Franz-Xaver Kroetz: «Τα αγαπημένα σας τραγούδια»

Franz-Xaver Kroetz: «Τα αγαπημένα σας τραγούδια»

Μοιράσου το!

Franz-Xaver Kroetz

Τα αγαπημένα σας τραγούδια

Θεατρική παντομίμα σε πέντε μέρη

Μετάφραση: Σωτηρία Ματζίρη

ΜΕΡΟΣ I

Μια οποιαδήποτε καθημερινή μέρα. Η δεσποινίς Μάιερχοφ γυρίζει από τη δουλειά της φορτωμένη με τα καθημερινά ψώνια. Είναι η ώρα εξήμισυ το απόγευμα. Μπαίνει στο σπίτι, κοιτάζει αν έχει κανένα γράμμα, βρίσκει μόνο μερικά διαφημιστικά, τα παίρνει, πηγαίνει στην πόρτα της, την ξεκλειδώνει και μπαίνει μέσα. Τοποθετεί το δίχτυ με τα τρόφιμα και την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι, την τσάντα της πάνω στην καρέκλα, τα διαφημιστικά στο κομοδίνο και κλείνει την πόρτα πίσω της.

Βγάζει το παλτό, το βάζει σε μια κρεμάστρα και κρεμά την κρεμάστρα σ’ ένα γάντζο πίσω απ’ την πόρτα. Τρίβει ένα λεκέ στην πλάτη του παλτού. Μετά πηγαίνει στο παράθυρο, αγγίζει το καλοριφέρ να δει αν το ’χουν κιόλας ανάψει. Τραβά με προσοχή την κουρτίνα και ανοίγει λίγο το παράθυρο.

Στο περβάζι ανακαλύπτει λίγη βρωμιά, φέρνει το σφουγγάρι απ’ το νεροχύτη και καθαρίζει με την ευκαιρία όλο το περβάζι. Βάζει το σφουγγάρι πίσω στη θέση του κι αρχίζει να ξεπακετάρει τα ψώνια και να τα τακτοποιεί, άλλα στο ψυγείο, άλλα στο ντουλάπι κι άλλα στην ψωμιέρα. Μετά κρεμά το δίχτυ σ’ ένα καρφί δίπλα στη σόμπα.

Βγάζει τα ψηλά τακούνια της και τα τοποθετεί στη ντουλάπα. Φορά τις παντόφλες που βρίσκονται δίπλα στη ντουλάπα. Βγάζει τη ζακέτα του κομψού ταγιέρ που φορά, και που της πηγαίνει όμορφα, τη βάζει σε μια κρεμάστρα και την κρεμά μέσα στη ντουλάπα. Από το ίδιο μέρος βγάζει μια παλιά πλεχτή ζακέτα και τη φορά.

Κατόπιν πηγαίνει στον καθρέφτη που κρέμεται στο νεροχύτη διπλα στην κουζίνα και βγάζει τα σκουλαρίκια της, το κολιέ κι ένα δαχτυλίδι, τα οποία τοποθετεί μέσα σε μια φρουτιέρα πάνω στο κομοδίνο. Επιστρέφει στον καθρέφτη, περιεργάζεται γι’ αρκετή ώρα τον εαυτό της και τακτοποιεί τα μαλλιά της με χτένα και βούρτσα. Σ’ ένα σημείο το πρόσωπό της έχει παρουσιάσει ένα λεκέ. Αφού πλύνει πρώτα τα χέρια της, του βάζει λίγη κρέμα.

Κατόπιν ανάβει το μάτι του γκαζιού να ζεσταθεί νερό για το πλύσιμο των πιάτων. Τα πιάτα δεν είναι πολλά. Θα τα πλύνει στον ίδιο φαρδύ νεροχύτη με τη μια μόνο βρύση για κρύο νερό, που χρησιμοποιεί για να πλένει τα πάντα, γι’ αυτό και κάθε φορά τον καθαρίζει με ιδιαίτερη φροντίδα.

Πηγαίνει στην τηλεόραση που βρίσκεται στη γωνιά και την ανοίγει. Κάθεται στο τραπέζι και ανοίγει τις διαφημίσεις που είχε πάρει πριν από το κομοδίνο. Τις διαβάζει με προσοχή και μετά τις αφήνει στην άκρη. Από την τσάντα της που βρίσκεται πάνω στην καρέκλα παίρνει τα τσιγάρα της κι έναν αναπτήρα και ανάβει ένα τσιγάρο. Στο μεταξύ έχεει ζεσταθεί η τηλεόραση κι η δεσποινίς Μάιερχοφ τη χαζεύει. Έχει διάφορες διαφημίσεις ή μια όποια εκπομπή πριν από τις ειδήσεις των οχτώ. Ενώ κοιτάζει, καπνίζει με σιγανές κινήσεις και προσεκτικά το τσιγάρο της. Σε λίγο το ακουμπά στο σταχτοδοχείο που βρίσκεται πάνω στην εταζέρα, πηγαίνει στο κομοδίνο, απ’ όπου παίρνει τη Ραδιοτηλεόραση. Επιστρέφει στο τραπέζι, αφήνει το περιοδικό, και απ’ την εταζέρα παίρνει το σταχτοδοχείο με το αναμμένο τσιγάρο και την τσάντα της απ’ την καρέκλα, την οποία τώρα ακουμπά στην άκρη δίπλα στο κομοδινάκι.

Ξανακάθεται και ξεφυλλίζει τη Ραδιοτηλεόραση κοιτάζοντας το σημερινό πρόγραμμα. Τραβά μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο της και το σβήνει προσεκτικά.

Ξανασηκώνεται, πηγαίνει στην κουζίνα και σβήνει το γκάζι. Γυρίζει στο τραπέζι και, όρθια, ξεφυλλίζει το πρόγραμμα της Ραδιοτηλεόρασης. Το μελετά λίγη ώρα και τελικά πηγαίνει και κλείνει την τηλεόραση. Κοιτάζει την ώρα στο ρολόι του χεριού της, το οποίο βγάζει και τοποθετεί κι αυτό μαζί με τ’ άλλα της κοσμήματα. Παίρνει το περιοδικό, το κλείνει και το βάζει πίσω στη θέση του.

(Σημείωση: Στη Βαυαρία κάθε Τετάρτη βράδυ στις εφτά και τέταρτο μεταδίδεται απ’ το ραδιόφωνο μια εκπομπή με τίτλο “Τα αγαπημένα σας τραγούδια” με κονφερανσιέ κάποιον Φρεντ Ράουχ. Η εκπομπή παρουσιάζει τραγουδιστές ελαφρών τραγουδιών, οπερέτες ή και όπερες – κάθε φορά και κάτι αλλιώτικο. Ιδιαίτερα δημοφιλή είναι τα προγράμματα των τραγουδιών και της ελαφράς μουσικής. Γι’ αυτό και είναι ευνόητο ότι η δεσποινίς Μάιερχοφ θα προτιμούσε αυτή την εκπομπή από μια οποιαδήποτε λιγότερο ενδιαφέρουσα εκπομπή της τηλεόρασης. Σε χώρους εκτός της Βαυαρίας θα πρέπει να βρεθεί μια ανάλογη επομπή).

Μετά, φορά μια ποδιά, αφήνει να τρέξει πρώτα κρύο νερό στο νεροχύτη και χύνει στο κατόπιν το καυτό νερό. Παίρνει απ’ το διπλανό βοηθητικό τρπεζάκι τ’ άπλυτα πιάτα τα οποία πλένονται με κινήσεις γρήγορες και επιδέξιες.

Κατόπιν τα στεγνώνει και τα τακτοποιεί μέσα στο ντουλαπάκι. Έξω αφήνει ένα πιάτο και μαχαιροπήρουνα για το βραδινό της φαγητό που τα τοποθετεί πάνω στο τραπέζι. Αφήνει να τρέξει μπόλικο νερό στο νεροχύτη για να τον ξεπλύνει. Μετά πλένει τα χέρια της και τους βάζει λίγη κρέμα. Απ’ το ψυγείο βγάζει διάφορα πράγματα που τα αποθέτει πάνω στο τραπέζι.

(Επειδή τα μεσημέρια τρώει ζεστό φαγητό στην καντίνα του εργοστασίου, το δείπνο της είναι συνήθως λιτό και κρύο).

ΜΕΡΟΣ II

Πηγαίνει στο ραδιόφωνο και το ανοίγει. Μετά πηγαίνει και κάθεται στο στρωμένο τραπέζι. Αλείφει με βούτυρο μια φέτα ψωμί. Με μια κίνηση του δάχτυλου δείχνει πως κάτι έχει ξεχάσει. Ξανασηκώνεται και παίρνει απ’ το ψυγείο ένα μπουκάλι με χυμό από φρούτα. Βγάζει κι ένα ποτήρι απ’ το ντουλάπι όπου χύνει λίγο χυμό γεμίζοντας το υπόλοιπο με νερό. Τοποθετεί το ποτήρι μαζί με τ’ άλλα πράγματα πάνω στο τραπέζι. Το μπουκάλι το ξαναβάζει αμέσως πίσω στο ψυγείο. Μετά κάθεται κι αρχίζει να τρώει.

Τρώει αργά, στοχαστικά, αλείφοντας, γαρνίροντας κάθε φέτα με αγάπη. Είναι φανερό πως ακούει την αγαπημένη της εκπομπή, ενώ γελά μ’ ένα αστειάκι του Φρεντ Ράουχ. Πίνει το χυμό της με μικρές γουλιές.

Μόλις αποτελειώσει το φαγητό της μαζεύει το τραπέζι με νοικοκυρεμένο τρόπο, βάζει το βούτυρο και το σαλάμι πίσω στα κουτιά τους και κλείνει τα διάφορα βαζάκια. Μετά ανάβει πάλι ένα τσιγάρο και το καπνίζει μέχρι το τέλος χωρίς να κάνει τώρα τίποτε άλλο ταυτόχρονα.

Σηκώνεται, καθαρίζει το τραπέζι, τοποθετώντας το κάθε πράγμα πίσω στη θέση του. Τα άπλυτα πιατικά, ένα πιάτο, ένα πηρούνι κι ένα μαχαίρι τα ακουμπά πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στο νεροχύτη.

Βγαίνει απ’ το δωμάτιο για να πάει στην τουαλέτα. Περνά αρκετή ώρα μέχρι να σηκωθεί και να σκουπίσει τον πισινό της. Και αυτή η λειτουργία γίνεται με τόση επιμέλεια, σχολαστικότητα και υγιεινή όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Τραβά το καζανάκι και ξεπλένει τη λεκάνη με τη βούρτσα που κρέμεται δίπλα. Ανοίγει λίγο το παραθυράκι της τουαλέτας προτού βγει. Επιστρέφει στο δωμάτιο και αφού πλύνει τα χέρια της πηγαίνει στο ραδιόφωνο που στο μεταξύ έχει αρχίσει να κάνει παράσιτα. Ψάχνει αρκετή ώρα μέχρι να πετύχει τον καλύτερο δυνατό ήχο.

Πηγαίνει στον καθρέφτη και κοιτάζει στο πρόσωπό της το σημείο στο οποίο είχε βάλει την κρέμα λίγη ώρα πριν. Το πασπατεύει και το αλείφει με νέα κρέμα.

Από τη σόμπα παίρνει το υπόλοιπο νερό και το ρίχνει στο νεροχύτη. Αφήνει να τρέξει και λίγο κρύο νερό. Απ’ τη ντουλάπα παίρνει ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες, τις βάζει στο νεροχύτη και τις πλένει.

Απ’ την κρεμάστρα, δίπλα στο νεροχύτη, παίρνει μια πετσέτα την οποία κρεμά από τη ράχη της δεύτερης καρέκλας κι εκεί απλώνει με προσοχή τις πλυμένες κάλτσες να στεγνώσουν.

Ενώ αφήνει να τρέξει το βρώμικο νερό απ’ το νεροχύτη, τον ξεπλένει πάλι κάνοντας ταυτόχρονα μερικά χορευτικά βηματάκια εμπνευσμένα από τη μουσική που ακούει. Μετά βγαίνει από το δωμάτιο να πάει να κλείσει το παράθυρο της τουαλέτας και επιστρέφει.

ΜΕΡΟΣ III

Από τη ντουλάπα βγάζει ένα σχεδόν τελειωμένο χαλάκι του τοίχου που φτιάχνει μόνη της. Το απλώνει πάνω στη ράχη της άλλης καρέκλας και το μελετά.

Κάπου-κάπου στρώνει κάτι εδώ κι εκεί. Κατόπιν αδειάζει τελείως το τραπέζι. Ακουμπά το σταχτοδοχείο πίσω στην εταζέρα, τα τσιγάρα και τον αναπτήρα δίπλα. Πίνει την τελευταία γουλιά χυμού και βάζει το ποτήρι μαζί με τ’ άλλα άπλυτα.

Τώρα απλώνει όλο το χαλί πάνω στο τραπέζι. Τραβά κάτω απ’ τον καναπέ ένα βαρύ κομμάτι σίδερο που το ακουμπά στη μια άκρη του χαλιού, ώστε να μπορεί να γλιστρήσει. Πηγαίνει πάλι στη ντουλάπα και φέρνει ένα ξύλινο κουτί, το αφήνει πάνω στο τραπέζι, και απ’ το συρτάρι της εταζέρας βγάζει το σχέδιο του χαλιού. Στο διπλανό συρτάρι βρίσκεται το ψαλίδι που το παίρνει κι αυτό.

Αφού τακτοποιήσει όλα γύρω της, ανάβει το πορτατίφ. Για μια στιγμή συλλογίζεται αν το φως είναι αρκετό κι αποφασίζει να ανάψει και το μεγάλο φως, πράγμα που κάνει ανοίγοντας το διακόπτη δίπλα στην πόρτα.

Κάθεται στην άλλη καρέκλα, κι αφού τη μετατοπίσει πέρα-δώθε μερικές φορές μέχρι να βολευτεί, και αφού έχει βεβαιωθεί πως όλα είναι έτοιμα, αρχίζει να βγάζει απ’ το κουτί το μαλλί και τις βελόνες.

Εξετάζει με προσοχή το σχέδιο, που κρατά διπλωμένο στο μέρος που χρειάζεται, μετά μια-μια τις σειρές, περνά κλωστή στη βελόνα, κι αρχίζει να κεντά.

Εργάζεται προσεκτικά, με ακρίβεια και επιδεξιότητα. Κάθε τόσο που τελειώνει το ένα χρώμα σύμφωνα με το σχέδιο, στερεώνει καλά την άκρη της κλωστής στο ύφασμα προτού κόψει το περίσσευμά της.

Μετά από λίγη ώρα σηκώνεται και βάζει να ζεσταθεί λίγο νερό για τσάι. Επιστρέφει στη δουλειά της που τη συνεχίζει γι’ αρκετή ώρα, μέχρι να βράσει το νερό. Τότε σηκώνεται, παίρνει απ’ το ντουλαπάκι ένα φακελάκι με τσάι και την τσαγιέρα κι ετοιμάζει το τσάι της. Ακουμπά την τσαγιέρα στο τραπεζάκι και δίπλα της ένα φλιτζάνι. Μετά ξανακάθεται στη δουλειά της. Αφού περάσει η ώρα που χρειάζεται για να τραβήξι το τσάι, γεμίζει το φλιτζάνι της, φέρνει λίγη ζάχαρη απ’ το ντουλαπάκι, την ανακατεύει και παίρνει το φλιτζάνι μαζί της στο τραπέζι. Απ’ το κομοδίνο φέρνει κι ένα κουτί με μπισκότα, που ακουμπά στο τραπέζι δίπλα στο χαλί.

Συνεχίζει τη δουλειά της, τρώγοντας στο ενδιάμεσο δυο-τρία μπισκότα. Πίνει με ηδονή το τσάι της και γεμίζει και δεύτερο φλιτζάνι όταν το πρώτο έχει αδειάσει.

ΜΕΡΟΣ IV

Σιγά-σιγά γίνεται αισθητή μια ελάττωση στο ενδιαφέρον της για το κέντημά της. Σηκώνει συχνά το βλέμμα, συγκρίνει για πολλή ώρα αφηρημένα σχέδιο και κέντημα κι άλλα τέτοια. Στο τέλος σταματά, τελείως, φέρνει τα τσιγάρα της, τον αναπτήρα και το σταχτοδοχείο απ’ την εταζέρα και τα ακουμπά στο τραπέζι. Κάθεται και καπνίζει για λίγη ώρα χωρίς να κάνει τίποτε άλλο.

Ξάφνου μοιάζει κουρασμένη, εξαντλημένη και εκνευρισμένη. Σηκώνεται και παίρνει το ρολόι του χεριού της απ’ τη φρουτιέρα για να δει την ώρα. Πηγαίνει στο ραδιόφωνο και χαμηλώνει τη φωνή του. Μετά ξανακάθεται και συνεχίζει τη δουλειά της, Αυτή τη φορά με πιο σιγανές κινήσεις αν και με τον ίδιο πάντα επιτήδειο τρόπο. Σηκώνεται και πάλι, παίρνει το άδειο φλιτζάνι και το μεταφέρει στο τραπεζάκι. Ξεπλένει την τσαγιέρα και πετά το μεταχειρισμένο φακελάκι του τσαγιού στο σκουπιδοτενεκέ κάτω απ’ το τραπεζάκι.

Παίρνει το σταχτοδοχείο, το αδειάζει κι αυτό, μετά το σκουπίζει μ’ ένα πανί και το ακουμπά πάνω στην εταζέρα. Κατόπιν, πηγαίνει στον καθρέφτη και περιεργάζεται τον εαυτό της. Μοιάζει να ’ναι ευχαριστημένη με την εικόνα της.

Πηγαίνει πίσω στο τραπέζι και κάθεται. Μελετά με προσοχή το σχέδιο, κάνει διάφορες μετρήσεις και ξαναπιάνει τη δουλειά με ρυθμό γοργό και ακριβή μέχρι να τελειώσει το κέντημά της. Τίποτε δε φανερώνει πως το χαλί τέλειωσε. Ξαναβάζει τις βελόνες πίσω στο ξύλινο κουτί, διπλώνει το σχέδιο και μαζί με το ψαλίδι τα βάζει κι αυτά μέσα στο κουτί και το κλείνει. Σηκώνεται, κάνει ένα βήμα πίσω και, για κάμποση ώρα, χαζεύει το έργο της. Χαμογελά, παίρνει το χαλί και το απλώνει προσωρινά στο μάκρος του πάνω στον καναπέ. Τώρα κάνει ακετά βήματα πίσω και το ξαναμελετά για πολλή ώρα με κριτικό βλέμμα. Είναι ευχαριστημένη. Με αγάπη σηκώνει τώρα το έργο της και το κρεμά στην άλλη καρέκλα χωρίς να το διπλώσει.

Αρχίζει να ξανατοποθετεί τα αντικείμενα πίσω στο τραπέζι στη συνηθισμένη τους θέση.

Αφού τα τακτοποιήσει, τα κοιτάζει όλα ένα-ένα και χαρούμενη για το τελειωμένο χαλί του τοίχου το ισιώνει εδώ κι εκεί για μια ακόμα φορά. Ρίχνει μια δυο ματιές γεμάτες έγνοια, μπας και ξέχασε τίποτε ή έκανε τίποτε λάθος.

ΜΕΡΟΣ V

Ο Φρεντ Ράουχ καληνυχτίζει τους ακροατές του. Η εκπομπή τέλειωσε. Είναι φανερό πως η δεσποινίς Μάιερχοφ έχει στραμμένη την προσοχή της εκεί. Κλείνει το ραδιόφωνο προτού αναγγελθεί η επόμενη εκπομπή.

Πηγαίνει στο παράθυρο, ανοίγει με προσοχή τις κουρτίνες και κοιτάζει λίγη ώρα έξω. Κλείνει ο παράθυρο, και κατόπιν τις κουρτίνες με τέτοια επιμέλεια ώστε να μην μπορεί κανείς να κοιτάξει μέσα.

Τώρα στρώνει το τραπέζι για το πρόγευμα της επόμενης μέρας. Απ΄την αυγοθήκη κ.λπ. αντιλαμβάνεται κανείς πως της αρέσει να προγευματίζει με άνεση χρόνου.

Κατόπιν φτιάχνει το κρεβάτι της, τραβώντας τον καναπέ. (Καλό θα ’ταν ένας καναπές από κείνους που διπλώνουν μαζί με τα στρωσίδια).

Αρχίζει η τελετουργία της καθημερινής σωματικής καθαριότητας.

Από το τύλιγμα μαλλιών μέχρι ποδόλουτρο, το πλύσιμο του κορμιού της, μέχρι το πλύσιμο των δοντιών. Όλα αυτά γίνονται με εξαιρετική φροντίδα.

Εξετάζει με προσοχή τα ρούχα που έβγαλε. Αποφασίζει να ρίξει την κιλότα της στα άπλυτα, σ’ έναν πάνινο σάκο που κρέμεται στη ντουλάπα, και να βγάλει μια καθαρή για το επόμενο πρωί. Επίσης διαλέγει κι ένα άλλο ταγιέρ για την άλλη μέρα. Τα ρούχα τα κρεμά με νοικοκυροσύνη στη ράχη του ανοιχτού φύλλου της ντουλάπας και τα εσώρουχα τα ακουμπά στην άδεια επιφάνεια της καρέκλας. Όλα τ’ άλλα ρούχα της τα κρεμά στη ντουλάπα για να τα ξαναβρεί πάλι κρεμασμένα και ατσαλάκωτα όταν τα χρειαστεί.

Ανάμεσα από τα στρωσίδια τραβά ένα όμορφο ζεστό νυχτικό και το φορά. Από πάνω φορά τη ρόμπα της. Μετά πηγαίνει στην τουαλέτα. Αν και αυτή τη φορά πάει μόνο για τσίσα της, σκουπίζετι με μπόλικο χαρτί υγιεινής και αφήνει πάλι λίγο ανοιχτό το παραθυράκι. Έρχεται πίσω και ξαναπλένει τα χέρια της. Κατόπιν αρχίζει τον καθημερινό της γύρο: γυρίζει δυο φορές το κλειδί στην κλειδαριά, κοιτάζει προσεκτικά αν έχει κλείσει καλά το γκάζι, αν το καπάκι του σκουπιδοτενεκέ είναι καλά εφαρμοσμένο, αν η βρύση δε στάζει. Μετά ανοίγει με πολλή φροντίδα το παράθυρο, χρειάζεται κάποιο χρόνο μέχρι να πετύχει ακριβώς η χαραμάδα που θέλει ώστε να μπαίνει αρκετός καθαρός αέρας αν και οι κουρτίνες παραμένουν κλειστές. Μετά φέρνει κοντά στο κρεβάτι της το νυχτερινό της τραπεζάκι που δεν είναι άλλο από ένα σκαμνάκι το οποίο την ημέρα είναι τοποθετημένο στην άκρη, σκεπασμένο μ’ ένα πανί.

Επάνω του βρίσκονται ένα ξυπνητήρι, ένα βιβλίο, ένα άδειο ποτήρι και το περιοδικό “Stern”.

Παίρνει το άδειο ποτήρι, το ξεπλένει, και αφού το γεμίζει με νερό, το ξανατοποθετεί στη θέση του.

Μετά κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, παίρνει το ξυπνητήρι, το κουρντίζει και το βάζει για τις έξι. Δοκιμάζει να δει αν χτυπά και το ακουμπά ικανοποιημένη δίπλα της.

Δεν περνά λίγη ώρα και ξανασηκώνεται. Σβήνει το μεγάλο φως, ξαναρίχνει μια ματιά στην κουζίνα, βγάζει τη ρόμπα της και την απλώνει στην κάτω άκρη του κρεβατιού της. Μετά ξαπλώνει. Δεν ξαπλώνει βολικά γιατί έχει τα μαλλιά της τυλιγμένα και πρέπει να προσέχει. Παίρνει το βιβλίο της και ψάχνει για το σημείο που σταμάτησε χθες, το βρίσκει αλλά δε διαβάζει παρά έχει καρφωμένο το βλέμμα της μπροστά της. Μένει έτσι αρκετή ώρα. Μετά αφήνει το βιβλίο στο τραπεζάκι ξαναρίχνει μια ματιά στο δωμάτιο και σβήνει το φως.

Για λίγη ώρα δεν κάνει την παραμικρή κίνηση. Μετά γυρίζει στο πλάι, πάντα με προσοχή λόγω των μπικουτί. Δοκιμάζει να κοιμηθεί.

Ξάφνου ανακάθεται και ανάβει το φως. Σηκώνεται, ξαναφορά τη ρόμπα της, ξεκλειδώνει την πόρτα και πηγαίνει στην τουαλέτα. Όλα αυτά τα κάνει σχεδόν χωρίς θόρυβο. Στην τουαλέτα κλείνει το παράθυρο. Επιστρέφει στο δωμάτιο, κλείνει την πόρτα πίσω της, πλένει τα χέρια της και τα σκουπίζει. Μετά πηγαίνει στο χαλί και το ξανακοιτάζει.

Μετά από λίγο πηγαίνει στο κομοδινάκι, το ανοίγει και απ’ το πάνω ράφι του παίρνει ένα κουτάκι με χάπια. Τα πηγαίνει στο τραπέζι, παίρνει και απ’ το τραπεζάκι της το ποτήρι με το νερό και το ακουμπά δίπλα. Με προσοχή κάθεται στην καρέκλα που στεγνώνουν οι κάλτσες της, χωρίς να ακουμπά τη ράχη της. Παίρνει ένα χάπι που το πίνει με λίγο νερό. Απ’ το κουτάκι βγάζει την οδηγία χρήσεως και τη διαβάζει.

Ξαναανοίγει το κουτάκι και αφήνει να κυλίσουν έξω όλα τα χαπάκια, τα οποία μετράει βάζοντάς τα σε δυο σειρές. Έχουν μείνει δεκατρία χάπια από ένα κουτί των είκοσι. Με σιγανές κινήσεις παίρνει το ένα μετά το άλλο, μέχρι που γουλιά-γουλιά το νεροπότηρο αδειάζει. Σηκώνεται, κάνει να πάει στο νιπτήρα, κοντοστέκεται, πηγαίνει στο ψυγείο απ’ όπου παίρνει ένα μισογεμάτο μπουκάλι φτηνής σαμπάνιας, το κουβαλά στο τραπέζι, το ανοίγει, χύνει λίγο στο ποτήρι της και καταπίνει μ’ αυτό τα υπόλοιπα χάπια. Έτσι περιμένει καθιστή λίγη ώρα.

Χύνει και την υπόλοιπη σαμπάνια στο ποτήρι που ξεχειλίζει και βρέχει το τραπεζομάντηλο. Σηκώνει το ποτήρι ψηλά και σκουπίζει με την άκρη του μανικιού της το λεκέ και γεύεται μια γουλιά απ’ το ποτήρι. Μετά περιμένει ήρεμα και στοχαστικά και λίγο-λίγο το πρόσωπό της ζωηρεύει σα να περιμένει κάτι.

ΤΕΛΟΣ.

ΔΡΩΜΕΝΑ. Χρόνος Γ΄, τεύχος 12, Σπτέμβριος-Οκτώβριος 1987

The following two tabs change content below.

ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΤΖΙΡΗ

Γέννηση στη Θεσσαλονίκη. Δημοτικό και Γυμνάσιο στην Ελλάδα, Λύκειο στη Γερμανία. Φοίτηση σε σχολές γλώσσας σε Αγγλία και Γαλλία. Σπουδές Γερμανικής Λογοτεχνίας και Συγκριτικού Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Μεταπτυχιακές σπουδές σε Καίμπριτζ και Έσσεξ. Διατριβή στον Μπέρτολτ Μπρεχτ. Κατά το 1980-84, Εισηγήτρια Δραματολογίου στο Εθνικό Θέατρο και για μια περίοδο μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του. Θεατρική αρθρογράφος στα περιοδικά ΤΕΤΑΡΤΟ και ΕΝΑ και από το 1989 μέχρι το κλείσιμό της μόνιμη κριτικός θεάτρου στην Ελευθεροτυπία, με παράλληλο θεατρικό ρεπορτάζ από Ευρώπη (Φεστιβάλ Βιέννης, Βερολίνου, Λονδίνου, Βενετίας, Παρισιού), Ινδία, Αμερική, Β. Αφρική, Ρωσία. Μεταφράσεις της έργων των Μπρεχτ, Κρετς, Φασμπίντερ και Χόρβατ έχουν ανέβει σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Από το 1980 παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο και από το 1995 μητέρα μιας κόρης.

Latest posts by ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΤΖΙΡΗ (see all)


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΕΡΓΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version