Η τραγωδία του Μάκβεθ

Η τραγωδία του Μάκβεθ

Μοιράσου το!

  • ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Έχουμε ξεπεράσει –ή ελπίζουμε να έχουμε ξεπεράσει– τον καιρό όπου κάθε μεγάλο έργο τού Σαίξπηρ, για να φανεί προσιτό, ευκολονόητο, το περιόριζαν σ’ έναν απλουστευτικό χαρακτηρισμό: ο “Άμλετ” ήταν η τραγωδία της αμφιβολίας, ο “Οθέλλος” η τραγωδία της ζήλιας, ο “Βασιλέας Ληρ” της αγνωμοσύνης. Τον ίδιο εκείνο καιρό, ο “Μάκβεθ” γινόταν, φυσικά, η τραγωδία της φιλοδοξίας. Ο Σαίξπηρ εμφανιζόταν θεματογράφος που διάλεγε μέσ’ από το σωρό ένα πάθος, μιαν οποιαδήποτε ψυχική ροπή, και την εικονογραφούσε με ζωηρά χρώματα, σ’ ένα είδος λαϊκής χρωματολιθογραφίας.

Την ίδια εκείνη ωστόσο εποχή άνθρωποι με λιγότερη πνευματική οκνηρία και περισσότερη οξυδέρκεια, ένιωθαν πως κάθε σαιξπηρική τραγωδία, όχι μόνον από εκείνες της κορυφαίας ώρας του ποιητή αλλά κι από τις νεανικές του, ήταν κάτι ασύγκριτα περισσότερο από όσο μια λέξη, ακριβέστερα μια αφαίρεση, μπορεί να χωρέσει. Και πως η μόνη ελπίδα να προσεγγίσουμε το περιεχόμενο μιας σαιξπηρικής τραγωδίας ήταν να γυρίσουμε αποφασιστικά τη ράχη σ’ αυτές ακριβώς τις απλουστεύσεις, που έπαιρναν αυτόχρημα διαστάσεις προλήψεων, τύφλωναν. Η μέθοδος είναι καλή, προπάντων για τον “Μάκβεθ”. Γιατί στο έργο τούτο, υπάρχει μια φαινομενική ακαμψία τόσο στη γενική στάση τού κεντρικού προσώπου όσο και στην πορεία του μύθου: Ο Μάκβεθ θέλει να γίνει βασιλιάς. Ο Μάκβεθ σκοτώνει για ν’ ανέβει στο θρόνο. Ύστερα σκοτώνει για να στερεωθεί στο θρόνο. Ο Μάκβεθ, στο τέλος, σκοτώνεται.

Υπήρχαν ωστόσο μέσα στο έργο μερικά σημάδια που θα έπρεπε να έχουν κάνει προσεχτικούς κάπως τους εύκολους ερμηνευτές. Λόγου χάρη: η δυσαναλογία στις ομάδες των προσώπων – δυο πελώριες κεντρικές μορφές μέσα σ’ έναν κάπως ισχνό γι’ αντίβαρό τους περίγυρο. Η συγκεκριμένη, έπειτα, αλλά και διάχυτη στην ατμοσφαίρα του έργου παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου. Η δεύτερη τούτη θα έπρεπε να τους κάνει ν’ αναρωτηθούν μήπως περιορίζει, ή τουλάχιστον τραυματίζει, την υπεύθυνη πρωτοβουλία των κεντρικών προσώπων. Η πρώτη μήπως μεταθέτει επικίνδυνα το αισθητικό ενδιαφέρον στους δυο ήρωες, με άμεση συνέπεια να τους ωραΐζει και ηθικά. Είναι ακριβώς η εσωτερική ισορροπία του “Ριχάρδου Γ΄”: Εκεί, ο πρωταγωνιστής ξεχωρίζει τόσο, που ν’ αναρωτιόμαστε κρυφά μήπως, παρ’ όλες τις ανομίες του, δεν είναι αυτός το πιο αξιοπρόσεχτο ανθρώπινο υπόδειγμα μέσα στην εποχή του, οπότε το άδικό του αλλοιώνεται, η ηθική καταδίκη αλλάζει σημασία. Στον “Μάκβεθ” ο κεντρικός ήρωας δεν έχει μήτε την αταραξία μήτε την κυνική ψυχρότητα του Ριχάρδου. Πλάι του –σ’ αντίθεση πάλι μ’ εκείνον– στέκεται, συμπαραστάτης του αναγκαίος, μια άλλη σπουδαία μορφή, του άλλου, αυτή, φύλου. Κι από τη σχέση τους αναδίνεται κάτι το περίεργα αινιγματικό, ένας κολασμένος, άγονος οίστρος, που έχει μέσα του την άγρια τρυφερότητα του απεγνωσμένου ερωτικού δεσμού και μαζί τη διαβρωτική δίψα τού απολύτου.

Αλλά ποιο μπορεί να είναι αυτό το απόλυτο; – ίσως στο ερώτημα να κρύβεται κάτι από το μυστικό τού έργου. Για να το διαισθανθεί κανένας, θα πρέπει πρώτα ν’ απαλλαγεί από την ηθοπλαστική απλούστευση “ο φιλόδοξος Μάκβεθ, αφού πρώτα θύσει και απολύσει, τιμωρείται τέλος με την εσχάτη των ποινών, από τις δυνάμεις του “Αγαθού”. Ο Σαίξπηρ έγραφε μεν έργα για ένα κοινό απλοϊκό, ήξερε όμως και να τα οικοδομεί σε πολλά, επάλληλα επίπεδα, ή και τα οικοδομούσε έτσι γιατί εξερευνούσε τα θέματά του σε βάθος.. Κάτω από τον μελοδραματικό μύθο άδραχνε μιαν ουσιαστική αλήθεια· κάτω από την αλήθεια ένα ερώτημα ηθικό· κάτω από το ηθικό ερώτημα ένα αίνιγμα μεταφυσικό. Τα τραγικά του έργα φωτίζονται παράδοξα από ένα εσωτερικό φως, που ξεκινάει από τη μυστική τούτη εστία. “Μεταφυσικό”, εδώ άλλωστε, δεν σημαίνει θεωρητική σκέψη κι ενασχόληση με τα έσχατα ερωτήματα. Το μεταφυσικό της τραγωδίας δίνει έκφραση δραματική (και με τις δυο σημασίες), παραστατική, σε μιαν αγωνία ψυχής μπροστά στο αναπάντητο της ανθρώπινης μοίρας.

…Which fate and metaphysical aid doth seem
To have thee crown’d withal”,

λέει η λαίδη Μάκβεθ στο μονόλογο της Α’ 5. Και ο Καρθαίος μεταφράζει σωστά:

…που η μοίρα και μια δύναμη υπερκόσμια

σού έχουν βάνει”.

Ο λόγος είναι για το στέμμα, η λέξη όμως metaphysical συναντιέται εδώ για μοναδική φορά στον Σαίξπηρ μ’ αυτή τη σημασία. Αλλού, σημαίνει “φιλοσοφικός” (στο Ημέρωμα της Στρίγγλας” λόγου χάρη). Είναι φανερό πως η έγνοια του υπερκόσμιου, η θέληση, η επενέργεια του υπερκόσμιου, παρακολουθούσε τον ποιητή όταν έγραφε τον “Μάκβεθ”. Η φιλοδοξία εδώ δεν είναι απλή πολιτική φιλοδοξία.

Για να φτάσει κανένας εκεί, σ’ αυτό το επίπεδο, πρέπει να μην καταδικάζει εύκολα, όπως το συνηθίζει η ηθικολογούσα σκέψη. Ο τραγικός ποιητής ενδιαφέρεται για τους αμαρτωλούς ήρωές του περισσότερο παρά για τους ενάρετους, κι αυτό για τον απλούστατο λόγο πως οι αμαρτωλοί είναι εκείνοι που προκαλούν τις βαθιές απορίες. Σ’ αυτούς εντοπίζεται ό,τι αινιγματικό περιβάλλει και υφαίνει την ανθρώπινη ζωή. Το Κακό σ’ όλες τις μορφές του και σ’ όλα του τα επίπεδα είναι μια από τις συγκλονιστικότερες για τον άνθρωπο απορίες.

Αλλά το Κακό, όπως έχει μεγέθη ή ποιότητες, ντύνεται και διάφορες μορφές. Στον “Άμλετ”, στον “Οθέλλο”, στον “Βασιλέα Ληρ”, παρουσιάζεται ενσαρκωμένο. Είναι ο Κλαύδιος, είναι ο Ιάγος, είναι η Γονερίλη, η Ρεγάνη κι ο Εδμόνδος. Στον “Μάκβεθ” θα ήταν επιπόλαιο να πούμε πως το Κακό ενσαρκώνεται στον ήρωα και την ηρωίδα. Η ίδια η δομή τού έργου μας ειδοποιεί για κάτι διαφορετικό. Αν ο “Ριχάρδος Γ΄” αρχίζει με το κεντρικό πρόσωπο που μονολογεί και δηλώνει απερίφραστα τις προθέσεις του, ο “Μάκβεθ”, αρχίζει με εξωπραγματικά όντα, πρόσωπα θολά, τρεις μάγισσες που μοιάζουν με συμπυκνώσεις ενός μολυσμένου αέρα, κάτω από έναν άλαμπο, βαρύ ουρανό θύελλας κι ενώ κάπου μακριά στο βάθος γίνεται μια ανθρωποσφαγή,/.?

Στο πέρασμα του Μάκβεθ να βρεθούμε…”

Κι ο Μάκβεθ, λίγο πριν τις πρωτοδεί, θα πει:

Ημέρα τόσο αμαρτωλή κι όμορφη δεν είδα άλλη”

Πρόκειται λοιπόν για μια συνάντηση – το λιγότερο. Συνάντηση όμως προσχεδιασμένην, άρα ενέδρα, από τις μάγισσες; Ή μήπως απόκριση σε πρόσκληση βουβή, που τους έχει γίνει από την ένοχη κιόλας σκέψη τού Μάκβεθ; Το θέμα είναι αντιλεγόμενο. Μπορεί να συνδυαστεί με τον ελλειπτικό τρόπο της πρώτης συνομιλίας Μάκβεθ-Λαίδης, όπου οι δυο τους συνεννοούνται με μισόλογα, σαν για κάτι αυτονόητο, γνωστό, συζητημένο παλαιότερα μεταξύ τους. Μπορεί να συνδυαστεί ακόμα με τα λόγια, σε κατοπινή σκηνή, της Λαίδης:

Ποιο ζώο σε είχε βαλμένο

λοιπόν, να πεις σε μένα τους σκοπούς σου;

Τότε που ’χες καρδιά για να τολμήσεις,

τότε ήσουν άντρας…”

Τον Μάκβεθ ν’ ανακοινώνει τους σκοπούς του αυτούς στη Λαίδη δεν τον έχουμε ιδεί. Υπάρχουν όμως κι άλλες ενδείξεις. Ο αρχικός μονόλογος της λαίδης λόγου χάρη, εκεί που τη βλέπουμε να επιστρατεύει τις πιο μύχιες δυνάμεις της ενόψει του ερχομού τού Μάκβεθ, για να τον συντρέξει. Παντού σ’ όλο το έργο, έχουμε το αίσθημα πως υπάρχει, επικρέμεται σαν οιωνός, μια αρχική σκέψη αμαρτωλή, προπατορικό αμάρτημα, κάτι που κάνει τις συνεννοήσεις των δυο καταδίκων συνθηματικές, ανταλλαγές σημάτων μάλλον παρά διαλόγους. Οι πλατιές αυτές ζώνες σκιάς, τα σκοτεινά διάκενα όπου κυκλοφορεί μαζί με ανατριχιαστικά προαισθήματα ένας μολυσμένος αέρας, αποτελούν στοιχείο συστατικό ολόκληρου του έργου.

Το Κακό στον “Μάκβεθ είναι διάχυτο. Ο ήρωας περισσότερο παρά που το εκκρίνει, μοιάζει να το εισπνέει. Η ηρωίδα, αυτή, μοιάζει να το εκκρίνει, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην πρώτη της εμφάνιση, όταν διαβάζει το γράμμα, είναι απονήρευτη ακόμα. Μόνο που η ψυχοσύνθεσή της τη δείχνει προετοιμασμένην να μπει στον πειρασμό. Σα γνήσια γυναίκα, θα ξιπαστεί αμέσως, και τότε θα καλέσει σε βοήθεια πρώτα τη δική της την αποφασιστικότητα κι έπειτα, σ’ ενίσχυση, τις απόκρυφες δυνάμεις της νύχτας:

Ελάτε, πνεύματα,

…αλλάξτε το γυναίκειο φυσικό μου…”

Unsex me here”, λέει το πρωτότυπο. Μήπως η φιλοδοξία είναι ένα από τα προσωπεία που φοράει ο πειρασμός για ν’ απεργαστεί τον όλεθρο του ανθρώπου, να επιβάλει το κράτος του;

Το ερώτημα έχει σημασία, γιατί τότε ο κύκλος πλαταίνει, το δράμα παύει να είναι προσωπικό και συμπτωματικό. Ας μην ξεχνάμε ότι, σ’ αντίθεση με τους τρίτους, που βλέπουν τη σταδιοδρομία του ζεύγους Μάκβεθ απ’ έξω, τα θύματά τους δηλαδή, εμείς πιο ενήμεροι αφού παρακολουθούμε από κοντά το μαρτύριό τους, βλέπουμε όχι απλά δυο διεστραμμένα όντα, αλλά δυο θύματα του Κακού. Εμφορούνται απ’ αυτό αλλά και μαστίζονται. Είναι δυο βαρυποινίτες του Άδη. Από εκεί και η ατμοσφαίρα της Κόλασης που διαπνέει το έργο. Στην Κόλαση αυτή – που δεν σημαίνει τιμωρία αλλά μαρτύριο – έχουμε όλοι μας δικαίωμα εισόδου…

  • Κεντρική φωτογραφία: Αλέξης Μινωτής (Μάκβεθ), Κατίνα Παξινού (Λαίδη Μάκβεθ). Μάκβεθ (1967). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 24/02/1967 – 09/04/1967
  • Το κείμενο αντλήθηκε από το έντυπο πρόγραμμα.

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version