου μαζί.

Η παραδοξολογία επικρατεί σε όλο το έργο με καταπληκτική συνέπεια, ακολουθώντας πάντα μια βασική λογική. Ο διάλογος, συχνά ένας μονόλογος, που περνά από στόμα σε στόμα, είναι μια ευχάριστη άσκηση μυαλού. Ορισμένες λέξεις μάς παρουσιάζονται συχνά σε όλες τις πιθανές των έννοιες, αλλά σπασμωδικά, στεγνά, χωρίς την μυστική ομορφιά και τον ποιητικό πλούτο που παίρνουν στα χέρια του Shakespeare, παρά με μια εξεταστική, συχνά παιχνιδιάρικη διάθεση. Δεν είναι ο Ιονέσκο ο πρώτος στο σύγχρονο θέατρο που εγκαινιάζει την τακτική της παραδοξολογίας. Προηγήθηκαν ο Pirandello και ο Shaw, που ξεκινούσαν από μιαν αρχή αντίθετη προς τα κοινώς παραδεκτά και τα συμβατικά, για να φτάσουν σε δικά τους συμπεράσματα.

Για τον Βασιλιά Beranger τού Ιονέσκο, που θα προβάλει μιαν άγρια αντίσταση να κρατηθεί στη ζωή δεν ταιριάζει καθόλου ο στίχος του Keats, που βρίσκεται πάντα τόσο κοντά στον Shakespeare και στην αρχαία ελληνική παράδοση. Εδώ οι στίχοι τού σύγχρονού μας Dylan Thomas:

Do not go gentle into that good night,
Old age should burn and rave at close of day;
Rage, rage against the dying of the light.”

είναι η πραγματική εικόνα της ψυχικής κατάστασής του. Η ατμόσφαιρα είναι απειλητική. Ένας ζωικός φόβος τον κυριεύει. Η θύελλα μαίνεται στην ψυχή του και ο κακός καιρός στη φαντασία τού γιατρού-δημίου-αστρονόμου κ.λπ. Ο κεραυνός ακινητοποιείται, τα σύννεφα βρέχουν ακρίδες, η βροντή κυλά αλλά δεν ακούγεται γιατί είναι βουβή. Τα σύμβολα της εκμηδένισης πληθαίνουν καθώς προχωρεί το έργο. Οι λέξεις και τα πράγματα που αναφέρονται, σέρνουν μαζί τους μια προϊστορία που ολοένα δυσκολεύει την απαγκίστρωση από τη ζωή. Λυρική είναι τώρα η διάθεσή του καθώς την ατενίζει. Κι όταν τού απαριθμεί η υπηρέτρια τις μιζέριες τής δικής της ζωής και τον μόχθο της, ο βασιλιάς τής απαντά μέσα από ένα όνειρο αναμνήσεων: ο πόνος περνά, η κούραση βρίσκει ανάπαυση, το γδαρμένο δέρμα είναι δέρμα, η πονεμένη ράχη, τα νεφρά – όλα είναι ζωή, είναι σημάδια ότι κανείς υπάρχει. Και το κρύο που νιώθει ο άνθρωπος που σηκώνεται το πρωί για μια μέρα μόχθου δεν είναι το ίδιο με το κρύο που προμηνάει το θάνατο. Κι ο βασιλιάς δε θέλει ακόμα να πεθάνει. Βασιλιάς είναι. Θα πεθάνει όταν θέλει. Ο αγώνας του είναι η ελπίδα του, η βούλησή του. Σιγά-σιγά, καθώς τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του χάνει και τη θέληση και την ελπίδα. Ξεμακραίνει απ’ τη ζωή, κ’ ενδίδει στο θάνατο προτού επέλθει οριστικά το μοιραίο τέλος.

Η εποχή μας δεν πιστεύει στους ήρωες, γι’ αυτό δεν έχουμε μπροστά μας ένα Διγενή που παλεύει αντρίκια με το Χάρο σε μαρμαρένιο αλώνι. Έχουμε μπροστά μας έναν άνθρωπο χωρίς θρησκεία, χωρίς πίστη στη μετά θάνατον ζωή, χωρίς ιδεώδη. Πού ν στηριχθεί την κρίσιμη αυτή στιγμή;

Στο “Ο Βασιλιάς Πεθαίνει” δεν υπάρχουν συγκρούσεις με αντιπάλους, δεν υπάρχει ενοχή και τιμωρία, αμαρτία κι εξιλέωση, υπάρχει το αντίκρυσμα του θανάτου χωρίς να προϋπάρξει η μελέτη θανάτου. Ο Beranger δεν κατατρέχεται από προγόνους ή απογόνους, ούτε από θεϊκές κατάρες, όπως ο Οιδίποδας. Δεν είναι το θύμα του κακού όταν αυτό κυριαρχεί, πάνω απ’ το καλό, του κακού που ενσαρκώνεται στις δυο αχάριστες, σκληρές μέχρι θηριωδίας κόρες του Ληρ. Τον Ιονέσκο δεν τον ενδιαφέρει ο χαρακτήρας τού ανθρώπου. Δεν κατεβαίνει στα μυστικά βάθη τής ψυχής του να μελετήσει τα σκοτεινά πάθη. Η αναζήτησή του είναι μονόπλευρη. Τον απασχολεί το απλούστερο, το πιο πρωτόγονο ένστικτο: η δίψα τής ζωής. Ο άνθρωπος ο κεραυνοβολημένος από τα πρώτα μηνύματα του θανάτου, μπορεί να είμαστε κ’ εμείς οι ίδιοι. Συμμεριζόμαστε τον φόβο τού βασιλιά του. Ένας βασιλιάς πεθαίνει, ένας άνθρωπος πεθαίνει, κοινή η μοίρα, αλλά ο καθένας που πεθαίνει, πεθαίνει για πρώτη φορά.

Το έργο αυτό είναι μια εξοικείωση με το θάνατο. Είναι όμως και μια κάθαρση;

_______

Σημ. Οι μεταφράσεις τού Οιδίποδα στον Κολωνό είναι από τον Ι.Ν. Γρυπάρη.

Πρώτη δημοσίευση: περ. ΕΠΟΧΕΣ, τεύχος 29, Σεπτέμβριος 1965

Κεντρική φωτογραφία: Αλέξης Μινωτής (Οιδίπους). Πίσω: Στέλιος Παπαδάκης (Χορός), Κώστας Κοκκάκης (Χορός), Αλέκος Δεληγιάννης (Κορυφαίος), έκτος: Σταύρος Μποζοτόπουλος (Χορός), Βασίλης Παπανίκας (Χορός). Οιδίπους επί Κολωνώ (1958). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 05/07/1958 Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version