Η τραγωδία του Ληρ

Η τραγωδία του Ληρ

Μοιράσου το!

  • ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

Την τετάρτη από τις μέγιστες τραγωδίες του, ο Σαίξπηρ μοιάζει να την έγραψε εκεί ανάμεσα στα 1603-1606. Πιθανότατα στα 1606. Ο ποιητής ήταν τότε σαρανταέξι χρονών κι είχε φτάσει στην κορυφαία του ώρα. Πραγματικά, οι περισσότεροι από τους κριτικούς και τους ερευνητές του έργου του, συμφωνούν πως με τον “Βασιλέα Ληρ” αγγίζουμε την ύψιστη κορυφή του σαιξπήρειου, άρα και του μετακλασικού γενικά, θεάτρου. Στις σφαίρες αυτές, μόνον ο Αισχύλος είχε ως τώρα πλανηθεί. Και η γειτνίαση των δυο μεγαλύτερων δραματικών ποιητών που είδε ποτέ ο κόσμος, δεν φαίνεται να περιορίζεται στο αξιολογικό μόνον επίπεδο. Επεκτείνεται και σε μια συγγένεια τόνου, με τον “Βασιλέα Ληρ” ακριβώς. Προμηθεϊκή είπανε τη μορφή του γερο-βασιλιά αυτού που τον βλέπουμε, στις ώρες του μεγάλου πάθους του, να επικοινωνεί με τις φυσικές δυνάμεις, να τις επικαλείται και να τις αναστατώνει. Μαζί του, ο άνθρωπος κι ό,τι τον αφορά, περνάει σε μιαν άλλη διάσταση, υψηλότερη από του συμπτωματικού, του πρόσκαιρου, του καθημερινού. Είναι το κλίμα του μύθου – ενός μύθου που δεν σημαίνει απόσχιση από την πραγματικότητα, αλλά τουναντίο, έντασή της και επιγραμματική της καταδίωξη. Εδώ, δεν είναι πια οι Τιτάνες που έχουν γνωρίσματα ανθρώπινα· είναι ο άνθρωπος που μεγεθύνεται σε τιτανικά μέτρα. Η μετάπλαση αυτή της ανθρώπινης περιπέτειας σε φαινόμενο κοσμολογικό και το ανάλογο κλίμα που δημιουργείται έτσι, είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την κατανόηση του εκπληκτικού αυτού έργου που είναι η τραγωδία του βασιλέα Ληρ.

Με την πρώτη κιόλας σκηνή του δράματος, περνάμε στην περιοχή του μύθου: Ένας γερο-βασιλιάς, ογδοντάρης και πάνω, πατριάρχης κάλλιο παρά πατέρας, τρεις κόρες του σε ηλικία γάμου, ένα βασίλειο για μοίρασμα… Η σκηνή ολόκληρη, έχει στις αναλογίες της κάτι το μνημειακό, το λαξευμένο σε γρανίτη. Δεν βρισκόμαστε καθαυτό σε μιαν ιστορική εποχή συγκεκριμένη. Είναι, θα ’λεγε κανείς, μια γεωλογική περίοδος. Αν το κάθε μεγάλο έργο του Σαίξπηρ αποτελεί έναν κόσμο ξεχωριστό, αυτό εδώ φωτίζεται από την αυγή των κόσμων. Και η μορφή του γερο-βασιλιά, που δεσπόζει κυριαρχικά τη σκηνή, η απόφασή του ν’ απογυμνωθεί από το βασίλειό του, η εγωιστική ιδιοτροπία του να του παραστήσουν με λόγια πόσο τον αγαπάνε, όλ’ αυτά έχουν τον απόλυτο χαρακτήρα που υπογραμμίζει, στερεώνει την αίσθηση του παραμυθιού. Είναι το επιβλητικό πλαίσιο που τοποθετεί σε χώρο, προσδιορίζει ποιοτικά, το δράμα.

Αν όμως βρισκόμαστε έξω από την περιοχή του καθημερινού, δεν βρισκόμαστε κι έξω από την περιοχή του ανθρώπινου. Σάρκινες πολύ είναι οι αδυναμίες του παντοδύναμου ώς τώρα Ληρ. Δεσποτικός μονάρχης, συνηθισμένος στο μάκρος μιας ζωής να βλέπει τους άλλους να σκύβουν στις προσταγές του, να τον λατρεύουν σαν είδωλο, θα πέσει, αμέσως από την αρχή, στο βαρύ παράπτωμα που οι αρχαίοι Έλληνες το έλεγαν “ύβρι”. Δεν γνώρισε άλλωστε ποτέ τη ζωή στην αληθινή της όψη ο Ληρ, δεν έχει κάνει την ανθρώπινη θητεία του. Έζησε, γέρασε, σ’ απόσταση από τους συνανθρώπους του, ξεμοναχιασμένος στον ψηλό του το θρόνο. Είναι ένας γερο-βασιλιάς-παιδί: με τις ιδιοτροπίες τού κακομαθημένου παιδιού, την απειρία του παιδιού, τις αυθαιρεσίες του, τη σκληρότητά του. Αλλά και το απονήρευτο, το εύπιστο, μια γενναιοδωρία που μόλις ισκιώνεται από τη φυσική του βιαιότητα. “Δεν έπρεπε να γεράσεις προτού φρονιμέψεις”, θα του πει ο Τρελός του στην πέμπτη σκηνή του έργου, τότε που θα έχει αρχίσει πια να του φανερώνεται τού Ληρ η ανάποδη των πραγμάτων, η σκοτεινή πλευρά της ζωής. Και τη σκοτεινή αυτή πλευρά θα την ενσαρκώσουν γι’ αυτόν ποιοι; Οι ίδιες οι κόρες του, και μάλιστα αυτές που ευνόησε, οι δυο μεγαλύτερες· όχι η μικρότερη που την αδίκησε και που έφυγε παίρνοντας την κατάρα του για μοναδικό προικιό της.

Η αίσθηση αυτή της εσωτερικής προδοσίας, από τα ίδια μας τα σπλάχνα, είναι στοιχείο ουσιαστικό στην όλη σύλληψη της τραγωδίας. Εκφράζει κάτι το τερατώδες, το ανόσιο, που όμως –κι εδώ είναι το τρομαχτικό– δεν βρίσκεται έξω από την τάξη του κόσμου. Μοιάζει, αντίθετα, να εγκυμονείται από αυτή την ίδια, ν’ αποτελεί συστατικό της γνώρισμα. Το θέμα της αχαριστίας, άλλωστε, το βλέπουμε να μην περιορίζεται στην περίπτωση μονάχα του Ληρ με τις κόρες του. Αναδιπλώνεται στην ιστορία του Γλόστερ με το νόθο γιο του. Τοποθετούμενο έτσι σε γενικότερο βάθρο, παίρνει διαστάσεις, σημασία, σφοδρότητα, ενός φυσικού σχεδόν νόμου. Νόμου που προσβάλλει ωστόσο μέσα μας και κάτι απαραβίαστα ιερό: την πατρότητα, την ίδια τη ρίζα της ζωής, την έμπρακτη αποκάλυψη της δημιουργικής Αρχής του κόσμου μέσα στα πλάσματά της.

Στο καθαρά ανθρώπινο επίπεδο, ο Ληρ έχει φταίξει: Αδίκησε την Κορδέλια κι είναι ένοχος μεγαλαυχίας. Δεσποτικός, τυφλωμένος από την παντοδυναμία του, παραμέρισε βίαια τον τίμιο και γενναίο Κεντ, τον πιο αξιόλογο άνθρωπο της Αυλής του, επειδή εκείνος θέλησε να τον αναχαιτίσει στη στιγμή της μοιραίας αυθαιρεσίας του: “Ήσυχα Κεντ! Μη μπαίνεις ανάμεσα στο δράκο και τη λύσσα του”. Και πάλι: “Το τόξο σημαδεύει τεντωμένο, φυλάξου απ’ τη σαΐτα”. Αυτή είναι η γλώσσα του Ληρ στον κολοφώνα της εξουσίας του. Κι επειδή ο Κεντ είναι από τους ανθρώπους που σέβονται αλλά δεν έρπουν, ούτε τρομοκρατούνται, ο κεραυνός της βασιλικής οργής ξεσπάζει στο κεφάλι του: “Άπιστε δούλε! Άκουσέ με προδότη… Σου δίνω πέντε μέρες να ετοιμάσεις ό,τι χρειαζούμενα για τα δεινά του βίου. Την έχτη, γύρνα τη μισητή σου ράχη στο βασίλειό μου”. Εξορία! Επειδή ο τίμιος Κεντ πήρε το μέρος της αδικούμενης.

Αυτό είναι το αρχικό αμάρτημα του Ληρ. Αμάρτημα συστατικό της τύχης του τραγικού ήρωα που δεν γίνεται να είναι ανεύθυνος. Κι όμως, η πορεία των γεγονότων θα μας κάνει πολύ γρήγορα να το ξεχάσουμε γιατί ένα άλλο θέμα, επικρατέστερο, το κύριο πια θέμα του έργου, θα έρθει να το υποκαταστήσει, να το ρίξει στη σκιά. Η αχαριστία. Ο Ληρ, σ’ εφαρμογή του αρχικού όρου, πηγαίνει να περάσει από ένα μήνα στις δυο ευνοημένους του κόρες, κι εκείνες τον αποδιώχνουν. Γυμνωμένος από πρακτική εξουσία στο εξής, αρχίζει, χωρίς ο ίδιος να το καλονιώθει, να γίνεται διαλλακτικός. Ν’ αναρωτιέται μήπως δεν κατάλαβε καλά, μήπως παρεξηγεί: “Το παρατήρησα πως με παραμελούν κάπως τώρα τελευταία και το κατηγόρησα μάλλον σα δικό μου φταίξιμο, που είμαι τόσο μυγιάγγιχτος και θέλω να τα ψιλολογάω όλα”. Κι όταν ύστερα από τη Γονερίλη, η Ρεγάνη με τον άντρα της τον Κορνουάλη θ’ αρνηθεί να τον δεχτεί, θα ψάξει ο ίδιος, σαν από αδυναμία του μυαλού του να χωρέσει την αποκρουστική αλήθεια, σαν από λύπηση απελπισμένη για τον εαυτό του, να βρει μια δικαιολογία: “Ίσως να μην είναι καλά – λέει για τον Κορνουάλη. – Θα υπομονέψω· κι έπεσα έξω με την τόσο παράφορή μου απαίτηση να πάρω αδιάθετο κι ανήμπορο άνθρωπο, σα να ’ταν στα καλά του…”

Καινούργια γλώσσα αυτή για τον Ληρ! Και πόσο γρήγορα! Το σκληρό δίδαγμα της ζωής όταν αρχίσει, δεν αφήνει ανάπαυλα, ανασασμό. Μας κάνει με σφυροκοπήματα σοφότερους. Κι όποιος αντέξει. “Σεις ουρανοί, δώστε μου μόνο υπομονή, υπομονή μου χρειάζεται!” λέει τώρα ο δυστυχισμένος. Η μετάβαση αυτή από την αυθαιρεσία της απολυταρχίας στην περίσκεψη της αδυναμίας, κι από την περίσκεψη στην αποκαλυπτική έξαψη του νου, έχει γίνει από τον Σαίξπηρ με εκπληκτική λακωνικότητα και δύναμη. Είναι μια επιτομή καταστάσεων κι ένα κατρακύλισμα ψυχής που προμηνάει την επερχόμενη θύελλα:

ΛΗΡ: Ε συ Τρελέ, θα τρελαθώ.

ΚΟΡΝΟΥΑΛΗΣ: Ας μαζεφτούμε, έρχεται μπόρα.

Η συναίρεση είναι θαμπωτική σ’ ευγλωττία. Η αγανάκτηση της πατρικής ψυχής βρήκε αντίλαλο στον ουράνιο θόλο. Και το ψυχικό τοπίο προβάλλεται τώρα στο φυσικό, χωρίς αυτό να μας παραξενεύει διόλου, γιατί τώρα πια ξέρουμε –έτσι κι έχουμε μπει στο σύμπαν του “Βασιλέα Ληρ”– πως και τα δυο αυτά ανήκουν στην ίδια μυστηριώδη, ιερή τάξη πραγμάτων.

Ο Ληρ υποφέρει μέσα στη θύελλα, έτσι όπως τον άφησαν οι κόρες του έξω, νύχτα, στον ερημότοπο, και μαζί την ενσαρκώνει: είναι η θύελλα. Το πάθημά του και το πάθος του είναι ομόζυγα. Δέρνεται από το δρολάπι ο ήρωας, δεν εκμηδενίζεται. Το παρακινεί, διαλέγεται μαζί του, σε τιτανική γλώσσα. Όταν για πρώτη φορά είχε συνειδητοποιήσει το πάθημά του, τον είχαμε ακούσει να επικαλείται τους ουρανούς: “Ουρανέ, αν αγαπάς τους γέρους, αν το πράο σου κράτος θέλει το σέβας, αν συ ο ίδιος είσαι γέρος, πάρτο δικό σου ζήτημα, στείλε εδώ κάτω κι υπερασπίσου με!”. Τώρα, που το βαθύ στερέωμα του δίνει την απόκρισή του με πύρινα γράμματα, το ανάστημα του γερο-βασιλιά δεν θα μικρύνει· αντίθετα: Θα γιγαντωθεί φανταστικά. Το ασπρόμαλλο και μουσκεμένο αυτό κεφάλι χάνει το νου του γιατί δρασκελάει, σπάζει τα όρια του καθιερωμένου, που κρύβει για τον αδύναμο, κακόμοιρο θνητό την τρομερή αλήθεια και το γεροντικό αυτό χέρι κρατάει τον κεραυνό. Είναι αποκαλυπτική για τον Ληρ η άσπλαχνη μπόρα. Τώρα, για πρώτη φορά, στην πράσινη λάμψη της αστραπής, αρχίζει ν’ αναβλέπει, να μαντεύει πράγματα που πριν δεν τα είχε υποπτευθεί: “Πόσο παράξενη είναι η τέχνη της ανάγκης! Χαμένα πράματα, πολύτιμα τα κάνει”. Κι αμέσως, στον Τρελό του που τουρτουρίζει: “Φτωχό τρελό μου αγόρι, έχω μιαν άκρη στην καρδιά μου, που λυπάται για σένα τώρα”. Στο φτωχοκάλυβο που θα γίνει για τους κατατρεγμένους πρόχειρο άσυλο, δεν θα δεχτεί να μπει πρώτος αυτός. Στον Τρελό του: “Μέσα παιδί· πέρασε μπρος. Άστεγη φτώχεια, – όχι δα, – πέρνα μέσα. Εγώ θα κάνω πρώτα την προσευχή μου κι ύστερα θα κοιμηθώ”. Και η προσευχή του Ληρ θα είναι η εξαίσια αποστροφή:

“Καημένα γυμνά πλάσματα, όπου κι αν βρισκόσαστε
και δέρνεστε απ’ την άσπλαχνη αυτή μπόρα,
πώς τ’ άσκεπα κεφάλια, τ’ άσαρκα πλευρά σας,
τα φτωχοκούρελά σας, πώχουν τρύπες και παράθυρα,
σας προφυλάνε από καιρούς σαν τούτον; Ω,
σ’ αυτά είχα δώσει πολύ λίγη προσοχή…”

Το συμπέρασμα; Απλό, και τα λέει όλα: “Πιέ, μεγαλείο, το γιατρικό…” Ο Ληρ εξανθρωπίστηκε, από την οδό του μαρτυρίου.

Θα φανταζόταν κανένας, ύστερα από το κορύφωμα της θύελλας των φυσικών στοιχείων και του νου, πως η διαδρομή ολοκληρώθηκε, πως ο ήρωας δεν έχει πια τίποτ’ άλλο να διδαχτεί. Όμως το δραματικό πρόσωπο δεν διδάσκεται με τη στεγνή άδροση γλώσσα της γραφτής σοφίας. Ζει εντατικά – και της ζωής η πείρα είναι ακένωτη, αναπαράγει διαρκώς τις εικόνες-σύμβολα, που γονιμοποιούν. Η τραγωδία του Ληρ, από την πλευρά του πνεύματος, είναι το έπος της μαρτυρικής πορείας προς την εσωτερική ωριμότητα. Στο καλύβι που βρήκανε άσυλο οι δαρμένοι από τη μπόρα, είχε χωθεί πριν απ’ αυτούς ένας άλλος αδικημένος, ο Έδγαρ, που ο πατέρας του, ο ανέμυαλος, μωρόπιστος Γλόστερ, τον είχε αποδιώξει. Μεταμφιεσμένος τώρα, για να γλιτώσει την καταδίωξη, σε κουρελή, μισόγυμνο ζητιάνο, προφασίζεται πως έχει σαλεμένο τάχα το λογικό του. Θα σμίξουν έτσι μέσα στο ανεμόδαρτο καλύβι της κολασμένης νύχτας τρεις διαφορετικές μορφές, τρεις εκδοχές της τρέλας. Η μια, του Ληρ, διανοητική διαταραχή από ηθικό κλονισμό βαθύτατο. Η άλλη, του Τρελού του, κάτι γοητευτικά αμφίβολο, ανάμεσα στην επαγγελματική υπόκριση και το ανάλαφρο, αστραπηβόλο παιχνίδισμα του νου. Κι η τρίτη του Έδγαρ, του ανθρώπου που ένιωσε πως μόνη καταφυγή από την καταφορά της αδικίας είναι το ξεπέρασμα, η απάρνηση της εχεφροσύνης. Ο τρόπος που ο ποιητής συνθέτει, εναρμονίζει τα τρία αυτά θέματα, δημιουργεί ένα κοντραπούντο εκπληκτικό όχι μόνο για την ποικιλία των τόνων του, αλλά, προπαντός, για τις προεκτάσεις του, μιαν ατμόσφαιρα ανησυχητικά υπέρλογη, που φωττίζει με αστραπές αποκαλυπτικές τη νύχτα. Εδώ ο Ληρ θ’ ανακαλύψει τον άνθρωπο σαν “όντως ον”. Στο θέαμα του μισόγυμνου διακονιάρη που τουρτουρίζει: “Δε χρωστάς ούτε μετάξι σε σκουλήκι, ούτε γούνα σε θεριό, ούτε μαλλί σε πρόβατο, ούτε μυρουδικό σε μοσχοπόντικο… Εσύ είσαι το πράμα το γνήσιο, όπως είναι. Ο αστόλιστος άνθρωπος δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ένα τέτοιο κακόμοιρο, γυμνό, διχαλωτό, ζώο σαν και σένα”. Κι αμέσως η έξαψη του νου που ζητάει να γυμνωθεί από κάθε ψευτιά, κάθε σύμβαση υβριστική, υπαίτια για τη διαστροφή της αλήθειας: “Έξω, έξω εσείς δανεικά!” Και σχίζει τα ρούχα του. Ένα σύμπτωμα τυπικό της παραφροσύνης, εδώ, αποπνευματώνεται· όπως πνευματική καθαρά ποιότητα, όχι παθολογική, έχει όλη η τρέλα του Ληρ. Είναι αναστάτωση ψυχής και νου μπροστά σε μιαν αποκάλυψη τερατώδη, προσβλητική για την ηθική αξίωση του ανθρώπου: “Τώρα ας κάνουν νεκροψία στη Ρεγάνη. Κοιτάχτε τι φυτρώνει γύρω στην καρδιά της. Είναι καμιά φυσική αιτία που κάνει αυτές τις σκληρές καρδιές;”. Η εξέγερση θα φτάσει στα έσχατα του απελπισμού. Θα δικάσει την ίδια την αρχή της ζωής και θα την απορρίψει. Είναι η στιγμή όπου ο γερο-βασιλιάς φτάνει στην τραγική καταδίκη κι απάρνηση του ενστίκτου της αναπαραγωγής, του προσωποποιημένου από τη γυναίκα: “Είν’ απ’ τη μέση τους και κάτω κένταυροι, αγκαλά απάνω είναι γυναίκες. Μόνο ώς τη ζώνη τους ανήκουν στους θεούς…”.

Κι όμως η υψηλότερη φάση της ωριμότητος δεν είναι εκείνη που εκδηλώνεται με την ανταρσία. Είναι η απόσπαση από την τύφλωση του πάθους, το ξεπέρασμα του εαυτού μας, η έξαρσή του ώς την απόλυτη, τη θεϊκή κατανόηση. Σ’ αλλεπάλληλες εκλάμψεις και μεταπτώσεις ο Ληρ θα συλλάβει το νόημα όλων αυτών των καταστάσεων. Τρελός αυτός, έχει συναντηθεί με τον τυφλό τώρα Γλόστερ, τον άνθρωπο που “σαν έβλεπε, όλο σκόνταβε”. Πικρά έκαναν την καθυστερημένη μαθητεία τους οι δυο γέροντες στο γέρμα της ζωής τους ανεκάλυψαν τον κόσμο. Κι ο Ληρ, ορθωμένος ολόσωμα στην οριακή εκείνη κατάσταση όπου θεάται κανείς και κρίνει με απροσωποληψία υπέρτατη, ρίχνει την εξαίσια κραυγή, που είναι ένα από τα ηθικά κορυφώματα του έργου: “Κανείς δε φταίει, κανείς!”.

Συμπληρώθηκε τάχα έτσι η εσωτερική διαδρομή του ήρωα; Ο Έδγαρ, συμπεραίνοντας με αφορμή τη θλιβερή τύχη τού τυφλού πατέρα του, επρόφερε το βαθύτερο μήνυμα της τραγωδίας, ένα από τα οριστικότερα λόγια που έχουν ποτέ ειπωθεί: “Να ’σαι ώριμος, αυτό είν’ όλο”. Όμως όχι. Ο Σαίξπηρ είναι πολύ μεγάλος ποιητής για να στρογγυλέψει λογικά την τραγωδία του. Στο βάθος της αλήθειας, παραφυλάει πάντα η ατιθάσσευτη απειλή, το άγρυπνο εκείνο Κακό, που επιβουλεύεται, ξεσπάει στην ώρα την πιο ανύποπτη. Ο Ληρ θα γνωρίσει πρώτα τη γλυκύτατη μεταρσίωση της αγάπης, το τρυφερό ξύπνημα στη θαλπωρή της Κορδέλιας, της κόρης με το ανέσπερο εσωτερικό φως. Ύστερα: “μπαίνει νικητής, με τύμπανα και σημαίες ο Εδμόνδος. Ο Ληρ και η Κορδέλια αιχμάλωτοι!” Να η απόκριση της σκοτεινής απρόσωπης επιβουλής, που κάνει βαθύ, οδυνηρό μυστήριο, το νόημα του κόσμου. Ειρωνεία ή τάχα μυστική οικονομία; Ο Ληρ έχει συνέλθει τώρα από την τρέλα του, χαίρεται, μέσα στα δεσμά, μιαν υπέρτατη ευδαιμονία. “Έλα να πάμε στα δεσμά μας: οι δυο μας μόνοι σαν πουλάκια στο κλουβί θα κελαηδούμε… Και μονάχα εμείς θα νιώθουμε το μυστήριο των όντων, σάμπως να ’μαστε κατάσκοποι του Θεού…”

Ίλιγγο προκαλεί η απύθμενη θα ’λεγε κανείς ανανέωση αυτής της τραγωδίας, η θητεία των μορφών σ’ ένα Καθαρτήριο δίχως όρια. Είναι άραγε “τυχαίο” – ό,τι λέμε στην κοινή ζωή τυχαίο, δηλαδή κάτι αυθαίρετο, δίχως νόημα και δικαίωση – το ότι η διαταγή του Εδμόνδου να χαριστεί η ζωή της Κορδέλιας φτάνει πολύ αργά στον προορισμό της; Μόνον ο επιδερμικός παρατηρητής, ή κι ο αλύτρωτα υποδουλωμένος στην ευτελέστερη λογοκρισία θα το έβλεπε έτσι. Ούτε πρέπει να υποτεθεί πως με το χτύπημα τούτο, που θα σπάσει την καρδιά του Ληρ, χαρίζεται ο ποιητής στον τυπικά απαισιόδοξο νόμο της Τραγωδίας. Μια έξαρση βαθύτερη, μεταρσίωση αποθεωτική, αναδίνεται από την κατάληξη της ιστορίας του Ληρ και της Κορδέλιας. Ο θάνατος εδώ, είναι τελείωση: το μη περαιτέρω των ψυχών που ολοκλήρωσαν την εγκόσμια μοίρα τους με τον εντελέστερο τρόπο. Η ζωή, θα ’λεγε κανείς, είναι πια πολύ στενή γι’ αυτούς, δεν τους χωράει. Τέτοια, άλλωστε, γενικότερα, είναι κι η ηθική της Τραγωδίας. Πραγματοποιεί μια μετάταξη σε άλλη, υψηλότερη σφαίρα, όπου οι πρακτικές έννοιες καλό και κακό εξαφανίζονται, παραχωρούν τη θέση τους στο πνευματικά ωραίο. Ποιος ξέρει αν την πληρέστερη της ζωής του ευτυχία ο Ληρ δεν τη δοκιμάζει τη στιγμή ακριβώς όπου, ξεψυχώντας, νομίζει πως βλέπει τα χείλη της Κορδέλιας του να σαλεύουν; Υπέρτατη παρηγορητική πλάνη; Ή μήπως μετάταξη σε μια νέα ζωή;

____________________

Κεντρική φωτογραφία: Όλγα Τουρνάκη (Ρεγάνη), Ελένη Χατζηαργύρη (Γονερίλη), Αλέξης Μινωτής (Βασιλιάς Ληρ), Τιτίκα Βλαχοπούλου (Κορδέλια). Βασιλιάς Ληρ (1978), Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 31/03/1978 – 20/04/1978


Μοιράσου το!
ΔΡΩΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΙΣΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

Exit mobile version