Μαρίκα Κοτοπούλη

Μαρίκα Κοτοπούλη

Μοιράσου το!

ΜΟΡΦΕΣ

Δεν έχω στο νου μου συγκεκριμένα καμιά επιτυχία, κανένα θρίαμβο, καμιά έκπληξη της Μαρίκας Κοτοπούλη σε κανένα από τα έργα που ανάδειξε, όπου αναδείχτηκε, σε κανένα από κείνα όπου δημιούργησε, όπου ανάπλασε έναν τύπο, που να είναι όπως αυτή τον θέλησε, τον εννόησε, τον αιστάνθηκε, τέτοιον μάλιστα όπου ούτε ο συγγραφέας καμιά φορά να τον είχε υποπτευθή.

Μια τέτοια δουλειά θα ήθελε κόπο και μόχθο και θα πήγαινε περισσότερο σε άνθρωπο που Να καταγίνεται ιδιαίτερα με το Θέατρο, και προπάντων να το αγαπά με πάθος ή να το κάνει επάγγελμα.

Δεν είμαι καθόλου θεατρόφιλος μάρκας, μολονότι τα θεατρικά έργα τ’ αγαπώ και τ’ αγαπώ αρκετά. Αλλά τ’ αγαπώ για να τα διαβάζω, να τα μελετώ ακόμα, έξω από τη Σκηνή.

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ή καθισμένος στο γραφείο μου, ξεχνιέμαι μ’ ευχαρίστηση στην ανάγνωση μιας τραγωδίας, ενός δράματος, μιας κωμωδίας.

Με τη Μαρίκα Κοτοπούλη όμως μου συνέβη συχνά κάπως το αντίθετο. Μου δόθηκε κατά μακρά διαστήματα να εκτιμήσω την τέχνη της και να θαυμάσω ακόμα την ποιότητά της. Δεν παρακολούθησα την εξέλιξή της βήμα προς βήμα, ωστόσο το ένστικτο με οδηγούσε πάντα να ανακαλύπτω την αλματική της άνοδο κάθε φορά που την έβλεπα και την άκουα στη Σκηνή.

Ο τόνος της φωνής της μου άρεσε πάντα, όσο και το μέτρο της στις κινήσεις. Σπάνια, νομίζω, ξεχνιέται, κι αυτό ποτέ σε έργα δραματικά και τραγικών υποθέσεων. Σ’ αυτά το δίκαιο μέτρο έμπαινε αδιατάρακτο, και αν κάποτε ξέφευγε, ευσταθούσε υπέρ αυτής. Άλλωστε η τραγωδία και το δράμα ήτανε και είναι το αναμφισβήτητο φόρτε της. Διασκεδάζει, βέβαια, κανείς μαζί της και σε ελαφρά έργα τέχνης, γιατί μια μεγάλη αρτίστα είναι παντού και πάντα εξαιρετική, αλλά εδώ είναι που, όπως είπα παραπάνου, ξεχνιέται κάποτε. Μια της γκαμινερί εδώ δεν έχει πάντα τη λεπτότητα που απαιτεί ο ρόλος, ή καλύτερα που πρέπει να έχει ο ρόλος, και που από αδεξιότητα συχνά του συγγραφέα δεν την έχει. Αντίθετα, πόσους μετριότατους θεατρικούς συγγραφείς δεν έσωσε με το μπρίο της, την απαράμιλλη χάρη της και το δαιμόνιό της.

Κάποτε κοίταζα σ’ ένα τραπέζι στο καμαρίνι της κάτι χειρόγραφα. “Άστα! μου είπε. Είναι ένα ηλίθιο έργο, που πρέπει να το παρουσιάσω για έξυπνο. Και να ’χω κι αυτόν που το ’γραψε, να μου λέει πως θα του το χαλάσω!… Τι του πληρώνεις;”

Αλήθεια, στην ομιλία σπάνια βρίσκει κανείς γυναίκα να έχει τη χάρη της όταν έχει κέφι και το μυστικό να κρατάει μια συντροφιά σε αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Είπα “όταν έχει κέφι”, αλλά ξέχασα πως περισσότερο κι από το κέφι πρέπει η συντροφιά να την εμπνέει. Κι ένας μόνο να μην της είναι εκεί συμπαθητικός, τυραννιέται σα μικρός άρρωστος που αρνιέται ν’ ανοίξει το στόμα του σε φάρμακο που και η θέα του τον αηδιάζει. Ωστόσο, έχει και την τέχνη – αλλά και ποια τέχνη δεν έχει – να ;κρατιέται. Ποτέ δε θα δειχτεί κουρασμένη, άκεφη, αδιάφορη. Ευτυχώς που είναι πάντα βιαστική και δεν παρεξηγείται όταν εξαφανίζεται, πριν δείξει και την ελάχιστη στενοχώρια ή βαρεμάρα.

Μέσα στ’ άλλα της χαρίσματα, και όχι από τα μικρότερα, που είχε άλλοτε και που πιστεύω να έχει ακόμα, είναι και ο αλτρουισμός της, η γενναιοψυχία της.

Άλλοτε, που την έβλεπα κάπως συχνά, πάνε πολλά χρόνια από τότε, θυμάμαι πως σκορπούσε τα χρήματα και με τα δυο της χέρια βοηθώντας και δίνοντας. Μια μέρα, που την έπιασα σε μια τέτοια μοιρασιά χρημάτων σε πεντέξι φτωχογυναίκες που την είχαν βάλει στη μέση στην πόρτα του θεάτρου της, “θα καείτε!”, της είπα, βλέποντας ένα υπόλοιπο αναμμένου σιγαρέτου στο στόμα της. “Πάρτο από κει! μου είπε, να χαρείς… Με τι να το πιάσω;”

Ήθελα κάτι περισσότερο να γράψω για τη μοναδική αυτή βασίλισσα του Θεάτρου μας, έξω από το ιχνογραφικό αυτό πορτρέτο που της κάνω, αλλά δεν έχω πρόχειρα χίλια άλλα που θα ήθελα να σας διηγηθώ. Δηλαδή να κάνω τη σωστή προσωπογραφία της, λαδομπογιά κ.λπ. Αυτά ίσως άλλοτε.

Πότε έπαιξε η Κοτοπούλη το Φάντασμα στον “Μάκβεθ”; Πότε τον Έρωτα στον “Προμηθέα”; Τη Μάγδα του Σούντερμαν; Το Μώμο στο “Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας”;Τη Μαργαρίτα στον “Φάουστ”; Την “Ηλέκτρα”´ Την Ηρώ του Γκριλπάρτσερ; Τη Βέρθα στο “Στοιχειό του Πύργου”; Τη “Στρίγγλα στο Ημέρωμά της” του Σαίξπηρ; Τη Δεισδαιμόνα; Τη Φραγκίσκα στον “Αμαξά Ένσεν” του Χάουπτμαν; Την Εύα στη “Σπασμένη Στάμνα” του Κλάιστ; Τη Μητέρα στον “Ἱσραήλ” του Μπερνστάιν; Πότε έπαιξε άλλα χίλια τέτοια έργα, με το δαιμόνιο που απαιτούσαν αυτοί οι ρόλοι; Όταν την αναπολώ ρεμβαστικά καμιά φορά, τη χάνω μέσα σε αυτό το πλήθος των γυναικών που αυτή ανάστησε. Πότε πάλι έπαιξε άλλες χίλιες μικρές και μεγάλες αρλούμπες, αυτές τις περισσότερες νεοελληνικές, τις άλλες ξένες, με την τέχνη της εκείνη που και όταν ακόμα δεν έσωζε, συγχωρούσε;

Ανέβαζε και κατέβαζε έργα όταν αυτή ήθελε, σταματούσε τις περισσότερες φορές όταν έπρεπε, τραβούσε το σκοινί ώς εκεί που ήτανε να σπάσει, αλλά χωρίς να συμβεί το δυστύχημα και να κατρακυλήσει με το έργο και η ίδια και να μωλωπιστεί, να γρατσουνιστεί, αποτελειώνοντας έτσι και το συγγραφέα που πάντα τον προφύλαγε.

– Μαρίκα! Σώσε με! της είπε μια μέρα κάποιος.

– Ο μόνος τρόπος,του απάντησε, να σωθείς κι εσύ και να μη χαθώ κι εγώ, είναι να γίνουμε από τώρα εχθροί.

– Και για πολύν καιρό, Μαρίκα, ρώτησε ο συγγραφέας.

Και η Μαρίκα δεν απάντησε.

Ο πρώτος τυχών που συχνάζει στα θέατρα, τα παρασκήνια και τα πρωινά σχεδόν κέντρα, για να βρει εκεί τους ανθρώπους της Σκηνής, – και πιστεύω να μην άλλαξαν οι παλιές αυτές συνήθειες, – θα έχει να διηγηθεί, φαντάζομαι, άπειρα ανέκδοτα της κυρίας Μαρίκας. Και θα είναι το ένα χαριέστερο του άλλου, πιο πικάντικο, πιο διασκεδαστικό. Κι όπως χαρακτηρίζει αρκετή ελευθεροστομία τη μεγάλη τραγωδό, είμαι βέβαιος πως και τα κάπως διφορούμενα και τα σόκιν ακόμα δε θα είναι από τα λιγότερο πετυχημένα της κι από τα λιγότερο περιζήτητα.

Δυστυχώς, δεν ξέρω πώς, σα να επρόκειτο να ζήσουμε εγώ κι αυτή τριακόσια τουλάχιστον χρόνια, δε βλεπόμαστε παρά κάθε οχτώ ώς δέκα ενιαυτούς, – για να αποφύγω την επανάληψη των “χρόνων”. Κι αυτό τυχαία, και για λίγες στιγμές. Άλλοτε, βέβαια, αυτό γινότανε συχνότερα κάπως. Έτσι όμως ή αλλιώς, εκείνο που είναι περίεργο, είναι πως σε κάθε συνάντησή μας βρισκόμαστε ο ένας απέναντι του άλλου σα να είμαστε και την προηγούμενη μέρα μαζί, και την προπροηγούμενη, και την άλλη. Και με ρωτά πάντοτε τα ίδια: “Τι γίνεται η κυρία Μαλακάση; (Που την είδε μια φορά στη ζωή της, ίσως δυο.) Και η Ζωίτσα είναι καλά;” (Το θηρίο! Όλα κι όλα… Δε λησμονεί όνομα!…) Η Ζωίτσα λοιπόν είναι η κόρη μου, που την είχε δει τριών χρόνων, προ εικοσιπέντε δηλαδή, στο χωλλ ενός ξενοδοχείου, και που τώρα έχει δυο παιδιά, το ένα από τα οποία είναι σε τρίδιπλη σχεδόν ηλικία από κείνην που είχε η κόρη μου τον καιρό που τη γνώρισε.

Από τη σημερινή μεγάλη καλλιτέχνιδα, ύστερα από τόσα διαλείμματα σχέσεων τι να ξέρω τώρα που να είναι επίκαιρο; Αν κρατούσα τουλάχιστον Ημερολόγιο της ζωής μου, – κι όταν αναλογίζομαι πώς δεν το έκανα, γίνομαι έξω φρενών, – αν κρατούσα λοιπόν αυτό το Ημερολόγιο, θα είχα να γράψω για την αγαπητή μου αυτή φίλη ποιος ξέρει πόσα και πόσα… Από τον καιρό που ματσουλούσε την άκρη της φούστας της μάνας της ανάμεσα σε άλλα δυο-τρία κουτσούβελα – τις αδερφές της – και κοίταζε με τα μεγάλα εκείνα δύσπιστα και ερευνητικά και μαζί παιγνιδιάρικα μάτια τους περίγυρά της, ώς την ημέρα που γέμισε όλη τη θεατρική Ελλάδα με το μεγάλο της ανάστημα.

Οι βιογράφοι της βέβαια είναι πολλοί, και θα γίνουν περισσότεροι, κι ο καθένας με τον τρόπο του και το ταλέντο του θα την παραδώσουν στην αθανασία. Θα υπάρξει όμως κανένας απ’ αυτούς να της αποδώσει ως αντιπρόσωπος τόσων και τόσων ηρωίδων, που αυτή με τη μεγαλοφυΐα της απαθανάτισε, την οφειλόμενη ευγνωμοσύνη των;

Νομίζω όμως πως άσκοπα και άκαιρα ασχολούμαι εδώ με τον μελλοντικό και άξιο βιογράφο της Κοτοπούλη. Μια τέτοια ασχολία την ώρα αυτή δεν έχει τον τόπο της. Η Κοτοπούλη θα κυριαρχεί επί χρόνια και χρόνια ακόμα στην Ελληνική Σκηνή, και θα προσθέτει στους θριάμβους της νέους και πάλι νέους και εξακολουθητικά νέους. Κι οι θρίαμβοι αυτοί θα είναι όλο και ανήφορος προς το ιδεατό σημείο του κατακόρυφου της σκέψης.

Προς εκείνο βιζάρει το δαιμόνιό της, Κάθε νέα της δημιουργία και νέοι τρόποι αξιέραστοι και νέες αποκαλύψεις κρυμμένων καλλιτεχνικών αρετών, που αναπηδούν σαν από κουτί της Πανδώρας. Πόσες άλλωστε δεκαετηρίδες δεν πέρασαν χωρίς καμιά αντίπαλο της Σκηνής να την πλησιάσει και να σταθεί αντίθετά της. Η σύγχρονή της Κυβέλη, άλλος τύπος αξιοσημείωτος του Θεάτρου, μένει κι αυτή αναντικατάστατη. Για τις νεότερες ακούω πολλά και για μερικές μάλιστα τα κάλλιστα, αλλά… η Μαρίκα είναι μία! – και η δημιουργός των, γιατί απ’ αυτήν βγήκαν.

Αν διαβάσει κανείς μερικά του Ντιντερό και του Αριστοτέλη περί θεάτρου, περί ηθοποιίας και μιμικής, θα δει πως τόσο στη μια όσο και στην άλλη, η Κοτοπούλη παίρνεται σα μοντέλο πρωθύστερο, να πούμε έτσι, και από τους δυο. Τόσο είναι η Κοτοπούλη ο τύπος της μεγάλης γυναίκας του Θεάτρου. Ο ένας μας λέει, ανάμεσα σε άλλα, πως ο ηθοποιός δεν αρκεί να καταλαβαίνει το ρόλο του, πρέπει και να τον αισθάνεται, κι ο Αριστοτέλης πως κάθε κίνηση αρκεί να είναι καλά εκτελεσμένη, για να χρειάζεται απόλυτα.

Προσέξτε αυτά τα δυο στην Κοτοπούλη, για να τη θαυμάσετε ανεπιφύλαχτα. Προσέξτε πώς κινείται, πώς στέκεται, πώς κάθεται, πώς αφήνει τη Σκηνή. Συλλάβετε τον ήχο της φωνής της, την κραυγή της, και τη σιωπή της ακόμα. Στο αστικό δράμα μιλεί αλλιώτικα, στην τραγωδία πάλι αλλιώτικα, και στο ελαφρό θέατρο εντελώς διαφορετικά. Το ίδιο και εμφανίζεται. Αν με ρωτούσε κανείς πού υπερέχει και πού ιδιαίτερα πετυχαίνει και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του έργου και των ακροατών, θ’ απαντούσα χωρίς επιφύλαξη: “Παντού το ίδιο”.

  • Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΙΔ΄, τόμος 27ος, τεύχος 313, 1 Ιανουαρίου 1940

Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version