Οι δυο Οιδίποδες
ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΝΩΤΗΣ
Η απόφαση ν’ ανεβαστεί ο “Οιδίπους επί Κολωνώ” εφέτος στα θέατρα Επιδαύρου και Ηρώδου Αττικούi, οφείλεται στην πρωτοβουλία φυσικά της Διοικήσεως του Εθνικού Θεάτρου, αλλά η σκέψη να παιχθεί αν όχι σαν αυτοτελής τραγωδία που είναι, μας σαν έργο επακόλουθο του “Οιδίποδος Τυράννου, χρονολογείται απ’ όταν άρχισα να καταγίνομαι με το ανέβασμα του τελευταίου στους Δελφούς, το καλοκαίρι του 1951. Τότε κατενόησα περισσότερο αυτή την ανάγκη, βλέποντας πως η εργασία μου εκείνη θα δικαιώνονταν ευχερέστερα μιας και ήταν βασισμένη ουσιαστικά και στα δυο αυτά σκέλη τού Οιδιπόδειου μύθου, όπως τον διαχειρίσθηκε ο Σοφοκλής.
Η πλοκή του προσαρμόζεται εύκολα στον “Οιδίποδα Τύραννο”, αν κι όχι βέβαια σ’ όλα τα καθέκαστα, αφού πρώτα-πρώτα ο Οιδίποδας βρίσκεται τώρα εδώ εξόριστος από τη Θήβα, όχι από δική του θέληση, όπως αναφέρεται στο πρώτο έργο, παρά με διαταγή τού Κρέοντα που τον έδιωξε μετά από πολλά χρόνια που έμεινε θεληματικά του κλεισμένος στο παλάτι των Λαβδακιδών. Όμως από την πλευρά περισσότερο της ερμηνείας τού κεντρικού ήρωα, που είναι το θέμα και η ουσία και των δυο έργων, ο “Κολωνός” είναι η αναπόφευκτη συνέχεια του “Τυράννου”, γιατί ξεκαθαρίζει την τραγική του περιπέτεια και το πνεύμα της με αναμφισβήτητη σαφήνεια. Γιατί όχι μόνο ο χαρακτήρας και η ψυχικότης του Οιδίποδα, μα και όλα τα συμβολικά εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μοίρας του είναι ίδια κι ανάλλακτα κι εδώ. Ο Οιδίποδας πάντα του παραμένει ο άνθρωπος που πατάει τυφλά κι ανήξερά του απάνω σε “ταμπού” – γραφτό του λες είναι να αγγίζει πράγματα απαγορευμένα. Το πρώτο που τον βάζει να κάνει ο Σοφοκλής με την έναρξη κιόλας του έργου, είναι ν’ αμαρτήσει πάλι ευθύς αμέσως, καθώς διαβαίνει σε αυστηρά απαγορευμένη περιοχή, για να καθίσει σε πέτρα ιερή, βεβηλώνοντας έτσι άθελά του τις Ευμενίδες, τις “σεμνές θεές, όπως τις αποκαλεί.
Αυτός ο διηνεκής υπαινιγμός τού Σοφοκλή που αναθυμίζει και διαπιστώνει ξανά και ξανά αυτή την ίδια παλιά μοίρα τού Οιδίποδα, μ’ έφερε να θεωρήσω τότε συμβολικά νόμιμο το αμαρτωλό του ανέβασμα στο βωμό, την ώρα που εκτελείται στην παράσταση του “Οιδίποδος Τυράννου”, το χαρούμενο υπόρχημα από το Χορό που εκστασιάζεται μπρος στον άντρα που ονομάζει “αδέρφια τους μήνες” και μάννα του την “ανοιχτοχέρα τύχη”, κάνοντας έτσι τον κορυφαίο χορευτή να διερωτάται, πάνω στο παραλήρημα του ενθουσιασμού του, ποιου γιος να’ναι τάχα; “Του Λοξία που τα απλωμένα βοσκοτόπια χαίρεται;” ή “του Βάκχου που γυρνά τις ψηλές κορφές;”. Ποιου Θεού άραγε; Σε μεταρσίωση περνούν, ακούοντας να ξεσπά σε τέτοια περήφανη πρόκληση απέναντι της μοίρας, περιφρονώντας τα πάντα, εξουσία, ευτυχία, αγάπη, όλα έξω από την αλήθεια, τη μόνη που λαχταρά η αδάμαστη ψυχή του.
“Σ’ ό,τι θέλει ας ξεσπάσει
εγώ τη φύτρα μου να μάθω ποθώ
κι ας είν’ ανάξια”
κραυγάζει. Το ανέβασμά του στο βωμό δεν ήταν παρά από καθαρά σκηνική πλευρά μια αντιπροσωπευτική του νοήματος αυτού πλαστική κίνηση, μια εξπρεσιονιστική ας την πούμε, υπόδειξη του εσωτερικού του παλμού, που τονίζεται ούτως ή άλλως, στο παίξιμο του ηθοποιού σ’ όλη τη σκηνή αυτή, αδέσμευτα από κάθε είδους κίνηση και που εκφράζει τη στιγμιαία παραπλάνηση του ήρωα σε περιοχή απρόσιτη για απλό θνητό, έστω και για τον “τρανό και ξακουστό Οιδίποδα”. Αλλά η τοτεινή του πλάνη που σε στιγμή παραφοράς τον κάνει ασυναίσθητά του “να σκαρφαλώνει ανοίκεια στο πατάρι” και του Χορού που τον τραγουδάει για Θεό, είναι, όσο γι’ αυτό, διπλά ειρωνική, αφού σε λίγο θα γκρεμιστεί ανελέητα απ’ το επισφαλές αυτό βάθρο με την αποκάλυψη του βοσκού τού Λάιου, κι αφού αργότερα στον Κολωνό θα φανεί πως δικαιωματικά η συμβολική του αυτή υπερβασία προορίζονταν να λάβει έγκυρη νομιμοποίηση απ’ τους θεούς τους ίδιους, που του αναγνωρίζουν στο τέλος της ζωής του ιερότητα. Ύστερα η απολογία του στον “Κολωνό”, η πλήρης υπεράσπιση της αθωότητάς του που ολοκληρώνεται στη μεγάλη του αποστροφή προς τον Κρέοντα, παρουσία του Θησέα, της Αντιγόνης και του Χορού, καταργούσε για μας εκ των προτέρων το ανώφελο επιχείρημα εκείνων που επιθυμούν σώνει και καλά να πιστεύουν πως ο Οιδίποδας είναι αυτός ούτος υπεύθυνος για τις δυστυχίες που τον βρήκαν, εξαιτίας του οξύθυμου χαρακτήρα του, που τον κάνει να πραγματοποιεί την περιώνυμη “ύβρη”. Η “ύβρις”, αν υπάρχει,έχει πραγματοποιηθεί περισσότερο, υποτίθεται, από την ανεπίγνωστη πατροκτονία και την αθέλητη αιμομιξία, που όμως δεν δικαιολογούν την πτώση του Οιδίποδα, υπό την έννοια της τιμωρίας εκ του λόγου τούτου ή του δύστροπου χαρακτήρα του. Επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των παθημάτων του δεν εφαρμόζεται ούτε από τον ίδιο το Σοφοκλή στην εξωλογική αυτή Τραγωδία, γιατί, όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης: “ἅπαντα γὰρ ἀποδίδομεν τοῖς θεοῖς ὁρᾶν. ἄλογον δὲ μηδὲν εἶναι ἐν τοῖς πράγμασιν, εἰ δὲ μή, ἔξω τῆς τραγῳδίας, οἷον τὸ ἐν τῷ Οἰδίποδι τῷ Σοφοκλέους”. Δεν μένει λοιπόν παρά η πατρογονική κατάρα, για την οποία ο ίδιος ο Οιδίποδας είναι ανελυθυνος να στηρίξει την αιματηρή περιπέτεια. Κι έτσι, στην παράσταση του “Οιδίποδα Τυράννου” απ’ τους Δελφούς ώς τα σήμερα, ο κεντρικός ήρωας ερμηνεύεται και παίζεται παντού όπως πιστεύουμε πως τον θέλησε ο Σοφοκλής, χωρίς δηλαδή κανένα συναίσθημα προσωπικής ηθικής ενοχής – αντίθετα μάλιστα παρουσιάζεται σαν άντρας που οδηγείται αφ’ εαυτού στην καταστροφή, χωρίς να το αξίζει – κι όχι από τρέλα, αυθάδεια ή οίηση, μα από την οξύτατα ανεπτυγμένη ηθική του συνείδηση, που τον σπρώχνει ακάθεκτα να λάβει όλα τα δυνατά μέτρα για ν’ αποφύγει ο έρμος το ακατονόμαστο μίασμα, που είχαν προφητέψει γι’ αυτόν οι Θεοί.
Σ’ ένα εισαγωγικό μου σημείωμα γι’ αυτή την παράσταση, στη “Νέα Εστία” (1η Αυγούστου 1951) διατύπωσα σε μια παράγραφο ως εξής την ιδέα μου, όσο γι’ αυτό το κρίσιμο σημείο τού ρόλου: “Ο Οιδίποδας δεν είναι θύμα του χαρακτήρος του – έχει βέβαια τα ελαττώματά του: αράθυμος, αυταρχικός, καχύποπτος, ανυπόμονος, αλλά αυτά δεν δημιουργούν καθόλου το δράμα που προϋπάρχει – το ξεσκεπάζουν μόνο. Ο Οιδίπους δεν είναι ένας εκ των “προς ευτυχίαν ή δυστυχίαν ορισμένων”. Οι στατικές ιδιότητες του ήρωα αυτού είναι η μοίρα του προσδιορισμένη από τα πριν, καθώς είναι και οι θρησκευτικές και οι ηθικές αντιλήψεις του περιβάλλοντός του και αυτού του ίδιου. Ό,τι ανήκει στη βουλητική του ενέργεια ως χαρακτήρος στο δράμα, είναι η αποκάλυψη της τραγικής καταστάσεως και ακόμα το φρικτό τύφλωμα στο τέλος, που ξεπερνά σε αυστηρότητα τον ίδιο το δελφικό χρησμό, και η δύναμη ακόμη της κατάρας που ο ίδιος έβαλε για το φονιά του Λάιου. Η ηθική του ευαισθησία είναι το κορυφαίο γνώρισμα της προσωπικότητάς του και αυτό είναι που προσφέρει τη μεγαλύτερη συμβολή στη δραματοποίησή του. Μ αν το κέντρο του δράματος εδώ δεν είναι η “ύβρις” των αρχαίων, έχει κανείς μολαταύτα το αίσθημα πως μια ανώτερου τύπου απόλυτη λογική οργανώνει τα παθήματα του αθώου αυτού άντρα. Δεν είναι βέβαια καταδικασμένος να υποφέρει έτσι χωρίς λόγο από κάποια αυθαίρετη υπερφυσική δύναμη ή εξουσία, αλλά παρουσιάζεται μάλλον εξαιτίας της ανώτερης και ευγενικής του φύσης, ένα ζωντανό θα λέγαμε παράδειγμα αναπόφευκτης καταστροφής, όπου οι θεοί οδηγούν εκείνους κυρίως που ξεπερνούν κοινό μέτρο, αυτούς που ζωικά περιέχουν την πολύτιμη ουσία, με την οποία στεριώνεται η ιδέα του κόσμου. Γιατί ο κόσμος και η ιδέα του κόσμου είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Το ένα είναι το πραγματικό: η εμπειρική πραγματικότητα και το άλλο το σημαντικό: ο κόσμος των αξιών”.
Εκτός όμως απ’ αυτή τη διαπίστωση, που βρίσκει τη δικαίωσή της στον “επί Κολωνώ” και αφορά τη θέση του ήρωα μες στο πρώτο έργο, η προσφυγή στο δεύτερο αποδείχνει ακόμα και τη λίγο-πολύ παντού παραδεδεγμένη θεωρία της τυφλής “τραγικής μοίρας” ανεπαρκή για μια ολοκληρωμένη ερμηνεία του ίδιου του έργου πια· και ανίσχυρη επίσης την επικρατούσα ιδέα πως γενικά οι Τραγωδίες του Σοφοκλή δεν είναι άλλο από καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις άξαφνου γκρεμίσματος των ηρώων εξαιτίας του “τραγικού λάθους”. Γιατί και με τις δυο τούτες θεωρίες η Τραγωδία παραμένει απλώς συγκεντρωμένη στην παθητική επισκόπηση της δραματικής πτώσης του ήρωα, που άφταιγά του ή όχι αυτοκαταστρέφεται και προκαλεί βέβαια το φόβο και τον έλεο που γεννά ένα τέτοιο θέαμα, μα που δεν δικαιώνουν απόλυτα τον πνευματικό προορισμό της. Γιατί πού χωρεί τότε στον “Οιδίποδα επί Κολωνώ” π.χ. η Αριστοτέλεια κάθαρση; Πού βρίσκεται το νόημα, το μήνυμα που περιέχεται στο έργο;
Με τον “Οιδίποδα επί Κολωνώ” περισσότερο παρά με όποιο άλλο έργο του μπαίνουμε στο βαθύτερο θρησκευτικό νόημα της Σοφόκλειας Τραγωδίας και ολοκληρώνουμε την αντίληψή μας για τις αληθινές καλλιτεχνικές, πνευματικές και ερμηνευτικές απαιτήσεις που δημιουργεί το ανέβασμά της.
Ο Σοφοκλής πέθανε στο 406 π.Χ. και το τελευταίο του αυτό έργο ανεβάστηκε στη σκηνή για πρώτη φορά μετά το θάνατό του από το συνώνυμο εγγονό του, που ήταν κι αυτός δραματικός συγγραφέας και πήρε το πρώτο βραβείο, αντίθετα από τον “Οιδίποδα Τύραννο” που πήρε το δεύτερο, όταν πρωτοπαίχτηκε γύρω στα 430 π.Χ. Ο θρησκευτικός μυστικισμός αυτής της Τραγωδίας καθώς και η λανθασμένα θεωρούμενη στατική δραματουργική της μορφή έγιναν, ως φαίνεται, αιτία να παραμεληθεί ΄χι μόνο από τους ανθρώπους τού Θεάτρου της εποχής μας, που γνοιάζονται πιότερο για εξωτερική παρά για εσωτερική δράση, αλλά και από παλαιότερων εποχών μύστες της θεατρικής τέχνης, γι’ αυτό σπάνια έχει παιχθεί ή παίζεται πουθενά. Μολαταύτα το έργο τούτο είναι ένα καλλιτέχνημα οικουμενικής σημασίας, ένα δραματικό και ποιητικό αριστούργημα. Γραμμένο από το Σοφοκλή όταν ήταν στα ενενήντα του περίπου χρόνια, συνοψίζει κατά κάποιο τρόπο το έργο όλης του της ζωής, υπό την έννοια που και η “Τρικυμία” ολοκληρώνει θα ’λεγε κανείς το έργο τού Σαίξπηρ. Η μορφή του Οιδίποδα είναι κι εδώ, όπως και στον “Τύραννο”, εξαιρετικής δύναμης και διατηρεί το ηρωικό μεγαλείο που αρχικά του ’δωσε ο ποιητής του, φανερώνοντας την ανωτερότητα και την ευγένεια, με τις οποίες η “αλύγιστη καρδιά του” αντιμετώπισε τις φρικτότερες δυστυχίες και τα πολλά τα χρόνια του πόνου που πέρασε δουλεύοντας σαν άλλος Προμηθέας “στις πιο μεγάλες συμφορές τού κόσμου”· ώσπου υψώνεται σε ανώτατες σφαίρες τραγικού κραδασμού, στο μυστικιστικό τέλος τού έργου, που φέρνει στο νου το μυστήριο της Αναλήψεως.
“Υπέροχη είναι η εικόνα του θανάτου του Οιδίποδας
που σαβανώνεται ο ίδιος μόνος του ετοιμάζοντας
τον ενταφιασμό του, καταμεσής στις πύλες τ’ ουρανού”,
λέει ο Λογγίνος. Δεν υπάρχει εδώ υπό κανένα πρόσχημα “από μηχανής Θεός”, όπως στον Ευριπίδη. Το κάθε τι αποκαλύπτεται δια μέσου του ίδιου του ήρωα και από τον Εξάγγελο που περιγράφει τις τελευταίες του στιγμές επί της γης. Ο Οιδίποδας, ο ίδιος περιέχει τη θεία βούληση, κι έτσι η θεϊκή παρουσία είναι διηνεκής σ’όλο το έργο που είναι από καταγωγής ένα θρησκευτικό μυστήριο, ένα εθνικό λαϊκό παραμύθι, μια fabula sacra, που θ’ ανήκε αρχικά στη μυθολογία την αφιερωμένη στην αρχαϊκή λατρεία των ηρώων, σαν του Ηρακλή, του Προμηθέα, της Νιόβης ή του Αμφιάραου.
Βέβαια στην κλασική Ελλάδα ο Οιδίπους προβάλλεται από το Σοφοκλή σαν ορόσημο ελληνικής ηθικής, που αντιπροσωπεύει την καθαρά ολόπρωτη έκφραση της ανεξαρτησίας του εσωτερικού βίου του ανθρώπου, που έγινε, σαν θεωρητικό δόγμα αργότερα απ’ το Σωκράτη και τους μαθητές του, ο θεμέλιος λίθος της νέας φάσης του ελληνικού πολιτισμού. Η αξία του ανθρώπου αποδεικνύεται εδώ ακέραια ενσαρκωμένη στην ηρωική αυτή μορφή, που έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας “με σκέψη μόνο χωρίς να τον φωτίσουν μάγια”, και που φθάνει τώρα χάρις στην κολοσσιαία ηθική του δύναμη και τη βαθύτατη ενόρασή του, δια μέσου της άκρας απελπισίας, οδηγούμενος απ’ την “προφήτισσα ψυχή” του κι από “μια φτωχούλα που τον παραστέκει, στον “άσπρο Κολωνό”, σύμφωνα με το “σύνθημα που του δίνει η μοίρα του”, για να πληρωθεί του νόμου το ασφαλές, πως μόνο ό,τι γίνεται μέσα στην ψυχή του τραγικού ανθρώπου εγκεφαλαιώνει και εκείνο που προφητεύεται από τις εξωτερικές μαντικές δυνάμεις. Στη θέση αυτής της γης που μόνο η Αλήθεια λογαριάζεται, στο ιδανικό αυτό αθηναϊκό περιβάλλον που τον τοποθετεί ο Σοφοκλής , από πατριδολατρεία σίγουρα, μα συνάμα και για λόγους συμβολικούς, βρίσκει τη λύτρωση και θριαμβεύει στη συνάντησή του με το Θησέα που αμέσως τον αναγνωρίζει σαν ένα ανώτερο ον. Ο Θησέας αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την αθηναϊκή έννοια της αρετής και γι’ αυτό χωρίς δισταγμό κανένα, παραμερίζοντας κάθε λογής εξωτερικές παραμορφώσεις που ο χρόνος, η τύχη και η πρόληψη επέφεραν στο δυστυχή βασιλιά, ατενίζει άνετα στον ταλαίπωρο αυτόν, τον αληθινό άνθρωπο, τον τέλειο άντρα Η Αθήνα λοιπόν μόνο που μπορεί να κατανοήσει τη μεταφυσική αξία του ανθρώπου, η πόλις του αριστοκράτη Θησέα με τον θρησκευτικό ουμανισμό μα και του Περικλή με τον λαγαρό ορθό λόγο και το δημοκρατικό ατομικισμό, γίνεται η πνευματική πατρίδα τού Οιδίποδα. Η εικόνα είναι ομολογουμένως και εκ προθέσεως εξιδανικευμένη, αλλά δεν είναι φαντασιογραφία, αλλά μύθος που θα πει ιστορία κατασταλαγμένη σε νόημα. Ο ιερός Κολωνός, η πύλη των Αθηνών έχει μεταμορφώσει “τις κόρες του σκότους και της γης”, τις Ερινύες “με το χάλκινο πόδι”, σε “σεμνές θεές” για να υποδεχτούν σαν “μυριόστομα αηδόνια που σκορπούνε το γλυκοκελάιδισμά τους” τον “Αλήτην Οιδίποδα”.
Συχνά λέγεται πως ο Σοφοκλής στα γερατειά του φανέρωνε την επιρροή που είχε απάνω του το έργο τού Ευριπίδη με το ότι άρχισε να βγάζει στη σκηνή για πρωταγωνιστές των Τραγωδιών του, ζητιάνους βασιλιάδες και κουρελιασμένους ήρωες – αλλά αυτή η καθαρά θεατρική άποψη δεν δικαιώνει τέτοια αντίληψη. Αυτό που είδε ο Σοφοκλής στους έκπτωτους άρχοντες και στις εξουθενωμένες απ’ τα κτυπήματα της μοίρας ηρωικές μορφές, ήταν αυτό που σε κάπως αλλιώτικη κλίμακα είδε κι ο Σαίξπηρ, αιώνες αργότερα, με τους παραδαρμένους Ληρ και τους γυμνίτες Τίμωνες Αθηναίους – την αέναη δηλαδή αντινομία εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου – την αντίθεση ηθικής και κοινωνικής αξίας – την απόκτηση τέλος της ζωής με την άξια απώλειά της.
“ὅτ᾽ οὐκέτ᾽ εἰμί, τηνικαῦτ᾽ ἄρ᾽ εἴμ᾽ ἀνήρ;”
“Τώρα που πια ούτε καν υπάρχω
άνθρωπος είμαι κι εγώ με αξία”
διαπιστώνει ο βαρύς από τα χρόνια και τον πόνο πανάθλιος Οιδίποδας.
Στους ταλαίπωρους αυτούς στήριξε την πίστη του το γένος του ανθρώπου – στην ένθεη αντίστασή τους ενάντια στα “πολλά δέ πήματα και καινοπαθή, κούδέν τούτων ότι μή Ζεύς”, στο μέγα ηθικό τους ανάστημα που κάνει τον άνθρωπο ισόθεο, έδωσε ολοφάνερα την προτίμησή του. Του Ευριπίδη η πίστη στην ανθρώπινη αξία κλονίζεται συχνά κάτω από την πίεση των τρομακτικών εξωτερικών δυνάμεων και των εσωτερικών παθών, και τον κάνει πολλάκις να εγκαταλείπει λες κάθε ελπίδα ανθρώπινης σωτηρία, εκεί που αντίθετα ο Σοφοκλής καθαρά διακρίνει την υπεροχή τής υπέρτατης αξίας που έχει η ηρωική κι ευγενική στάση τού ανθρώπου απέναντι στην αναπόδραστη καταστροφικότητά των. Η μυστική πρόθεσή του, που καταφαίνεται άλλωστε σε ολόκληρο το έργο του, το κύριο νόημα της ταλαιπωρίας των δραματικών του χαρακτήρων ενυπάρχει όχι στο φοβισμένο και παθητικό πλησίασμα του ανθρώπου στο Θεό, μα στην ανάπτυξη μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο του Θεού, αναπλασμένου από το γνήσιο υλικό μιας ανώτατης αξιοπρέπειας, παγκόσμιας ηθικής σημασίας. Το νόημα αυτής της ηρωικής υπεροχής βγαλμένο απ’ την αντοχή τού ανθρώπου μέσα στο χρόνο αναδεικνύεται νικητήριο πάνω στο χρόνο, καθώς αυξάνεται βαθμιαία από μια αμυδρή διαισθητική δύναμη σε καθαρή θρησκευτική γνώση. Το τραγικό θάρρος, με το οποίο ο Οιδίπους σέρνει τόσα χρόνια σαν Τιτάνας ένα τέτοιο αγωνιώδες βάρος, τον έκανε να ξεπεράσει “το άθλιο αυτό το φάντασμα” που τον κατάντησαν οι Θεοί και να γίνει ιερός – γιατί αυτό το τραγικό του κουράγιο είναι τόσο θείο και απαραβίαστο όσο κ’ οι ίδιοι οι Θεοί. Οι Θεοί, οι χθόνιοι Θεοί, που στη θρησκεία των υπάγεται και η λατρεία των νεκρών ηρώων, που ήταν πού αρχαιότερη από την Ολυμπιακή ιεραρχία, είναι βέβαια ακόμα στον 5ο αιώνα, όπου διασταυρώνονται άπειρες αντικρουόμενες θεολογικές, φιλοσοφικές και πολιτικές θεωρίες, μια απρόσβλητη αλήθεια, αλλά είναι συνάμα και η ίδια η ηθική ρίζα και ο εσωτερικός τού ανθρώπου νόμος που τον κάνει κι αυτόν ισοδύναμο και κύριο της μοίρας του, όταν ψυχικά και πνευματικά λειτουργεί με το σταθερό ρυθμό των αιώνιων νόμων που
“ζωντανεμένοι μες στα αιθέρια
γλαυκά πλάτη που ξέρουν μονάχο
πατέρα τον Όλυμπο
και μήτε τους γέννησαν
άντρες θνητοί, μήτε ποτέ θα τους κοιμίσει η λήθη
Μεγάλος ζει εντός τους Θεός, και δε γερνά”.
Έτσι ο Οιδίποδας, προσφέροντας το κορμί του δώρο στο Θησέα, ξέρει πως είναι ήρωας ακόμα κι από πριν πεθάνει. Το γεγονός αυτό φανερώνει πόσο ο Σοφοκλής γνοιαζότανε για την ηρωική φύση τού ανθρώπου και για τον τρόπο της ανάδειξής της. Η απλή πρόληψη των θαμμένων οστών δεν του είναι αρκετή. Ο νεκρός που “σύψυχος βασιλεύει” σαν τον Αμφιάραο, θα’πρεπε να’χει κερδίσει ο ίδιος το κύρος αυτό με τις πράξεις και τα ανώτατα παθήματά του, όπου βρίσκεται η σχέση και το νόημα της ισορρόπησης μεταξύ των ηθικών εκπληρώσεων της ανθρωπότητας και της θείας τάξης τού κόσμου. Γι’ αυτό, παρ’ όλους τους σπαρακτικούς αναβρασμούς που περιέχουν οι τραγικοί κυκλώνες των έργων τού Σοφοκλή, μια άφθαστη καλλιτεχνική αρμονία τα περιβάλλει και μια στέρεη γαλήνη που ακολουθεί τ’ αχνάρια της ατάραχης ροής του χρόνου.
Σ’ αυτό γενικά έγκειται η μεγάλη δυσκολία να ερμηνευθούν σωστά αυτά τα έργα – στο ότι δεν είναι η ουσία τους και ο μόνος σκοπός τους η καλλιτεχνική απλώς εκμετάλλευση των δεδομένων της “τραγικής μοίρας” ή του “τραγικού λάθους”, αλλά είναι βαθύτερα η καλλιτεχνική έκφραση του θρησκευτικού μυστηρίου όπου εδράζεται η ανθρώπινη αρετή. Αυτό είναι το απόγειον της σκέψης του, όπως το συλλαμβάνουμε, παίζοντας και ξαναπαίζοντας τα έργα του με πιότερη λαχτάρα κατανόησης κάθε φορά, με πιότερη επιμονή να φτάσουμε αχ! πέρα απ’ την παράσταση για να ξεδιακρίνουμε στο μέτωπο του τραγικού ανθρώπου το ολόφωτο σημάδι της μεταφυσικής του ουσίας, το μοναδικό αραξοβόλι και το νόημα της ύπαρξής του. Το τέλος της Αντιγόνης, η κρίσιμη απόφαση του Νεοπτόλεμου στον “Φιλοκτήτη”, η αυτοκτονία του Αίαντα και ολόκληρο το έργο “Οιδίπους επί Κολωνώ” αποδείχνουν τούτη την τρανή αλήθεια: Πως ο Σοφοκλής με τις Τραγωδίες του, και περισσότερο με την τελευταία αυτή, εκφράζει την ουράνια επικύρωση της πίστης του προς τον άνθρωπο.
Δεν λείπει από τον “Οιδίποδα επί Κολωνώ”, όπως λένε πολλοί, το δαιμονιακό elan που χαρακτηρίζει τον “Οιδίποδα Τύραννο”. Ίσως να μειονεκτεί απ’ αυτόν σε γοργότητα και σε ανοικτές συγκρούσεις, εκτός φυσικά από τις σκηνές τού Οιδίποδα με τον Κρέοντα και με τον Πολυνείκη, που ξεπερνούν μπορεί να πει κανείς σε ένταση και τραχύτητα τις σκηνές του με τον Κρέοντα και με τον Τειρεσία του πρώτου έργου. Αλλά αν ο “επί Κολωνώ” δεν επιδεικνύει την ίδια δραματική ζωηρότητα, οφείλεται στο ότι μ’ αυτόν ο Ποιητής παρουσιάζει την ανάστροφη πλευρά τού ήρωα – αντίθετα προς την απότομη και βίαιη πτώση του στο χάος της τραγικής γνώσης στον πρώτο Οιδίποδα, εδώ στον δεύτερο δείχνει την ατέρμονα ανηφορική του πορεία προς την τελείωση όπου η αντοχή κι όχι η ηθική ευαισθησία μόνο είναι το κριτήριο της ανωτερότητάς του. Γι’ αυτό ο μηχανισμός της δράσης είναι πιο υπομονετικός εδώ, πιο κρατημένος – αλλά το πάθος, η ένταση κι η ακοίμητη λαχτάρα για το απόλυτο είναι κατάβαθη και πλούσια πολύ. Αν και οπωσδήποτε σε μια Τραγωδία του Σοφοκλή, δράση πρέπει περισσότερο ν’ αναγνωρίζεται η ενεργητικότης της βούλησης του ήρωα σ’οποιαδήποτε μορφή, και στον “Κολωνό” δράση δεν απουσιάζει καθόλου, εφόσον η βούληση του Οιδίποδα λειτουργεί σταθερά, σε υψηλή ένταση και με σαφή αποτελέσματα.
Στον “Οιδίποδα Τύραννο” ο Σοφοκλής παρ’ όλη την έξαρσή του για την υπέρτατη ανθρωπιά και βουλητικότητα τού ήρωά του, φανερώνει βαριά κατήφεια κι ακόμα κάποια αποθάρρυνση αντικρίζοντας τη σπαραχτικά δραματική μηδαμινότητα του ανθρώπου – με τον “Οιδίποδα επί Κολωνώ”, γραμμένο τριάντα ολόκληρα χρόνια αργότερα, στο βαθύ του γήρας, φτάνει πλέον στην πιο ολοκληρωμένη έκφραση της πίστης του στην αξία του ανθρώπου και στο νόημα της τραγικής του καρτερίας. Ο Οιδίπους, αν και άντρας γενναιόφρων και μεγαλόψυχος, κυνηγήθηκε ανελέητα απ’ τους Θεούς σ’όλη του τη ζωή, μα τώρα η αγέρωχη σεμνότητά του, η κατασταλαγμένη σε βαθιά σοφία περηφάνια του, τους φέρνει στο χρέος να τον δεχτούν οι ίδιοι στον ιερό λόφο τού Κολωνού, για την άκρα στιγμή της μεταμόρφωσής του σε αγιότητα, όπως μας αποκαλύπτεται στο δοξαστικό και γαλήνια οραματικό μυστήριο της Κοιμήσεώς του, φερμένο με άφθαστη ενάργεια στη Θυμέλη απ’ τον Εξάγγελο:
“Μα με ποιον πήγε θάνατο ο Οιδίπους,
κανείς δε θα’ξερε να πει, εκτός μόνο
το στόμα τού Θησέα· γιατί εκείνον
δεν τον άρπαξε μήτε φλογισμένος
κεραυνός του Θεού, μήτε κανένας
σίφουνας που σηκώθηκε απ’ τον πόντο
κείνη την ώρα· μα ή θενά τον πήρε
κάποιος Θεός, ή της γης τα θεμέλια
θ’ άνοιξαν σπλαχνικά για να κατέβη
στων νεκρών το βασίλειο δίχως πόνο.
Γιατί δεν πήε με στεναγμούς και μήτε
μ’ αρρώστιας βάσανα, μα όπως δε θα’χες
κανέν’ άλλο στον κόσμο να θαυμάσεις”.
- Πρώτη δημοσίευση: περ. “Νέα Εστία”, έτος ΛΒ΄, τόμος 64ος, τεύχος 744, 1 Ιουλίου 1958
iΑναφέρεται στο ανέβασμα, το καλοκαίρι του 1958,από το Εθνικό Θέατρο των δυο τραγωδιών του Σοφοκλέους “Οιδίπους επί Κολωνώ” και Οιδίπους Τύραννος”, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, ο οποίος ερμήνευσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Κεντρική φωτογραφία: Ελένη Ζαφειρίου (Αντιγόνη), Αλέξης Μινωτής (Οιδίπους), Νίκος Παρασκευάς (Ξένος). Οιδίπους επί Κολωνώ (1958). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 05/07/1958 – 05/07/1958 Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου,
Latest posts by dromena (see all)
- Θέατρο του λαού: Ο Καραγκιόζης, η ιστορία του, η σημασία του - 27 Απριλίου, 2024
- Ο Σαίξπηρ στο πολεμικό Λονδίνο - 11 Απριλίου, 2024
- Η “Δωδέκατη νύχτα” του Σαίξπηρ - 2 Απριλίου, 2024
- Αν ο Νίκος Χαραλάμπους σκηνοθετούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο - 31 Μαρτίου, 2024
- Ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους - 31 Μαρτίου, 2024